Δέκα για το Είκοσι Τρία: Απ’ το δέκα ως το ένα οι ταινίες της χρονιάς από τον old boy

Δεκατέσσερα χρόνια τοπ τεν. Από το δέκα ως το ένα, σε αντίστροφη μέτρηση, το τοπ τεν του 2023...

Για δέκατη τέταρτη συναπτή χρονιά (2010, 2011, 2012, 2013, 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, 2019, 2020 2021, 2022), η λίστα με τις αγαπημένες ταινίες της στήλης. Όπως πάντα, η χρονολογική κατηγοριοποίηση γίνεται με έργα που πρωτοπροβλήθηκαν στην Ελλάδα από Γενάρη μέχρι και Δεκέμβρη του κάθε ημερολογιακού έτους.

 

Από το δέκα ως το ένα λοιπόν, σε αντίστροφη μέτρηση, το τοπ τεν του 2023:

 

 

 – 10 –

Η ΦΑΛΑΙΝΑ 

 

Θα μπορούσε άνετα να είναι στη θέση του το υπερφιλόδοξο και πολύ πιο πλούσιο σε εικόνες αλλά και νοήματα «Ο Μπο Φοβάται». Αν όμως τελικά ο Τσάρλι – Μπρένταν Φρέιζερ του Ντάρεν Αρονόφσκι αφήνει πιο έντονο αποτύπωμα απ’ τον Μπο – Χόακιν Φίνιξ του Άρι Άστερ, δεν είναι επειδή εδώ έχουμε μια ταινία που πηγαίνει για λιγότερα και τα πετυχαίνει όλα χωρίς ψεγάδια, αλλά επειδή εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια εικόνα που μας πιάνει απ’ το λαιμό, με μια βασική συνθήκη, με έναν άνθρωπο – χώρο μέσα σε έναν άλλο χώρο, μέσα στο σπίτι στο οποίο ζει κι απ’ το οποίο αδυνατεί πια να βγει. Με έναν τρόπο την «Φάλαινα» την είχαμε δει πριν καν ακόμα τη δούμε, με έναν τρόπο την «Φάλαινα» την έχουμε ήδη δει από τα πρώτα της πλάνα. Εύκολο θα πει κανείς; Αβανταδόρικο; Ίσως κι όχι. Ο Αρονόφσκι έκανε σκηνοθετικούς παπάδες με τον χώρο στην προηγούμενη ταινία του την «(2010», εδώ τον χώρο τον αξιοποιεί εντελώς αλλιώς, αλλά ξανά αποτελεσματικότατα, ξανά με το χώρο να είναι καθοριστικός παράγοντας της κινηματογραφικής εμπειρίας. Και κάπως έτσι η εγκεφαλικότητα του Μπο και των εφιαλτών του δεν καταφέρνει, έστω και στο τσακ, να εντυπωθεί πιο έντονα από την αναμφίβολη και ασφυκτική σωματικότητα της Φάλαινας. 

 

 

– 9 –

Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΜΦΙΡ

 

Ουκρανική ταινία που γυρίστηκε λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου, αλλά που προβλήθηκε φέτος στην Ελλάδα, περνώντας δυστυχώς μάλλον απαρατήρητη. Λαθρεμπόριο της πλάκας στα ουκρανορουμανικά σύνορα, δηλαδή στα σύνορα Ουκρανίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαφιόζοι – τοπικοί άρχοντες βήτα διαλογής αλλά όχι και λιγότερο τρομακτικοί, ένας άντρας που έχει επιστρέψει για λίγο στο χωριό και θα δει κλασικά το παρελθόν του να τον καταδιώκει ενώ θα προσπαθεί να προστατέψει την οικογένειά του, η βασική πλοκή δεν λέει κάτι το ιδιαίτερα καινούριο, αλλά είναι τέτοια η δύναμη των εικόνων του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Ντμίτρο Σουκολίτκι-Σόμπτσουκ και τόσο λαμπρά τα χρώματα και η κίνηση της κάμερας του διευθυντή φωτογραφίας Νικίτα Κουζμένκο, ώστε όλη η ταινία από το πρώτο της μέχρι το τελευταίο της πλάνο είναι ατόφιο σινεμά, βαθιά απολαυστικό σινεμά. Κι επίσης προσφέρει διάσπαρτες αναπάντεχες ρωγμές στο βλέμμα μας και τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα πράγματα, είτε πρόκειται για μια πιο συμβατική ερωτική σκηνή αμέσως μετά το τέλος της οποίας η σωματική τρυφερότητα θα συνεχίσει να εκδηλώνεται αλλιώς, είτε πρόκειται για το γυμνό σώμα μιας χωριάτισσας πάνω απ’ τα εξήντα, που αρχικά την έχουμε δει κι εμείς στερεοτυπικά, και μετά καταφέρνουμε να τη κοιτάξουμε με τρόπο διαφορετικό. Αν εντοπίσετε κάπου τον «Όρκο του Παμφίρ», μην τον προσπεράσετε, δεν θα σας απογοητεύσει. 

 

 

– 8 –

 Ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ

 

Δυο διαφορετικές οσκαρικές χρονιές, συμπίπτουν ημερολογιακά όμως, και στη μάχη των δύο μαέστρων, οι περισσότεροι θα βάλουν πολύ πιο πάνω την (φανταστική) Λίντια Ταρ απ’ τον Λέοναρντ Μπερνστάιν, και το “Tár” του Τοντ Φιλντ πολύ πιο πάνω απ’ τον «Μαέστρο» του Μπράντλεϊ Κούπερ. Aνάμεσα στις δύο εκείνη είναι αναμφίβολα η καίρια, η αιχμής, η πιο ψαγμένη και βαθιά ταινία. Καμία απολύτως αντίρρηση. Αλλά ο «Μαέστρος» είναι γιορτή για τα μάτια και ταυτόχρονα ένα μεγάλο ναρκισσιστικό πανηγύρι. Και αν θα την απολαύσει κανείς είναι όχι παρότι αλλά επειδή αποτελεί ναρκισσιστικό πανηγύρι. Ο Μπράντλεϊ Κούπερ πίσω απ’ την κάμερα τοποθετεί τον εαυτό του μπροστά της και κινηματογραφώντας τον Μπερνστάιν κινηματογραφεί τον ίδιο και λατρεύει αυτό που κάνει και το μόνο που μας απομένει να κάνουμε είναι να αφεθούμε στη λατρεία του. Τη λατρεία του όμως που συνοδεύεται από μεγάλη σκηνοθετική στόφα, από πλάνα που τα βλέπεις στο σινεμά και μετά στο Netflix και θες να σηκωθείς όρθιος να χειροκροτήσεις. Υπάρχουν στη ζωή λαμπεροί άνθρωποι, υπάρχουν στη ζωή διψασμένοι άνθρωποι, υπάρχουν στη ζωή τυχεροί άνθρωποι, υπάρχουν στη ζωή δουλευταράδες άνθρωποι. Όταν συντρέχουν και τα τέσσερα στοιχεία προκύπτει ένας Λέοναρντ Μπερνστάιν, ένας Μπράντλεϊ Κούπερ, ένας «Μαέστρος». Tο grand inner life της εσωστρέφειας των δημιουργών και το grand outer life της εξωστρέφειας των εκτελεστών, το πίσω απ’ τα φώτα και το μπρος στα φώτα ενώνονται στο πρόσωπο του Λέοναρντ Μπερνστάιν που είναι το πρόσωπο του Μπράντλεϊ Κούπερ.

 

 

– 7 –

 ΤΟ ΜΠΛΕ ΚΑΦΤΑΝΙ

 

Μπορεί να μοιραστεί η αγάπη; Μπορεί να γίνει κτήμα περισσότερων των δύο; Τι σημαίνει άραγε ότι αγαπάμε τον άλλο; Με τι όρους τον αγαπάμε; Όταν είναι δικός μας; Κι όταν για τον οποιοδήποτε λόγο παύει να είναι δικός μας, η αγάπη μας παραμένει ή φεύγει; Πόσο συνδέεται η αγάπη με την ιδιοκτησία; Πόσο ανταλλακτική είναι; Θα σε αγαπώ αρκεί; Αρκεί να αγαπάς αρκεί; H γενική αρχή είναι πως θέλουμε οι συγγενείς μας και οι φίλοι μας να είναι καλά ανεξάρτητα από εμάς. Αλλά με τους συντρόφους μας είναι αλλιώς. Η αγάπη περιχαράσσεται και οριοθετείται πολύ περισσότερο: θέλω να είσαι καλά μαζί μου. Η αγάπη μου αυτή την ποιότητα έχει: σε αγαπώ αν με αγαπάς, σε αγαπώ αν είσαι δικός μου. Μαρόκο, δυο άντρες, μια γυναίκα, ένα παραδοσιακό ραφείο, η κάμερα της Μαριάμ Τουζανί χαϊδεύει με τρυφερότητα σε κοντινά πλάνα τα πρόσωπα του Aγιούμπ Μισιούι και κυρίως της Λούμπνα Αζαμπάλ και του Σαλέχ Μπάκρι, του Γιουσέφ, της Μίνα, του Χαλίμ, τρία πρόσωπα που μπορούμε πλέον να ανακαλούμε κάθε φορά που θα αναρωτιόμαστε για τα συστατικά της αγάπης. 

 

 

– 6 –

ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ

 

Η κβαντομηχανική μια επιστημονική επανάσταση, με φιλοσοφικές προεκτάσεις, σε μια γενικότερη εποχή επαναστάσεων. Ο Αϊνστάιν, ο Πικάσο, ο Στραβίνσκι, ο Φρόιντ, ο Μαρξ. Ο κόσμος αλλιώς, η ματιά μας πάνω του αλλιώς, η αντίληψή μας αλλιώς, στο πώς τον ζωγραφίζουμε, στο πώς τον κάνουμε μουσική, στο γιατί συμπεριφερόμαστε ως άτομα όπως φερόμαστε με τους μηχανισμούς του υποσυνείδητου, στο πώς λειτουργούν οικονομικά οι κοινωνίες και στο τι ιδεολογία παράγει το Κεφάλαιο, ο Νόλαν μας παρουσιάζει τον Οπενχάιμερ όχι ως νερντ της φυσικής, αλλά ως έναν νέο άνθρωπο που το πνεύμα του ανοίγει, γονιμοποιείται και δονείται, συντονισμένο με το συνολικό πνεύμα της πρωτοπορίας της εποχής. Όλες αυτές οι επαναστάσεις θα οδηγήσουν τελικά στην ατομική βόμβα. Κι ο Κρίστοφερ Nόλαν βρίσκει τον τρόπο να κινηματογραφήσει την πρώτη πυρηνική έκρηξη που έγινε ποτέ στην πυρηνική δοκιμή του Λος Άλαμος, έτσι ώστε να μας προξενήσει δέος. Βρίσκει επίσης τον τρόπο να κινηματογραφήσει στοιχειωτικά τις τύψεις του Οπενχάιμερ, καθώς τον βάζει να φαντάζεται τις επιπτώσεις της βόμβας στα πρόσωπα των κατενθουσιασμένων χειροκροτητών του. Αποφεύγει όμως εντελώς να μας δείξει οτιδήποτε σχετικά με τις δυο βόμβες που όντως έπεσαν στην Ιαπωνία και τις συνέπειες που όντως είχαν. Αντ’ αυτών, μακαρθικές ανακρίσεις, ναι, φυσικά, σε μορφή μεγάλου σινεμά. Έστω και μέσω αυτών όμως καταφέρνει να αναδείξει αντιφάσεις, διάφορες μορφές απρόσμενων εγωισμών, τυφλά σημεία σκέψης. Ένα κινηματογραφικό έργο μεγάλων φιλοδοξιών, μεγάλου μεγέθους, μεγάλου τελικού αποτελέσματος. Το οποίο βέβαια από τη στιγμή που βλέπεις λίγους μήνες μετά τη «Ζώνη Ενδιαφέροντος» δεν μπορείς παρά να το συγκρίνεις μαζί της και να αναρωτηθείς για τη μεσοτοιχία του δικού τους βλέμματος, τη μεσοτοιχία αυτού που επιλέγουν να μη δείξουν και τους εντελώς διαφορετικούς λόγους που επιλέγουν να μη το δείξουν, την μεσοτοιχία Χιροσίμα και Άουσβιτς.  

 

 

– 5 –

BARBIE

 

«Αν αγαπάς την Μπάρμπι, αυτή η ταινία είναι για σένα. Αν μισείς την Μπάρμπι, αυτή η ταινία είναι για σένα». Η Γκρέτα Γκέργουιγκ δίνει χώρο και στις δύο πλευρές του επιχειρήματος, δεν προσπαθεί να κάνει κατήχηση, ούτε να περάσει μασκαρεμένο κανένα μανιφέστο, η Μπάρμπι σε ένα βαθμό μπορεί να είχε και φεμινιστική επίδραση στην κουλτούρα των ΗΠΑ (και όχι μόνο) του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, δημιουργώντας μια φιγούρα ανεξάρτητης και επιτυχημένης επαγγελματικά και κοινωνικά γυναίκας, σε έναν άλλο όμως βαθμό υπήρξε «η πλαστική προσωποποίηση των μη ρεαλιστικών προτύπων φυσικής ομορφιάς, του σεξουαλικοποημένου καπιταλισμού και του αχαλίνωτου καταναλωτισμού», κάνοντας τις γυναίκες να αισθάνονται άσχημα για τον εαυτό τους και τις εντός ή εκτός εισαγωγικών ατέλειές τους. Για το μεγαλύτερο τουλάχιστον διάστημα της ταινίας, το ζητούμενο δεν είναι να ταυτιστούμε με την Μπάρμπι και τον Κεν και να συγκινηθούμε με τα όσα νιώθουν, αλλά να ενταχθούμε μέσα σε ένα κινηματογραφικό κόσμο εσκεμμένα αναληθοφανή, συνειδητά παράδοξο, φουλ φανταχτερό, εντελώς διασκεδαστικό και αστείο, όπου όμως το χιούμορ, η σάτιρα, το κέφι, το τραγούδι, ο σαρκασμός, το οπτικοακουστικό feel good λειτουργούν ως εργαλεία αποτύπωσης και σχολιασμού μιας πραγματικότητας κοινωνικής, οικονομικής, ιδεολογικής, πολιτικής. Η “Barbie” πετυχαίνει να αποκτήσει τη δική της καρδιά, τη δική της ιδιαίτερη ταυτότητα, έναν εαυτό όχι κοπιαρισμένο, όχι βγαλμένο από κανόνες και συνταγές, έναν εαυτό που μπορεί να χωρέσει μέσα του από μιούζικαλ ως το “Truman Show” και τους «Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης», έναν εαυτό που θα μιλήσει και για τον τρόμο της κυτταρίτιδας και θα συνδέσει επιτέλους και αμετάκλητα την Πατριαρχία με τα άλογα.

 

 

– 4 –

ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΜΙΑΣ ΠΤΩΣΗΣ

 

Πατέρας, μητέρα, εντεκάχρονος γιος με σοβαρότατο πρόβλημα όρασης μετά από ατύχημα, σκυλί, σαλέ. Εκείνη συγγραφέας αναγνωρισμένη κι επιτυχημένη, εκείνος συγγραφέας μη αναγνωρισμένος, μη επιτυχημένος, μη βγάζοντας τα προς το ζην του απ’ τα βιβλία, διδάσκοντας παρτ τάιμ σε σχολείο. Ο πατέρας πέφτει απ’ τη σοφίτα. Ατύχημα; Δεν πολυμοιάζει. Αυτοκτονία τότε; Ή μήπως τον δολοφόνησε η γυναίκα του που ήταν μόνη σπίτι μαζί του; Ο μίτος θα αρχίσει να ξετυλίγεται αργά αργά, όχι για να οδηγήσει στην αποκάλυψη μιας αναμφισβήτητης αλήθειας, αλλά για να προσφέρει στους θεατές ένα υπόβαθρο σχέσης, όπου όλες οι εκδοχές θα μπορούσαν να βγάλουν μια χαρά νόημα. Στο υποδειγματικό σενάριο (της σκηνοθέτιδος Ζιστίν Τριέ και του Αρτούρ Αραρί), μας δίνεται μεν με σαφήνεια η συγκεκριμένη εικόνα του ζευγαριού και σκιαγραφείται ξεκάθαρα η αντιδιαστολή των χαρακτήρων τους, αφήνεται όμως να αιωρείται η καθοριστική αμφιβολία, αν παρακολουθούμε έναν άντρα έτοιμο να παραδοθεί αμετάκλητα στην εσωτερική του απελπισία ή, αντίθετα, έναν άντρα που βρίσκεται πλέον στη φάση της ανασυγκρότησής του, στη φάση που είναι έτοιμος να πάρει τα πράγματα αλλιώς, στη φάση που είναι έτοιμος να μεταβεί από τη ματαίωση στην -προσπάθεια έστω- της δικής του πραγμάτωσης. Ανατομία της πτώσης μιας σχέσης, χαρακτήρες σύνθετοι, αληθινοί, γκρίζες ζώνες, ποιος απ’ τους δυο μας φαίνεται άραγε να έχει περισσότερο δίκαιο και ποια από τις εκδοχές του θανάτου μας φαίνεται η πιθανότερη και τι τελικά λέει αυτό για μας;

 

 

– 3 –

ΖΩΝΗ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

 

Μεσοτοιχία με το στρατόπεδο του Άουσβιτς, ο διοικητής του, Ρούντολφ Ες, μεγαλώνει την οικογένειά του με τη γυναίκα του, τα πέντε τους παιδιά, το φροντισμένο σπιτικό τους, τον υπέροχο κήπο τους, έναν πραγματικό κήπο της Εδέμ. Ο Τζόναθαν Γκλέιζερ δεν θα μας δείξει τι συμβαίνει μέσα στο στρατόπεδο. Του αρκεί ότι κάθε τόσο ακούμε ηχητικά αποσπάσματά του ή βλέπουμε στο βάθος τους μαύρους καπνούς απ’ τα κρεματόρια. Του αρκεί ότι ξέρουμε. Του αρκεί ότι ξέρουν οι ήρωές του. Του αρκεί ότι μπορούν να ζουν τη ζωή τους σαν αυτό που συμβαίνει δίπλα να είναι απλά η δουλειά του άντρα και ένας τρόπος να παίρνει δωρεάν καινούριες γούνες και κρυμμένα σε οδοντόπαστες διαμάντια η γυναίκα. Θα μας δείξει πώς είναι να ζεις χωρίς να βλέπεις, πώς είναι να ζεις μια χαρά. Και αφού ανατριχιάσουμε ολόκληροι και εσωτερικεύσουμε το σοκ, δεν μπορούμε μετά παρά να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε: κατά πόσο αυτό το «Εγώ μπορώ να ζω καλά ενώ δίπλα μου άνθρωποι πεθαίνουν» αφορά μόνο τη συγκεκριμένη φρικιαστική συνθήκη στη συγκεκριμένη φρικιαστική ιστορική συγκυρία, Μήπως, αντίθετα και λίαν ξεβολευτικά, είναι ό,τι πιο συνηθισμένο; Η «Ζώνη Ενδιαφέροντος» παρουσιάζοντάς μας αληθινά γεγονότα, παρουσιάζοντάς μας έναν άντρα αρχιεγκληματία πολέμου και μια γυναίκα κοινότοπα και κανονικοποιημένα αποκτηνωμένη για αυτό που συμβαίνει δίπλα της, για αυτό στο οποίο πρωτοστατεί ο σύζυγός της, καταφέρνει ταυτόχρονα και να μας γνωρίσει ό,τι πιο αποτρόπαιο και ό,τι πιο αδιανόητο σε συνθήκη ζωής και σε απάνθρωπη ικανότητα να μη δίνεις δεκάρα για το τι συμβαίνει ακριβώς εκεί που τελειώνουν τα όρια του σπιτιού σου και της οικογενειακής σου ευημερίας και των οικογενειακών σου προβλημάτων, αλλά και ό,τι πιο πανανθρώπινο, ό,τι πιο διαχρονικό, ό,τι πιο κοινό, ό,τι συμβαίνει με το βλέμμα της δικής μας ιδιωτικής και οικογενειακής και οικιακής ζωής. Σύμφωνοι, εμείς δεν εξοντώνουμε κανέναν ενεργητικά. Εμείς ενδεχομένως δεν βλάπτουμε και κανέναν με άμεσο και χειροπιαστό τρόπο. Εμείς όμως μπορούμε να ζούμε στον κόσμο μας και εντός των τειχών μας, κι ό,τι κι αν φτάνει στα αυτιά μας από όσα συμβαίνουν δίπλα μας, δεν το αφήνουμε να μπει ποτέ στα αλήθεια στη ζώνη ενδιαφέροντός μας.

 

 

– 2 –

ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ

 

Τέλη 19ου αιώνα, γαλλική επαρχία, οίκημα με μικρό αγρόκτημα ευκατάστατου μεσήλικου ανδρός, προκειμένου να αρχίσει από κοινού με τη μαγείρισσά του το πραγματικό πανηγύρι, το κοινό μαγείρεμα, τη σύμπραξή τους, τη συνομιλία τους, τον χορό τους, διονυσιακό και απολλώνιο μαζί, σπονδή στις αισθήσεις και στο πνεύμα μαζί. Επί ώρα, επί πολλή ώρα, επί πάρα πολλή ώρα, το μόνο που θα παρακολουθούμε θα είναι τη μυσταγωγική τελετουργία της μαγειρικής τους, καθώς τα υλικά και τα πλάσματα τα αποσπασμένα από τη γη, από το νερό, από τον ουρανό, λαχανικά, ψάρια, πουλιά, θα μετατραπούν όχι απλά σε τροφές, όχι απλά σε φαγητό, αλλά σε κάτι που αγγίζει αν δεν υπερβαίνει κιόλας τα όρια της ιερότητας, σε κάτι που αγγίζει αν δεν υπερβαίνει κιόλας τα όρια του συνολικού νοήματος της ύπαρξης, κι ίσως όχι μόνο της ανθρώπινης ύπαρξης, της ύπαρξης των πάντων, της χλωρίδας και της πανίδας συμπεριλαμβανομένης, γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία μεταμορφωτική και συνθετική που δεν κουβαλά απλώς πίσω της δεκαετίες γνώσης, διαμόρφωσης γούστου, διαρκών πειραματισμών, εκλέπτυνσης, ανακαλύψεων, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία μάγευσης του κόσμου και του οικοσυστήματος, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια συνέργεια όλων των συστατικών του πλανήτη, των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων σε ρόλο μεταφραστή των ποιητικών δυνατοτήτων της ζωής, προκειμένου όλα να καταλήξουν στη σύλληψη και την παρασκευή πιάτων, τα οποία θα φαγωθούν με ύψιστη απόλαυση μεν, αλλά χωρίς ο τελικός σκοπός να είναι η γευστική απόλαυση, ο τελικός σκοπός είναι η μέθεξη της δημιουργίας, η αγωνία για να φτάσει κανείς όσο πιο βαθιά μπορεί τις αναζητήσεις του, την τέχνη του, το έργο του, η πλήρωση που του παρέχει η διαδικασία και το αποτέλεσμά της, πλήρωση που με τη σειρά της τού ξυπνά την ανάγκη να το επαναλάβει ξανά από την αρχή, γιατί «ευτυχία είναι να συνεχίζεις να ποθείς αυτό που ήδη έχεις». Ο Μπενουά Μαζιμέλ και η Ζιλιέτ Μπινός, πρώην ζευγάρι στη ζωή, συναντιούνται ξανά «στο φθινόπωρο της ζωής τους». Προσπαθώ να σκεφτώ αν έχω συναντήσει στο σινεμά άλλο ζευγάρι τόσο αμοιβαία και ολοκληρωτικά αφοσιωμένο και δοσμένο. Προσπαθώ να σκεφτώ αν έχω συναντήσει στο σινεμά απεικόνιση ερωτικής και αγαπητικής σχέσης που να διέπεται από τέτοια υπερβατική πληρότητα, όσο στη θεσπέσια αυτή ταινία του Τραν Αν Χουνγκ, που μας στέλνει απευθείας ανταπόκριση απ’ το φως και τη θέρμη. Δεν πάει ο νους μου εύκολα κάπου. 

 

 

– 1 –

ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΝΙΣΕΡΙΝ

 

Ο Κολμ λέει στον Πάντρικ ότι δεν θέλει να κάνει άλλο παρέα μαζί του. Γιατί; Επειδή είναι βαρετός. Μα πάντα ήταν βαρετός. Μα και του Πάντρικ τώρα του τελείωσε. Και μεγαλώνει, δεν μπορεί να χασομεράει όλη μέρα με ανούσια κουβέντα και ποτό στο μπαρ, θέλει να αξιοποιήσει το χρόνο του παραγωγικά, να αφοσιωθεί επιτέλους εντελώς στην μουσική του. Αν δεν καταλάβεις ότι σοβαρολογώ, Πάντρικ, αν συνεχίσεις να επιμένεις να μου μιλάς ενώ σου είπα τέρμα, θα αρχίσω να κόβω τα δάχτυλα των χεριών μου ένα ένα. Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα, πετυχαίνει με «Τα Πνεύματα του Ινισέριν» να είναι ταυτόχρονα ειρωνικός και τρυφερός, μιλώντας για πράγματα πολύ βαθιά και πολύ βαριά χωρίς την παραμικρή σοβαροφάνεια, αλλά με ύφος συχνά παιγνιώδες, με τη διορατική γραφή του και τη διορατική ματιά του στα πράγματα, που τελικά ποτέ δεν είναι μόνο σοβαρά και ποτέ μόνο αστεία.  Η γεωγραφία του, απ’ το υπαρκτό Μπριζ, μέχρι το μη υπαρκτό «Έμπινγκ του Μιζούρι» και το επίσης μη υπαρκτό νησάκι του Ινισέριν, σχηματίζει στον χάρτη ένα τρίγωνο ταινιών υποδειγματικά σχεδιασμένων και εκτελεσμένων. Στα «Πνεύματα του Ινισέριν» δεν υπάρχει όχι μισό πλάνο, ούτε μισή λέξη που να μην έχει τη θέση της, που να μην είναι τοποθετημένη εκεί που πρέπει. Αρτιότητα. Και εκτός από τον Κολμ του Μπρένταν Γκλίσον και τον Πάντρικ του Κόλιν Φάρελ, ο Ντόμινικ του Μπάρι Κιόγκαν προσπαθεί να κάνει ερωτική εξομολόγηση στη Σιομπάν της Κέρι Κόντον. Βρίσκεται μπροστά σε μια λίμνη, θέλει να την περιγράψει με λέξεις, αλλά δεν τις έχει τις τόσο ωραίες λέξεις για να εκφράσει αυτό που νιώθει, οπότε τη δείχνει με το χέρι του. Κι όταν ο Ντόμινικ δείχνει τη λίμνη, τι δείχνει τελικά; Την ομορφιά του κόσμου που δεν μπορεί να σωπάσει μέσα του ή την ομορφιά ενός κόσμου που δεν του αναλογούσε ποτέ;

 

Brendan Gleeson and Colin Farrell in the film THE BANSHEES OF INISHERIN. Photo by Jonathan Hession. Courtesy of Searchlight Pictures. © 2022 20th Century Studios All Rights Reserved

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.