“The Zone of Interest” του Τζόναθαν Γκλέιζερ: Εδώ είναι το σπίτι μας

Κάθε εμείς είναι και μια τύφλωση. Ο old boy γράφει για την ταινία που κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών 2023

Όσο κι αν όλα μοιάζουν ειδυλλιακά στη ζωή που έχουν φτιάξει ο Ρούντολφ με τη Xέντι, με τα πέντε τους παιδιά (μωράκι το μικρότερο), με το σκυλί τους που τρέχει όλη την ώρα μες την τρελή χαρά τριγύρω τους, με το σπίτι με τον μεγάλο κήπο με τα πολλά και διαφορετικά λαχανικά και τα πολλά και διαφορετικά λουλούδια, με τη μικρή πισίνα, με το υπό κατασκευή θερμοκήπιο, με το υπηρετικό προσωπικό, με τη δουλειά που είναι ακριβώς δίπλα στο σπίτι, με τα συνεχή τυχερά της δουλειάς για τη Χέντι, με τον σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζεται από τους υφισταμένους του ο Ρούντολφ, από πίσω κρύβονται ένοχα μυστικά και άβολες αλήθειες: ο Ρούντολφ ερωτοτροπεί στο γραφείο του με μια κοπέλα, εκείνη κάποια σχέση εξάρτησης πρέπει να έχει μαζί του και απ’ τα λίγα που βλέπουμε δεν πρέπει να του δίνεται με όλη της την καρδιά, αλλά αυτό υπό μία έννοια ακόμη χειρότερα πράγματα λέει για τη σχέση του με τη Χέντι. 

Κι όταν σκάει η μετάθεση από την υπηρεσία κι ο Ρούντολφ βρίσκει επιτέλους το κουράγιο να της πει ότι πρέπει να μετακομίσουμε, η Χέντι του εξηγεί, όχι γλυκέ μου, εσύ την πήρες την μετάθεση, όχι εμείς, όχι η οικογένειά μας, εδώ είναι το σπίτι μας, τι δεν καταλαβαίνεις; Εσύ πήγαινε και κάνε τη δουλειά σου κι άσε με εμένα εδώ να κάνω τη δικιά μου, που είναι να μεγαλώνω τα παιδιά μας σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, σε μια ειδυλλιακή συνθήκη. Άλλωστε, να έρθουμε γιατί, δεν θα δουλεύεις όλη μέρα; Έλα, μην το πολυκουράζουμε. Εδώ είναι ο παράδεισος, εδώ είναι ο ζωτικός μας χώρος, εδώ έχουμε δημιουργήσει την εστία που πάντα ονειρευόμασταν, μακριά από την πόλη, κοντά στη φύση και τον καθαρό -ή έστω τον περίπου καθαρό- αέρα, δίπλα στα ποτάμια με τα καθαρά -ή έστω τα περίπου καθαρά- νερά. Έχουμε χτίσει κάτι από κοινού εδώ, έχουμε ανέλθει κοινωνικά, η μαμά που ήρθε να μας επισκεφτεί δεν μπορεί να πιστέψει τι διαδρομή έχουμε κάνει, αν εσύ είσαι υποχρεωμένος να φύγεις απ’ αυτήν την Εδέμ, φύγε, εμείς όμως θα μείνουμε εδώ. Θα σε σκέφτομαι όμως, ναι; 

Κι ο Ρούντολφ φεύγει και η Χέντι συνεχίζει να βελτιώνει το σπιτικό των ονείρων της, το θερμοκήπιο κοντεύει να τελειώσει, ανάβει τσιγάρα όλο νόημα με τον εργάτη, στάσου, του κάνει, μη βιάζεσαι, στάσου να καπνίσουμε λίγο σιωπηλά μαζί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Κι όταν ο Ρούντολφ την παίρνει τηλέφωνο να της πει καλά νέα από τη δουλειά, του λέει ναι ρε αγάπη, αλλά με παίρνεις μες τη μαύρη νύχτα, είναι αργά τώρα, είμαι κουρασμένη, μου τα λες τα νεάκια σου από κοντά. Ο Ρούντολφ θα επιστρέψει. Έκανε τόσο καλή δουλειά εκεί που οι αντικαταστάτες του δεν μπορούν να την αναπληρώσουν. Η παραγωγικότητά του, η μεθοδικότητά του, ο ζήλος του, η αποτελεσματικότητά του, δεν μπορούν να αναπληρωθούν.

 

Credit: Courtesy of A24

 

Τι θα συμβεί στο ζευγάρι με την επιστροφή του; Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι θα επιστρέψει στην κανονικότητά του. Εκείνος θα συνεχίσει να βλέπει κοπέλες που εξαρτώνται απ’ αυτόν και να πλένει μετά τα γεννητικά του όργανα, θα ξαναβρεί το αγαπημένο του μαύρο άλογο που τόσο του κόστισε να αποχωριστεί, εκείνη ίσως να συνεχίσει να καπνίζει τσιγάρα με τους εργάτες ίσως όχι, το πιο σημαντικό άλλωστε για την ίδια είναι το όνειρο και η ζωή που έχει εγκαταστήσει εδώ, τα πέντε παιδιά τους θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν, μπορεί να γίνουν κι έξι και επτά, το σκυλί θα συνεχίσει να τρέχει ανάμεσα στα πόδια τους μέχρι να πεθάνει ίσως από βαθιά γηρατειά, η ευρύτερη κοινότητά τους πίσω από τον φράχτη θα συνεχίσει να ομορφαίνει, οι θάμνοι με τις πασχαλιές θα σταματήσουν να κόβονται άγαρμπα απ’ τους υφισταμένους του Ρούντολφ, που έχει φροντίσει να εκδώσει σχετική ντιρεκτίβα.

Ελάχιστη σημασία έχει αν σε εμένα προσωπικά δεν λειτούργησαν όλες οι επιλογές του Τζόναθαν Γκλέιζερ για τη «Ζώνη Ενδιαφέροντος», ελάχιστη σημασία έχει αν π.χ. θεωρώ ότι το βαθύ σκοτάδι στην αρχή θα μπορούσε να διαρκεί λιγότερο, ή ότι η μουσική τ@ Μίκα Λέβι μου μοιάζει κραυγαλέα εντυπωσιοθηρική, ή ότι μερικές από τις σκηνές που σπάνε τον ρεαλισμό (και δεν εννοώ τις σκηνές του τέλους) μάλλον αποδυναμώνουν παρά δυναμώνουν τη συνολική επίδραση της υποβολής και του πιασίματος της καρδιάς που έχει δημιουργηθεί, ελάχιστη σημασία έχει ότι αν είναι να βάλουμε κάτω και να τα μετρήσουμε την επίδραση ταινιών για το Ολοκαύτωμα, κυριολεκτικά συγκλονιστικό ως εμπειρία είχα βρει τον «Γιο του Σαούλ» του Λάζλο Νέμες απ’ το 2015. 

 

 

Ιδανικά στο μυαλό μου η «Ζώνη Ενδιαφέροντος» και «Ο Γιος του Σαούλ» δεν είναι ταινίες που πρέπει να συγκρίνονται μεταξύ τους, αλλά ταινίες που φτιάχτηκαν μέσα σε διάστημα λίγων ετών προκειμένου να αποτελέσουν εκ του αποτελέσματος ένα αλληλοσυμπληρωματικό δίδυμο, προκειμένου να μπουν δίπλα η μία στην άλλη, προκειμένου κάθε φορά που κάποιος παρακολουθεί τη μία να έχει στο μυαλό του ότι την ίδια ακριβώς στιγμή δίπλα του, ένα τοίχο απόσταση, διαδραματίζεται η άλλη. Βλέπουμε τη «Ζώνη Ενδιαφέροντος» και πίσω από τον τοίχο διαδραματίζεται «Ο Γιος του Σαούλ». Στα αυτιά μας φτάνουν σποραδικοί του ήχοι, στο βάθος του κάδρου ο καπνός απ’ τα κρεματόρια υψώνεται στον αέρα. Μπορούμε να ξαναδούμε το «Γιο του Σαούλ» και να σκεφτόμαστε ότι ακριβώς από πίσω μια επταμελής οικογένεια μεγαλώνει ειδυλλιακά με το σκυλάκι της και τα λαχανικά της και τα μπάνια της και τα παιδικά της πάρτι.

Και ναι, για να είμαστε δίκαιοι, είναι πολύ πιο πρόσφορο να συγκλονίσεις δια της αναπαράστασης και όχι δια του υπαινιγμού, γιατί αυτή είναι η φύση του σινεμά: να δείχνει. Κι όταν δείχνεις τι συμβαίνει μέσα στο Άουσβιτς το συναίσθημα του θεατή δεν ξέρει από πού να ξεφύγει, δεν μπορεί να ξεφύγει, δεν μπορεί να βγάλει αυτές τις εικόνες από μέσα του, ενώ εδώ ο Τζόναθαν Γκλέιζερ επιχειρεί σχεδόν αντικινηματογραφικά, σχεδόν ως επαναστατική χειρονομία να κάνει μια ταινία που δεν θα δείξει. Υπ’ αυτήν την έννοια απευθύνεται πολύ περισσότερο στη σκέψη των θεατών παρά στο συναίσθημά τους. Τους καλεί να σκεφτούν για την αληθινή ζωή της αληθινής οικογένειας Ες, τους καλεί να σκεφτούν για τη δική τους ζωή, τους καλεί να σκεφτούν για το πόσο σημαντικό είναι να βλέπεις ή να προτιμάς να μη δεις τι υπάρχει εκεί που τελειώνει το σπίτι σου που στεγάζει τον ιδιωτικό σου βίο, επειδή υπάρχει ένας τοίχος, επειδή υπάρχει μια τύφλωση, επειδή υπάρχει το σκοτάδι, επειδή υπάρχει ως επιλογή και ως ιδεολογία το δεν βλέπω και δεν με αφορά αυτό που συμβαίνει έξω απ’ τα όρια του σπιτιού μου.

 

 

Και κάπου εδώ πρέπει να έρθει η άλλη ταινία που θα τη βάλουμε δίπλα – δίπλα με τη «Ζώνη Ενδιαφέροντος». Την έχουμε εντελώς φρέσκια, είναι ο «Οπενχάιμερ» του Κρίστοφερ Νόλαν. Αν «Ο Γιος του Σαούλ» είναι με κάθε έννοια μεσοτοιχία με τη «Ζώνη Ενδιαφέροντος», ο «Οπενχάιμερ» μπορεί άθελά του και με τις επιλογές που κάνει να μας βοηθήσει να καταλάβουμε για τι ίσως μιλά ο Γκλέιζερ. Αν δηλαδή ο Νόλαν επιλέγει να μην αναπαραστήσει σκηνές από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, περιοριζόμενος να δείξει σε μια σκηνή τον Οπενχάιμερ να φαντάζεται τις επιπτώσεις των πυρηνικών βομβών στα πρόσωπα των χειροκροτητών του, η επιλογή του είναι κατά τη γνώμη μου εντελώς διαφορετική από την επιλογή του Γκλέιζερ. Είναι εντελώς διαφορετικής υφής τα δύο «Δεν δείχνω τίποτα».

Ο μεν Γκλέιζερ βασίζει όλη τη σύλληψή του ακριβώς στο πώς μπορούν να ζουν σαν να μην τρέχει τίποτα οι άνθρωποι που δίπλα τους συντελείται (και για την ακρίβεια το συντελούν οι ίδιοι) ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και ο Νόλαν γυρνά μια ταινία, περίπου σαν το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας να μην είναι τόσο πολύ σημαντικό – και πάντως σίγουρα δείχνοντάς μας τη ζωή να συνεχίζεται κανονικά, χωρίς σαρκασμό και απόγνωση και απορία. Ο Γκλέιζερ μας δείχνει την τύφλωση, ο Νόλαν κι εμείς ως θεατές συμμετέχει και συμμετέχουμε στην τύφλωση, γινόμαστε λίγο η οικογένεια Ες. Το Άουσβιτς ήταν ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που μας κοκαλώνει και μας διαλύει, για το πώς φτιάχτηκαν οι βόμβες που έπεσαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι μάς φαίνεται εντελώς φυσιολογικό να παρακολουθούμε ολόκληρη ταινία και να μη βλέπουμε τίποτα από την επίδραση των βομβών. 

 

 

Και προς Θεού, ούτε προσπαθώ να συσχετίσω ούτε τον Ες με τον Οπενχάιμερ, ούτε να σχετικοποιήσω την απόλυτη απαξία του Ολοκαυτώματος. Εκείνο που προσπαθώ να πω είναι ότι επειδή η Χιροσίμα και η Ναγκασάκι ήταν εγκλήματα που διέπραξε η πλευρά που κέρδισε -και ευτυχώς που κέρδισε- τον πόλεμο, τα έχουμε σχεδόν προσπεράσει. Αυτό λοιπόν είναι τελικά το κρίσιμο βλέμμα και η κρίσιμη τύφλωση και η κρίσιμη περίφραξη, που μας επιτρέπει να βλέπουμε το Άουσβιτς έτσι και τη Χιροσίμα αλλιώς. Και δεν έχει να κάνει μόνο με το συγκεκριμένο πόλεμο, είναι μόνο ένα παράδειγμά του, το κρίσιμο είναι ότι οι ιδεολογίες, οι εθνικές ταυτίσεις, οι θρησκευτικές ταυτίσεις, οι ταξικές ταυτίσεις, δημιουργούν κανονικοποιημένα βλέμματα, κανονικοποιημένες τυφλώσεις, κανονικές ζωές που φαίνονται όχι μόνο στην οικογένεια Ες αλλά και στον καθένα μας εντελώς κανονικές. Κάθε «εμείς» είναι και μια τύφλωση.

Προφανέστατα υπάρχουν διακρίσεις. Προφανέστατα όταν η δουλειά σου είναι να εξοντώνεις εκατομμύρια ανθρώπους δεν είσαι το ίδιο με εμένα που αδιαφορώ αν εγώ ζω καλά και δίπλα μου άλλοι πεθαίνουν. Ναι, οι Ες είναι ένα ξεχωριστό είδος εγκληματία κατά της ανθρωπότητας, φτάνοντας ως το απόλυτο άκρο, αλλά τα υλικά με τα οποία έφτασαν ως εκεί λίγο πολύ ενυπάρχουν σε όλους μας κι ας μην είμαστε ναζί εγκληματίες πολέμου. Όλοι μας έχουμε μάθει ότι είναι εντελώς οκ να ασχολούμαστε με τη ζωή μας, το σπίτι μας, την οικογένειά μας και το έξω απ’ αυτά δεν είναι δικό μας ζήτημα. Αυτό είναι το βλέμμα που μας επιτρέπει να ακούμε και να μην ακούμε τι γίνεται στη Γάζα. Ή τι γίνεται στην Ουκρανία. Ή τι γίνεται σε πολέμους που δεν θα φτάσουν καν στα αυτιά μας. Ή τι γίνεται δίπλα μας σε μη πολέμους που διαλύουν τους ανθρώπους δια της εξαθλίωσής τους, γιατί δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν για τον ένα ή τον άλλο λόγο πέρα.

 

 

Tο τι είναι σωστό και τι λάθος ορίζεται σε μεγάλο βαθμό απ’ το αν είναι κάτι που το κάνουν όλοι. Αν κάτι γίνεται σε επίπεδο οργανωμένης κοινωνίας, εξουσίας, κράτους, πατρίδας, τότε νομιμοποιείται ιδεολογικοποιημένο, όσο αποτρόπαιο κι αν είναι. Ναι, εννοείται, το Άουσβιτς είναι το απόλυτο τέρμα, με τα εντελώς δικά του χαρακτηριστικά. Αλλά το να ζεις και να χαίρεσαι τον κήπο σου ενώ από πίσω ακούγονται κραυγές και βουητά και ενώ γνωρίζεις ότι από πίσω πεθαίνουν είναι σε αρκετά μεγάλο βαθμό η ιστορία της ανθρωπότητας, η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, ο τρόπος που αντιλήφθηκαν τη ζωή τους οι άνθρωποι: μπορούν κάλλιστα να είναι ευτυχισμένοι ή να ζουν στην καρακοσμάρα τους, απομυζώντας και κανιβαλίζοντας τους δίπλα τους. Είναι δε τόσο ριζωμένο μέσα μας που οι ελάχιστοι που αποφασίζουν να πάρουν τη ζωή τους αλλιώς, οι ελάχιστοι πχ που τρέχουν όλη μέρα να βοηθούν πρόσφυγες και μετανάστες ή που τρέχουν όλη μέρα σε διάφορους σκοπούς αλληλεγγύης να μας φαίνονται παράξενοι, να αναρωτιόμαστε γιατί το κάνουν αυτό, τι ελλείμματα αναπληρώνουν έτσι, γιατί δεν κοιτάνε τις δουλειές τους και τα σπίτια τους; 

Ναι, φυσικά, κανείς από εμάς δεν είναι ο Ρούντολφ Ες ή η Χέντι Ες. Είμαστε όμως αυτοί που δεν θέλουμε να μάθουμε τι έγινε στο ναυάγιο της Πύλου. Είμαστε αυτοί που θα ακούσουμε τη λέξη «πατρίδα» και είμαστε έτοιμοι να δικαιολογήσουμε κάθε φρίκη. Ναι, φυσικά, κανείς από εμάς δεν ζει στο σπίτι των Ες. Αλλά τα σπίτια μας είναι εξ ορισμού τα όρια της ατομικής και οικογενειακής μας υπόθεσης. Οι τοίχοι τους. Η περίφραξή τους. Ο κόσμος τους. Ο κόσμος μας.    

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.