Ο οld boy για τη βραβευμένη στις φετινές Κάννες ταινία του Τραν Αν Χουνγκ «Στη Φωτιά»: Η μουσική της ανάσας

Το «Στη Φωτιά» είναι μία από τις πιο φωτεινές ταινίες των πολλών τελευταίων ετών

Τέλη 19ου αιώνα, γαλλική επαρχία, οίκημα με μικρό αγρόκτημα ευκατάστατου μεσήλικου ανδρός, μια μαγείρισσα, μια υπηρέτρια, μια έφηβη συγγενής της που έχει έρθει για να πάρει μια μυρωδιά όσων ξακουστών συμβαίνουν μέσα σε αυτό το σπίτι, όσων ξακουστών συμβαίνουν μέσα σε αυτή την κουζίνα, με τις πολλές εστίες μαγειρικής φωτιάς, με την πληθώρα των μαγειρικών σκευών, με τη μεγάλη φήμη.

Είναι πρωί, ο άνδρας θα πάρει το μπάνιο του, η μύτη του θα σπάσει απ’ ό,τι επιλέχθηκε από τον κήπο και τώρα ετοιμάζεται στην κουζίνα, ό,τι ετοιμαστεί και στη συνέχεια φαγωθεί θα είναι μόνο ο πρόλογος, αφού αμέσως μετά σηκώνεται ερεθισμένος, τινάζεται κανονικά από την καρέκλα του μην αντέχοντας άλλο να περιμένει, προκειμένου να αρχίσει από κοινού με τη μαγείρισσά του το πραγματικό πανηγύρι, το κοινό μαγείρεμα, τη σύμπραξή τους, τη συνομιλία τους, τον χορό τους, διονυσιακό και απολλώνιο μαζί, σπονδή στις αισθήσεις και στο πνεύμα μαζί.

Κι εμείς επί ώρα, επί πολλή ώρα, επί πάρα πολλή ώρα, το μόνο που θα παρακολουθούμε θα είναι τη μυσταγωγική τελετουργία της μαγειρικής τους, καθώς τα υλικά και τα πλάσματα τα αποσπασμένα από τη γη, από το νερό, από τον ουρανό, λαχανικά, ψάρια, πουλιά, θα μετατραπούν όχι απλά σε τροφές, όχι απλά σε φαγητό, αλλά σε κάτι που αγγίζει αν δεν υπερβαίνει κιόλας τα όρια της ιερότητας, σε κάτι που αγγίζει αν δεν υπερβαίνει κιόλας τα όρια του συνολικού νοήματος της ύπαρξης, κι ίσως όχι μόνο της ανθρώπινης ύπαρξης, της ύπαρξης των πάντων, της χλωρίδας και της πανίδας συμπεριλαμβανομένης, γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία μεταμορφωτική και συνθετική που δεν κουβαλά απλώς πίσω της δεκαετίες γνώσης, διαμόρφωσης γούστου, διαρκών πειραματισμών, εκλέπτυνσης, ανακαλύψεων, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία μάγευσης του κόσμου και του οικοσυστήματος, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια συνέργεια όλων των συστατικών του πλανήτη, των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων σε ρόλο μεταφραστή των ποιητικών δυνατοτήτων της ζωής, προκειμένου όλα να καταλήξουν στη σύλληψη και την παρασκευή πιάτων, τα οποία θα φαγωθούν με ύψιστη απόλαυση μεν, αλλά χωρίς ο τελικός σκοπός να είναι η γευστική απόλαυση, ο τελικός σκοπός είναι η μέθεξη της δημιουργίας, η αγωνία για να φτάσει κανείς όσο πιο βαθιά μπορεί τις αναζητήσεις του, την τέχνη του, το έργο του, η πλήρωση που του παρέχει η διαδικασία και το αποτέλεσμά της, πλήρωση που με τη σειρά της τού ξυπνά την ανάγκη να το επαναλάβει ξανά από την αρχή, γιατί «ευτυχία είναι να συνεχίζεις να ποθείς αυτό που ήδη έχεις». 

 

 

Ναι, αλλά το να παρακολουθείς για τόση πολλή ώρα -και δη στο πρώτο κομμάτι της ταινίας- μόνο φαγητό που μαγειρεύεται δεν γίνεται κάπου κουραστικό; Κανονικά θα έπρεπε να γίνει κουραστικό, αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: παρασύρεσαι και βυθίζεσαι στη μουσικότητα των τεκταινομένων, μια μουσικότητα τόσο καταλυτική, ώστε απουσιάζει εντελώς η κυριολεκτική μουσική υπόκρουση, αφού δεν θα είχε οτιδήποτε να προσθέσει ή να τονίσει, αφού θα αποτελούσε περίσπαση και θόρυβο, αφού η μουσικότητα προκύπτει από τις κινήσεις της κάμερας και το μοντάζ, αφού η μουσικότητα προκύπτει από τους φυσικούς ήχους των υλικών που κόβονται, σιγοβράζουν, ανακατεύονται, αφού κατεξοχήν φυσικός ήχος είναι οι ανάσες πάνω από τις κατσαρόλες, οι ανάσες της ερωτικής συμμετοχής στην ιερουργία που συντελείται. 

Yπάρχει μια κραχτή αντιδιαστολή ανάμεσα στο «Στη Φωτιά» και σε πρόσφατες μαγειρικές ταινίες και σειρές, όπως το “Τhe Bear” και το «Σημείο Βρασμού»: εκεί το μαγείρεμα είναι μέσα στη διαρκή τσίτα και ένταση και σπίντα, εκεί κυριαρχεί ένα τεράστιο στρες, εκεί έχεις την αίσθηση ότι το κυνήγι του ιερού δισκοπότηρου των τέλειων συνταγών ακόμη κι αν ευοδωθεί, πάλι δεν θα μπορέσει να καλύψει μια μαύρη ψυχική τρύπα που τρώει τους ήρωες και δεν μπορεί να χορτάσει. Εδώ ο Τραν Αν Χουνγκ μας παρουσιάζει έναν ρυθμό ζωής εντελώς διαφορετικό, μια σχέση με τη μαγειρική τελικά εντελώς άλλη, καθώς η μαγειρική δεν λειτουργεί ως ναρκωτικό με το οποίο προσπαθούμε να δραπετεύσουμε από ένα τέρας που βρίσκεται πίσω από το αυτί μας και κραυγάζει πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά, αλλά ως συγχρονισμός, συντονισμός και κατάφαση τόσο του εαυτού σου και όλων όσων τον περιβάλλουν στο χρονικό διάστημα της ζωής που του αναλογεί.  

 

 

Βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες και επίσημη πρόταση της Γαλλίας για διεθνές όσκαρ (αντί μάλιστα του «Ανατομία μιας Πτώσης» που είχε κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα), αλλά οι τιμές και τα βραβεία και οι προτάσεις και οι συγκρίσεις λίγη σημασία έχουν, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι το «Στη Φωτιά» είναι μία από τις πιο φωτεινές ταινίες των πολλών τελευταίων ετών. Η προαναφερθείσα κατάφαση είναι συνολική: ο ήρωάς του λέει ναι στην κυκλικότητα της φύσης, στην κυκλικότητα των εποχών, σε ό,τι συμβαίνει πρώτο κάθε εποχή, ίσως είναι δυσκολότερο να έχεις τόση κατάφαση σήμερα, με τις εποχές να έχουν πάψει να είναι τέσσερις, με το κλίμα να είναι όπως είναι, με τη σχέση μας με τη φύση αν ζούμε σε πόλεις να είναι πολύ μικρή, ίσως είναι πολύ ευκολότερο σήμερα να κλειδώνει κανείς με την τσίτα του “The Bear”, γιατί δε γίνεται να μην κραυγάζει κάτι και στο δικό του αυτί, άλλωστε τι πρόβλημα είχαν να αντιμετωπίσουν αυτοί οι τύποι στο «Στη Φωτιά», όλα λυμένα τα είχαν, γιατί να μη κάνουν ζωάρα, έτσι θα ξέραμε κι εμείς.

Θα ξέραμε όμως; Θα μπορούσαμε όμως; Θα θέλαμε όμως; Είναι αλήθεια τόσο εύκολη πίστα να ζεις με πληρότητα, αρκεί να έχεις τα οικονομικά σου λυμένα και να μην σε πιέζει η επιβίωση; Αν ήταν τόσο εύκολη πίστα, τότε οι πλούσιοι αυτού του κόσμου και όλων των εποχών θα ζούσαν ζωή χαρισάμενη. Όχι, το νόημα και η πληρότητα και η κατάφαση μόνο εν μέρει μπορούν να σχετίζονται με την έλλειψη οικονομικού άγχους. Το βήμα προς την κατάκτησή τους δεν είναι καθόλου μικρό, είναι άλμα και άλμα κατεξοχήν ψυχοπνευματικό.

 

 

 

Ο Μπενουά Μαζιμέλ και η Ζιλιέτ Μπινός, πρώην ζευγάρι στη ζωή, συναντιούνται ξανά «στο φθινόπωρο της ζωής τους». Δεν ξέρω αν και τι έχει κάνει στο πρόσωπό της η Ζιλιέτ Μπινός, αλλά ό,τι και να έχει ή να μην κάνει, το πρόσωπό της μοιάζει να μεγαλώνει αρκετά φυσικά, ανθρώπινα και άρα και εντελώς ελκυστικά. Οι Αμερικανίδες συνάδελφοί της (πρόσφατο τελευταίο παράδειγμα, από τα ούτως ή άλλως πάρα πολλά, ο τελευταίος κύκλος του “Τhe Morning Show”, όπου η Τζένιφερ Άνιστον και η Ρις Γουίδερσπουν είναι πια δυο κέρινες κούκλες), πιεσμένες προφανώς κι εκείνες από τις πιέσεις της βιομηχανίας και των προτύπων και της αρνησιγηρίας και των φωνών που κραυγάζουν στο δικό τους αυτί, απώθησαν από το νέο πρόσωπό τους το παλιό και τη φύση του, γκροτέσκο θριαμβεύτριες ενός παιχνιδιού στο οποίο δεν γίνεται να θριαμβεύσεις, το μόνο που γίνεται είναι να το αποδεχθείς, να συμφιλιωθείς μαζί του και να κάνεις την τελική του ήττα μέρος της κατάφασής σου.  

Είκοσι χρόνια ζουν στο ίδιο σπίτι, είκοσι χρόνια την έχει μαγείρισσα, είκοσι χρόνια μαγειρεύουν μαζί, της προτείνει ξανά και ξανά να παντρευτούν, του λέει ξανά και ξανά όχι, αλλά και τι με αυτό; Προσπαθώ να σκεφτώ αν έχω συναντήσει στο σινεμά άλλο ζευγάρι τόσο αμοιβαία και ολοκληρωτικά αφοσιωμένο και δοσμένο. Προσπαθώ να σκεφτώ αν έχω συναντήσει στο σινεμά απεικόνιση ερωτικής και αγαπητικής σχέσης που να διέπεται από τέτοια υπερβατική πληρότητα. Δεν πάει ο νους μου εύκολα κάπου.   

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.