«Μετά τον Γιανγκ» του Κογκονάντα & «Σημείο Βρασμού» του Φίλιπ Μπαραντίνι: Ζεν ψίθυροι και μπάλες στον αέρα

Δυο εξαιρετικές ταινίες που αξίζουν μια ευκαιρία

Το «Μετά τον Γιανγκ» και το «Σημείο Βρασμού» που βγήκαν στα αθηναϊκά σινεμά αυτήν την εβδομάδα, δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικά μεταξύ τους από πλευράς ατμόσφαιρας (το πρώτο κινείται σε περιοχές και τόνους αναζήτησης του ζεν, το δεύτερο -όπως μαρτυρά κι ο τίτλος του- βράζει ολόκληρο), αποτελούν όμως και τα δύο εντελώς ευπρόσδεκτες προτάσεις, τόσο στην φόρμα τους όσο και στο περιεχόμενό τους, και αξίζει και με το παραπάνω να τους δώσετε μια ευκαιρία. Αλλά ας μιλήσουμε για την κάθε ταινία ξεχωριστά.

Στο «Μετά τον Γιανγκ» μια οικογένεια: ένας λευκός άνδρας, μια μαύρη γυναίκα και δυο παιδιά με ασιατικά χαρακτηριστικά, ένα μικρό κορίτσι κι ένας νεαρός. Το κορίτσι το έχουν υιοθετήσει, το αγόρι δεν είναι άνθρωπος, είναι ανδροειδές ρομπότ, γιατί βρισκόμαστε κάπου στο μακρινό μέλλον και τα πουλά μια εταιρία που ειδικεύεται ακριβώς σε αυτό: να παρέχει αδέλφια. Το ζευγάρι αγόρασε τον Γιανγκ ώστε η Μίκα, η κινεζικής καταγωγής κόρη τους, να έρθει πιο κοντά στην πολιτιστική κληρονομιά της καταγωγής της, να μη νιώθει ότι είναι αποξενωμένη από την κληρονομιά αυτή, για να μη νιώθει ότι σημασία έχει μόνο η κληρονομιά των γονιών της. Γιατί ο Γιανγκ ξέρει τα πάντα για την Κίνα. Τον αγόρασαν και για να της κάνει συντροφιά βέβαια, για να έχει έναν αδελφό βέβαια και θα ήταν λάθος να της αγόραζαν αδελφό άλλης φυλής. Και ο Γιανγκ της κάνει όλο και περισσότερο συντροφιά, αναλαμβάνοντας πέραν του αδελφικού κι έναν υποκατάστατο γονεϊκό ή έστω πατρικό ρόλο. Ο πατέρας είναι αρκετά συχνά απών από το σπίτι, το ζευγάρι δεν είναι στα καλύτερα του, χωρίς να σημαίνει κι ότι είναι στα χειρότερά του, κάτι δεν είναι τόσο συντονισμένο πια, χωρίς να σημαίνει κι ότι έχει επέλθει ο πλήρης αποσυντονισμός. Ας πούμε ότι βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο, το οποίο θα ακολουθήσει είτε το βάλτωμα, είτε ο χωρισμός, είτε -στο καλό σενάριο- το τράνταγμα και το ξεβάλτωμα.

 

 

Και ξαφνικά ο Γιανγκ κλατάρει. Σβήνει. Παύει να λειτουργεί. Θα προσπαθήσουν να τον επισκευάσουν. Αν όμως δεν επιδέχεται διόρθωση; Τι θα συμβεί στη δυναμική της οικογένειας μετά τον Γιανγκ; Να υποσχεθούν στη Μίκα ότι όλα θα πάνε καλά και θα τον φτιάξουν; Κι αν δεν φτιάχνεται; Είναι σωστό να υπόσχεσαι σε ένα παιδί πράγματα που δεν εξαρτάται από σένα αν θα γίνουν; Να τον αντικαταστήσουν μήπως με κάποιον νέο αδελφό; Εδώ σκυλί σου πεθαίνει και σου φαίνεται περίεργο να το αντικαταστήσεις. Πόσο μάλλον ανθρωποειδές. Kαι τι είδους πένθος μπορεί να είναι αυτό, τι είδους απώλεια, για κάποιον που δεν είναι άνθρωπος αλλά ήταν σαν άνθρωπος; Και πόσο καλά τον γνώριζαν; Και τι είδους αναμνήσεις είχε αυτός για εκείνους και εκείνοι για αυτόν; Τις ίδιες ή άλλες; Τι ξεχωρίζει ως ανάμνηση στην αυθαίρετη -ή απλά υποκειμενική- επικράτεια της μνήμης μας;

Και τι υπάρχει μετά το τέλος μας; «Αυτό που η κάμπια ονομάζει τέλος, ο υπόλοιπος κόσμος το ονομάζει πεταλούδα», είχε πει κάποτε ο Γιανγκ. Η ανυπαρξία, κάποια άλλη συνέχεια, κάποια άλλη αρχή, ή απλά γινόμαστε πεταλούδα στην επικράτεια της μνήμης όσων μας γνώρισαν, στην επικράτεια της μνήμης όσων μας αγάπησαν ή ίσως και μας μίσησαν, στην επικράτεια εν πάση περιπτώσει της μνήμης των ανθρώπων στους οποίους η παρουσία μας μπόρεσε να εντυπωθεί; “There’s no something without nothing”, είχε επίσης κάποτε πει ο Γιανγκ. Αφού κάτι υπάρχει, τότε έχει μέσα του και το τίποτα. Το κάτι δεν είναι αντίθετο του τίποτα, το κάτι εμπεριέχει το τίποτα. Και μπορεί να καταλήξει κάποια στιγμή στο τίποτα. Δεν υπάρχει η έννοια της ύπαρξης αν δεν υπάρχει η έννοια της ανυπαρξίας. Δεν θα σήμαινε τίποτα το κάτι αν δεν υπήρχε το τίποτα. Το κάτι και το τίποτα, η ύπαρξη και η ανυπαρξία, η αρχή και το τέλος, η ζωή και ο θάνατος είναι τελικά μια ενότητα, σελίδες από το ίδιο βιβλίο.

Έλεγα συμπτωματικά μόλις την προηγούμενη εβδομάδα για το παράδοξο της «εξαφάνισης» του Κόλιν Φάρελ κάτω από το βαρύ μακιγιάζ του ως «Πιγκουίνος» στον Μπάτμαν. Στο «Μετά τον Γιανγκ» μαζί με την εξωτερική μορφή του και τη φωνή του επιστρέφει και η αύρα του. Και είναι πλήρως συντονισμένος στο πνεύμα και την αισθητική συχνότητα της ταινίας, όπως κάνει πάντα, από το “Μinority Report” και το “Ιn Bruges” ως το σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου. Κι όταν, εξηγώντας στον Γιανγκ για το πώς έφτασε να αγαπήσει τη δουλειά που κάνει, μιμείται τη φωνή του Βάλτερ Χέρτσογκ, καταλαβαίνεις ότι μιλάει για τον Χέρτσογκ όχι μόνο από την επιτυχημένη μίμηση, όχι μόνο επειδή μιλά για έναν Γερμανό κι ένα ντοκιμαντέρ (το “All in This Tea” παρεμπιπτόντως), αλλά και γιατί αυτός ο άνθρωπος πραγματικά έχει τη δύναμη να λέει σε ντοκιμαντέρ φράσεις στοιχειωτικές.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος του «Μετά τον Γιανγκ», ο νοτιοκορεάτικης καταγωγής Αμερικάνος Κογκονάντα, έχει ήδη μια ταινία στο ενεργητικό του (το “Columbus”) και είναι θεωρητικός του κινηματογράφου και σειρών της τηλεόρασης, με την ιδιότητα του video essayist. Στο «Μετά τον Γιανγκ» δεν έχει μόνο κάτι πολύ ενδιαφέρον να πει, αλλά και κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον να δείξει, μια πολύ στέρεη και ξεχωριστή ματιά, καθώς φτιάχνει έναν κόσμο που τα σκηνικά και τα κουστούμια (αλλά και τα πλάνα και η φωτογραφία και η μουσική και οι ψίθυροι των ηρώων) συνθέτουν ένα μέλλον που δεν θυμίζει άλλες ταινίες επιστημονικής φαντασίας, συνθέτουν ένα μέλλον απωανατολίτικης αισθητικής. Η ταινία του έχει μέσα της αγάπη, τρυφερότητα και ζεστασιά και για τον κινηματογράφο και για τον άνθρωπο και για τα ανθρωποειδή. Κι αν μπορεί να της καταλογιστεί ένα μειονέκτημα, είναι από την άλλη πλευρά του πλεονέκτημα: ανατρέπει τις προσδοκίες του θεατή για κλιμάκωση και δραματικές εντάσεις, δεν τις χρειάζεται, δεν τις έχει ανάγκη, κινείται σε άλλο μήκος κύματος, στο μήκος κύματος μιας υπαρξιακής γαλήνης.

Ίσως δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο ψαρωτικό στο σινεμά από τα μονόπλανα. Kαι όσο περισσότερο διαρκούν, τόσο περισσότερο ψαρωτικά. Κι όταν διαρκούν όσο η ταινία, όταν ολόκληρη η ταινία είναι ένα συνεχές και αδιάκοπο πλάνο, όταν όλα όσα παρακολουθούμε στην οθόνη συμβαίνουν σε φυσικό χρόνο, χωρίς μοντάζ, τότε μιλάμε για περιπτώσεις που τροποποιούν όλη τη δομή, το σκεπτικό και τη γλώσσα της κινηματογραφικής αφήγησης. Για να μην τα επαναλαμβάνω εδώ, παραπέμπω σε σχετικές σκέψεις που είχα κάνει γύρω άλλη μια επίσης αγαπημένη ταινία – μονόπλανο, το  “Victoria“. Από εκεί και πέρα όμως, όσο κι αν σε φτιάχνει από μόνη της μια ταινία – μονόπλανο, αν δεν κινηματογραφείται ένα περιεχόμενο με ουσία, ο εντυπωσιασμός θα διαρκέσει τόσο – όσο. Και ευτυχώς στο «Σημείο Βρασμού» ο πρωτοεμφανιζόμενος Φίλιπ Μπαραντίνι, μας μεταφέρει σε ένα χώρο που έχει ζήσει από κοντά και ο ίδιος, έχοντας υπάρξει σεφ.

Βραδιά πολύ δουλειάς σε ένα ανερχόμενο ρεστοράν στο Λονδίνο. Παρά την επιτυχία του μαγαζιού, ο σεφ του είναι σαφές ότι δεν βρίσκεται σε καλό φεγγάρι της ζωής του. Είναι χωρισμένος, αμελεί να επικοινωνήσει με τον γιο του που τον παίρνει τηλέφωνο κι εκείνος πνίγεται στη δουλειά και όλο λέει ότι θα τον πάρει σε λίγο, έχει αμελήσει να παραγγείλει υλικά με αποτέλεσμα να λείψουν κάποια πιάτα από το αποψινό μενού, ο ελεγκτής του υγειονομικού βρίσκει προβλήματα στο εστιατόριο, μειώνει τη βαθμολογία του και του καταλογίζει παραβάσεις κυρίως γραφειοκρατικού χαρακτήρα που οφείλονται σε δική του αβλεψία, ο πρώην μέντορας του και διάσημος κριτής στην τηλεόραση παιχνιδιού τύπου μάστερ σεφ θα σκάσει απροειδοποίητα μαζί με μια αυστηρή κριτικό εστιατορίων, με αποτέλεσμα το άγχος του να μεγαλώσει, ενώ εκτός από τον καφέ του, πίνει όλη την ώρα από ένα μακρόστενο λευκό θερμός κάτι που δεν βλέπουμε, αλλά δεν μοιάζει να είναι νερό, αναψυκτικό ή χυμός βύσσινο.

Καταλαβαίνεις αμέσως ότι το διακύβευμα είναι αν παρ’ όλη την οριακή κατάσταση που βρίσκεται η βραδιά θα πάει καλά και θα τα βγάλει πέρα ή αν όλα θα διαλυθούν στον αέρα. Θέλει η ταινία να μιλήσει για το πόσο πεδίο μάχης είναι κάθε βραδιά μια κουζίνα μεγάλου εστιατορίου, όπου με έναν μαγικό τρόπο τελικά όλα πάνε καλά, ή μήπως θέλει να μιλήσει για μια βραδιά κατάρρευσης;

Ένα πεδίο μάχης και οργάνωσης. Ένα πεδίο συντονισμού. Πολλά τραπέζια, πολλές πιθανές παραγγελίες. Σεφ, βοηθοί, μάγειρες, ζαχαροπλάστες, μπάρμεν, σερβιτόροι, σερβιτόρες. Ένας μικρόκοσμος. Ένα συλλογικό σώμα που για να λειτουργήσει θα πρέπει να κάνουν όλοι τη δουλειά τους. Άλλοι όμως κάνουν περισσότερα από όσα τους αναλογούν, άλλοι λιγότερα. Η ισορροπία ή εν πάση περιπτώσει η λειτουργικότητα και η λειτουργία δεν επέρχονται επειδή ο καθένας κάνει αυτό που του αναλογεί, αλλά επειδή κάποιοι θα κάνουν περισσότερα.

Χωρίς προφανώς να αποκαλύψω ή έστω να υπαινιχθώ ποια θα είναι η τελική κατάληξη της βραδιάς (και μην ξεχνάμε, του μονόπλανου) θα πω ότι σε αυτή τη διαρκή τσίτα, το διαρκές τρέξιμο, ο ήρωας του «Σημείου Βρασμού» μου θύμισε τον ήρωα που υποδύεται ο Άνταμ Σάντλερ στο «Άκοπο Διαμάντι». Και εγώ μπορεί να ταυτίζομαι κάπου και από πλευράς ηλικίας και φύλου μαζί τους, αλλά πάντως μεταφέρουν ένα άγχος έξω από αυτούς, μια τσίτα έξω από αυτούς, ένα πρέπει να τα αντιμετωπίσω όλα αλλά υπάρχουν πολλές μπάλες στα χέρια μου και δεν ξέρω πόσο καιρό ακόμα θα καταφέρω να κάνω τον ζογκλέρ. Και όπως ο Άνταμ Σάντλερ βρήκε στο «Άκοπο Διαμάντι» μια ερμηνεία ζωής, έτσι και ο Στίβεν Γκρέιαμ, ένας ηθοποιός συνώνυμο της έντασης, από την ερμηνεία του ως Καπόνε στο “Boardwalk Empire” ως το πρόσφατο εξαιρετικό “Τime”, έρχεται στο «Σημείο Βρασμού» να εκπέμψει με το πρόσωπό του, με το βλέμμα του, με την κίνησή του, με όλα του, έναν ήρωα που παλαντζάρει επικίνδυνα, έναν άνθρωπο που έχει εσωτερικεύσει όλη την ένταση κι όλη τη σύγκρουση του κόσμου.

Ας μην πέσει. Ας ευχηθούμε να μην πέσει. Ας ευχηθούμε να μείνει όρθιος. Πρέπει να μείνει όρθιος. Και αυτός και οι μπάλες του. Και αυτός και τα πιάτα του. Και αυτός και οι υποχρεώσεις του. Έχει ήδη φτάσει κάπου ψηλά. Να μην πέσει. Να αντέξει. Πρέπει να αντέξει. Πρέπει.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.