«Το Mπλε Kαφτάνι» της Μαριάμ Τουζανί: Σε αγαπάω αρκεί να με αγαπάς;

Η αγάπη ως ανταλλαγή

Μαρόκο. Ο Χαλίμ και η Μίνα είναι ένα ζευγάρι στην μέση ηλικία που διατηρεί ένα παραδοσιακό ραφείο. Ο Χαλίμ ράβει, η Μίνα λύνει και δένει τρέχοντας όλο το πρακτικό σκέλος του μαγαζιού. Ο Χαλίμ είναι αριστοτέχνης, έμαθε την τέχνη από τον πατέρα του. Αλλά είναι μια τέχνη που κάθε άλλο παρά ακμάζει πια. Είναι μια εποχή που όλοι, άρα και οι πελάτισσες, κινούνται σε άλλους ρυθμούς, προτιμώντας την ταχύτητα. Όσο κομψή κι αν είναι η δουλειά με το χέρι, αργεί να παραδοθεί. Και κανείς δεν έχει πια το μάτι για να καταλάβει και να εκτιμήσει τη διαφορά από ένα ρούχο ραμμένο στη μηχανή. 

Διάφοροι βοηθοί κατά καιρούς δεν κάθονται πολύ, ψάχνουν μετά άλλες δουλειές. Ο καινούργιος, ο Γιουσέφ, ένας νέος άντρας, μοιάζει αφοσιωμένος. Η Μίνα πιάνει κάτι στον αέρα και δεν τον παίρνει με καλό μάτι. Ο Χαλίμ πάλι ναι. «Το Μπλε Καφτάνι» θα εστιάσει στις σχέσεις μεταξύ αυτών των τριών ανθρώπων. 

Η Μίνα παίρνει όλες τις πρωτοβουλίες στη ζωή του Χαλίμ. Κι αν για το γεγονός ότι τις παίρνει στο κρεβάτι υπάρχει μια εξήγηση, αφού εκείνη τον επιθυμεί πλήρως, ενώ εκείνος την επιθυμεί μόνο όσο του το επιτρέπει η φύση του, για το γεγονός ότι τις παίρνει και οπουδήποτε αλλού, πρέπει να υπάρχει κάποια άλλη. Εκτός απ’ το να κρύβεται, ο Χαλίμ είναι ένας άνθρωπος που έχει μάθει και να υποχωρεί. Ίσως να συνδέεται αυτό με τη ντροπή του για τη φύση του, ίσως πάλι μόνο εν μέρει, ίσως η φύση του είναι να είναι υποχωρητικός. Όταν τους σταματήσει ένα βράδυ για έλεγχο ένας αστυνομικός και δεν έχουν όλα τα χαρτιά επάνω τους, η Μίνα θα αντιμετωπίσει την κατάσταση με παρρησία, ενώ ο Χαλίμ απολογητικά και παρακλητικά. Όταν ο αστυνομικός τους αφήσει να φύγουν η Μίνα θα ρωτήσει τον Χαλίμ:  «Γιατί δεν του είπες κάτι;». «Τι να πω;». «Να μη λέμε τίποτα και να μην κάνουμε τίποτα τότε».

Η Μίνα, ο Χαλίφ και ο Γιουσέφ, η ιστορία τριών ανθρώπων, όπως τελικά τη διαμορφώνει ο ένας τους, η Μίνα: εκείνη παίρνει τις αποφάσεις, εκείνης η στάση είναι η κρίσιμη, εκείνη κινεί τα νήματα. Όσο δηλαδή μπορεί να κινήσει τα νήματα κάθε άνθρωπος, που, εκ της πιο αναπόδραστης και πιο καθολικής όλων των ανθρώπινων φύσεων, δεν μπορεί να είναι παντοδύναμος. Αλλά αφού ένα πλαίσιο κι ένα όριο έχουμε όλοι, καθόλου δευτερεύον δεν είναι να φερόμαστε έτσι ή αλλιώς, αλλάζοντας ενδεχομένως και πλεύση: η στάση ζωής του κάθε ανθρώπου δεν κρίνεται σε συνθήκες θερμοκηπίου και με βάση ιδεατά απόλυτα, αλλά ενόψει των εκάστοτε συνθηκών και καταστάσεων. 

Μπορεί να μοιραστεί η αγάπη; Μπορεί να γίνει κτήμα περισσότερων των δύο; Τι σημαίνει άραγε ότι αγαπάμε τον άλλο; Με τι όρους τον αγαπάμε; Όταν είναι δικός μας; Κι όταν για τον οποιοδήποτε λόγο παύει να είναι δικός μας, η αγάπη μας παραμένει ή φεύγει; Πόσο συνδέεται η αγάπη με την ιδιοκτησία; Πόσο ανταλλακτική είναι; Θα σε αγαπώ αρκεί; Αρκεί να αγαπάς αρκεί; Αν οι σχέσεις είναι μια διαρκής ανταλλαγή και κάτι ζωντανό, πρέπει να συμβαίνει το ίδιο και με την αγάπη, πρέπει να είναι και η αγάπη σε διαρκή ανταλλαγή και διαπραγμάτευση; Όταν δυο άνθρωποι παύουν να είναι μαζί, πόση αγάπη επιβιώνει μετά; Σε τι στρέφεται, σε τι μετατρέπεται η αγάπη που προϋπήρχε; Σε ζήλια; Σε παγερή αδιαφορία; Θέλουμε να είναι ο άλλος καλά μετά από μας; Όταν μαθαίνουμε καλά νέα του ή μαθαίνουμε ότι είναι ευτυχισμένος, τι απ’ τα τρία κάνουμε: χαιρόμαστε, στραβώνουμε ή δεν μας κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη; 

Η αγάπη για τους στενούς μας συγγενείς κι η αγάπη για τους καλούς μας φίλους δεν έχουν αυτή την ιδιοκτησιακή διάσταση. Ακόμα κι αν μπαίνουν κι εκεί ενίοτε παράμετροι εγωισμού και ορίων, η γενική αρχή είναι πως θέλουμε οι συγγενείς μας και οι φίλοι μας να είναι καλά ανεξάρτητα από εμάς. Αλλά με τους συντρόφους μας είναι αλλιώς. Η αγάπη περιχαράσσεται και οριοθετείται πολύ περισσότερο: θέλω να είσαι καλά μαζί μου. Η αγάπη μου αυτή την ποιότητα έχει: σε αγαπώ αν με αγαπάς, σε αγαπώ αν είσαι δικός μου. 

To σωστό καφτάνι, το καφτάνι με αληθινή αξία, πρέπει να επιβιώνει, να περνά από μάνα σε κόρη, να αντέχει τη δοκιμασία του χρόνου. Μπορεί να είναι η αγάπη ένα καφτάνι που περνάει από άνθρωπο σε άνθρωπο; Άμα δεν μπορώ πια εγώ να σε σε αγαπώ, ας σε αγαπά ένας άλλος; Θέλω να συνεχίσεις να είσαι ντυμένος με αγάπη, θέλω να τη φοράς και να σε ομορφαίνει και να σε κρατάει ζεστό; 

Υπάρχουν ταινίες, που είτε σε ενθουσιάζουν είτε τις απορρίπτεις, δεν μπορείς πάντως να αρνηθείς ότι είναι πολύ πλούσιες σε πλοκή, ότι διαδραματίζονται μέσα τους της Παναγιάς τα μάτια. Και υπάρχουν απ’ την άλλη και ταινίες που ασχολούνται με μια βασική ιδέα, που θέλουν να εξερευνήσουν έναν πυρήνα, χωρίς να ενδιαφέρονται να απομακρυνθούν απ’ αυτόν και να τον εξαπλώσουν, θεωρώντας μάλλον οτιδήποτε άλλο περίσπαση ή παραγέμισμα.

Στην πρώτη κατηγορία ας πούμε ανήκουν ο θριαμβευτής των φετινών όσκαρ «Τα Πάντα Όλα» ή το «Η Λέιλα και τα Αδέρφια της» για το οποία μιλήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Το «Μπλε Καφτάνι», όπως και το “Aftersun” π.χ. δεν ανήκει μόνο στη δεύτερη κατηγορία, αλλά ταυτόχρονα και στην κατηγορία των έργων που συντονίζονται κάπου, πιάνουν έναν κοινό παλμό, ακουμπούν πάνω σε ένα συναίσθημα που αφορά πολλούς, το αποτυπώνουν, το μοιράζονται, το παίρνουν από κοινό κτήμα, το επεξεργάζονται και μας το επιστρέφουν πίσω ως κοινό κτήμα, διανθισμένο πλέον με τη δική τους ματιά, τις δικές τους εικόνες.

Πειράζει λοιπόν που το «Μπλε Καφτάνι» είναι μια ταινία που μπορείς να διηγηθείς την ιστορία της μέσα σε ελάχιστες προτάσεις; Ίσως να σε πειράζει μόνο λίγο όταν την παρακολουθείς. Μετά παύει να σε πειράζει, παύει να έχει σημασία, μετά σημασία έχει μόνο το αποτύπωμα που σε ακολουθεί, μετά εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να μένουν στη μνήμη σου όλες οι λεπτομέρειες της ιστορίας, μετά εκ των πραγμάτων μόνο τον πυρήνα της θα ανακαλείς. Μετά το τέλος κάθε προβολής ξεκινά ο δεύτερος και ουσιαστικότερος χρόνος κάθε κινηματογραφικού έργου: ακόμα κι αν το «Μπλε Καφτάνι» θα μπορούσε να διαρκεί μία ώρα αντί για δύο, σημαντική δεν είναι η μία παραπάνω ώρα, σημαντικές είναι όλες οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια μετά. 

Η Μαριάμ Τουζανί στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό και δικαιώνεται στον απόλυτο στους τρεις ηθοποιούς της. Τα πρόσωπά τους γράφουν πάρα πολύ στην οθόνη και η Τουζανί τα αναδεικνύει διαρκώς με κοντινά. Όσο συγκινητική κι αν είναι μια ιδέα, μια κατάσταση, μια ιστορία, αν δεν βρεθούν οι κατάλληλοι ηθοποιοί που πρώτα θα τη νιώσουν οι ίδιοι και ύστερα θα τη μεταδώσουν, η συγκίνηση δεν θα φτάσει στον θεατή. O Aγιούμπ Μισιούι και κυρίως η Λούμπνα Αζαμπάλ (αν σας θυμίζει κάτι, μάλλον την έχετε δει “Τhe Honourable Woman”) και ο Σαλέχ Μπάκρι (πρωταγωνιστής επίσης στο «Δώρο») είναι τρία πρόσωπα που μπορούμε πλέον να ανακαλούμε κάθε φορά που θα αναρωτιόμαστε για τα συστατικά της αγάπης.  

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.