«Η Φάλαινα» του Ντάρεν Αρονόφσκι: Παραδίνομαι, σημασία πια έχω μόνο εγώ.

Δεν υπάρχει σωτηρία που να κόβεται στα δύο

Ο Τσάρλι δεν είναι απλά αδιανόητα υπέρβαρος, δεν έχει διατροφικές συνήθειες και γενικότερα τρόπο ζωής που απλά καταστρέφουν την υγεία του αλλά και καθιστούν ασφυκτική την καθημερινότητά του, αφού οριακά μπορεί να κινηθεί από το ένα δωμάτιο του σπιτιού στο άλλο, δεν έχει καν μια αυτοκαταστροφική έξη που δεν μπορεί να καταπολεμήσει· δεν είναι αυτό το θέμα, η κατάσταση είναι πολύ πιο συνειδητή: στη «Φάλαινα» ο Τσάρλι τρώει για να πεθάνει, όπως στο “Leaving Las Vegas” o Μπεν έπινε για να πεθάνει.

Ο μοναδικός άνθρωπος που βρίσκεται κοντά στον Τσάρλι και νοιάζεται για αυτόν (μια νοσοκόμα φίλη του), τον προειδοποιεί απ’ την αρχή της ταινίας ότι η πίεσή του έχει φτάσει σε εντελώς απώτατα όρια, ότι η καρδιά του αποκλείεται να αντέξει κι ότι αν δεν καλέσουν ασθενοφόρο για να πάει αμέσως στο νοσοκομείο, του απομένουν λίγες μόνο μέρες ζωής. Ο Τσάρλι αρνείται, επικαλούμενος το πόσο πολύ θα του κόστιζε οικονομικά. Όσο όμως τρομακτικό από πολιτικής και κοινωνικής απόψεως κι αν είναι αυτό σε σχέση με τη δημόσια υγεία στις ΗΠΑ, δεν παύει στη συγκεκριμένη περίπτωση να λειτουργεί και ως δικαιολογία: όποιος δεν θέλει να πεθάνει -και δη αμέσως- κάνει τουλάχιστον μια προσπάθεια να το αποφύγει. Τα χαρτιά λοιπόν είναι ανοιχτά απ’ το ξεκίνημα: ο Τσάρλι δεν έχει ένα πρόβλημα βάρους, ο Τσάρλι προσπαθεί να πεθάνει και το πάχος είναι ο δρόμος που επέλεξε για να οδηγηθεί εκεί.

Γιατί όμως; Δεν είναι ότι δεν μαθαίνουμε το γιατί, δεν είναι ότι δεν το μαθαίνουμε κι απ’ το ίδιο του το στόμα. Συλλέγουμε τελικά ως θεατές περισσότερα στοιχεία για τον Τσάρλι, τη συμπεριφορά του και την απόφασή του, απ’ ό,τι για τον Μπεν στην αξεπέραστη εκείνη ταινία του Μάικ Φίγκις. Βάσει γεγονότων η στάση ζωής του Μπεν μοιάζει κάπως πιο αυθαίρετη. Αλλά και πολύ πιο πιστευτή. Χωρίς να καταλαβαίναμε ακριβώς το γιατί, καταλαβαίναμε πάντως εντελώς τον ίδιο. Στη «Φάλαινα» το γιατί είναι πιο εξηγήσιμο, ο ήρωάς της όμως;

Ας χρησιμοποιήσουμε μια έννοια που έχει κυρίαρχη σημασία για τον ίδιο, μια έννοια στην οποία κι ο ίδιος επιστρέφει διαρκώς. Εργάζεται κάνοντας διαδικτυακά μαθήματα λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής (έχοντας την κάμερά του κλειστή για να μη βλέπουν οι φοιτητές του σε τι κατάσταση βρίσκεται) και λέει και ξαναλέει στους φοιτητές να είναι αυθεντικοί, να είναι αληθινοί, να μιλούν για τη δική τους αλήθεια. Την ίδια συμβουλή θα δώσει και στη δεκαεξάχρονη κόρη του, σε σχέση με τα δικά της γραπτά. Ο Μπεν λοιπόν ήταν ο ορισμός του αληθινού ήρωα, κοίταξε ανυποχώρητα ως το τέρμα του σκοταδιού με τόση τόλμη, τόσο θράσος, τόση ακαταμάχητη έλξη, που σε διέλυε όχι για όσα έβλεπες τον Νίκολας Κέιτζ να κάνει, αλλά για όσα δεν μπορούσες να δεις, για όσα δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να δει, για όσα βρίσκονταν μέσα του και τον καλούσαν ιλιγγιωδώς προς την άβυσσο.

Ο Μπρένταν Φρέιζερ δίνει κι αυτός με τη σειρά του μια ερμηνεία καριέρας, μια βαθιά συγκινητική ερμηνεία, αλλά μια βασική διαφορά είναι ότι ο Ντάρεν Αρονόφσκι έχει επενδύσει όλα του τα λεφτά στην εξωτερική εικόνα του ήρωά του: τα άπειρα κιλά του λειτουργούν ως ένα ασταμάτητο σοκ, ως μια ασταμάτητη υπενθύμιση ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος έφτασε τον εαυτό του και το σώμα του μέχρι αυτό το σημείο. Δεν είναι μόνο ότι στον Μπεν παρακολουθούσαμε μια διαδρομή και στον Τσάρλι την κατάληξή της, είναι κυρίως ότι στον Μπεν εκπεμπόταν μια απελπισία τόσο αδιαπραγμάτευτη και μαζί ένα θέλω να τελειώνω τόσο ακατάβλητο, που το πόσα μπουκάλια έπινε, πόσο τρέκλιζε, πόσο παραμιλούσε, ήταν η προς τα έξω εικόνα όλου αυτού που έβραζε ψυχικά μέσα του. Στον Τσάρλι ο αντίστοιχος πόνος, το αντίστοιχο συναίσθημα, το αντίστοιχο θέλω είναι σαν να έχουν πάρει σάρκα και οστά, βάρος και ατέλειωτο λίπος και σαν το σώμα στην παρούσα φάση του να αρκεί για να πει ό,τι πρέπει να ειπωθεί. 

   

Κάπως έτσι, στη μακράν πιο διακριτική σκηνοθεσία της καριέρας του, ο Αρονόφσκι μάλλον θεώρησε ότι είναι τόσο δυνατή ως εικόνα η μεταμόρφωση με προσθετικά του Μπρένταν Φρέιζερ, ώστε θα περίττευε οτιδήποτε άλλο θα αφαιρούσε την προσοχή από την εξωτερική εικόνα του Τσάρλι. Δεν χρειάζεται να κάνω πολλά εδώ, είναι σαν να λέει, αρκεί να τον δείχνω συνέχεια. Το πρόβλημα όμως είναι ότι χρειαζόταν. Και χρειαζόταν επειδή το θεατρικό έργο, στο οποίο βασίστηκε και το οποίο διασκευάστηκε σεναριακά από τον ίδιο τον θεατρικό συγγραφέα Σάμιουελ Χάντερ δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα γόνιμο, ενώ και το υπόλοιπο πλην του Φρέιζερ καστ μοιάζει ανεπαρκές και λίγο.

Και ο Αρονόφσκι που προ πενταετίας πήρε ένα άλλο σπίτι και κατάφερε μέσα στους τέσσερις τοίχους του να μας παραδώσει ένα τόσο δεξιοτεχνικό σκηνοθετικά και τόσο ανοιχτό σε ερμηνείες από πλευράς περιεχομένου έργο, όπως η «Mητέρα!», εδώ κινηματογραφεί την ιστορία σχεδόν υποτονικά, χωρίς καν να φτιάξει μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της προκοπής. Από την άλλη, επειδή Αρονόφσκι είναι και όσο μπόρεσε να κρατηθεί κρατήθηκε (κακώς κρατήθηκε δηλαδή, αγαπούμε τον Αρονόφσκι επειδή ακριβώς δεν κρατιέται, όπως στον παροξυσμικό «Μαύρο Κύκνο»), στο τέλος ανεβάζει την ένταση στη διαπασών και μας πετάει ένα «δικό σας». Και εντάξει, θα το πάρουμε το «δικό μας», δεν θα του πούμε κι όχι.  

Ο Τσάρλι είχε βιώσει μια σχέση έρωτα και αγάπης. Ο Τσάρλι είχε βιώσει μια κατά τα φαινόμενα πλήρη σχέση, στην οποία κι ο έρωτας κι η αγάπη ήταν αμοιβαία συναισθήματα. Αλλά καμιά φορά και η ίδια η πληρότητα της σχέσης μπορεί να μην είναι αρκετή. Γιατί ακόμα και μια πλήρης ερωτική και συντροφική σχέση είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν έναν άνθρωπο. Στην πιο αξιοσημείωτη, γενναία και τελικά κεντρικής σημασίας φράση που θα ακουστεί στη «Φάλαινα», λέγεται ότι «κανείς δεν μπορεί να σώσει κανέναν». Μπορεί να τον αγαπήσει, μπορεί να στέκεται δίπλα του και να τον βοηθά, αλλά αν είναι να σωθείς, θα πρέπει τελικά να το θελήσεις εσύ, να το θελήσεις περισσότερο απ’ το να καταστραφείς: και οι δύο επιλογές έχουν κόστη και οφέλη.  

Κι αν τελικά δεν φανείς τόσο δυνατός, κι αν τελικά δεν μπορέσεις να σωθείς, δεν θελήσεις να σωθείς, αν τελικά σε γονάτισε το υπερεγώ και ο τρόπος που έμαθες να βλέπεις τον εαυτό σου μέσα από το μάτι των άλλων, τότε μπορεί η δική σου αδυναμία να σωθείς να παρασύρει με τη σειρά της άλλους. Γιατί οι ενοχές έτσι λειτουργούν: ως σκυταλοδρομία. Το ίδιο και η αυτομομφή. Με αποτέλεσμα να ξεκινάει έτσι ο φαύλος κύκλος της εξάρτησης, του αυτοοίκτου, της ανακούφισης που μπορεί να σου προσφέρει μόνο εκείνο ακριβώς που σου κάνει το κακό. Μια καταβύθιση στον εαυτό, στην αυτολύπηση,  στην αυτάρκεια. Όλος σου ο κόσμος γίνεσαι εσύ, το πρόβλημά σου, ο εθισμός σου, το κατηγορώ στον εαυτό σου για την κατάσταση που σε φέρνει ο εθισμός σου, η μόνη απόδραση από τα δυσάρεστα συναισθήματα του κατηγορώ, δηλαδή νέα δόση απ’ ό,τι είναι ο εθισμός σου. Παύουν σταδιακά να υπάρχουν όλοι οι άλλοι γύρω σου. Όχι, δεν παύεις να έχεις ηθικό κώδικα. Έχεις, σε βασανίζει, απλά οι άλλοι υπάρχουν πλέον μόνο ως ενοχές. Ως ενοχές σου. Αισθάνεσαι άσχημα για αυτούς και όσα τους προκαλείς, αλλά το συναίσθημα που σου δημιουργούν λειτουργεί ως τροφοδότης και μεγεθυντής του γενικότερου αρνητικού συναισθήματός σου. Άρα τι άλλο μπορείς να κάνεις; Να βυθιστείς ακόμη βαθύτερα, ακόμη πιο παράφορα, να βυθιστείς ανακουφιζόμενος, να ανακουφιστείς βυθιζόμενος. 

Από την άλλη θα την πούμε και θα τα βάλουμε με όσους δεν την παλεύουν; Δεν είναι αρκετή η τιμωρία που επιβάλλουν στον εαυτό τους; Μπορούμε άραγε να τους επιβάλλουμε κάτι πιο βαρύ εμείς; Αν υποτεθεί ότι εμείς δεν έχουμε φτάσει τόσο χαμηλά, αν υποτεθεί ότι έχουμε φανεί πιο δυνατοί, είτε από χαρακτήρα είτε επειδή δεν μας δοκίμασαν τόσο οι δυσκολίες της ζωής, αν κάτι πρέπει να κάνουμε δεν είναι να τους κοιτάξουμε με κατανόηση και στοργή;

Αυτό ή να είμαστε αληθινοί απέναντί τους; Τι να κάνουμε Τσάρλι; Πώς περιμένεις εσύ να σε δούμε; Τι ζητάς από εμάς; Αλήθεια; Αγάπη; Σωτηρία; 

Είναι βαθιά εγωκεντρικό τριπάκι η αυτοκαταστροφή. Είναι βαθιά εγωκεντρικό τριπάκι και η προκοπή και η φιλοδοξία και η λάμψη στη ζωή. Είναι βαθιά εγωκεντρικό τριπάκι και να κρίνεις τους άλλους. Όλα βαθιά εγωκεντρικά είναι τελικά, Τσάρλι.

Τι είδους άνθρωπος άραγε είναι αυτός που τα βλέπει όλα θετικά και υπέροχα; Μήπως μια τέτοιου είδους θετικότητα έχει τις ρίζες της στην πιο βαθιά αυτολύπηση; Είναι η θετικότητα της άνευ όρων αγάπης και θαυμασμού για το παιδί σου, ειδικά για το παιδί σου που έχεις να το δεις πάρα πολλά χρόνια, για το παιδί σου που έχεις στερηθεί τη μισή ζωή του; Είναι μια γενικότερη καλοπροαίρετη διάθεση προς όλους; Όλοι οι άνθρωποι είναι υπέροχοι, επειδή δεν είναι σαν εσένα, επειδή ακόμη την παλεύουν; Μήπως κρύβει κάτι αξιοθρήνητο αυτή η τόση θετικότητα; Και στον αντίποδά της, τι είδους αρνητικότητα είναι εκείνη που μπορεί να σε κάνει να χαρακτηρίζεις το ίδιο σου το παιδί κακό; Δεν υπάρχει σωτηρία, αλλά μπορεί να υπάρξει κακό;  

Τσάρλι, η κόρη σου φέρεται με τρόπο άθλιο. Δεν είναι υπέροχη – απαράδεκτη είναι. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι θα είναι πάντα έτσι, αυτό δε σημαίνει ότι είναι εγγενώς κακή ή ότι την έκανες εσύ με τη μάνα της να γίνει κακή. Μπορεί και να εξελιχθεί σε μια χαρά πλάσμα. Μπορεί να σώσει τον εαυτό της, μπορεί και όχι. Με όλους μας έτσι δε συμβαίνει;

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.