«Ο Μπο φοβάται»: Στο ντιβάνι του Άρι Άστερ

Ο Μπο Φταίει. Ο old boy γράφει για τη νέα ταινία του Άρι Άστερ, μετά το «Μεσοκαλόκαιρο»

Ήταν η μητέρα του Μπο καταφοβισμένη για την εγκυμοσύνη καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης; Ένιωθε άραγε ο Μπο μέσα της ασφαλής ή η ανησυχία της είχε ήδη αρχίσει να διαπερνά τα κύτταρά του; Δεν το ξέρουμε. Ξέρουμε όμως ότι, με το που ο Μπο βγήκε από μέσα της στον έξω κόσμο, η μητέρα του άρχισε να ουρλιάζει ότι ο γιατρός έριξε το παιδί κάτω, ότι το παιδί κάτι έπαθε, ότι το παιδί δεν αναπνέει.

Ο Μπο κουβαλάει τον φόβο της μάνας του από τα γεννοφάσκια του. Κι αν η μητέρα του δεν είναι ένας συνολικά φοβικός άνθρωπος, αν στη ζωή της έχει καταφέρει να κάνει πράγματα και θάματα, ο Μπο αντίθετα μοιάζει να μην έχει κάνει στη ζωή του απολύτως τίποτα, το μόνο που κάνει στη ζωή του είναι να φοβάται, να καταπιέζεται και να νιώθει ενοχές. Ο Μπο, αυτό το κυριολεκτικό poster boy για διαφημίσεις φαρμάκων, αυτός που δάνεισε το παιδικό κι εφηβικό του πρόσωπo στον φόβο για τις αρρώστιες, κοντεύει πενήντα και είναι σε ένα διαρκές άγχος μην πάθει κάτι.  

Αλλά δεν είναι μόνο οι φόβοι που εκείνη ένιωθε για αυτόν (αν πεινάει, αν είναι υγιής) που του μεταδόθηκαν, έχουμε και μια πιο συνειδητή μετάδοση. Η μάνα του θεωρούσε ότι ανάμεσα στις γονεϊκές υποχρεώσεις της ήταν να τον τρομάξει αρκετά για τον κόσμο στον οποίο θα μεγάλωνε, όπως άλλωστε κι ένα σωρό άλλοι γονείς, όπως κατεξοχήν ας πούμε και οι γονείς του «Κυνόδοντα». Κι αν για τον Μπο το να βγει έξω από το σπίτι του και να πάει στο απέναντι μίνι μάρκετ είναι ένα εντελώς ριψοκίνδυνο εγχείρημα, γιατί στα μάτια του και στην πραγματικότητά του (που γίνεται κι η δικιά μας ως θεατών) ζει στο πιο τρομακτικό γκέτο του κόσμου, δεν έχει περάσει δα και τόσος καιρός απ’ όταν βγαίναμε από τα σπίτια μας να κάνουμε ψώνια, έντρομοι ότι κάνουμε κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο και ότι εκεί έξω παραμονεύουν σε κάθε γωνία, στον αέρα και σε κάθε άλλο σώμα περαστικού, η αρρώστια και ο θάνατος.

Ο Μπο υπήρξε μοιραίος για τον πατέρα του, η ζωή του Μπο ήταν ο θάνατος του πατέρα του: ο πατέρας του πέθανε κατά τη στιγμή της σύλληψης του Μπο. Από φύσημα στην καρδιά. Είναι κληρονομικά μεταβιβαζόμενο νόσημα, έτσι ακριβώς πέθαναν κι ο παππούς του κι ο προπάππους του, κι ο ίδιος λοιπόν αν ποτέ κάνει έρωτα το ίδιο ακριβώς θα πάθει. Αν θέλει να παραμείνει εν ζωή, θα πρέπει να αποδεχθεί ως απαραίτητη προϋπόθεσή της τον ευνουχισμό του. 

Η μάνα του δεν πήρε αγάπη από τη δική της μάνα, ήταν παγοκολόνα η δική της μάνα, κι αφού δεν μπόρεσε να κερδίσει τη δική της αγάπη, ορκίστηκε ότι δεν θα επαναλάβει το ίδιο έγκλημα με το δικό της παιδί, ότι θα φλομώσει με αγάπη το δικό της παιδί, ότι θα το πνίξει με την αγάπη της. Αυτό το πάτερν της σκυταλοδρομίας, όπου γινόμαστε είτε ό,τι ακριβώς οι γονείς μας είτε το ακριβώς αντίθετό τους. Αυτή η αδυναμία να είμαστε ποτέ πραγματικά ανεξάρτητοι, αυτό που και η ανεξαρτησία πάλι απλά δρόμος προς την αντίθετη κατεύθυνση είναι, αυτό που από όλες τις πιθανές κατευθύνσεις και σταυροδρόμια προσπαθείς να βαδίσεις ή στον ίδιο ακριβώς δρόμο ή στον ακριβώς αντίθετο των γονιών σου, αυτή η απουσία αληθινών διακλαδώσεων, αυτή η αδυναμία απεξάρτησης, αυτή η αδυναμία στην τελική να πάρεις ακόμα και τον ίδιο ακριβώς ή τον αντίθετο ακριβώς δρόμο, αλλά επειδή το επέλεξες εσύ από μόνος σου. Γιατί στις αποφάσεις σου δεν είσαι μόνος σου ποτέ. Ακόμα και ορφανός να είσαι, καθορίζεσαι από την απουσία γονέων. Ίσως η μόνη δυνατότητα μη καθορισμού θα ήταν σε κοινωνίες που δεν θα υπήρχε καν η έννοια της οικογένειας. 

Αλλά μια τέτοια σχέση συναισθηματικής αποκλειστικότητας όπως αυτή του Μπο με τη μαμά του, μια τέτοια προσκόλληση, μια τέτοια προσφορά αγάπης, απαιτεί τον ίδιο βαθμό αφοσίωσης, τον ίδιο βαθμό αφιέρωσης, απαιτεί αναγνώριση της προσφοράς και αντιπαροχή της αγάπης. Τι του είχε ζητήσει άλλωστε και τι της είχε υποσχεθεί ότι θα κάνει; Να μην την πληγώσει ποτέ. Μόνο αυτό. Ο Μπο δεν φοβάται μόνο, ο Μπο νιώθει και ένοχος. Έχει μια οφειλή, ένα βάρος, μια αδυναμία ισότιμης συναισθηματικής ανταπόκρισης. Χρωστάει. Ίσως όταν δεν έχεις πνιγεί από γονεϊκή αγάπη, κερδίζεις σε έλλειψη ενοχής και σε ελαφράδα. 

Υπάρχει ένα τρομερό μυστικό που οι μανάδες πολλές φορές προσπαθούν να κρύψουν από τα παιδιά για τους πατεράδες τους. Ο πατέρας του δεν είναι τίποτα άλλο από ένας πούτσος. Κάποιος που χρειάστηκε για τη γονιμοποίηση. Κάποιος που στερεί ίσως από τη μητέρα ό,τι είναι δικαιωματικά και εκ φύσεως αποκλειστικά δικό της, κάποιος που στερεί την τελειότητα και την πληρότητα στη σύνδεση μητέρας παιδιού, κάποιος που θα ήταν αστείο και διαστρεβλωμένο να διεκδικεί ισάξιο ή έστω παραπλήσιο ρόλο στη σχέση του με το παιδί. Η γυναίκα μεγάλωσε το παιδί εννιά μήνες μέσα της, η γυναίκα θα το θηλάσει, το σώμα της και το σώμα του ήταν ένα, από το σώμα της θα τραφεί τον πρώτο καιρό, τι άλλο ρόλο έχει στην όλη φυσική διαδικασία ο πατέρας εκτός από αυτόν του στιγμιαίου μακρινού πούτσου; Η φύση είναι η φύση, η συμβολή του εξαντλήθηκε εκεί, όταν άλλωστε και τελειώνοντας πέθανε ως πατέρας. Η άλλη εκδοχή είναι ότι οι πατεράδες δεν παύουν ποτέ να είναι πούτσοι, ότι ακόμα κι όταν τα παιδιά τους συλλαμβάνονται και γεννιούνται εκείνοι εξακολουθούν και δίνουν πρωταρχικό ρόλο στο όργανό τους, ότι το παιδί έρχεται δεύτερο, ενώ κάτι τέτοιο ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ, δεν θα μπορούσε να το κάνει μια μάνα.

O Mπο πηγαίνει στον ψυχοθεραπευτή του, το κινητό χτυπάει φυσικά ακριβώς την ώρα της συνεδρίας και γράφει «Μαμά σπίτι». Ο ψυχοθεραπευτής, το τελευταίο εναπομείναν ιερό, το τελευταίο εναπομείναν καταφύγιο, εκεί που μπορείς τουλάχιστον να εκμυστηρευτείς τις πιο μύχιες σκέψεις σου, τις πιο τρομακτικές και τραυματικές και απωθημένες κι από σένα, εκεί που ξέρεις ότι είσαι κι εσύ κι εκείνες ασφαλείς, εκεί που ανασκάπτοντάς τες όμως, ξεθάβοντάς τες, αρθρώνοντάς τες, δίνοντάς τους υπόσταση την ώρα που τις ακούς ως ήχους, κρίνεις την ίδια ώρα τον εαυτό σου και φοβάσαι ότι ο άνθρωπος απέναντί σου σε κρίνει επίσης. Ευτυχώς θα μείνουν μόνο μεταξύ σας σαν επτασφράγιστο μυστικό.

Από τότε που αρχίζουμε και καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας, από τότε που αρχίζουμε να τον θυμόμαστε, εγκαθίσταται μέσα μας και η κρίση. Κάποιες από τις πρώτες πρώτες μας αναμνήσεις εμπεριέχουν κρίση εις βάρος μας ή εις βάρος άλλων. Τα ζώα ζουν και πεθαίνουν σε ένα σύστημα εκτός κρίσης, οι άνθρωποι θα ζήσουν μέχρι να πεθάνουν χωμένοι ως τα μπούνια εντός του. Μέχρι τη στιγμή της τελικής κρίσης. Που ανάλογα με το θρήσκευμα ή την εποχή, μπορεί να συνδέεται με μετά θάνατον τιμωρίες, αλλά που σίγουρα αφορά την τιμωρία μας στη ζωή. Την ετυμηγορία της συνείδησης. Από φωνές που ακούμε από έξω και από φωνές που στήνουμε στο κεφάλι μας. Μας δικάζουν και οι άλλοι, δικάζουμε κι εμείς τον εαυτό μας, οι φωνές αναμιγνύονται. Και ίσως στη δίκη μας (ή με καφκικούς όρους στη Δίκη μας), είναι τέτοια η ανάγκη μας να μας κατηγορήσουν ή να αυτοκατηγορηθούμε, που φτάνουμε στο σημείο να διαστρεβλώνουμε τα πραγματικά περιστατικά, να κατηγορούμαστε αδίκως, οι αναμνήσεις που παίζουν στο μυαλό μας να είναι πειραγμένες. Να είπαμε π.χ. ότι θέλουμε να φύγουμε αμέσως γιατί έχουμε κάπου που πρέπει να πάμε και να μας είπαν όχι αύριο θα πάμε, αλλά τώρα η σκηνή να προβάλλεται στην οθόνη του μυαλού μας με ακριβώς αντίθετο τρόπο και να αισθανόμαστε απαίσια για αυτό, να προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε πάνω σε κάτι που δεν κάναμε ποτέ, πάνω σε κάτι για το οποίο δεν φταίξαμε ποτέ, κι όμως νιώθουμε πως φταίμε. 

Στην τρίτη ταινία του Άρι Άστερ δεν βρισκόμαστε σε κάποιον λαβύρινθο του Ντέιβιντ Λιντς, η ταινία κινείται γραμμικά, ο θεατής μπορεί να πάθει άλλα πράγματα, μπορεί να βαρεθεί και να κουραστεί, μπορεί να μη συνδεθεί ποτέ, μπορεί να στραβώσει, αλλά να χαθεί και να χαωθεί όχι. Αυτό δεν σημαίνει όμως και πως ό,τι βλέπουμε συμβαίνει στην «πραγματικότητα». Όσο συμβαίνει εκεί, μπορεί να συμβαίνει και στο μυαλό του Μπο. Ο Μπο κοιμάται και ξανακοιμάται. Όχι ότι βλέπουμε και κυριολεκτικούς εφιάλτες του, βρισκόμαστε ίσως σε έναν ενδιάμεσο χώρο όπου εικονοποιούνται ένα σωρό από φόβοι του, σε έναν ενδιάμεσο χώρο που η πραγματικότητα παραμορφώνεται από το φοβισμένο βλέμμα. Δεν ξέρω αν υπάρχει απαραίτητα μια σωστή ερμηνεία και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν έχει και τόσο σημασία. Το αναμφίβολο είναι πως, είτε έτσι είτε αλλιώς, θα παρακολουθήσουμε ένα σωρό φόβους του Μπο -προσωπικούς, αλλά σε μεγάλο βαθμό και συλλογικότερους- να παίρνουν σάρκα και οστά.

Τόσο με τη «Διαδοχή» όσο στη συνέχεια με το -δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω σε κάθε ευκαιρία, αριστουργηματικό- «Μεσοκαλόκαιρο», ο Άστερ διηγούνταν κανονικές ιστορίες και μέσω αυτών προέκυπταν σιγά σιγά κι η συγκίνηση και το δέος και μια σειρά από γόνιμες σκέψεις. Εδώ είναι σαν να επιχειρεί να πετάξει εντελώς την ιστορία στην άκρη, είναι σαν να λέει ότι δεν την χρειάζεται ως καλλιτεχνικό του όχημα ή πρόσχημα. Όχι γιατί δεν υπάρχει πλοκή, πλοκή σαφώς και υπάρχει, αλλά γιατί είναι σαν να μη θέλει να μιλήσει για τα θέματα που τον απασχολούν με συμβατικούς τρόπους αφήγησης. Όχι, δεν μαθαίνουμε για τη σχέση του Μπο με τη μητέρα του πλαγίως, θα τη μάθουμε εντελώς ευθέως. Όχι, δεν ενεργοποιούνται οι φόβοι του Μπο με αφορμή το ένα ή το άλλο γεγονός, η ταινία είναι μια διαρκής εικονοποίηση των φόβων του. Ο Άστερ απαλλάσσεται από την ιστορία ως μεσάζοντα, είναι σαν τον παραγωγό που θέλει να φτάσει το προϊόν απευθείας στον καταναλωτή του. Υπερφιλόδοξο το εγχείρημά του και μάλλον όχι αντίστοιχα υπερεπιτυχημένο, ακριβώς γιατί οι άνθρωποι μιλούν στους άλλους ανθρώπους μέσω ιστοριών από τότε που υπάρχουν άνθρωποι.

Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η ταινία να πετάξει έξω μερίδα των θεατών. Πήγα όσο πιο θετικά προκατειλημμένος γινόταν και υπήρξαν στιγμές που δοκίμασαν τις αντοχές μου. Ο Άστερ παίρνει τον χρόνο του και υπάρχουν σκηνές που δεν θα έβλαπτε σε τίποτα να κρατούσαν λιγότερο. Όλο το κεφάλαιο με την οικογένεια του Νέιθαν Λέιν και της Είμι Ράιαν μοιάζει αρκετά αποπροσανατολισμένo, αν και τελικά μπορείς να σκεφτείς τι εξυπηρετεί, σίγουρα πάντως τραβά σε μάκρος, για να μην πω για τον παρωδιακό φιλοξενούμενό τους Ντενί Μενοσέ. 

Και τελικά ναι, τόσο η «Διαδοχή», όσο και πολύ περισσότερο το «Μεσοκαλόκαιρο», είναι δυο έργα που αν συνδεθείς μαζί τους κλονίζεσαι όταν τα βλέπεις, και ναι, εδώ τέτοια συναισθηματική επίδραση δεν θα επιτευχθεί ποτέ. Απέναντι σε όλα αυτά υπάρχει ένα τεράστιο «όμως»: η ταινία δεν φτιάχτηκε απευθυνόμενη στα συναισθήματά σου, η ταινία φτιάχτηκε βάζοντας νυστέρι στα συναισθήματα, προσπαθώντας να τα ερμηνεύσει και να αναλύσει από τι υλικά είναι φτιαγμένα. Θα ήταν π.χ, πολύ πιο εύκολο να μιζάρει πάνω στους δικούς μας φόβους σκηνοθετώντας τους εφιάλτες του Μπο λίγο πιο ατμοσφαιρικά. Θα μπορούσαμε να είμαστε πολύ πιο στην τσίτα με όσα συμβαίνουν στον Μπο, αλλά το θέμα δεν είναι να ταυτιστούμε μαζί του ως ήρωα ταινίας που ζει κάτι τρομακτικό μέσα σε μια ταινία, το θέμα είναι ίσως να καταλάβουμε πώς νιώθει κανείς όταν βρίσκεται μέσα σε ένα διαρκή εφιάλτη, όταν είναι διαρκώς φοβισμένος για τη ζωή.

Είναι πολύ πιο αβανταδόρικο σκηνοθετικά να κινηματογραφείς εφιαλτικά έναν εφιάλτη και αν μη τι άλλο ο Άστερ έχει την κλάση να το κάνει, αλλά επιλέγει να διατηρεί μια αποστασιοποίηση από τους εφιάλτες, επιλέγει να στους δείχνει και να λέει κοίτα, μην παρασύρεσαι, αυτό που φοβάσαι είναι σκέτος φόβος, εν μέρει τρομακτικός αλλά εν μέρει και υπερφουσκωμένα γελοίος, όπως και αυτό για το οποίο έχεις ενοχές είναι σκέτη ενοχή, εν μέρει βάσιμη αλλά και εν μέρει υπερφουσκωμένα γελοία.

Ή ίσως -και κάλλιστα- καθόλου δεν θέλει να πει αυτά, βγαλμένα από το μυαλό μου να είναι, ερμηνεία μου και μόνο είναι. Αλλά πρέπει να αγαπήσει κανείς τον Μπο του Άστερ για όλη τη σιγουριά και την αλαζονεία και την αυταρέσκεια και τη δύναμη με την οποία τον φτιάχνει, ακόμα κι αν είχαμε να κάνουμε με μια τεράστια φόλα το καπέλο θα έπρεπε να του βγάλουμε για την τόλμη του και το ταλέντο του, αλλά δεν έχουμε να κάνουμε με μια τεράστια φόλα, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία εντελώς ξεχωριστή, στην οποία ο χρόνος μόνο καλό θα κάνει, στην οποία ο χρόνος θα φερθεί πολύ καλύτερα απ’ ό,τι η στιγμή. 

Ένα μεγάλο εύγε για την ταινία, για τον δημιουργό της, αλλά και για τον πρωταγωνιστή της: ο Xoακίν Φίνιξ σε έναν εξαιρετικά δύσκολο ρόλο, καθώς επί τρεις ώρες (και σε πολύ μεγάλο κομμάτι τους σχεδόν χωρίς αλληλεπίδραση, παρά μόνο με τους εσωτερικούς του δαίμονες) βρίσκεται σε μια συνεχή ανησυχία και φρίκη, παίζει με λεπτότητα, διακυμάνσεις, με το μάτι και τη φωνή, θα μπορούσε να είναι καρικατούρα αλλά είναι ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους ηθοποιούς κι αυτή μια από τις κορυφαίες ερμηνείες του.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.