«Εγώ, Καπετάνιος» του Ματέο Γκαρόνε: Εκείνοι όμως θα ταξιδεύουν

Μετά την έρημο

Ο Σεϊντού κι ο Μούσα είναι ξαδέλφια. Είναι δεκάξι χρονών. Ζουν στην πρωτεύουσα της Σενεγάλης, το Ντακάρ. Θέλουν να φύγουν από τη Σενεγάλη, να φύγουν από την Αφρική, θέλουν να ζήσουν στην Ευρώπη. Όχι, δεν θέλουν να ξεφύγουν από κάποιο πόλεμο. Όχι, δεν θέλουν να ξεφύγουν από κάποια άλλη πολύ μεγάλη κρίση. Δεν ζουν μέσα στις ανέσεις και τα προνόμια (κάθε άλλο), αλλά δεν ζουν και σε κάποια ακραία φτώχεια και μιζέρια. Όπως και ανεξάρτητα από τα οικονομικά, ως προς τις λοιπές συνθήκες διαβίωσής τους, δεν ζουν σε τίποτα κακοποιητικά περιβάλλοντα. Δεν είναι μια αδήριτη ανάγκη που τους κινεί. Είναι το όνειρο που τους κινεί, το όνειρο να πάνε στην Ευρώπη να ζήσουν αλλιώς. Η ζωή είναι καλύτερη εκεί, όλοι το ξέρουν. Πολύ καλύτερη.  

Γράφουν τραγούδια στο πι και φι, θα γίνουν σταρ, θα δίνουν αυτόγραφα στους λευκούς, θα στέλνουν ένα σωρό λεφτά στις οικογένειές τους. Δεν θέλουν να ρίξουν μαύρη πέτρα, δεν θέλουν να φύγουν και να μην ξανακοιτάξουν πίσω, δεν φεύγουν από το σκοτάδι, έχουν το φως της ηλικίας, το αδιαπραγμάτευτο, αφελές, πανίσχυρο φως της ηλικίας και θέλουν να πάνε εκεί που θεωρούν ότι θα βρουν περισσότερο φως. Δεκαέξι χρονών. Όλα είναι μπροστά, όλα είναι ανοικτά.

 

 

Δουλεύουν κρυφά πολλούς μήνες για να μαζέψουν λεφτά για το ταξίδι. Όταν ο Σεϊντού ρίχνει την ιδέα στη μάνα του, εκείνη φρίττει. Να μην διανοηθεί να φύγει. Οι θάλασσες και η έρημος είναι γεμάτη πτώματα ανθρώπων που προσπάθησαν να πάνε στην Ευρώπη. «Θα αναπνέεις τον αέρα που αναπνέω κι εγώ». Ο Σεϊντού, η μάνα του, η μικρή του αδελφή. Ο πατέρας απών από την εικόνα. Βλέπεις σε τόσες ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ απ΄όλο τον κόσμο σκηνικά που οι πατεράδες είναι απόντες, είτε γιατί έχουν πεθάνει, είτε γιατί απλά δεν είναι εκεί, ώστε στο μυαλό σου μπερδεύεται η πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, αλλά ακόμα κι έτσι υπάρχει μια ευρύτερη οικουμενική συνθήκη εδώ, στη συχνότητα αυτής της απουσίας. 

Εκτός από τη μάνα του Σεϊντού, προειδοποιεί τα ξαδέλφια κι ένας μεσάζοντας. Κι αν εκείνη τον προειδοποίησε για τους κινδύνους του ταξιδιού, ο μεσάζοντας προσπαθεί να τους διαρρήξει τη φαντασίωση του προορισμού. Νομίζετε ότι είναι ο παράδεισος εκεί που θέλετε να πάτε; Νομίζετε ότι ζουν πιο καλά; Ξέρετε τι εγκληματικότητα έχει, ξέρετε πόσοι άστεγοι ζουν στον δρόμο στην Ευρώπη; 

 

 

Τα δυο παιδιά δεν θα ακούσουν κανέναν. Τα αυτιά τους είναι κλειστά, τα μάτια τους γεμάτα με την προσδοκία. Κι αν ο ένας κάνει να φοβηθεί, ο άλλος είναι εκεί να τον παροτρύνει. Η μόνη δύναμη που είναι πιο ασταμάτητη από έναν δεκαεξάρη είναι περισσότεροι δεκαεξάρηδες μαζί. Το ταξίδι ξεκινάει. Στα κρυφά, αλλά ξεκινάει. Ο Ματέο Γκαρόνε, έχοντας συλλέξει πολλές μαρτυρίες αληθινών μεταναστών και προσφύγων, αρχίζει να το καταγράφει από χώρα σε χώρα κι από το ένα εμπόδιο που μοιάζει ανυπέρβλητο στο επόμενο. Ναι, δεν καταγράφει μια αληθινή ιστορία κι ένα αληθινό ταξίδι, αλλά δυστυχώς ακόμα περισσότερο, επίσης ναι, καταγράφει μια ιστορία κι ένα ταξίδι, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διαδραματίζονται ξανά και ξανά και ξανά και τη στιγμή αυτή που μιλάμε. 

Ήδη, πριν ακόμα το ταξίδι ξεκινήσει, μάς είχε βάλει πολύ μέσα στην ιστορία των δύο ηρώων του (όλοι οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί, ο Σεϊντού Σαρ ξεχωρίζει και μένει στο μυαλό), δεν προκαλεί λοιπόν καμία έκπληξη ότι στην πορεία θα μπούμε ακόμα περισσότερο. Όπως δεν προκαλεί καμία έκπληξη και ο τρόπος που ο Γκαρόνε θα δει και θα φιλμάρει τον χώρο, τον χώρο αυτόν καθαυτόν, αλλά και τη σχέση των ηρώων του μαζί του.

Στα «Γόμορρα», και ακόμα περισσότερο στο “Dogman”, ο χώρος, οι πόλεις, δεν ήταν απλά το σκηνικό εντός του οποίου λάμβαναν χώρα οι ιστορίες, αλλά συνομιλούσαν με τους ήρωες, καθόριζαν και ενίοτε καθρέφτιζαν την ψυχοσύνθεση και τις επιλογές ζωής τους. Ο Γκαρόνε είναι μάστορας στην καταγραφή αυτής της συνομιλίας, αυτής της διαλεκτικής. Η δύναμη των εικόνων του Γκαρόνε, η επίδραση των εικόνων του δεν είναι η συνήθης, δεν είναι η δύναμη και η επίδραση των πολλών. Έχει βρει τον τρόπο ώστε οι εικόνες του, οι ιστορίες του, οι ήρωές του να περνούν μέσα μας χωρίς την παρηγορητική διαμεσολάβηση της διαβεβαίωσης ότι αυτά εδώ δεν συμβαίνουν στα αλήθεια, ότι αυτά εδώ είναι μόνο σκηνές από ταινίες. Εμπνευσμένες από πραγματικά γεγονότα οι ταινίες του είναι σαν να αποτυπώνουν και να μας μεταφέρουν την ωμή και τραχιά αλήθεια. 

 

 

Ένα μέρος του ταξιδιού του Σεϊντού και του Μούσα θα πρέπει να περάσει μέσα από την έρημο. Ταυτόχρονα με το «Εγώ, Καπετάνιος» παίζεται στις αίθουσες το δεύτερο μέρος του “Dune”, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου διαδραματίζεται επίσης σε έρημο. Χρειαζόμαστε και τα δύο αυτά είδη σινεμά, αν το σινεμά ήταν μόνο φυγή και διασκέδαση θα καταντούσε δυστοπική κοινωνική συνθήκη κι αν το σινεμά μόνο μετέγραφε τη σκληρή ως αδυσώπητα βάναυση πραγματικότητα θα αποτελούσε απάλευτη κοινωνική συνθήκη. Δύο είδη κινηματογράφου λοιπόν, δύο είδη ερήμων, δύο είδη ανθρώπων στη σειρά, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Από τη μια ένστολοι Χάρκονεν που ξαφνικά αρχίζουν να αιωρούνται πάνω από την έρημο για να επιστρέψουν στο διαστημόπλοιό τους, από την άλλη Αφρικάνοι, άντρες, γυναίκες, έφηβοι, μικρά παιδιά, που περπατούν με δυσκολία ατέλειωτα χιλιόμετρα στην έρημο προσπαθώντας να ξεπεράσουν όλες τις κακουχίες, μήπως και στο τέλος του ταξιδιού τους βρουν τη Γη της Επαγγελίας. Η επιστημονική φαντασία και η φρικτή πραγματικότητα. Και ακόμα και στην πιο φρικτή πραγματικότητα έχεις ανάγκη να αιωρηθείς, κατεξοχήν και στην πιο φρικτή πραγματικότητα έχεις ανάγκη να δεις ανθρώπους να πετάνε πάνω από την έρημο.  

Δεν υπάρχει τίποτα περίπλοκο στην ταινία του Γκαρόνε, τίποτα που να νιώθει την ανάγκη να παραστήσει κάτι άλλο. Η ιστορία του είναι μια ανεπιτήδευτη ευθεία γραμμή. Στο έδαφος τέτοιων αληθινών ιστοριών, τέχνη δεν θα κάνεις με βλέμμα auteur, στο έδαφος τέτοιων μείζονων παγκοσμίων τραγωδιών, πολιτικό σινεμά δεν θα κάνεις από άμβωνος. Το κλειδί είναι να κρατήσεις τη σωστή απόσταση ώστε να αποφύγεις να καταλήξεις με ένα έργο εντελώς μελό, εντελώς καταγγελτικό, εντελώς προκάτ. Όχι επειδή οι συνθήκες δεν επιτρέπουν την πιο σκληρή καταγγελία ή την πιο μεγάλη έκρηξη αγανάκτησης, αλλά αντίθετα ακριβώς επειδή σχεδόν τα επιβάλλουν, ο Γκαρόνε προσφέρει μια ταινία που δεν θα προσπαθήσει να  εκμεταλλευτεί το υλικό της αλλά να το αναδείξει. Μια ταινία όπου θα κάνει ο ίδιος πίσω ως δημιουργός για να φανεί το υλικό, η ιστορία, η πρώτη ύλη. Όχι το ένα ή το άλλο μήνυμα, όχι το ένα ή το άλλο αίτημα. Αν από εκεί και πέρα εσύ ως άνθρωπος και ως πολίτης θες να το πας παραπέρα, το πας. Και το «Εγώ, Καπετάνιος» σε έχει εξοπλίσει, έχοντας δώσει πρόσωπο σε πρόσωπα, έχοντας δώσει πρόσωπο στο ταξίδι, ένα ταξίδι που όλοι ξέρουμε ότι κάθε άλλο παρά τελειώνει ακόμα και για τους τυχερούς που θα καταφέρουν να φτάσουν ως τον προορισμό τους. 

 

 

Το «Εγώ, Καπετάνιος» ήταν μέσα σε μία από τις καλύτερες πεντάδες υποψήφιων για όσκαρ διεθνών ταινιών των πολλών τελευταίων χρόνων, δίπλα στη νικήτρια τελικά «Ζώνη Ενδιαφέροντος», τις «Υπέροχες Μέρες», την «Kοινωνία του Χιονιού», το «Στο Γραφείο Καθηγητών». Κι όλα αυτά, ενώ θα ήταν σίγουρα υποψήφια και η «Ανατομία μιας Πτώσης», αν η Γαλλία δεν είχε επιλέξει να προτείνει το επίσης εξαίσιο «Στη Φωτιά». Τη φετινή σεζόν οι αίθουσες γέμισαν σημαντικές ταινίες, στα σόσιαλ ο κόσμος μιλά για αυτές, ενθουσιάζεται για αυτές ή ενίοτε διαφωνεί με τον ενθουσιασμό, το «Εγώ, Καπετάνιος» αποτελεί σαφώς μια ακόμα πάρα πολύ δυνατή κινηματογραφική εμπειρία. Δυστυχώς, για πάρα πολλούς ανθρώπους, όσα δείχνει δεν είναι εμπειρία κινηματογραφική, ήταν εμπειρία ζωής. Και ενίοτε και θανάτου.

Δεν ξέρω ποια θα μπορούσε να είναι μια συνολική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, ώστε οι άνθρωποι να μην ρισκάρουν τη ζωή τους κορώνα – γράμματα. Στις διάφορες Συνόδους οι ηγέτες της Ευρώπης προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα προσφέροντας πακτωλούς χρημάτων, προχθές στην Αίγυπτο, πριν οκτώ χρόνια στην Τουρκία. Οτιδήποτε για να κρατάνε τους Σεϊντού και τους Μούσα μακριά από μας. Εκείνοι όμως θα ταξιδεύουν με τεράστιο κίνδυνο της ζωής τους, Ακόμα όμως κι αν δεν ξέρω ποια θα μπορούσε να είναι μια συνολική αντιμετώπιση, ξέρω το εξής. Τουλάχιστον να μην τους πνίγουμε στην Πύλο, τουλάχιστον να ντρεπόμαστε πριν μιλήσουμε για έπη του Έβρου. Τουλάχιστον ίσως αυτό.

 

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.