«Η Κοινωνία του Χιονιού» του Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα: Να δούμε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί

Ο θάνατός σου, η τροφή μου

Στις 13 Οκτωβρίου του 1972 ένα τσάρτερ έπεσε από λάθος του πιλότου στις χιονισμένες Άνδεις. Το αεροπλάνο μετέφερε στο Σαντιάγο της Χιλής μια ερασιτεχνική ομάδα ράγκμπι από το Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, ονόματι Old Christians, προκειμένου να παίξει φιλικό αγώνα με την ομάδα Old Boys. Μάλλον λιγότερο καθαρά αθλητικό ιβέντ και περισσότερο ένα είδος αθλητικού τουρισμού για πλούσιους. Στο αεροπλάνο βρίσκονταν σαράντα πέντε συνολικά άτομα, σαράντα επιβάτες (οι παίκτες, συγγενείς και φίλοι τους) και πέντε από το προσωπικό.

Μολονότι το τι συνέβη μετά την πτώση είναι πολύ γνωστό και αποκλήθηκε από άλλους «Η Τραγωδία των Άνδεων» και από άλλους «Το Θαύμα των Άνδεων», αν θέλετε να δείτε την «Κοινωνία του Χιονιού» (που προβάλλεται αποκλειστικά στο Νetflix) χωρίς να γνωρίζετε τίποτα άλλο, προκειμένου να διαπιστώσετε μόνοι σας γιατί το ίδιο γεγονός αποκαλείται ταυτόχρονα τραγωδία και θαύμα, ίσως είναι καλύτερα να σταματήσετε εδώ την ανάγνωση και να επανέλθετε μετά. Από την άλλη, αν δεν έχετε ιδέα τι συνέβη τότε, ίσως και να μην μπείτε στον πειρασμό να το δείτε. Εν πάση περιπτώσει αποφασίζετε και συνεχίζετε την ανάγνωση, τώρα, ή μετά, ή ποτέ, δεν θα πεθάνουμε κιόλας.

 

 

Τι συμβαίνει όμως όταν όντως πεθαίνεις, το πτώμα σου βρίσκεται εκεί γύρω καλοδιατηρημένο στο χιονάκι του και οι επιζώντες δίπλα σου μετά από μερικές μέρες δεν έχουν απολύτως τίποτα να φάνε; Τι να κάνουν; Να πεθάνουν κι εκείνοι της πείνας; Ή να αρχίσουν να σε τρώνε, αντιμετωπίζοντας σε ως κρέας και τροφή και μέσο επιβίωσής τους, εσένα που μέχρι τώρα ήσουν γνωστός τους, ή φίλος τους αγαπημένος, ή συγγενής; Πώς γίνεται το συγκεκριμένο βήμα; Πώς γίνεται η συγκεκριμένη μετατροπή στο κεφάλι των επιζώντων; Πόσο αυτόματα, πόσο αυτονόητα, πόσο βασανισμένα; Σε τι μετατρέπει τα πτώματα; Σε τι τους ζωντανούς; Τι είδους ιστορία είναι αυτή; Του θριάμβου του ενστίκτου επιβίωσης; Του θριάμβου της επιθυμίας για ζωή; Ή μήπως της μετατροπής της ζωής σε ένα ανοσιούργημα;

Αλλά με ποια κριτήρια; Είναι το ίδιο να τρως κάποιον που έχει ήδη πεθάνει και το να τρως κάποιον που σκοτώνεις επί τούτου; Φυσικά και όχι. Αλλά αν το ύστατο κριτήριο είναι η επιβίωσή σου όταν δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή, τότε πού ακριβώς μπαίνει η ηθική κόκκινη γραμμή; Και ποιος τελικά τη βάζει; Κάποιος με γεμάτο στομάχι; Ή αντίθετα η ηθική θα έπρεπε να δοκιμάζεται όταν το στομάχι είναι άδειο; Αλλά κι όλα αυτά μήπως είναι απλά λέξεις και θεωρίες και αξίες που δεν μπορούν να σε ταΐσουν και θα ξεπεραστούν σαν να μην υπάρχουν όταν έχεις ανάγκη να ταϊστείς;  

 

 

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες απαγορευμένων πράξεων. Στην πρώτη, είτε πρόκειται για ηθικές απαγορεύσεις, είτε και για νομικές, το ενδεχόμενο πάντως να προβούμε στις συγκεκριμένες πράξεις είναι παρόν, είναι εντός της γκάμας των πιθανοτήτων, είναι κάτι που κάποιοι άλλοι γύρω μας κάνουν. Είμαστε εμείς ενώπιον των απαγορεύσεων: μπορεί να πειθαρχούμε, είτε επειδή αυτό μας φαίνεται σωστό, είτε επειδή φοβόμαστε ότι θα κληθούμε να πληρώσουμε τις συνέπειες των πράξεων μας, μπορεί και να μην πειθαρχούμε και να αναλαμβάνουμε τους σχετικούς κινδύνους. 

Στη δεύτερη κατηγορία όμως, ανήκουν όλα εκείνα που ίσως δεν μπαίνουν καν στο μυαλό μας ως απαγορευμένα, που μας είναι περίπου αδιανόητα, που αποτελούν ταμπού, που είναι καταχωνιασμένα σε συρτάρια του μυαλού μας, κλειδαμπαρωμένα με πεταμένα τα κλειδιά. Δεν βρισκόμαστε ενώπιον της απαγόρευσης, δεν καταπιέζουμε κάποια επιθυμία μας να φάμε τον άλλο, αν η συγκεκριμένη επιθυμία υπήρχε ποτέ στις καταβολές της ανθρωπότητας έχει εξαφανιστεί. Ή εν πάση περιπτώσει, ένα πρώτο λινκ να πατήσει κανείς, τα πράγματα μπορεί να αρχίσουν να μοιάζουν κάπως πιο σχετικά, ωστόσο το γεγονός παραμένει πως στην εποχή που ζούμε και στον πολιτισμό στον οποίο ζούμε, το να τραφεί άνθρωπος από κρέας άλλου ανθρώπου δεν είναι μόνο εκτός συζήτησης, είναι εκτός σκέψης, εκτός της δυνατότητάς μας να το συλλάβουμε χωρίς να ανακατευτούμε. Τόσο πολύ απαγορεύεται.  

Εμφανίζονται άραγε κάποια υποκατάστατα της συγκεκριμένης επιθυμίας και άρα και της συγκεκριμένης απαγόρευσης; Ίσως  εκεί που η ανθρώπινη σάρκα γίνεται λιμπιστή, στο σεξ ας πούμε, ή, σε εντελώς άλλο κόντεξτ, μπορεί να γεμίζεις φιλιά το μικρό παιδί σου και να λες «Μου ΄ρχεται να σε φάω». Ωστόσο δεν μπορείς να τραβήξεις την αναλογία πέρα από ένα όριο, μετά το οποίο θα άλλαζε ριζικά χαρακτήρα. Αντίθετα, έχει επικρατήσει -ή μήπως επιβιώσει;- μια  μεταφορική διάσταση της λέξης, που έχει την αντίθετη, τη μη αγαπησιάρικη έννοια: «Τρωγόμαστε μεταξύ μας», «Με φάγανε», «Τον έφαγα» κλπ. 

 

 

Αλληλοφαγωνόμαστε μεταφορικά μεν, αλλά κάπως πολύ πιο κοντά στο πνεύμα του ατυχήματος των Άνδεων: επειδή είναι απαραίτητο -ή νομίζουμε ότι είναι απαραίτητο- για να επιβιώσουμε. Κι επειδή εντός του όρου επιβίωση χωρούν τα πάντα, πολύ συχνά όλα αυτά είναι ένα άλλοθι για το μεγάλο παιχνίδι της κυριαρχίας και της επιβολής. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι ένα μείγμα από τη μια συνεργασίας και συνύπαρξης και από την άλλη αλληλοφαγώματος. Κάποια οικονομικά και ιδεολογικά συστήματα πριμοδοτούν το ένα σκέλος, κάποια άλλα το άλλο, κάποια εκατέρωθεν ακραία όρια όμως παραμένουν σε όλες τις περιπτώσεις.

Όσο υπάρχει φαγητό για το στομάχι, ένα μέρος να ζεσταθείς, κάπου να ακουμπήσεις το κεφάλι σου, όσο υπάρχουν αυτά, μπορούν να υπάρχουν βέβαιες για τον εαυτό τους και οι αξίες σου. Ας επαναλάβουμε το μεγάλο κλισέ ότι αν για τον οποιονδήποτε λόγο οι υλικές συνθήκες φύγουν κάτω από τα πόδια μας, σε ελάχιστο χρόνο θα δούμε και τις αξίες μας να φεύγουν με τη σειρά τους. Ναι, όποια ακλόνητη βεβαιότητα έχουμε για τις αξίες μας μπορεί να πάει κουβά μόλις σκουρύνουν τα πράγματα. Αυτό βέβαια δεν μας καθιστά υποκριτές επειδή κατά βάθος είμαστε όντα που δεν θα διστάζαμε σε τίποτα προκειμένου να συνεχίσουμε να ζούμε. Μάλλον αντίστροφα πρέπει να το δούμε: ότι είμαστε όντα που έχουμε πολιτισμικά ξεφύγει τόσο από την πιο βάρβαρη πλευρά της φύσης μας, ώστε να έχουμε εσωτερικεύσει τόσο πολύ ορισμένες αξίες, με αποτέλεσμα να μας φαίνονται αδιανόητες πράξεις που καθόλου αδιανόητες δεν μας είναι εκ φύσεως.  

 

 

«Η Κοινωνία του Χιονιού», που ξεκίνησε πριν λίγες μέρες να προβάλλεται στο Netflix, είναι η επίσημη πρόταση της Ισπανίας για το διεθνές όσκαρ, έχοντας μάλιστα προεπιλεγεί, από τις ογδόντα οκτώ χώρες που υπέβαλαν προτάσεις, στο shortlist των δεκαπέντε ταινιών, εκ των οποίων οι πέντε τελικά θα είναι οι υποψήφιες. Κι όχι μόνο αυτό, έχει ήδη μπει shortlist στην κατηγορία της μουσικής (Μάικλ Τζιαγκίνο), των οπτικών εφέ, αλλά και του μακιγιάζ, στο οποίο έχει γίνει μια καταπληκτική δουλειά, αποτυπώνοντας το πώς μεταμορφώνονται σταδιακά οι επιζώντες λόγω των κακουχιών και της έλλειψης τροφής. Ειδικά στη συγκεκριμένη κατηγορία η αντιδιαστολή με το γυρισμένο το 1993 “Alive” του Φρανκ Μάρσαλ, που αφορά την ίδια αληθινή ιστορία είναι εντυπωσιακή. Το “Alive” (σε σενάριο του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ του “Doubt”)  μπορεί να ξεκινούσε με έναν ενδιαφέροντα μονόλογο του Τζον Μάλκοβιτς, αλλά από άποψη πειστικότητας, αυθεντικότητας, ύφους, εικαστικότητας, μοιάζει με φτωχός συγγενής σε σύγκριση με την ταινία του Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα, ο οποίος έχει αποδείξει, από το «Ορφανοτροφείο» του 2007 ως το “Τhe Impossible” του 2012, ότι την ατμόσφαιρα και την ένταση τις παίζει στα δάχτυλα.  

 

 

Συνολικά μιλώντας, η «Κοινωνία του Χιονιού» έχει και τη θεματολογία και τη ματιά επάνω της, ώστε να αποτελέσει ένα έργο που δεν θα το ξεχάσεις την επόμενη ημέρα που το είδες, αλλά που αντίθετα μπορεί να βρει μια θέση στη μνήμη σου. Ενώ όμως το πετυχαίνει αυτό, κατά τη γνώμη μου δεν καταφέρνει να ξεπεράσει ένα όριο και να μετατραπεί σε μια πολύ σημαντικότερη ταινία, πέφτοντας θύμα του ίδιου του ταμπού που διαπραγματεύεται. Είναι δηλαδή σαν το ίδιο το ταμπού να την εμποδίζει να γίνει πιο επιδραστική. Κάπου φοβάται και η ίδια να πάει στην καρδιά του σκότους, του όχι ηθικού σκότους, του πραγματολογικού, του ρεαλιστικού, του σκότους της αναπαράστασης. Κάπου φοβάται και η ίδια να αντικρίσει κατάματα και εν συνεχεία να απεικονίσει αυτό που συνέβη. Από την άλλη, εννοείται ότι μπορεί να πει κανείς πως είναι προς τιμήν της που δεν το κάνει και δεν ενδίδει στον πειρασμό, ότι η αντίθετη επιλογή θα ήταν αβανταδόρικη καπηλεία. Ναι, αλλά το μεγαλύτερο στοίχημα εδώ θα έπρεπε να είναι ακριβώς το να βρεις έναν κινηματογραφικό τρόπο να μεταφέρεις στην (δυστυχώς όχι αρκετά μεγάλη, Netflix και όχι κινηματογραφικής αίθουσας ένεκα) οθόνη αυτό το σκοτάδι και όχι να το αποφύγεις.   

Παρότι υπάρχουν λοιπόν ήδη δύο μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές, το τραγικό θαύμα των Άνδεων σου δίνει την αίσθηση ότι υπάρχει μελλοντικό περιθώριο για κάτι ακόμα συνταρακτικότερο κινηματογραφικά. Ή μπορεί και να κάνω λάθος, ίσως το πιο συνταρακτικό κρύβεται σε ό,τι δεν μπορεί να απεικονιστεί, σε όσα έχεις στο μυαλό σου περιμένοντας να δεις τη «Κοινωνία του Χιονιού», ή σε έναν τόσο σύντομο διάλογο όσο αυτόν στη «Λάμψη», όταν η οικογένεια Τόρανς πηγαίνει οδικώς να ξεχειμωνιάσει στο ξενοδοχείο Οverlook: 

“They got snowbound one winter in the mountains. They had to resort to cannibalism in order to stay alive”. “You mean they ate each other up?” “They had to, in order to survive”. “Jack…” “Don’t worry, Mom. I know all about cannibalism. I saw it on TV”. “See, it’s okay. He saw it on the television”.

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.