«Υπέροχες μέρες» του Βιμ Βέντερς: Μέρες όμορφες, χαίρομαι που είμαι εδώ

Η Μπαλάντα του Χιραγιάμα

Καθώς οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη, στην κυκλικότητα, στην επαναληψιμότητα αλλά ταυτόχρονα και στην πορεία προς τα εμπρός του χρόνου, θα βλέπουμε τον Χιραγιάμα να ξυπνάει ξανά και ξανά, το ένα μετά το άλλο πρωινό, δεν θα ακούσουμε όμως ούτε μια φορά ξυπνητήρι. Οι μέρες του Χιραγιάμα δεν ξεκινούν απότομα, ο ύπνος του δεν διακόπτεται βίαια. Ξυπνάει πάντα μόνος του και πάντα σε ηρεμία. Ή ίσως ξυπνητήρι του είναι ο ήχος της αχυρένιας σκούπας που σκουπίζει τα ξερά φύλλα στο δρόμο. Ένας ήχος απαλός, επαναλαμβανόμενος και ρυθμικός κι αυτός, ήρεμος κι αυτός, εναρμονισμένος με τη ροή του κόσμου, φυσικός. Η γυναίκα που σκουπίζει στον δρόμο φοράει ακόμα μάσκα, αλλά γενικά οι μάσκες του κόβιντ έχουν πια φύγει, η μη φυσική συνθήκη του εγκλεισμού έχει φύγει. Οι άνθρωποι έχουν επιστρέψει στη ζωή τους και τις πόλεις τους. 

Κάθε πρωί ο Χιραγιάμα θα διπλώσει τακτικά το στρώμα του, θα πλύνει τα δόντια του και το πρόσωπό του, θα κόψει δυο τριχούλες απ’ το μουστάκι του, όχι τόσο γιατί κάθε μέρα εξέχουν δυο τριχούλες αλλά μάλλον γιατί αποτελεί ένα ακόμα τμήμα της τελετουργίας του, θα ποτίσει λίγο τα φυτά στις μικρές του γλάστρες, θα φορέσει τη στολή του που λέει Tokyo Toilets, θα μαζέψει τα κλειδιά του και τα κέρματά του κι όταν βγει απ’ την εξώπορτά του, θα σηκώσει το κεφάλι του στον ουρανό με μια έκφραση ευγνωμοσύνης για αυτό που αντικρίζει,  αναγνωρίζοντας ότι κάτι έχουμε εδώ, κάτι έχει συμβεί στον ορίζοντα, μια καινούργια μέρα έχει μόλις ξημερώσει. 

 

 

Ύστερα θα πάρει τον καφέ του απ’ το υπαίθριο αυτόματο μηχάνημα, θα βάλει μπρος το αυτοκίνητό του, θα επιλέξει ποιο τραγούδι από τις παλιές του κασέτες θα βάλει στο κασετόφωνο, όλα κλασικά ροκ τραγούδια και μπαλάντες της δεκαετίας του εβδομήντα και του εξήντα, τα τραγούδια αυτά είναι μαζί με τους φυσικούς ήχους το μόνο σάουντρακ της ταινίας, δεν χρειάζεται μουσική για να σχολιάζει τις κινήσεις του και τη ρουτίνα του, ακούμε μόνο ό,τι ακούει κι όχι κάτι που δεν ακούει κι ο ίδιος, οι ήχοι που ακούει στο σπίτι και την πόλη και η σιωπή που τον περιβάλλει είναι τμήματα της καθημερινότητάς του, τμήματα του ζεν του. 

Καλωσήρθατε στις υπέροχες μέρες του κυρίου Χιραγιάμα. Θα τον ακολουθήσουμε στη δουλειά, θα τον παρακολουθήσουμε να καθαρίζει σχολαστικά δημόσιες τουαλέτες, θα μάθουμε για τα καλά τη ρουτίνα του τις καθημερινές και τις αργίες, ρουτίνα που θα διακόψουν μόνο λίγα εμβόλιμα επεισόδια. Αν σας ακούγεται βαρετό, μην κάνετε τον κόπο να δείτε τις «Υπέροχες Μέρες», αλλά φοβάμαι ότι εσείς θα έχετε χάσει. Γιατί μπορείτε να το σκεφτείτε και αντίστροφα: αν έχει κάνει τόση αίσθηση μια ταινία που δείχνει έναν μεσήλικα Ιάπωνα να καθαρίζει τουαλέτες και να ζει σιωπηλός και μόνος, το πιθανότερο είναι ότι κάτι αληθινά σημαντικό έχει αποτυπωθεί εδώ.

Πήγα να πω ποιος δεν έχει ακούσει το “Perfect Day” του Λου Ριντ (το οποίο ακούγεται στην ταινία και είναι και η έμπνευση για τον τίτλο της), αλλά μετά σκέφτομαι ότι, όπως οι ίδιες οι «Υπέροχες Μέρες» δείχνουν, ίσως πολύς νέος κόσμος. Εν πάση περιπτώσει, όποιος το έχει ακούσει ξέρει ότι τα βασικά συστατικά μιας τέλειας μέρας, μιας υπέροχης μέρας (ή έστω μιας μέρας όμορφης, κατά την απόδοση του Διονύση Σαββόπουλου) είναι δύο: αφενός δεν πρόκειται για μέρα εργασίας, αλλά για μέρα μόνο ελεύθερου χρόνου, αφετέρου -και ακόμα περισσότερο- αυτός που την περνάει δεν την περνάει μόνος του. “I am glad I spent it with you”. «Χάρηκα που ήσουν εδώ». “You just keep me hanging on”. «Mε βοηθάς να κρατηθώ». Εδώ λοιπόν ο Βιμ Βέντερς μας προσφέρει μια διπλή ανατροπή σε αυτό που λέει το τραγούδι, αλλά και σε αυτό που έχουμε γενικά στο μυαλό μας ως ιδεατό: ο Χιραγιάμα περνά τις υπέροχες ημέρες του, όχι μόνο δουλεύοντας -και μάλιστα κάνοντας τη λιγότερο ελκυστική δουλειά του κόσμου-, αλλά και με ποιον τις περνά; Με τον εαυτό του. Ποιος τον βοηθά να κρατηθεί; Ο εαυτός του. 

Κάπως προβληματικό, κάπως αξιολύπητο; Όχι. Και όχι. Πολύ μεγάλα όχι. Όταν έχεις έναν εαυτό συγκροτημένο και ταυτόχρονα έναν εαυτό που έχει καταφέρει να συνδεθεί με το νόημα της ζωής, τότε ο τρόπος που περνάς τις ώρες και τις μέρες σου μπορεί να είναι στον αντίποδα της προβληματικότητας και να καθίσταται αξιοζήλευτος. Ο Χιραγιάμα είναι πολύ πιο κοντά σε έναν μοναχό παρά σε έναν άνθρωπο μόνο. Η όλη στάση ζωής του αποπνέει μια πνευματικότητα που τον γεμίζει με γαλήνη. Πνευματικότητα ως το σημείο της ασκητικότητας; Αν το ασκητικό συνδέεται με στερήσεις και θυσίες, όχι. Ο Χιραγιάμα δεν μοιάζει να διεξάγει έναν εσωτερικό αγώνα προκειμένου να φτάσει κάπου, μοιάζει να έχει ήδη φτάσει κάπου, κάπου όπου οι αγώνες και οι αγωνίες βρίσκονται πίσω του.   

 

 

Ούτως ή άλλως, το θέμα δεν είναι να παινέσουμε τη μοναχικότητα ή να την αναδείξουμε ως αυτοτελή αξία, το θέμα δεν είναι να πούμε ότι το να ζεις μόνος είναι προτιμότερο από το να σου σκοτίζουν τον έρωτα ή να σε εκθέτουν σε κινδύνους να πληγωθείς οι στενές ανθρώπινες σχέσεις. Δεν είναι αυτό το δίπολο που αναδεικνύει ο Βέντερς. Τίποτα άλλωστε στον Χιραγιάμα δεν μας λέει ότι δεν θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο πλήρης αν είχε ένα ταίρι ή λίγους καλούς φίλους. Ότι δεν μοιάζει να ψάχνει για ταίρι ή για περισσότερες κοινωνικές επαφές και ότι δεν μοιάζει να βασανίζεται από την έλλειψή τους, αυτό ναι ισχύει και είναι μάλλον και θεμελιώδες τμήμα του ζεν του, αλλά δεν είναι και καθόλου το ίδιο πράγμα.

Αν λοιπόν υπάρχει στις «Υπέροχες Μέρες» ένα δίπολο είναι άλλο: αυτό ανάμεσα στην αναγνώριση του δώρου της ζωής από τη μια και στο να ζεις μίζερα, κατααγχωμένα ή ανικανοποίητα, κυνηγώντας διαρκώς τη σκιά σου από την άλλη. Και αν υπάρχει μια κεντρική ιδέα είναι ότι μπορείς να ζεις καλά και χαρούμενος, σε αρμονία με τον κόσμο γύρω σου και μέσα σου, ακόμα και αν κάποιος που ακούει για σένα, μαθαίνοντας ότι είσαι ένας τύπος που καθαρίζει τουαλέτες και ζει ολομόναχος σε φτωχική γειτονιά, ενστικτωδώς θα σε σκεφτόταν ως κακότυχο λούζερ. 

  

 

Το κρίσιμο λοιπόν δεν είναι η μοναχικότητα αυτή καθαυτή ή ο λιτός βίος αυτός καθαυτός, αλλά η ομορφιά της ζωής και ακόμα περισσότερο η ομορφιά της καθημερινότητας. Ακόμα κι αν κάθε μέρα η δουλειά σου είναι να καθαρίζεις σκατά. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, ως προς τις συνθήκες εργασίας του Χιραγιάμα, ας μην πάει το μυαλό σε κάτι σαν τη «χειρότερη τουαλέτα της Σκωτίας» του “Trainspotting”. Μάλλον έχουμε να κάνουμε με τις πιο καθαρές τουαλέτες της Ιαπωνίας και του κόσμου όλου, στεγασμένες μάλιστα σε κτίρια – αρχιτεκτονικά κοσμήματα.

Και αν έχω μια ένσταση με την ταινία, είναι ότι δείχνει το περιβάλλον εργασίας του ήρωά της υπερβολικά απαστράπτον, το οποίο νοθεύει ίσως σε ένα βαθμό όλο αυτό που επιχειρεί να μεταδώσει ως φιλοσοφία. Να μυρίσουμε το περιβάλλον δεν θα μπορούσαμε (αν και ο Τζον Γουότερς με το Odorama του θα διαφωνούσε) και σίγουρα θα ήταν ό,τι πιο αντιαισθητικό, να δούμε όμως και τίποτα αηδιαστικό θα μπορούσαμε, που και πάλι φουλ αντιαισθητικό θα ήταν, αλλά θα έκανε τη στάση ζωής του Χιραγιάμα πιο αληθινή, πιο δοκιμασμένη σε υπαρκτές συνθήκες. Δεν χάλασε ο κόσμος όμως, το προσπερνάμε, ο Χιραγιάμα θα μπορούσε να κάνει και μια οποιαδήποτε άλλη όχι μεγαλεπήβολη δουλειά και να είχαμε λίγο πολύ την ίδια ταινία. 

 

 

Το πάρα πολύ βασικό είναι ότι έχουμε έναν άνθρωπο που μπορεί και είναι καλά με τα ελάχιστα, αν όμως υποτεθεί ότι είναι ελάχιστο να ζεις, να είσαι υγιής, να ζεις σε μια πόλη που δεν βομβαρδίζεται γιατί έχουμε ειρήνη και όχι πόλεμο, να ζεις σε μια πόλη στην οποία επιτρέπεται να βγαίνεις ελεύθερα, να κυκλοφορείς ελεύθερα και να αναπνέεις ελεύθερα γιατί δεν έχουμε πανδημίες και λοκντάουν. Αν συντρέχουν όλα αυτά, κι αν π.χ. δεν έχεις πάρει μια μέρα το τρένο να πας από την πρωτεύουσα της χώρας σου στη συμπρωτεύουσα και ξαφνικά όλα να τελειώνουν, υπάρχει ένα δώρο, η ζωή είναι δώρο, μπορείς να απολαμβάνεις την κάθε μέρα με τα βιβλία σου, με τις κασέτες σου, με τις φωτογραφίες σου, με τα φυτά σου, με το βλέμμα σου στον ουρανό και το παιχνίδισμα των φύλλων με το φως, με την καθημερινότητά σου, με την πόλη σου. Όταν πηγαίνουμε τουρίστες σε άλλες πόλεις, το βλέμμα μας απελευθερώνεται, τις κοιτάμε αχόρταγα, τις κοιτάμε εκστατικά, ο Χιραγιάμα δεν χρειάζεται να πάει τουρίστας, ξέρει ότι η ομορφιά είναι εδώ ακριβώς που είμαστε, αρκεί να μπορούμε να τη δούμε.

Στο “Τokyo-Ga”, το ντοκιμαντέρ των μέσων της δεκαετίας του ’80 για τον Γιασουχίρο Όζου, ο Βέντερς λέει ότι πηγαίνοντας στο Τόκιο και τραβώντας διαρκώς με την κάμερά του, ήταν σαν η κάμερα να υποκαθιστούσε τις αναμνήσεις του, ήταν σαν να έβλεπε εκείνη και όχι ο ίδιος. Η επιστροφή του στο Τόκιο μας επιτρέπει να περιδιαβούμε ένα πολύ μικρό κομμάτι της πόλης και κυρίως να δούμε ένα πολύ μικρό κομμάτι της, όχι ως κινηματογραφικό αξιοθέατο και ντεκόρ, αλλά ως τόπο βιωμένο, ως τόπο που στεγάζει καθημερινότητα και ζωή. Οι πόλεις είναι ευλογία γιατί είναι ζωή, η καθημερινότητα είναι ευλογία γιατί είναι ζωή, το σινεμά είναι ευλογία γιατί είναι μαζί ζωή και όνειρο.  

 

 

Τι μας κάνει να μην είμαστε καλά, τι μας τρώει διαρκώς; ΟΚ, ένα εκατομμύριο διαφορετικά πράγματα, ένα εκατομμύριο διαφορετικά προβλήματα, δεν λέει κανείς πως αρκεί να το αποφασίσεις και θα είσαι καλά. Ψέματα: διόλου απίθανο να το λένε τα άπειρα βιβλία, σεμινάρια και γκουρού αυτοβοήθειας. Ο Χιραγιάμα δεν θα σου πει τίποτα τέτοιο. Αλλά ανάμεσα στους περαστικούς που παρατηρεί είναι ένας άνθρωπος που αγκαλιάζει δέντρα, ένας άνθρωπος που ζει ενδεχομένως στον δρόμο, ένας άνθρωπος που είναι ξεκάθαρα φευγάτος. Κάποια στιγμή θα τον δει σε έναν πολυσύχναστο δρόμο να παραμιλάει σαν χαμένος, με όλους τους υπόλοιπους γύρω του, τους κανονικούς, να τρέχουν κάτι να προλάβουν. Ποιος είναι ο τρελός, αυτός που παραμιλάει ή οι υπόλοιποι που τρέχουν και δεν φτάνουν; Και ξανά: προφανώς κάτι έχεις να προλάβεις, προφανώς το τρέξιμο και το άγχος έχουν αιτίες ύπαρξης, προφανώς δεν είναι όλα στο μυαλό και στην κοσμοθεωρία, προφανώς οι άνθρωποι έχουν αντικειμενικές ανάγκες που τους ταλαιπωρούν και τους στρεσάρουν. Αλλά το να ζητάς διαρκώς κάτι, το να ψάχνεις να βρεις την πλήρωση κάπου έξω από τα πιο απλά συστατικά της ζωής, το να μη σταματάς να απολαύσεις τη ζωή για αυτό που είναι, ναι, ίσως και να μην είναι ο σωστός δρόμος. Να μπορείς να είσαι καλά και με τα ελάχιστα, χωρίς φυσικά αυτό να μεταφράζεται σε σφάξε με πασά μου να αγιάσω ή ως νουθεσία να μη διεκδικείς περισσότερα και να αρκείσαι σε ό,τι σου παραχωρούν. Άλλωστε, όταν προκύπτει η ανάγκη και μεταβάλλονται οι συνθήκες εργασίας του, ο Χιραγιάμα αμέσως θα διαμαρτυρηθεί και θα αντιδράσει.

 

 

Και μια βασική επίσης παράμετρος για να αξιολογήσουμε πιο πλήρως τον Χιραγιάμα, είναι ότι τον γνωρίζουμε σε μια φάση της ζωής του. Το μόνο που καταφέρνουμε να μάθουμε είναι ότι δεν ζούσε πάντα έτσι, παλιότερα έκανε κάτι άλλο, μάλλον με πολύ μεγαλύτερο κύρος. Και ότι οι δραματικές ιστορίες του ανήκουν στο παρελθόν. Οι «Υπέροχες Μέρες» δεν διηγούνται μια ιστορία, οι ιστορίες που ενδιαφέρουν κανονικά το σινεμά βρίσκονται στο παρελθόν του ήρωά τους. Τον οποίο συναντάμε σε ένα επόμενο στάδιο. Στο στάδιο που οι ιστορίες έχουν δώσει τη θέση τους σε μια γενική κατάφαση στη ζωή. Ακόμα περισσότερο από το παρελθόν του, δεν ξέρουμε τι θα κάνει στο μέλλον του, οι «Υπέροχες Μέρες» δεν υπαινίσσονται ντε και καλά ότι θα ζει έτσι ως το τέλος. Αλλά ότι τώρα έχει βρει τον τρόπο να ζει καλά. Ό,τι κι αν κουβαλάει πίσω του κι όσο ζόρικο κι αν ήταν. 

Σε μια σκηνή σε διπλανά παγκάκια με μια κοπέλα, εκείνος έχει στραμμένη τη φωτογραφική του μηχανή προς τον ήλιο, εκείνη έχει στραμμένη στον ήλιο στο ίδιο ύψος με εκείνον το κινητό της. Εκείνος προσπαθεί να φωτογραφίσει, το komorebi, το λαμπύρισμα των φύλλων έτσι όπως τα κουνά ο αέρας σε ένα συνδυασμό φωτός και σκιάς. Το komorebi συμβαίνει τώρα, μόνο αυτή τη στιγμή. O Xιραγιάμα φωτογραφίζοντάς το ξανά και ξανά, κάθε σχεδόν μέρα, δεν φωτογραφίζει το ίδιο πράγμα, φωτογραφίζει κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Η κοπέλα πάλι δεν είμαστε σίγουροι, αλλά το μυαλό πάει περισσότερο στη σέλφι. Ή τον εαυτό της θα κοιτάει ή την οθόνη, πάντως όχι τα φύλλα, πάντως όχι τον ουρανό, πάντως όχι το φως που φωτίζει τα φύλλα που τρεμοπαίζουν στον άνεμο. Προς Θεού, ο Βέντερς δεν θέλει να σταθεί σε κάποιο χάσμα γενεών και ακόμα και όταν επιμένει στον αναλογικό κόσμο στον οποίο είναι κολλημένος ο Χιραγιάμα, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος διδακτισμός ή νοσταλγία για κάποιον δήθεν αυθεντικότερο τρόπο ζωής. Δεν είναι αυτό το θέμα, δεν είναι άλλωστε κανόνας ο τρόπος που ζει ο Χιραγιάμα, εξαίρεση είναι, άλλο αν είναι μια εξαίρεση πιο κοντά σε ιαπωνικές παραδόσεις. Όλοι από κάπου καταγόμαστε, δεν φυτρώσαμε στο πουθενά.

 

 

Υποψήφιες για όσκαρ διεθνούς ταινίας οι «Υπέροχες Μέρες», το πιθανότερο είναι να το χάσουν από τη «Ζώνη Ενδιαφέροντος», και σκέφτεσαι ότι αν η ταινία του Γκλέιζερ μιλούσε και για την κοινοτοπία του κακού, εδώ έχουμε να κάνουμε όχι με την κοινοτοπία του καλού, αλλά με την ανάδειξη του καλού και του ωραίου μέσα στην κοινοτοπία της καθημερινότητας και παρά την κοινοτοπία της καθημερινότητας. Ο Βέντερς βρίσκει μετά από πάρα πολλά χρόνια μια μεγάλη στιγμή στη μυθοπλασία, ο Κότζι Γιακούσο που κέρδισε στις Κάννες το βραβείο ανδρικής ερμηνείας ενσαρκώνει εντελώς συγκινητικά τον Χιραγιάμα, για τον οποίο δεν θα μάθουμε τι του έχει συμβεί στο παρελθόν, αλλά όταν σου συμβεί κάτι τραυματικό στο παρελθόν, μπορεί να θες να εξαφανιστείς κάπου χωρίς γλώσσα και οδούς, μπορεί να θες να εξαφανιστείς από τον κόσμο και από τον εαυτό σου, όπως ο Τράβις στις ερήμους του «Παρίσι, Τέξας», ή μπορεί να βρίσκεις την απάντηση μέσα στην ομορφιά του κόσμου, μέσα σε αυτό που συγκροτεί τον εαυτό σου, μέσα στις πόλεις των ανθρώπων, ακόμα κι αν τριγυρνάς εντός τους επίσης κατά βάση σιωπηλός. Κι αν όλο αυτό συνδυάζεται ενίοτε και με κλάμα και με ξέσπασμα, ζωντανός ψυχικά άνθρωπος είναι εκείνος που χωράει όλα τα συναισθήματα, η ζωή δεν ήταν ποτέ πηγή μόνο γαλήνης, η οδύνη είναι η πίσω όψη της ευτυχίας, η ευτυχία η πίσω όψη της οδύνης.  

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.