«Dune: Mέρος Δεύτερο» του Ντενί Βιλνέβ: Πώς να μιλήσεις με λέξεις για εικόνες;

Η στιγμή της μετάβασης. Το πρώτo Dune ήταν ένα δώρο που είχαμε όλοι ανοίξει με δέος, το δεύτερο όσους αστερίσκους κι αν έβαλα, παραμένει δώρο

Φοβάμαι ότι στην περίπτωση κινηματογραφικών έργων όπως το «Dune: Mέρος Δεύτερο» πέφτουμε πάνω στον εξής τοίχο: όταν μια ταινία μιλάει τόσο πολύ με τις εικόνες της, όταν το αποτύπωμά της, η σφραγίδα της, η καρδιά της είναι ο εικαστικός κόσμος και η ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει, το να προσπαθείς μετά να μιλήσεις για εκείνην με λέξεις σε βγάζει σε ένα βαθμό εκτός θέματος. Πώς να μιλήσεις με λέξεις για εικόνες; Πώς να μιλήσεις δηλαδή με επάρκεια και με τρόπο αντάξιο και αντιπροσωπευτικό αυτού που σου μεταδίδουν; Είναι κάπως άλλο επίπεδο, κάπως άλλο πεδίο αναφοράς, κάπως άλλη γλώσσα. Είναι υπό μια έννοια σαν να έχουν έρθει τα πλάσματα του “Αrrival” και να προσπαθούμε να βρούμε διαύλους επικοινωνίας μέσω του γραπτού ή του προφορικού λόγου. Αν θες να συνδιαλλαγείς μαζί τους, μόνο μέσω της δικής τους γλώσσας μπορείς να το κάνεις. Το κατεξοχήν συντακτικό και η γραμματική σκηνοθετών σαν τον Ντενί Βιλνέβ είναι ό,τι γεμίζει το κάθε ένα κάδρο τους.

O Bιλνέβ σκέφτεται με εικόνες, κατασκευάζει εικόνες, γεννά ατμόσφαιρες, συνθέτει κόσμους, προκαλεί υποβολές, τα έργα του είναι μια αισθητική δίνη που σε πιάνει και σε στροβιλίζει. Δυσκολεύομαι να γράφω για τέτοιες ταινίες, δυσκολεύομαι ακόμα και όταν μου αρέσουν πολύ, για την ακρίβεια δυσκολεύομαι κυρίως όταν μου αρέσουν πολύ. Γιατί λίγο σε αχρηστεύουν ως συνομιλητή τους, λίγο σε βάζουν στην άκρη και σου λένε κοίτα, κοίτα και κοίτα, βυθίσου, θαύμασε, απόλαυσε. Και τις λέξεις άφησέ τες επιτέλους στην άκρη. Εδώ είναι σινεμά.

 

 

Eν προκειμένω όμως έχουμε να κάνουμε με ένα σινεμά, το οποίο έπρεπε να σηκώσει στην πλάτη του ένα μεγάλο βάρος, κερδίζοντας ένα μεγάλο στοίχημα της κινηματογραφικής ιστορίας: την κινηματογραφική μεταφορά του “Dune”. Κι ενώ είναι αναμφισβήτητα ένα στοίχημα καταρχάς κερδισμένο, προσωπική μου γνώμη όμως είναι ότι δεν πρόκειται όμως και για ένα στοίχημα ολοκληρωτικά κερδισμένο, προσωπική μου γνώμη είναι ότι με έναν τρόπο το βιβλίο, στο οποίο στηρίζεται έβαλε πάλι μια τρικλοποδιά. Τα λέω αυτά χωρίς να το έχω διαβάσει, γεγονός όμως που θεωρώ ότι δεν με καθιστά αναρμόδιο για μια τέτοια κρίση, αλλά αντίθετα ίσως πιο αρμόδιο, αφού μην έχοντας να συγκρίνω το μυθιστορηματικό υλικό με την κινηματογραφική του απόδοση, μην έχοντας να σκεφτώ και να συνυπολογίσω ζητήματα πιστότητας ή μη, έχω απέναντί μου μόνο την ταινία, μόνο τις δύο ως τώρα ταινίες.

Και επειδή εδώ δεν είχαμε να κάνουμε με μια ακόμα μεταφορά βιβλίου, αλλά με μεταφορά του συγκεκριμένου, ο Βιλνέβ δεν είχε στο μυαλό του μόνο πώς να παραδώσει τη δυνατότερη κινηματογραφική εμπειρία, αλλά με το ένα μάτι κοιτούσε μπροστά (προς τα δικά του Dune) και με το άλλο πίσω (προς τα Dune του συγγραφέα Φρανκ Χέρμπερτ): πώς θα αναμετρηθεί μαζί τους και θα καταφέρει να μην χαωθεί αλλά να τα τιθασεύσει, πώς θα πάρει τον χρόνο του απέναντι σε ένα τόσο πολύ πλούσιο υλικό, στο οποίο, ανεξαρτήτως του βαθμού στον οποίο θα το «σεβόταν», σε κάθε περίπτωση λογοδοτούσε, αποτελώντας ένα πεδίο αναφοράς που δεν τον ενέπνεε μόνο, αλλά εξίσου τον δέσμευε. 

Κι αν κάπου χάνεται το ολοκληρωτικά κερδισμένο στοίχημα, το οποίο θα έφερνε τα δύο Dune κοντά στη σφαίρα του αριστουργήματος, είναι ότι ο Βιλνέβ γονιμοποιεί τις περιγραφές του Χέρμπερτ για να μας παρουσιάσει κόσμους που σου κόβουν την ανάσα, αλλά όσα διαδραματίζονται εντός αυτών των κόσμων δεν κόβουν εξίσου την ανάσα. Οι κόσμοι αυτοί συχνά νιώθεις ότι φιλοξενούν κάποιους από τους ήρωες, παρά ότι είναι ο φυσικός χώρος εντός των οποίων ζουν την αληθινή ζωή τους, καθώς -όχι όλοι, αλλά κάποιοι τουλάχιστον- είναι περισσότερο μέρη της «όψης» και του γενικότερου αισθητικού συνόλου του Dune, παρά όντα με σάρκα και οστά.

 

 

Τι διαφορετικό θα μπορούσε να γίνει; Δεν ξέρω. Μπορεί να χρειάζονταν περισσότερες ώρες για να αναπτυχθούν πιο φυσικά οι ιστορίες. Ή, αντίθετα, μπορεί να μην ήταν τόσο απαραίτητο να δούμε πτυχές της πλοκής που είδαμε, ώστε στις συγκεκριμένες ώρες να είχαμε βρεθεί συναισθηματικά πιο κοντά στα διλήμματα και τα συναισθήματα των κυρίων ηρώων. Στο δεύτερο μέρος του Dune, υπάρχει μερικές φορές μια αίσθηση βεβιασμένου, οι μεταβάσεις από τη μια εξέλιξη στην επόμενη μοιάζουν ενίοτε με άλματα, οι ανάσες που παίρνει η ταινία και οι πρωταγωνιστές της δεν καταφέρνουν να βρουν ένα αρμονικό τέμπο.

Τα ανησυχητικά προμηνύματα έχουν έρθει από την αρχή. Πριν καν ξεκινήσουμε να βλέπουμε την πρώτη σκηνή, ακούμε να μας υπενθυμίζουν πόσο σημαντικό είναι το melange, το μπαχάρι – καύσιμο και ναρκωτικό, στο οποίο τόση έμφαση είχε δοθεί στην πρώτη ταινία, και το οποίο θα πάει σχεδόν εντελώς στην άκρη στη δεύτερη. Ύστερα θα δούμε τον Κρίστοφερ Γουόκεν και την Φλόρενς Πιου και αν δεν έχεις δει πολύ πρόσφατα το πρώτο μέρος ώστε να είσαι σίγουρος, προσπαθείς να θυμηθείς αν είχαν κάνει κάποια μικρή εμφάνιση εκεί και τους έχεις ξεχάσει.

Από την άλλη ο Βιλνέβ έχει προφανώς την όλη τριλογία στο μυαλό του σαν μια συνεχόμενη ιστορία, ξέρει ότι έτσι θα τη βλέπουν μελλοντικά, ξέρει κι ότι έτσι θα αποτιμηθεί τελικά το έργο του, και όσο και αν προφανέστατα κρίνεται στα ταμεία (γιατί άνευ αυτών δεν υπάρχει κάτι να στηρίξει το όραμά του), τα ταμεία είναι μόνο το μέσο για τη δική του αναμέτρηση με το όραμά του. Και κάπου εδώ παρενθετικά και χωρίς πάντως να έχει κάποια μεγάλη επίδραση στα πράγματα, συνολικά η παρουσία του Κρίστοφερ Γουόκεν είναι παραφωνία. Θα ταίριαζε ενδεχομένως πολύ περισσότερο στην εκδοχή του Χοδορόφσκι, αν είχε ποτέ γυριστεί, παρά εδώ. Σε μια πολύ πρόσφατη διαφήμιση, όλοι μιμούνται τη φωνή του και τον τρόπο εκφοράς του λόγου του, στο Dune και γενικά στο σινεμά εδώ και ποιος ξέρει πόσα χρόνια, ο Γουόκεν μιμείται τον εαυτό του. 

 

 

Όταν όμως περάσουν τα πρώτα λεπτά και ξαναμπείς στο κλίμα τoυ πλανήτη με τους αμμολόφους, η ταινία αρχίζει και παίρνει τα πάνω της. Και έχει εννοείται και ένα σωρό επιμέρους ανταμοιβές, με ούτε μία ούτε δύο καθηλωτικές σκηνές. Ο Φέιντ Ρόθα του Όστιν Μπάτλερ είναι ένας ήρωας που μας συστήνεται και με το καλημέρα δεν μπορούμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω του. Τόσο εντυπωσιακή εισαγωγή, τόσο φτωχή μετέπειτα μεταχείριση, τόσο ξόδεμα, τόσο κρίμα. Έχουμε εδώ μια περίπτωση πιστότητας στο βιβλίο; Έχουμε αντίθετα μια περίπτωση αναγκαίας επίσπευσης καταστάσεων; Αυτό ήθελα να πω παραπάνω: δεν έχει σημασία τι από τα δύο ισχύει, δεν θα έπρεπε να έχει σημασία, σημασία θα έπρεπε να έχει ό,τι λειτουργεί καλύτερα για την ταινία. 

Η φάση με τις Μπένε Τζέσεριτ, με τις γυναίκες που κινούν τα νήματα των αυτοκρατόρων, των οίκων και των λαών, είναι ενδιαφέρουσα μεν, αλλά και πάλι οι ωραίες ατάκες που λέγονται, οι ωραίες ατάκες από πλάσματα με τα πιο εντυπωσιακά κοστούμια στα πιο εντυπωσιακά ντεκόρ, δεν έχουν τον αντίκτυπο που έχουν π.χ. όσα λέγονται στο “Game of Thrones”. Εκεί η μελέτη των παιχνιδιών εξουσίας είχε αναδειχθεί πολύ καλύτερα, εκεί πειθόσουν ότι πρόκειται για κεντρικό σημείο εστίασης. Εδώ ας μείνει τουλάχιστον η ατάκα “Τhere are no sides”. Τι μου λες ποιανού το μέρος πήρα και αν πήρα το σωστό ή το λάθος; Ακόμα δεν το έχεις καταλάβει; Δεν υπάρχουν μέρη. Οι αντιμαχόμενες πλευρές υπάρχουν για να μπορεί να υπάρχει το παιχνίδι. Και το παιχνίδι υπάρχει για να μπορούμε να το χειριζόμαστε εμείς. 

 

 

Πάμε στον μεσσιανισμό του Πολ Ατρείδη (ή Μουαντ Ντιμπ, ή όλα τα υπόλοιπα ονόματα που παίρνει). Περίεργο ζώο ο μεσσιανισμός. Όσο εγωκεντρικά όντα κι αν είμαστε, όσο κι αν ο εαυτός μας είναι το κέντρο του κόσμου μας, άλλο τόσο αναζητούμε πολύ συχνά μαγικές λύσεις σε κάποιον άλλο από έμας, σε κάτι έξω από εμάς. H απάντηση δεν μπορεί να βρίσκεται σε μένα, η απάντηση δεν μπορεί να βρίσκεται σε κάτι συλλογικό και συνδιαμορφωμένο, η απάντηση βρίσκεται στον Εκλεκτό. Εκείνον που δεν είναι σαν εμάς. Εκείνον στον οποίο πιστεύουμε. Εκείνον που έχει τη δύναμη που δεν έχουμε εμείς. Εκείνον που ενσαρκώνει την ελπίδα. Εκείνον που θα μας οδηγήσει στη σωτηρία. Εκείνον που το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον ακολουθήσουμε τυφλά. Μας σκλαβώνει η αυταπάτη; Μας κάνει να υπομένουμε στωικά και να μην παίρνουμε τις τύχες μας στα χέρια μας; Ή μας δίνει κουράγιο και παρηγοριά το να έχουμε κάτι να προσδοκούμε; 

Όπως και να έχει, ο μεσσιανισμός σε κάνει άλλον άνθρωπο, ειδικά αν είσαι εκείνος που θα παίξει τον ρόλο του μεσσία. Γενικά στη φιλμογραφία του ο Ντενί Βιλνέβ ιντριγκάρεται από τη δυαδκότητα των ηρώων του, που όχι σπάνια είναι και θύματα και θύτες, και αθώοι και ένοχοι. Ο Πολ δεν θέλει να φορτωθεί την ενοχή του μεσσία, ο Πολ δεν θέλει να φορτωθεί το βάρος του εκλεκτού. Αλλά ενώ ακούμε και ξανακούμε τις αναστολές του και την άρνησή του κι ενώ παρακολουθούμε τη μεταμόρφωσή του, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο Βιλνέβ κατάφερε να μας μεταδώσει ακριβώς το σημείο της εσωτερικής μετάβασης, το σημείο που ο νεαρός άντρας δίνει τη θέση του στον μεσσία.

 

 

Η πορεία του Πολ δεν είναι ότι δεν έχει την κορύφωσή της, δεν είναι ότι την κοιτάμε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους, αλλά δεν βουλιάζουμε μέσα στην αλλαγή του Πολ, όπως ας πούμε βουλιάξαμε κάποτε μέσα στην αλλαγή του Λόρενς της Αραβίας. Μένουμε να παρατηρούμε τη μεταμόρφωση του Πολ από μια κάποια απόσταση. Εντυπωσιασμένοι όμως; Ναι, μάλλον. Αλλά από απόσταση. Ενώ η τρέλα και η παραφορά στα μάτια και στο πρόσωπο του Λόρενς όταν άλλαζε μας είχε συγκλονίσει. Και αυτό είναι ένα κινηματογραφικό μεγαλείο, στο οποίο έφτασε κάποτε ο Ντέιβιντ Λιν, το οποίο ο Βιλνέβ στα δύο πρώτα Dune του δεν καταφέρνει να αγγίξει.

O Nτενί Βιλνέβ είναι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της εποχής μας, οι ταινίες του είναι πάντα οπτικοακουστικές εμπειρίες, αλλά χωρίς επ’ ουδενί να σημαίνει ότι δεν τον αφορούν οι ιστορίες και χωρίς να σημαίνει ότι συνειδητά τις αφήνει σε δεύτερη μοίρα, η ισορροπία περιεχομένου και μορφής δεν είναι πάντοτε το δυνατό του χαρτί. Η εικόνα και η ατμόσφαιρα είναι εκείνες που έχουν το πρώτο χέρι, οι ιστορίες των ηρώων ακολουθούν, προσπαθώντας να σταθούν αντάξιες των εικόνων του, προσπαθώντας να μη βουλιάξουν μέσα τους, αλλά να αναδειχθούν ως εξίσου καίριοι συμπαίκτες τους.

 

 

Προσωπικά αγαπώ πολύ το σινεμά του, είχα δει το “Mέσα από τις Φλόγες” όταν είχε πρωτοβγεί κι είχα πάθει πλάκα, θεωρώ το “Blade Runner: 2049” πολύ μεγάλη ταινία, το “Arrival” έχει μερικές από τις πιο σαγηνευτικές σκηνές των πολλών τελευταίων ετών, το “Sicario” κάθε φορά που το πετυχαίνω το ξαναβλέπω, μην χορταίνοντας το πόσο σπουδαίο είναι, ακόμα και στο “Enemy” που με μπέρδεψε, ακόμα και στο “Prisoners” που δεν είναι από τα αγαπημένα μου, ποτέ και πουθενά δεν μπορείς να αρνηθείς το πόσο ελκυστικοί είναι οι κόσμοι που φτιάχνει.  

Το πρώτo Dune ήταν ένα δώρο που είχαμε όλοι ανοίξει με δέος, το δεύτερο όσους αστερίσκους κι αν έβαλα, παραμένει δώρο. Ανυπομονώ για το τρίτο μέρος του δώρου για να χωθώ μέσα σε αυτή τη μεγάλη εικονοποιία του. Κι αν τυχόν εκεί πετύχει την υπέρβαση και καταφέρει να μας βυθίσει εκτός από την ατμόσφαιρα και περισσότερο μέσα στην ιστορία των ηρώων, τότε η τριλογία του θα έχει κλείσει με έναν τρόπο που θα δικαιώνει φουλ και ό,τι έμεινε ίσως λειψό στα δύο πρώτα μέρη, τότε το στοίχημα θα έχει κερδηθεί ολοκληρωτικά.

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.