”The Humans” σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη: Τετριμμένες συγκρούσεις και η συνταρακτική ερμηνεία της Ξένιας Καλογεροπούλου

Αν δείτε αυτήν την παράσταση, θα αποζημιωθείτε από τη συνταρακτική ερμηνεία της Ξένιας Καλογεροπούλου στον ρόλο της ανοϊκής γιαγιάς Μόμο

“Don’t you think it should cost less to be alive?” – Erik Blake

Το (προ)τελευταίο έργο (2014) του Stephen Karam με τον τίτλο “The Humans” μας συστήνει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης επανακάμπτοντας με την ιδιότητα του μεταφραστή αλλά και του σκηνοθέτη στη σκηνή του ιστορικού θεάτρου Μουσούρη και έχοντας υπό τη σκηνοθετική του μπαγκέτα έμπειρους και αξιόλογους ηθοποιούς στο σύνολό τους. Το έργο αφηγείται σε πραγματικό χρόνο το εορταστικό δείπνο της ημέρας των Ευχαριστιών, όταν σύσσωμη η οικογένεια Blake ταξιδεύει από το Σκράντον, της Πενσυλβάνια στην Τσαϊνατάουν της Νέας Υόρκης προκειμένου να γιορτάσει μαζί με τη μικρή κόρη της οικογένειας- που συζεί με τον φίλο της -στο πρόσφατα νοικιασμένο διαμέρισμά τους.

Το έργο -που έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία- αποτυπώνει τη συντριβή τριών μεταπολεμικών γενεών Αμερικανών από το ατελέσφορο κυνήγι του «Αμερικανικού Ονείρου». Η σχεδόν σιωπηλή παρουσία της ανοϊκής γιαγιάς εξιστορεί το ποδοπάτημα που υπέστη η μεταπολεμική γενιά των Baby boomers (δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας επιλέγει τη γιαγιά και όχι τον παππού. Ο παππούς θα είχε μιας μορφής εισόδημα, σύνταξη κλπ). Αποτελεί βάρος για την οικογένειά της ενώ καταδεικνύει την απουσία κοινωνικού συστήματος πρόνοιας.

 

 

Ο πατέρας και η μητέρα, η Generation X, που έζησαν με την ψευδαίσθηση των αγαθών της μεταπολεμικής Αμερικής και βίωσαν την αγριότητα και τη βία της κοινωνίας ,την ανεργία ή την εξοντωτική εργασία χωρίς απολαβές, το θρυμμάτισμα της ζωής, την ενοχή της απελπισίας, την ντροπή της αποτυχίας, το στίγμα της φτώχειας, τη βουβά βιωμένη κατάθλιψη.

Και, τέλος οι κόρες. Οι Millennials. Αντιμετωπίζουν τη σκλαβιά του φοιτητικού δανείου, την οικονομία που εξαφανίζει τα μεσαία στελέχη, τον αφανισμό των ονείρων, το σύνδρομο fomo (fear of missing out) που τους «επιβάλλει» την αναζήτηση στέγης στο μεγάλο χωνευτήρι: τη Νέα Υόρκη ,την ψευδαίσθηση ότι η δουλειά της σερβιτόρας είναι προσωρινή. Τη μετωπική σύγκρουση με τη στεγαστική κρίση που εξαιτίας αυτής και των πενιχρών οικονομικών τους, το μόνο που μπορούν να νοικιάσουν είναι ένα άθλιο παμπάλαιο ερείπιο στην Τσαϊνατάουν, «στοιχειωμένο» από τις ματαιώσεις προηγούμενων γενεών που εγκλωβίστηκαν και αυτές στο κυνήγι του αμερικανικού ονείρου.

Η οικογένεια Blake στη συνείδησή της βρίσκεται στον κοινωνικό απόπατο, οικονομικά, συμβολικά, ψυχολογικά .Εκπροσωπεί τη συντριβή της μεσαίας τάξης. Είναι ο αποδέκτης της βρωμιάς των άλλων. Κληρονομά αλλά και κληροδοτεί τη ματαίωση. Στέκεται σαν ερειπωμένο, θλιβερό τοτέμ που ξεγυμνώνει την πάλαι ποτέ «γη της επαγγελίας» και χλευάζει με την ερήμωσή της το ξεφτισμένο πια αμερικανικό όνειρο. Το έργο αντλεί το υλικό του από δύο έργα-ορόσημα της αμερικανικής δραματουργίας τον «Γυάλινο κόσμο» του Τ. Ουίλλιαμς (1944) και τον «Θάνατο του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ (1948)  προσδοκώντας να συνομιλήσει μαζί τους.

 

 

O συγγραφέας στην έκδοση του έργου περιγράφει αναλυτικά τον χώρο στις σκηνικές του οδηγίες και τον καθιστά καθοριστικό στοιχείο της παράστασης, σχεδόν σαν ένα έβδομο «πρόσωπο» που αλληλεπιδρά με τους ηθοποιούς. Μας αποκαλύπτει δε, ότι ο πυρήνας του έργου του βασίζεται στην  έννοια του ανοίκειου έτσι όπως ορίζεται από τον Φρόιντ: Το ανοίκειο είναι εκείνο το είδος του τρομακτικού το οποίο ανάγεται σε κάτι που ήταν κάποτε πολύ γνωστό και για πολύ καιρό οικείο. Και έχει δίκιο στο έργο του συναντάμε το ανοίκειο σε διάφορες εκδοχές του:

Ο ανοίκειος-τρομακτικός τόπος κατοικίας στοιχειωμένος από τις ερειπωμένες επιθυμίες.
Η ανοίκεια -τρομακτική οικογένεια που κατασπαράζει τα μέλη της.
Η ανοίκεια – τρομακτική χώρα που ερειπώνει τις ζωές τους.
Ο ανοίκειος-τρομακτικός εαυτός που τελικά αφανίζει τον εαυτό του.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης είχε στα χέρια του ένα ενδιαφέρον, σκληρό έργο του οποίου αγνόησε το πολιτικό υπόβαθρο και την κοινωνιολογική του διάσταση και το μετέτρεψε σε ένα άνευρο έργο απλουστεύσεων, εύπεπτων συναισθημάτων και τετριμμένων συγκρούσεων. Προβάλλοντας μια αδιάφορη παραστασιακή εκδοχή του ενδεχομένως όχι από αδυναμία χειρισμού αλλά από επιλογή. Απαλείφοντας τις αιχμές που έχει το έργο βασισμένο στα κοινωνικοοιοκονομικά δεδομένα της αμερικανικής κοινωνίας.

Και, νομίζω ότι ο σκηνογραφικός χειρισμός της Αθανασίας Σμαραγδή συναινεί σε αυτό, καθώς -αν και έχει συνταχθεί πλήρως με τις σκηνικές οδηγίες- και η σκηνογραφία της είναι συγγενική με τις αμερικανικές παραγωγές (σε κάποιες περιπτώσεις προαπαιτούμενο για να παραχωρηθούν τα δικαιώματα) δεν δίνει επουδενί την εικόνα του ερειπωμένου από ανέχεια και εγκατάλειψη χώρου, αλλά των συνθηκών πρόσφατης μετακόμισης. Αντίθετα τα κοστούμια της Κική Γραμματικοπούλου λειτουργούν ως εύστοχο σημαινόμενο της παράστασης. Το ίδιο και οι φωτισμοί του Σίμου Σαρκετζή αλλά και το ηχητικό σύμπαν του Κώστα Μπόκου.

 

 

Στην ερμηνεία οι κόρες Μαρία Πετεβή και Ειρήνη Μακρή παραπαίουν αβοήθητες σε μια επιφανειακή, αβαθή μίμηση των συναισθημάτων και των καταστάσεων. Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης ένας ηθοποιός φερέγγυος, χαμηλών αλλά ουσιαστικών τόνων κατορθώνει να ισορροπήσει τον υπόκωφο ρόλο του καταθλιπτικού Ρίτσαρντ, του  loser συντρόφου της μικρής κόρης της οικογένειας, που η αποτυχία του έχει μόνο ψυχολογικό αποτύπωμα και όχι πρακτικό, αφού στα 40 του θα γίνει ο αποδέκτης ενός ισόβιου καταπιστεύματος. Ενδιαφέρουσα στιγμή του ο αυτοσχεδιασμός προετοιμασίας του δείπνου, που στέκεται πλάτη προς το κοινό. Γλαφυρές οι σιωπηλές αντιδράσεις του στο γιορτινό τραπέζι. Εύστοχη η αποτύπωση της συμπεριφοράς του αποσυρμένου, του παρατηρητή, του αμέτοχου.

Η έμπειρη και ταλαντούχα Θέμις Μπαζάκα δείχνει να μην έχει σταθεροποιήσει τον βηματισμό, ούτε το στίγμα της. Ως εκ τούτου έχει αρκετές αμήχανες στιγμές όπου ανασύρει έτοιμες λύσεις από το υποκριτικό της οπλοστάσιο. Έχει ωστόσο και στιγμές γνήσιου σπαραγμού, ήττας και υποδόριου χιούμορ που μας αποζημιώνουν.

Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος σε μια εξαιρετική ερμηνευτική στιγμή του, πλάθει έναν ματαιωμένο, λεηλατημένο, ερειπωμένο, σχεδόν παρείσακτο από την ίδια του τη ζωή άνθρωπο, ένα σκέλεθρο ματαιώσεων και απόγνωσης.

 

 

Αν δείτε αυτήν την παράσταση, θα αποζημιωθείτε από τη συνταρακτική ερμηνεία της Ξένιας Καλογεροπούλου στον ρόλο της ανοϊκής γιαγιάς Μόμο, η οποία δημιουργεί μια σκηνική ποιητική ελεγεία πάνω στον ανθρώπινο βίο, τη φθορά, το γήρας, την αγάπη, το νόημα, το τραύμα της φθαρτής σύντομης ζωής μας. Η σχεδόν σιωπηλή παρουσία της ενσωματώνει, καταγράφει, απορροφά, μεταγλωττίζει κάθε συναισθηματικό κραδασμό των ομιλούντων προσώπων και των καταστάσεων που αυτοί αντιμετωπίζουν και την προσφέρει σε κύματα συνταρακτικής θεατρικής εμπειρίας που κατακλύζουν τον θεατή.

Θα με ενδιέφερε να ξαναδώ αυτό το έργο στην ελληνική σκηνή σε μια νέα παραστασιακή απόπειρα που θα αναδείξει τις ζοφερές του ατμόσφαιρες, την πολιτική του διάσταση, το καυστικό του χιούμορ, την αποτύπωση των συνθηκών εξουθένωσης, συντριβής και εξόντωσης που έχει προκαλέσει το κυνήγι του «αμερικανικού ονείρου» σε γενιές ανθρώπινων πλασμάτων δικαιώνοντας τον τίτλο του: The Humans.

 

 

Info παράστασης:

The Humans | Θέατρο Μουσούρη

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.