«Η προξενήτρα» στο Εθνικό Θέατρο: Η απολαυστική θεατρική εμπειρία σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου – αντίδοτο στους καιρούς μας

Μια σπαρταριστή παραστασιακή κατάθεση κωμικού ιδιώματος, υψηλής θεατρικότητας και ποιοτικής σκηνικής αποτύπωσης

Φωτογραφίες: © Πάτροκλος Σκαφίδας

“Money is like manure, its only good if you spread it around” Francis Bacon

Στη Νέα Υόρκη του 19ου αιώνα μας μεταφέρει ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος που με έναν ευφάνταστο και ενθουσιώδη θίασο θα μας ξεναγήσουν στην αιρετική, αυθάδη και ευφυή φάρσα του Wilder που μας μιλά για τον έρωτα και το χρήμα.

Πρωταγωνιστεί η Ντόλλυ Γκάλλαχερ Ληβάι, μια  ανυπόφορα φλύαρη, αδιανόητα καταφερτζού, αλλοπρόσαλλα πολυσχιδής λόγω της πενίας και της χηρείας της, γυναίκα. Μέσα από τις ασύλληπτες μηχανορραφίες της ,θα αναδυθεί η τρυφερή, προστατευτική, δίκαιη, αποτελεσματική της φύση. Η μεταμορφωτική της ικανότητα θα φέρει την ευημερία όλων, φυσικά και τη δική της.

Το έργο, που διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1880, θα μας αποκαλύψει έναν κόσμο σε κοινωνική μεταμόρφωση- με τα πρώτα γυναικεία κινήματα σε έντονες και αιματηρές διεκδικήσεις- και σε οικονομική υπερδιέγερση, καθώς η έντονη εκβιομηχάνιση συνοδεύεται από την πρώτης μορφής παγκοσμιοποίηση. Η αγροτική οικονομία υποβιβάζεται και στη θέση της ενθρονίζεται η παντοδυναμία της βιομηχανικής παραγωγής. Ο άνθρωπος της εποχής συνθλίβεται από την πρόοδο που καλείται να υπηρετήσει χωρίς όμως να μπορεί να την αφομοιώσει. Υψηλά επίπεδα κατάθλιψης, ματαίωσης, παράδοσης άνευ όρων στο οικονομικό χωνευτήρι που τεμαχίζει ζωές. Αύξηση εγκληματικότητας και αλκοολισμού είναι τα κοινωνιολογικό αποτύπωμα της εποχής.

Ο συγγραφέας φτιάχνει μια αριστοτεχνική θεατρική κατασκευή χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη γνωστούς κωμικούς τύπους (τον τσιγκούνη πλούσιο γέρο, το νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι, τους αυθάδεις υπηρέτες) καθώς και γνωστές κωμικές καταστάσεις (μεταμορφώσεις, παραποιημένες ταυτότητες, μνηστήρες που κρύβονται σε ντουλάπες, πορτοφόλια και χρήματα που αλλάζουν χέρια,).  Θα  χρησιμοποιήσει  όλα τα παραδοσιακά κωμικά κλισέ του είδους της φάρσας για να τα ανατρέψει προσφέροντάς μας ένα  αδυσώπητο κυνήγι εμπειριών ζωής, ευημερίας, χρήματος και έρωτα, που κραυγάζει: «Ζήσε».

 

 

Η σκηνοθεσία

 

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος μας «παραπλανά» ότι σκηνοθετεί (μόνο) την «Προξενήτρα». Στο συναρπαστικό θεατρικό σύμπαν που δημιουργεί, συνυπάρχουν, αφενός η πυκνή διακειμενικότητα* του συγγραφέα και αφετέρου το αριστούργημά του «Η μικρή μας Πόλη» (βραβευμένο με Πούλιτζερ το 1938). Ένα βαθύ, στοχαστικό ποιητικό θεατρικό ρέκβιεμ για τη ζωή και τον θάνατο, παραπλανητικά απλό στη δομή και στο ύφος.

Με θαυμαστά πρωτοποριακές σκηνικές τεχνικές για την εποχή του, το έργο απηχεί το θάμβος του φθαρτού ανθρώπου απέναντι στην εφήμερη ζωή του, το δέος του μπροστά στον θάνατο και τον πόθο της αθανασίας. Ήδη, πριν ξεκινήσει η σκηνική δράση, ο σκηνοθέτης εντάσσει μια εμβόλιμη σκηνή από την Τρίτη πράξη της «μικρής μας Πόλης», όπου οι ηθοποιοί καθισμένοι σε καρέκλες με γυρισμένη την πλάτη στο κοινό συμβολίζουν τους νεκρούς που ατενίζουν τη ζωή καθηλωμένοι στις καρέκλες τους, στο νεκροταφείο της πόλης, μη έχοντας καμία άλλη δυνατότητα πέρα από το να παρατηρούν.

Την απεγνωσμένη κραυγή θρήνου της Έμιλι, ηρωίδας «της μικρής μας πόλης» για τη ευθραυστότητα της ζωής θα τη μετατρέψει η Ντόλλυ, η προξενήτρα σε ηχηρή, ευφρόσυνη, μαχητική υπόσχεση αγάπης και πίστης στη ζωή σε πείσμα των απογοητεύσεων, της απόγνωσης και της ματαιότητάς της. Ο σκηνοθέτης θα μετασχηματίσει με σκηνοθετική ευστροφία τον φιλοσοφικό αναστοχασμό σε κωμικό ιδίωμα. Χάρη σε αυτήν τη σκηνική συνύπαρξη, το κωμικό παραστασιακό του εγχείρημα αποκτά ένα βαθύ ανθρωπιστικό αποτύπωμα. Διατηρεί την ευφρόσυνη ελαφρότητα του λαγαρού κωμικού ιδιώματος, αλλά την εμπλουτίζει με τη βαθύτητα της αντίστιξης υλισμούουμανισμού.

 

 

Οι συντελεστές

Την εύστοχη, υψηλής αισθητικής και θεατρικότητας μετάφραση του Θωμά Μοσχόπουλου πλαισιώνουν:

τα λειτουργικά σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού που ανταποκρίνονται θαυμάσια στις πολλές και απαιτητικές διακειμενικές συνυφάνσεις του πολύπλοκου σκηνοθετικού οράματος.

Η υπέροχη, πολύχρωμη, οργιάζουσα υπερβολή των κοστουμιών και η μείξη των υλικών της Κλαιρ Μπρέισγουελ.

 Η εύφανταστη, κεφάτη, επεξεργασία, διασκευή μουσικών κομματιών της παράστασης από τον Γιάννη Μαραμαθά.

 Η σαρωτική κίνηση της Σοφίας Πάσχου ομοίως και οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου.

Ιδιαίτερη μνεία στην έμπειρη δραματολόγο της παράστασης, την Εύα Σαραγά, η συνεισφορά της εμφανής και ουσιαστική.

 

 

Οι ερμηνείες

 

Ο Θανάσης Ραφτόπουλος (Ρούντολφ και η Μαγείρισσα), ο Ιωάννης Μυστακίδης (Αύγουστος και η Γερτρούδη) η Βιβή Φωτοπούλου ( Ερμενεγάρδη), ο Άλκης Μπακογιάννης (Αμβρόσιος Κέμπερ) υπηρετούν με ποιότητα, γλαφυρότητα, ρυθμό και αποτελεσματικότητα το επικίνδυνο είδος της φάρσας.

Απολαυστικός ο Γιάννης Σαμψαλάκης και στους δύο ρόλους του Τζόου του μπαρμπέρη αλλά και του  αμαξά.

Ο Γιάννης Μαραμαθάς (μουσικός επί σκηνής που παίζει πιάνο) ενσωματώνεται αρμονικά και με χιούμορ στο σύνολο του θιάσου.

Εξαιρετικοί οι: Φώτης Στρατηγός (Βαρνάβας Τάκερ) και Πάνος Παπαδόπουλος (Κορνήλιος Χακλ) σχηματίζουν υποκριτικά ένα αλληλοσυμπληρούμενο συναρπαστικό, ξεκαρδιστικό ντουέτο.

Σπαρταριστή η Μίννι Φέυ της Μελίνας Βαμπούλα.

 

 

Η Ευδοκία Ρουμελιώτη μας προσφέρει ίσως την πιο ώριμη ερμηνεία τής μέχρι τώρα πορεία της. Μια ευφρόσυνη, απενοχοποιημένη, αυτοσαρκαστική, λαγαρή, Αϊρήν Μολλόυ με μια αδιόρατη όμως μικρή μελαγχολία που υπογραμμίζει τον δισταγμό της γυναίκας της εποχής, μήπως η εκκίνηση της χειραφέτησής της αμαυρώσει την ηθική της υπόσταση. Σπαρταριστή η αναφορά της στο θεατρικό έργο του Ευγ. Λαμπίς «καπέλο από ψάθα Ιταλίας» (1851).

 Ο Οράτιος Βαντεργκέλντερ (Horace Vandergelder από το γερμανικό das Geld  που εμπεριέχει στο όνομά του τη λέξη «χρήματα») ερμηνεύεται από τον Σίμο Κακάλα, ο οποίος επιλέγει μια ενδιαφέρουσα  εκδοχή που ξεφεύγει από τον μονοδιάστατο γραφικό τύπο του στριμμένου γεροτσιγκούνη που ενδημεί στη φάρσα που τον συναντάμε από τον «Δύσκολο» του Μέναδρου ως τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου- και μεταμορφώνεται -υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση- από φαιδρή καρικατούρα σε έναν χαρακτήρα-φορέα της αμερικανικής ιστορίας και κουλτούρας• που ήρθε αντιμέτωπος με τον απόηχο του αμερικανικού εμφύλιου, με την παροχή 160 στρεμμάτων δημόσιας γης ως κίνητρο αύξησης του αγροτικού πληθυσμού καθώς και των επαγγελμάτων που προέρχονταν από αυτήν (ο Οράτιος είναι έμπορος σανού κλπ), τις αφάνταστες δυσκολίες ζωής που αντιμετώπισε ο Αμερικανός αγρότης -μικροκαλλιεργητής εκείνης της μεταβατικής εποχής από τις καιρικές συνθήκες και την καταστροφή της σοδειάς από την ανομβρία που δημιουργούσαν συνθήκες οικονομικής επισφάλειας αλλά και απελπισίας που δικαιολογούν τον χαρακτήρα του δύσκαμπτου, τραχύ και σφιχτοχέρη Οράτιου που δεν γνωρίζει ούτε αγαπά τις απολαύσεις της ζωής.

 

 

Ο Θανάσης Δήμου πλάθει έναν σχεδόν μπεκετικό ήρωα ερμηνεύοντας τον Μαλαχία Στακ. Το σπαρακτικό συνυπάρχει με το κωμικό σε μία από τις πιο μεστές και συγκινητικές ερμηνείες της θεατρικής χρονιάς που διανύουμε.

 Η Ντόλλυ Γκάλλαχερ Ληβάι της Γαλήνης Χατζηπασχάλη είναι έξοχη. Αξιοποιεί στο έπακρο το ευεργέτημα που ο ίδιος ο συγγραφέας προσφέρει στον ρόλο, δηλαδή να μετατρέψει την απόγονο του απεχθούς και λοιδωρημένου παράσιτου που μέσω των χαμερπών υπηρεσιών που προσφέρει, απομυζά χρήματα και οφέλη (Μέναδρος και ρωμαϊκές κωμωδίες). Και από περιφρονημένος χαρακτήρας υψώνεται στο πνεύμα του καλού που μοιράζει με δικαιοσύνη και αξιοσύνη χρήματα, συντρόφους και ευτυχία.

Η Φλώρα Βαν Χόυζεν της Ράνιας Οικονομίδου αξιοποιεί την υπερβολή, την εκκεντρικότητα και την παραδοξότητα ως υποκριτικό ιδίωμα για να εκφράσει το παράπονο και τη ματαίωση μιας ζωής που ολοκληρώνεται χωρίς να τολμήσει. Εξαιρετική.

 

 

Εξαιρετικές στιγμές της παράστασης

 

Η σκηνική αναφορά στην αριστουργηματική «Μικρή μας πόλη», με το πιο συγκινητικό στιγμιότυπό της, όταν οι νεκροί καθισμένοι παρατηρούν τη ζωή και τους ζώντες αμέτοχοι πια.

Ο σκηνικός διάλογος του Οράτιου Βαντεργκέλντερ με τον κουρέα του.

Ο σπαρταριστός διάλογος προξενήτρας -Οράτιου που του προξενεύει ανύπαρκτη νύφη με στόχο να τον παντρευτεί η ίδια (απευθείας μεταγραφή του συγγραφέα από τον Μολιερικό «Φιλάργυρο»).

Οι οργιαστικές σκηνές στο καπελάδικο και στο εστιατόριο «κήποι της αρμονίας».

Ο μονόλογος του Μαλαχία Στακ με θέμα τη σχέση εργαζόμενου και εργοδότη.

Ο μονόλογος της Ντόλλυ Γκάλλαχερ Ληβάι, όταν ζητά την «άδεια» του νεκρού συζύγου της να παντρευτεί τον Οράτιο.

Το πανδαιμόνιο στο σπίτι της Φλώρα Βαν Χόυζεν.

 

 

Συνοψίζοντας…

 

Ευφρόσυνη, ευφυής, λαγαρή, σπαρταριστή παραστασιακή κατάθεση κωμικού ιδιώματος, υψηλής θεατρικότητας και ποιοτικής σκηνικής αποτύπωσης, με μια αδιόρατη μικρή μελαγχολία και στοχαστικότητα. Χωρίς ίχνος χυδαιότητας και ευτέλειας. Μία απολαυστική θεατρική εμπειρία αντίδοτο στους πικρούς καιρούς μας.



* Η «Προξενήτρα» βασίζεται στην αναβάθμιση του ρόλου και την αναθεώρηση του έργου The Merchant of Yonkers,  που έγραψε ο Thornton Wilder στις αρχές του 1937. Ο συγγραφέας καταγράφει ο ίδιος τις επιρροές του: Η κωμωδία του Johann Nestroy, Einen Jux will er sich Machen (Βιέννη, 1842), βασισμένη στο A Day Well Spent (Λονδίνο, 1835) του John Oxenford. Μια ελαφριά μονόπρακτη φάρσα για δύο υπαλλήλους που το έσκασαν κρυφά για διακοπές. Το έργο του Nestroy διατηρεί τη βασική πλοκή του Oxenford, διανθίζοντάς το όμως με μουσική, τραγούδια και κοινωνικά σχόλια. 

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.