Σταύρος Ξαρχάκος – Ρεμπέτικο 40 Χρόνια μετά: Η συναυλία στο Ηρώδειο

Ο μαέστρος. Το χειροκρότημα ήτανε δυνατό σαν να φώναζε Ξαρχάκο έλα έξω θέλουμε κι άλλο... μας είπε «δεν έχει άλλο θα πρέπει να το ξαναπάρουμε από την αρχή καθίστε να σας πω μια ιστορία»

Άργησα να φτάσω στο Ηρώδειο, έτρεχα να προλάβω 21:10 η ώρα, η συναυλία ήτανε sold out από μια ακύρωση όμως είχα βρει θέση και δεν είχα σκοπό να την χάσω. Με τους τελευταίους ανέβαινα τις πλαϊνές σκάλες κατευθυνόμενος προς το άνω διάζωμα, παγώνω με το που αντικρίζω τις κερκίδες λέω από μέσα μου «πού θα κάτσω είναι γεμάτο». Μου λέει η ταξιθέτρια «Βλέπετε την κονσόλα του ήχου δύο σκάλες μετά είναι η κερκίδα σας». Μάλιστα της λέω και όπως μπαίνω μπαίνει και η ορχήστρα και χειροκρότημα από τον κόσμο.

Φτάνω στην κονσόλα του ήχου μετράω δύο σκάλες βγαίνει και ο Σταύρος Ξαρχάκος πιο δυνατό αυτή την φορά το χειροκρότημα. Σβήνουν τα φώτα κάθομαι και ο μαέστρος όρθιος μας καλωσορίζει αφιερώνοντας τη συναυλία αυτή στη μνήμη αυτών που πρωτοστατήσανε σ’ αυτο το εγχείρημα, τη Σωτηρία Λεονάρδου, τον Νίκο Δημητράτο, τον Τάκη Μπίνη, τον Θεόδωρο Πολυκανδριώτη, τον Νίκο Μαραγκόπουλο, τον Κώστα Τσίγγο και τον Αριστείδη Μόσχο. Άφησε το μικρόφωνο και παρέδωσε τη σκυτάλη στην μουσική που συνέθεσε για την ταινία το Ρεμπέτικο.

 

 

Πρώτη σκηνή: Σμύρνη 1919 μια ορχήστρα σ ένα πάλκο τραγουδά «Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία που έδιωξε από την Αθήνα τα θηρία που έδιωξε βασιλείς και βουλευτάδες τους ψευταράδες και τους μασκαράδες». Στο πίσω δωμάτιο του καφενέ μια γυναίκα γεννάει κι ο πατέρας του παιδιού συνεχίζει να τραγουδάει «Της Αμύνης τα παιδιά διώξανε τον βασιλιά της Αμύνης το καπέλο έφερε τον Βενιζέλο, της Αμύνης το σκουφάκι έφερε τον Λευτεράκι». «Να σου ζήσει Παναή κορίτσι», λέει η μαμή στο τέλος του τραγουδιού στον πατέρα πάνω στο πάλκο κι εκείνος συννεφιάζει επειδή δεν ήτανε γιος. Έτσι αρχίζει η ταινία του Κώστα Φέρρη «Ρεμπέτικο», η ταινία κυκλοφόρησε το 1983 μα το ρεμπέτικο είναι μια πιο παλιά ιστορία.

Το ρεμπέτικο ως μουσικό είδος και τις ρίζες του δεν είναι εύκολο να τις εντοπίσουμε χρονικά κάπως ομοιάζει με τις περιπτώσεις της τζαζ και της σόουλ μουσικής. Το ρεμπέτικο επειδή συνδέθηκε με τον υπόκοσμο αδικήθηκε πολύ και ως προς την ακαδημαϊκή του μελέτη. Ενώ δηλαδή οι μελετητές πήγαιναν να καταγράψουν τα τραγούδια μας τα παραδοσιακά λησμόνησαν ότι υπήρχαν και τα αστικά παραδοσιακά τραγούδια κι όταν θέλησαν να προσεγγίσουν τους δημιουργούς τους, οι περισσότεροι είχαν ήδη πεθάνει στην Κατοχή και λίγοι είχανε απομείνει να μοιραστούνε τις ιστορίες τους.

Μην θαρρείτε ότι το ρεμπέτικο ήρθε απ’ τη Σμύρνη το εικοσιδυό υπάρχουν καταγραφές για καφέ Αμάν στην Αθήνα και στον Πειραιά από το 1875. Τα καφέ Αμάν ήτανε η ανατολίτικη εκδοχή του καφέ Σαντάν, στα μεν άκουγαν αμανέδες στα δε άκουγαν δυτικά άσματα και τα δύο όμως ήταν προσβάσιμα ως τρόπος διασκέδασης σε γυναίκες και σε οικογένειες με παιδιά. Το ρεμπέτικο ήτανε ένας ήχος που ‘χαν δημιουργήσει τα ελληνικά φύλα στην οθωμανική αυτοκρατορία, τα τραγούδια ήταν προσωπικά αυτοβιογραφικά και περιέγραφαν την ανθρώπινη φύση και τα πάθη της. Τα ρεμπέτικα της Πόλης και της Σμύρνης ήταν τα πιο ιδιαίτερα και με τα πρώτα μεταναστευτικά κύμματα των Ελλήνων στις ΗΠΑ έχουμε τις πρώτες ηχητικές καταγραφές τους ήδη από το 1908 ίσως και πιο πριν. Μετά την Καταστροφή της Σμύρνης το 1922 ορδές μουσικών κατακλύζουν τον ελλαδικό χώρο και λόγω της προσφυγιάς και των κακών συνθηκών διαβίωσης στα προσφυγικά καταλύματα αποκτούν την κακή φήμη τους ώσπου να φτάσουμε στα χρόνια του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη που τις δεκεατίες μετά και τον εμφύλιο τα φέρνουν στα σαλόνια.

Ο παππούς μου ο Στελάρας απ’ τη Σύρο ήτανε ψαράς, ρεμπέτης κι όχι χασικλής. Υπήρχε αυτή η διαφορά ο χασικλής ήτανε εκείνος που άκουγε τα ρεμπέτικα χανότανε με την πρέζα και γινόταν ένας άεργος με πλάνητα βίο. Όμως το αρχαίο ελληνικό ρέμβω ρέμβομαι δεν έχει μόνο αυτή τη σημασία του περιστρέφομαι, περιφέρομαι, περιπλανώμαι μπορεί να σημαίνει και το περιστρέφομαι γύρω από τα προβλήματα που αντιμετωπίζω, περιφέρομαι στα συναισθήματα μου και περιπλανώμαι στη ζωή αναζητώντας την έμπνευση και τη δημιουργία. Ο ρεμπέτης ήτανε ένας ρομαντικός ίσως ευαίσθητος ποιητής όπως όλοι οι δημιουργοί. Το «Ρεμπέτικο» όταν το έπιασε στα χέρια του ο Σταύρος Ξαρχάκος είχε ένα καταπληκτικό σενάριο βασισμένο στη ζωή της Μαρίκας Νίνου από τον Κώστα Φέρρη και τη Σωτηρία Λεονάρδου και όταν προσθέσουμε τη συνδρομή του Νίκου Γκάτσου στους στίχους γω θα πω παρέδωσε πίσω έναν ύμνο ως προς τον ρεμπέτικο ήχο.

Η ταινία αυτή στα μάτια μου φάνταζε όποτε την έβλεπα ως ένα μελαγχολικό μιούζικαλ που έτερπε την ψυχή μου με τον ήχο της και έσφιγγε το στομάχι μου με τις εικόνες της και τις καταστάσεις που βίωναν οι ήρωες της. Η σκηνή που η Θέμις Μπαζάκα (Αντριάννα), η μάνα της Μαρίκας Νίνου τρώει ξύλο από τον Νίκο Δημητράτο (Παναή) στα προσφυγικά φορώντας το μαύρο της κομπινεζόν και πέφτει κάτω νεκρή με το ένα της στήθος έξω κι από πίσω ακούγεται το «δεν έχω σπίτι ούτε γειτονιά να περπατήσω μια πρωτομαγιά, τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα μου τα πες με το πρώτο σου το γάλα» μπορώ να πω θα με στοιχειώνει μια ζωή. Από τα πρώτα τραγούδια που έμαθα συνειδητά στη ζωή μου και τα ένιωσα ενίοτε στο πετσί μου ήταν αυτό, το «Μάνα μου Ελλάς».

 

 

Με αυτό το τραγούδι αρχίνησε η συναυλία στο Ηρώδειο που με τους τέσσερις ψαλτάδες που είχε συμπεριλάβει ο μαέστρος στο σύνολο της ορχήστρας ένιωσα πως είμαι σε μια εκκλησία όπου όλοι μαζί μεταλαβαίναμε τη θεία -μουσική- κοινωνία. Ο Σταύρος Ξαρχάκος ο Μαέστρος ντυμένος με αυτό το μαύρο μάο πουκάμισό του καθόταν -όσο κάθησε γιατί όλο όρθιος ήταν – στην άκρη της ημικυκλικής ορχήστρας του Ηρωδείου και γύρω του ήταν ανεπτυγμένη η ορχήστρα του. Πήρε το μικρόφωνο να τραγουδήσει κάποιους στίχους «Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια εσυ φορά τ’ αρχαία σου στολίδια και δεν δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς».

Αργότερα μας έκανε την τιμή να τραγουδήσει και το Πρακτορείο, ένα τραγούδι που ο ίδιος ερμηνεύει ανατριχιαστικά σε μια άλλη σκηνή της ταινίας που κι αυτή μ’ έχει στοιχειώσει. Το πιάνο που παίζει ο Ξαρχάκος στην ταινία έχει έναν καθρέφτη που στο τέλος τον σπάει με το χέρι του ενώ παράλληλα ακούγεται η Σωτηρία Λεονάρδου ως Μαρίκα στην κόρη της Αντριάννα πια που έχει εξοκείλει και την βρίσκει σ’ ένα καταγώγι να της λέει «Στ’ όνειρο και συ βρε Αντριάννα; Στο πουθενά;» αφού πρώτα έχει ακούσει απ το παιδί της τα «πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια; Τώρα με θυμήθηκες κι ήρθες να μου πεις αυτά που λες στα τραγουδάκια σου;».

Οι συνθέσεις και τα τραγούδια του μαέστρου εκείνη τη βραδιά είχαν ανταπόκριση συμπαρέσυραν το κοινό. Όλοι μας χτυπούσαμε παλαμάκια στον ρυθμό, όλοι μας τραγουδούσαμε τους στίχους και δεν ήμασταν όλοι ασπρομάλληδες. Κάποιος μάλιστα στο «Έμένα λόγια μην μου λες» από το κάτω διάζωμα έκρινε σκόπιμο να σηκωθεί και να χορέψει ζεϊμπέκικο σ’ ένα κενό χώρο που βρήκε κι ας προσπάθησαν κάποιοι να το αποτρέψουν ήτανε μάταιο. Όσο μάταιο ήτανε δηλαδή το να προσπαθούν οι ταξιθέτες να εμποδίσουν τον κόσμο να καταγράφει με τα κινητά του τον μαέστρο Ξαρχάκο να διευθύνει μια ορχήστρα. Το έχω ξαναπεί ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι τόσο εκφραστικός παθιάρης που το να τονε καμαρώνεις να διευθύνει είναι μια ταινία από μόνη της. Γι’ αυτό και δεν μου κακοφάνηκε που δεν είχανε προνοήσει για προβολή πάνω στο Ηρώδειο με αποσπάσματα της ταινίας.

 

 

Όποτε αναζητούσε το θέλω μου εικόνες από την ταινία επικεντρωνόμουν στον μαέστρο και στην ορχήστρα και να σας πω την αλήθεια ήταν εξίσου μαγικό. Όσο μαγικό ήτανε το να νιώθεις και να βλέπεις ένα κατάμεστο Ηρώδειο να ψέλνει, να χτυπά ρυθμικά και να χειροκροτά σε κάθε τραγούδι. Αλλά για να μην τα ωραιοποιώ και όλα ήθελε μια μικρή προσοχή από τους ηχολήπτες σε κάποια μικρόφωνα που δεν άνοιγαν αρκετά γρήγορα και χάναμε την πρώτη λέξη από τα ομαδικά τραγούδια όπως «Στου Θωμά», «Στην Αμφιάλη» που απ’ την άλλη μένα δεν μ’ ενόχλησε και τόσο γιατί τους ήξερα τους στίχους αλλά είπαμε για να ‘μαι εντελώς ειλικρινής αυτό ήταν η μια μικρή αστοχία, σε μια τέλεια συναυλία, η οποία δεν θέλαμε να τελειώσει.

Είχα τη χαρά να βιώσω ένα από τα σπάνια χειροκροτήματα κοινού κι όχι απ’ αυτά τα συνηθισμένα του τρεις φορές ίσα να βγει ο καλλιτέχνης να πει κι άλλο ένα τραγούδι και σπίτια μας. Το χειροκρότημα ήτανε δυνατό σαν να φώναζε Ξαρχάκο έλα έξω θέλουμε κι άλλο. Βγήκε υποκλήθηκε, ξαναβγήκε, ξαναυποκλήθηκε και ξαναβγήκε αφού συνομίλησε με τους συνεργάτες του και μας είπε «δεν έχει άλλο θα πρέπει να το ξαναπάρουμε από την αρχή καθίστε να σας πω μια ιστορία». Μας εξιστόρησε τις πρώτες του επαφες με τη ρεμπέτικη μουσική τότε που την φλέρταρε τότε που ήταν μαθητής ακόμα του Ωδείου, τότε που έπινε βερμούτ και πίπερμαν τότε που πήγαινε στο Πέραμα, τις Τζιτζιφιές και την Καλλιθέα και στο Φαληρικόν και την επαφή του με τον Γιάννη Παπαϊωάννου τότε που ένα βράδυ του λέει:

«Ρε Σταυράκη (έγινα Σταυράκης) μιας και είσαι μουσικός γιατί δεν γράφεις και κάνα τραγουδάκι. Του λέω καπτάν Γιάννη τι τραγούδι να γράψω; Στίχους δεν έχω. Άσε γω μου λέει. Το ξέχασα αυτό περάσανε δυο τρεις βδομάδες ξαναπήγα. Έρχεται λοιπόν κάθεται στο τραπέζι (στα διαλείμματα καθόταν) και μου φέρνει μια κόλλα διαγωνισμού όπου ήτανε γραμμένα δύο τραγούδια. Τα κοίταξα μου ξινοφανήκανε, δεν είπα τίποτε βέβαια. Από κάτω είχε το όνομα του στιχουργού και το τηλέφωνο. Λεγότανε Χρήστος Στύππας. Περνάνε μέρες περνάνε βδομάδες χτυπάει το τηλέφωνο το σηκώνω και μου λέει μια φωνή πολύ έτσι… Χρήστος Στύππας (ναι είναι περίεργα πράγματα αυτά αλλά μου έχουνε συμβεί πολλά). Του είπα ναρθει στο σπίτι να πιούμε ένα καφέ να κουβεντιάσουμε. Ήρθε πολύ μυστήριος τύπος και αλλόκοτος τύπος τελοσπάντων. Έχουνε περάσει οι μέρες και έχω βάλει την κόλλα του διαγωνισμού απάνω στο πιάνο και κοιτάω το ένα τραγούδι κάτι μου έλεγε και καθόμουνα και το μελοποιούσα. Ένα βράδυ ξαναπάω στο Φαληρικό έρχεται ο καπταν Γιάννης και μου λέει Σταυράκη έμαθα ότι είναι μαγκιά το τραγούδι που έγραψες, γιατί ειρήσθω εν παρόδω είχα φωνάξει τον Στύππα και του το είχα παίξει. Καλό είναι του λεω και μου λεει να μας το φέρεις να το περάσουμε στο πρόγραμμα. Λέω ναι αλλά δε του το πήγα ποτέ ντράπηκα. Μετά από δύο χρόνια όταν μπήκα στη δισκογραφία πια το τραγούδι αυτό το τραγούδησε ο αξεπέραστος βέβαια Στράτος Παγιουμτζής. Όσοι δεν τον ξέρετε παρακαλώ πολύ μπείτε στο διαδίκτυο Στράτος Παγιουμτζής δεν υπάρχει …δεν υπάρχει. Τώρα θα υποστείτε το τραγούδι.». Και όλοι μαζί ακούσαμε για κλείσιμο το πρώτο ρεμπέτικο τραγούδι που συνέθεσε ο Σταύρος Ξαρχάκος και κυκλοφόρησε το 1963 από το άλμπουμ 45άρια 1963 το Τρεις μάγκες, τρεις γερόμαγκες. 

 

 

 

Περπάτησα τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και σιγοτραγουδούσα το Δίχτυ ίσαμε να φτάσω στο Σύνταγμα είχα πει και το Καίγομαι Καίγομαι. Όσοι δεν έχετε δει την ταινία Ρεμπέτικο, όσοι δεν ξέρετε τα ονόματα που ειπώθηκαν στο άνωθεν άρθρο σας παροτρύνω ν’ ακολουθήσετε τη συμβουλή του μαέστρου και να τα αναζητήσετε στο διαδίκτυο. Στο ίδιο διαδίκτυο που όλοι έχουμε πιαστεί που κανείς απ’ τη ζωή μας δεν μπορεί να βγάλει μα μονάχοι μας θα βρούμε την άκρη της κλωστής και την ποιότητα θα αναζητήσουμε και πάλι.

Ο Σταύρος Ξαρχάκος να είναι καλά να τον καμαρώνουμε, να διευθύνει ορχήστρες με τα χέρια του και να συνθέτει μουσικές με την ψυχή του.

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.