Νέος Γούντι Άλεν, νέος Γουές Άντερσον

Τόσο διαφορετικοί: Ο old boy γράφει για τα «Γυρίσματα της Τύχης» του Γούντι Άλεν και την «Υπέροχη Ιστορία του Χένρι Σούγκαρ» του Γουές Άντερσον

Η νέα ταινία του Γούντι Άλεν στους κινηματογράφους, το νέο πρότζεκτ του Γουές Άντερσον στο Netflix, σύμπτωση χρονική, ας τη βάλουμε κάτω να δούμε τι μπορεί να βγάλει. 

Υπάρχουν ένα σωρό λόγοι να κακολογήσει κανείς τα «Γυρίσματα της Τύχης», αλλά όσο δίκαιο θα ήταν να το κάνει, άλλο τόσο και άδικο. Θέλω να πω ότι το γεγονός πως είναι στην πιο επιεική εκδοχή μέτρια, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει, αλλά αντίθετα ήταν το πολύ πιθανότερο εξαρχής. Δεν είναι μόνο ότι πρόκειται για την πεντηκοστή ταινία του Άλεν (οπότε τι ακριβώς καινούργιο να περιμένει κανείς να δει, που δεν έχει ήδη δει στις προηγούμενες σαράντα εννέα), δεν είναι μόνο ότι ο Γούντι Άλεν βρίσκεται πια στα ογδόντα οκτώ του (το οποία συγκριτικά ίσως είναι και το λιγότερο σημαντικό), είναι κυρίως ότι η δημιουργική του πτώση είναι αρκετά σταθερή και αρκετά συνεπής εδώ και χρόνια, για να μπορέσει να μιλήσει κανείς για διάψευση προσδοκιών. Θα μπορούσαμε δίπλα της να κολλήσουμε και τη διαρκή ανακύκλωση θεματικών και μοτίβων, αλλά αυτή ήταν μάλλον πάντοτε παρούσα, οπότε η βασική διαφορά είναι ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα και για μεγάλο αριθμό ταινιών ήταν μια ανακύκλωση που οδηγούσε και σε ανασύνθεση και σε εξέταση παρεμφερών προβληματικών από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Όχι πια, όχι την τελευταία δεκαετία.  

 

 

Ωστόσο υπάρχει μία βασική διαφοροποίηση σε σχέση με τις προηγούμενες σαράντα εννέα ταινίες: η γλώσσα. Όταν πριν λίγες εβδομάδες σε άλλη προβολή, άρχισε να παίζεται το τρέιλερ των «Γυρισμάτων της Τύχης» και έβλεπα Γάλλους ηθοποιούς να μιλούν στα γαλλικά, δεν πήγε καν ο νους μου. Κι όταν κάπου προς τα μισά του τρέιλερ αναφέρεται ότι πρόκειται για τη νέα ταινία του Γούντι Άλεν ξαφνιάστηκα αυθεντικά. Είναι σαν η γαλλική γλώσσα να έκανε την πιθανότητα τελείως εξοβελισμένη από το μυαλό μου, σαν η αγγλική γλώσσα να αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο του κόσμου του. Αλλά αν έβλεπε κανείς ολόκληρη την ταινία χωρίς να ξέρει, τότε θα πήγαινε ο νους του και θα έλεγε ότι πρόκειται για ξεπατικωσούρα Γούντι Άλεν, για κακό Γούντι Άλεν. 

Η ηρωίδα ονομάζεται Φανί Μορό (έχοντας πάρει προφανώς το επίθετό της από τη Ζαν Μορό και πιθανώς το όνομά της από τη Φανί Αρντάν). Έχει μια καλή δουλειά, αλλά κυρίως έχει ένα σύζυγο που το επάγγελμά του είναι να κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους, με αποτέλεσμα να έχει γίνει κι ο ίδιος πλούσιος. Και μπορεί να την έχει κάνει να προσαρμόσει κάπως τη ζωή της στη δική του, καθώς το δικό του πρόγραμμα βασικά ακολουθούν και με τους δικούς του φίλους κάνουν παρέα, αλλά της είναι αφοσιωμένος και της προσφέρει απλόχερα εκτός από την αφοσίωσή του και μια ζωή πολυτελή.

Όλα καλά ή όλα περίπου καλά, μέχρι που στους δρόμους του Παρισιού θα πέσει πάνω στη Φανί ο παλιός συμμαθητής. Είναι φυσικά συγγραφέας και τον λένε Αλέν, γιατί στο σινεμά του Άλεν, οι φαντασιώσεις, τα alter ego και οι εναλλακτικές πτυχές της πραγματικότητας είναι κυρίαρχα. Πήγαιναν μαζί σχολείο στη Νέα Υόρκη, τι σύμπτωση που τη συναντά τώρα στο Παρίσι και πόσο ερωτευμένος ήταν τότε μαζί της, αλλά δεν είχε τολμήσει να το εξωτερικεύσει ποτέ, τώρα όμως τολμά, για το παρελθόν άλλωστε μιλά και χα χα χα και χου χου χου, και τώρα που ξαναβρεθήκαμε να τα πούμε βρε παιδί μου, και να τα μεσημεριανά διαλείμματα από τη δουλειά της και να που τελικά την πηγαίνει και στη σοφίτα του και να τα μακαρόνια με κιμά που της φτιάχνει, τα οποία όμως μάλλον θα κρυώσουν και το αν θα φαγωθούν έστω κρύα είναι ίσως το μοναδικό θέμα με σασπένς. Άνθρωποι που ξελογιάζονται με άλλους ανθρώπους ενώ έχουν ταίρι, οι αλλαγές που θα φέρει το ξελόγιασμα, ο καταλυτικός ρόλος της τύχης στη ζωή μας, που από μόνη της άλλωστε είναι μια απιθανότητα, κι όλα αυτά τα χιλιοειπωμένα, τα χιλιογουντιαλενομένα. 

 

 

Πενήντα ταινίες. Αριθμός που φέρνει ίλιγγο και προκαλεί δέος. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν δει πενήντα ταινίες στο σινεμά στη ζωή τους. Κι ο Γούντι Άλεν τις έφτιαξε. 

Μολονότι φυσικά έχει κάνει κι εκείνος στη διάρκεια της καριέρας του τις αναζητήσεις του στη φόρμα, σε γενικές πάντως γραμμές δεν έδωσε εκεί την έμφασή του, καθώς ο κινηματογράφος είναι για τον Γούντι Άλεν το μέσο δια του οποίου λέει τις ιστορίες του. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι με το σώμα της φιλμογραφίας του έχει δημιουργήσει τον προσωπικό του κόσμο. Ο κόσμος του είναι ένας κόσμος φτιαγμένος από ανθρώπινες σχέσεις, συναισθήματα και ανθρώπους που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Η κάμερα τους παρακολουθεί, τους καταγράφει, σπανίως κάνει κάτι παραπάνω, σπανίως διεκδικεί για τον εαυτό της άλλο ρόλο.  

 

Εντελώς αναμφίβολος είναι και ο κόσμος του Γουές Άντερσον. Εντελώς αναμφίβολος αλλά και πολύ διαφορετικών συστατικών. Είναι ένας κόσμος που δίνει μεγάλη έμφαση στη φόρμα, στην εικόνα, στο κάδρο στην αισθητική, για τον Άντερσον το σινεμά δεν είναι μέσο αφήγησης ιστοριών, είναι σαν να λειτουργεί αντίστροφα και οι ιστορίες να αποτελούν το μέσο μέσω του οποίου κάνει σινεμά, κατασκευάζει σινεμά, αφηγείται το σινεμά. 

Μετά το αποτυχημένο “Αsteroid City” (που είχε διαδεχθεί όμως την υπέροχη «Γαλλική Αποστολή») έρχεται σχεδόν στο καπάκι στο Νetflix μια μικρή τετραλογία με μεταφορά διηγημάτων του Ρόαλντ Νταλ. Ο Άντερσον έχει καταπιαστεί και στο παρελθόν με εξαιρετικά αποτελέσματα με τον Νταλ, με τον «Απίθανο Κύριο Φοξ». Tώρα μας παρουσιάζει μια ταινία μεσαίου μήκους, το “The Wonderful Story of Henry Sugar“, που διαρκεί 39 λεπτά, και τρεις μικρού, τα “Poison”, “The Swan”, “The Rat Cather”, διαρκείας 17 λεπτών το καθένα. Ένα σετ ηθοποιών εναλλάσσεται στα τέσσερα αυτά έργα, σε πλήρη αρμονία και συγχρονισμό με όσα τους ζητά ο Άντερσον: Ρέιφ Φάινς. Μπεν Κίνγκσλεϊ,  Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Ντεβ Πατέλ, Ρούπερτ Φρεντ, Ρίτσαρντ Αγιοάντε. 

 

 

Πριν την τετραλογία του ο Άντερσον μετρούσε έντεκα και όχι σαράντα εννέα ταινίες, ενώ είναι πενήντα τεσσάρων ετών και όχι ογδόντα οκτώ. Όπως στον Γούντι Άλεν αναλογεί να βρίσκεται στο τέλος της καριέρας του και δικαιούται να είναι εξαντλημένος, αναμασημένος και κουρασμένος, έτσι και στον Γουές Άντερσον αναλογεί να βρίσκεται σε δημιουργική ακμή και όντως βρίσκεται σε δημιουργική ακμή.  

Εδώ, απελευθερωμένος από τα ναρκοπέδια της εκδήλωσης συναισθημάτων από άνθρωπο σε άνθρωπο, απελευθερωμένος από τα ναρκοπέδια των ανθρωπίνων σχέσεων, απελευθερωμένος από την υποχρέωση να μιλήσει με αποστασιοποιημένο και ποζάτο βλέμμα στην καρδιά μας, δανείζεται το λοξό βλέμμα και την υπέροχη γλώσσα του Νταλ και μας προσφέρει με την «Υπέροχη Ιστορία του Χένρι Σούγκαρ» ένα κομψοτέχνημα.

 

 

Τα υπόλοιπα τρία μικρού μήκους και λόγω χρόνου και λόγω μεγέθους δεν φτάνουν στο ύψος του, παραμένοντας όμως όλα τους απολαυστικά. Τα δύο από τα τρία μοιάζουν περισσότερο με παιχνίδια (το “Τhe Rat Catcher” προσφέρει έναν Ρέιφ Φάινς instant cult και στο “Poison” ο Άντερσον κάνει την καθόλου αυτονόητη στους καιρούς που ζούμε -και κατ’ εμέ απόλυτα επαινετή- επιλογή να μη λογοκρίνει τον Νταλ, όπως δυστυχώς έκαναν ήδη σε κάποια βιβλία του), ενώ το “Τhe Swan” με την κατάληξή του είναι εκείνο που θα μας φέρει πιο κοντά στη συγκίνηση και από τα τέσσερα.

Πώς θα ήταν αν κάποιος μπορούσε να δει με άλλον τρόπο εκτός από τα μάτια του και πώς θα ήταν αν είχε ένα τρόπο να βγάζει άπειρα λεφτά; Πώς θα ήταν αν ένα φίδι είχε κοιμηθεί πάνω στην κοιλιά ενός ξαπλωμένου ανάσκελα ανθρώπου, έτσι ώστε αν εκείνος έκανε την παραμικρή κίνηση θα το ξυπνούσε και θα τον δάγκωνε θανατηφόρα; Ποια είναι τα προσόντα που πρέπει να έχει ένας κυνηγός ποντικιών και ως πού μπορεί να φτάσει την τέχνη του; Με ποιον τρόπο μπορεί να επιβιώσει ένα αγοράκι από το άγριο και δυνάμει δολοφονικό μπούλινγκ μεγαλυτέρων αγοριών; Δεν είναι ότι δεν έχουν θέματα να αναλύσεις και οι τέσσερις ιστορίες του. Έχουν. Αλλά είναι σαν τα θέματα που βάζουν να μην είναι τελικά και το σημαντικότερο θέμα.

 

 

Περισσότερο από ποτέ άλλοτε ο Άντερσον επιμένει να μας δείχνει πόσο κατασκευή είναι η οπτικοακουστική αναπαράσταση μιας ιστορίας, πόσο κατασκευή είναι το σινεμά, επιμένει να μας μιλά για τη γλώσσα του σινεμά, να πειραματίζεται με αυτήν, να γιορτάζει μαζί της. Η προσωπική του γλώσσα, το προσωπικό του ιδίωμα, η προσωπική του αισθητική, μας ζητούν να απελευθερωθούμε από την προσποίηση ότι τώρα παρακολουθούμε ιστορίες που διαδραματίζονται εντός μιας αντικειμενικής πραγματικότητας, μας ζητούν να αντιληφθούμε ότι στο σινεμά υπάρχει μόνο μια πραγματικότητα και αυτή είναι αισθητική, η αισθητική ορίζει ό,τι βλέπουμε, είτε με την παρουσία της είτε με την απουσία της.

Ας αναλογιστούμε πόσο πιο φτωχό θα ήταν το σινεμά αν έλειπαν οι αισθητικές αναζητήσεις και η συνομιλία με το μέσο και τη γλώσσα του, αν το σινεμά επένδυε μόνο στα αναπαριστώμενα γεγονότα, αν δεν υπήρχε ο Γουές Άντερσον. Κι ας αναλογιστούμε πόσο πιο φτωχό θα ήταν το σινεμά και οι ζωές μας αν δεν υπήρχε και η ασίγαστη δίψα να αφηγείσαι ιστορίες για ανθρώπινες σχέσεις, για έρωτες, για παιχνίδια της τύχης, για εγκλήματα και τύψεις ή την έλλειψή τους, για υπαρξιακές αγωνίες και νευρώσεις, για ανθρώπους που σχετίζονται με άλλους ανθρώπους και έτσι και αλλιώς, για ανθρώπους που σχετίζονται με τον εαυτό τους και έτσι και αλλιώς, ας αναλογιστούμε πόσο πιο φτωχό θα ήταν το σινεμά και οι ζωές μας αν δεν υπήρχε ο Γούντι Άλεν.

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.