“Asteroid City” – Ο καινούργιος Γουές Άντερσον: Το πένθος και η ποζεριά

Μακριά από μένα, κακό συναίσθημα

“Asteroid City”, καινούργιος Γουές Άντερσον, τέλη Ιουνίου, θερινό σινεμά, προβολή στις 9:00, αρκετοί ως πολλοί θεατές, θέλω να τους πιάσω έναν – έναν, με πρώτο φυσικά εμένα, και να μας ρωτήσω: καταλαβαίνουμε πόσο λάθος είναι αυτό που κάνουμε τώρα; Καταλαβαίνουμε πόσο δεν έχει καμία λογική; Δηλαδή ήρθαμε να δούμε Άντερσον και το πρώτο μισάωρο τα χρώματα της ταινίας θα τα βλέπουμε στο περίπου, αφού δεν θα έχει ακόμα νυχτώσει εντελώς;

Για ποιο λόγο μπορεί να πηγαίνει να δει κανείς Γουες Άντερσον αν όχι για τα χρώματα, το στυλ, την ατμόσφαιρα; Για τους ήρωές του; Όχι δα. Για την ιστορία; Όχι δα. Κι άλλωστε ποια ιστορία απ’ όλες; Δεν έχει αποφασίσει εδώ και καιρό να μην διηγείται μια και μόνη ιστορία, αλλά ιστορίες μέσα σε ιστορίες, μέσα σε άλλες ιστορίες, προκειμένου είτε να νιώθει όσο το δυνατόν πιο απελευθερωμένος από τα δεσμά τους, τους περιορισμούς και τις προσδοκίες μιας συμβατικής αφήγησης, είτε κυρίως να δείχνει όσο το δυνατόν περισσότερο πόσο όλες οι ιστορίες είναι κατασκευές, τεχνουργήματα φτιαγμένα από ανθρώπους και όχι κιβωτοί διάσωσης και πομποί μετάδοσης της αλήθειας των ανθρώπων;

Κάποια στιγμή ο ουρανός πάνω από την Κηφισίας ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το τελευταίο ίχνος φωτός. Είναι σαν να έχει περάσει ένα στρώμα από πάνω του και να το έχει σβήσει όλο, εκτός από κάπου εκεί στο βάθος, όπου τώρα μπαίνει η τελευταία πινελιά. Ρίχνω κλεφτές ματιές. Κάτι κάνει κι η φύση από στυλ, ε Γουες; Αργότερα θα ανοίξουν τα κλασικά παράθυρα των κλασικών πολυκατοικιών που βρίσκονται πίσω ή γύρω από σχεδόν κάθε αθηναϊκό θερινό. Θα ρίξω όπως πάντα κλεφτές ματιές, σιωπηλός μάρτυς των rear windows. Μέσα σε κάθε διαμέρισμα διαδραματίζονται αληθινές ιστορίες, με αληθινές συγκινήσεις. Δεν σε αφορούν, Γουες, oι συγκινήσεις σου εδράζονται αλλού.  Και κάθε άλλο παρά καινούργιο είναι αυτό. Γράφαμε με αφορμή το “The Grand Budapest Hotel”, ότι ο Άντερσον είναι σαν να λέει ότι συγκινήσεις σε πρώτο πλάνο δεν με ενδιαφέρει να δώσω, η συγκίνηση είναι πίσω από τις ταινίες μου, είναι αυτό που με κάνει εμένα να χτίζω τους κόσμους μου, τα παιχνίδια μου, τα ξενοδοχεία μου.

Ξέρω ότι οι καλοθελητές θα στα προφτάσουν Γουες και δεν θα ήθελα επ’ ουδενί να με παρεξηγήσεις: είσαι πολύ μεγάλος κινηματογραφικός δημιουργός, έχεις κάτι το ιδιοφυές, οι κόσμοι σου δεν υπήρχαν πριν από σένα και δεν θα υπάρχουν μετά από σένα, μόνο λίγο δεν είναι αυτό που έχεις φέρει στο σινεμά. Κι όταν πετυχαίνει, όπως στο “Grand Budapest” και ακόμα περισσότερο στη θεσπέσια «Γαλλική Αποστολή», τότε ως θεατής παρασύρεσαι, αγαλλιάζεις, γεμίζεις ευφορία. Aλλά κι όταν αποτυγχάνει πολύ, όπως στο “Asteroid City”, δεν είναι ότι περνάς συνολικά άσχημα, πάλι ωραία περνάς, πάλι σου γαργαλάει ευφρόσυνα αδιαπραγμάτευτα τα μάτια, αλλά ενίοτε και διαπραγματεύσιμα και το μυαλό. 

Όσο για την καρδιά, το πάγιο θέμα με τη θέση του συναισθήματος στη φιλμογραφία του Άντερσον, το πάγιο θέμα με τον λοξό και συχνά αποστασιοποιημένο τρόπο προσέγγισής του, μπαίνει υπό μία έννοια σε πρώτο πλάνο. Δεν είμαι σίγουρος αν μπαίνει συνειδητά ή όχι, μπαίνει πάντως εκ των πραγμάτων.

Έχει πεθάνει λοιπόν η μαμά ενός εφήβου και τριών μικρών κοριτσιών. Και ο άντρας της και μπαμπάς των παιδιών πρέπει επιτέλους να τους το ανακοινώσει. Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες και τους το κρατάει κρυφό, ακριβώς επειδή δυσκολεύεται. Έχει τις στάχτες της σε ένα τάπερ. Και οκ, το τάπερ από μόνο του περίεργο είναι, γλυκόπικρο είναι, όπως θέλει κανείς το βλέπει, πάντως κάτι είναι. Η ανακοίνωση όμως του γονιού προς τα παιδιά τι είναι; Τι παρακολουθούμε εμείς ως θεατές εκείνη την ώρα; Ποια είναι η θέση μας; Όχι ποια «πρέπει» να είναι – τίποτα δεν πρέπει. Αλλά έχουμε έρθει να δούμε μια ταινία. Και ένας πατέρας ανακοινώνει στα παιδιά του αυτό το πράγμα.

Εμείς λοιπόν να νιώσουμε ή να μη νιώσουμε τίποτα; Να το προσπεράσουμε με τόση ευκολία, γιατί; Επειδή δεν έχει πεθάνει κανείς αληθινός άνθρωπος και δεν θα νιώσει τον χαμό του κανένα αληθινό κοριτσάκι; Επειδή είναι ένα θεατρικό μέσα σε ένα τηλεοπτικό μέσα σε μια ταινία, επειδή είναι ψέματα και όχι αλήθεια; Ή μήπως το ζήτημα είναι ακριβώς η απεικόνιση αυτής της αμηχανίας; Να δούμε τη σκηνή όχι ως θεατές αλλά ως ερασιτέχνες ψυχαναλυτές του Άντερσον: «Κοιτάξτε, κοιτάξτε, δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω λέμε»;

Μα δεν έχουμε γκώσει ως καταναλωτές ιστοριών από τον βομβαρδισμό συναισθηματισμού και την αναπαράσταση των συναισθημάτων, μα δεν είναι ευχάριστη αλλαγή μια τέτοια αντιμετώπιση; Μια άλλου τύπου, ναι, μπορεί και να ήταν. Η συγκεκριμένη, όχι, καθόλου. Είναι άλλο να θες να μιλήσεις για την περίεργη σχέση σου με το συναίσθημα και εν προκειμένω το πένθος και την οδύνη και εντελώς άλλο να γράφεις, να σκηνοθετείς και να τοποθετείς στην ιστορία σου τέτοιες σκηνές. Και εν πάση περιπτώσει η φάση δεν είναι μόνο το alter ego σου, ο Σουόρτσμαν, η φάση δεν είναι μόνο ο γιος του που του μοιάζει και φατσικά, η φάση είναι και τα τρία κοριτσάκια. Τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε με αυτά; Props είναι; 

Ενάμισι χρόνο πριν, κατενθουσιασμένος με τη «Γαλλική Αποστολή», έγραφα ότι ο Άντερσον «δεν σταματά να εξελίσσει την προσωπική του γλώσσα, δεν σταματά να ανεβαίνει πίστες και νιώθεις ότι αν στην επόμενη πίστα ξεκλειδώσει τη σχέση του με το συναίσθημα, τολμήσει να έρθει πιο κοντά στους ήρωές του και κάνει λίγο πιο πέρα την αποστασιοποιημένη κουλ προσέγγισή του, τότε η «Γαλλική Αποστολή» θα συναντήσει την «Οικογένεια Τενενμπάουμ» και το σινεμά θα έχει αποκτήσει ένα αριστούργημα ολκής». Δυστυχώς με το “Αsteroid City”, το βήμα είναι προς τα πίσω, καθώς και ο κινηματογραφικός κόσμος που δημιουργεί είναι πολύ λιγότερο πλούσιος, αλλά και δεν σε εμπλέκει ως θεατή στην ιστορία καθόλου. 

Η σκηνή που οι τυπικά γουεσαντερσονικές φιγούρες, με τους εφήβους που είναι διάνοιες και νερντς μαζί, να κάθονται σε έναν κύκλο και να απομνημονεύουν ονόματα, είναι ίσως η πιο κατάλληλη μεταφορά για την ίδια την ταινία: όσο εντυπωσιακό κι αν είναι αυτό που κάνουν, άλλο τόσο και στερούμενο οποιουδήποτε άλλου νοήματος, πέραν της επίδειξης των δυνατοτήτων τους.

Το “Αsteroid City” δεν είναι μια προσπάθεια του Άντερσον να επικοινωνήσει με τον θεατή, να συνδεθεί μαζί του, για να του προξενήσει μια ανταπόκριση. Είναι περισσότερο μια μονομερής επίδειξη αισθητικών δυνατοτήτων, μια μονομερής χειρονομία, μια πολύ χαριτωμένη μπούρδα. Ίσως μόνο ο εξωγήινος πρόλαβε να χωρέσει κάτι ανθρώπινο, εύθραστο και μη ποζεράδικο στο βλέμμα του. Ίσως πάλι ήμασταν εμείς ως θεατές που απλά το αναζητούσαμε και προσπαθούσαμε να το ανιχνεύσουμε κάπου.  

Jake Ryan as “Woodrow”, Jason Schwartzman as “Augie Steenbeck” and Tom Hanks as “Stanley Zak” in writer/director Wes Anderson’s ASTEROID CITY, a Focus Features release. Credit: Courtesy of Pop. 87 Productions/Focus Features

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.