Yπάρχει ένας κόσμος που ένα κορυφαίου κύρους και υψηλότατης αναγνωσιμότητας, με εκατοντάδες χιλιάδες συνδρομητές σε όλο τον πλανήτη, εβδομαδιαίο περιοδικό, με ύλη που καλύπτει από τη διεθνή πολιτική ως τις τέχνες, τη μόδα, τη γαστρονομία και ιστορίες ανθρώπινου ενδιαφέροντος, γράφεται και εκδίδεται στα αγγλικά, σε μια επαρχιακή κωμόπολη της Γαλλίας, και κυκλοφορεί ως κυριακάτικο ένθετο μιας εφημερίδας που έχει έδρα σε μια σχεδόν μηδενικού πληθυσμού περιοχή του Κάνσας: είναι ο κόσμος του Γουές Άντερσον.
Κι όσο αρκετά ως πολύ βάσιμη κι αν είναι η παρατήρηση, ότι αν είσαι ήδη λάτρης του κόσμου του Γουές Άντερσον, τότε θα λατρέψεις και τη «Γαλλική Αποστολή», ενώ αν ο κόσμος του δεν σου είπε ποτέ κάτι, τότε δεν πρόκειται να αλλάξει η σχέση σου μαζί του με τη «Γαλλική Αποστολή», είναι μια παρατήρηση που θα μείνει λειψή, αν δεν προσπαθήσει να συμπεριλάβει και όλους εκείνους που στέκονται κάπου στη μέση και κάπως αμφίθυμοι απέναντί του. Είμαι ένας από αυτούς. Και χωρίς -εννοείται- να παριστάνω ότι μιλώ εξ ονόματός τους, μπορώ όμως να πω ότι αν το κρίσιμο μέγεθος για την αποτίμηση της αξίας της ταινίας είναι όσοι παραμένουν επιφυλακτικά ανοιχτοί στο σινεμά του, τότε προσωπικά τουλάχιστον θεωρώ τη «Γαλλική Αποστολή» μια πολύ μεγάλη ταινία.
Κι αν παρόλα αυτά και ακόμη και τώρα, εξακολουθώ να έχω ως πιο αγαπημένη μου δική του τους «Υπέροχους Τένεμπαουμ» (γιατί εξακολουθεί να με έχει συγκινήσει και εμπλέξει με τους ήρωές της και την ιστορία τους περισσότερο απ’ όλες), δεν μπορώ παρά να δω με δέος τη «Γαλλική Αποστολή», δεν μπορώ παρά να πω ότι είναι μια ταινία που βλέπεις με διαρκή ευφορική κατάπληξη, με ευφορική κατάπληξη που ξεκινά από το πρώτο πλάνο και θα συνεχιστεί ως το τελευταίο, μια ταινία που η κατάπληξή σου παραμένει σε συνεχή ροή, καθώς δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πόσος πλούτος μπορεί να χωρέσει σε εκατόν τόσα λεπτά, πόσες ατέλειωτες εικόνες μπορούν να χωρέσουν σε εκατόν τόσα λεπτά και πόση ατέλειωτη λεπτομέρεια και έμπνευση μπορεί να χωρέσει μέσα τους, πόσο προϊόν έρωτα είναι το κάθε ένα κάδρο, ενός έρωτα που ξεκινά από την έμπνευση και το όραμα και ολοκληρώνεται οργασμικά στη λεπτοβελονιά της πραγματοποίησης.
Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω οπωσδήποτε δίκιο κι ότι είναι δυο τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες, αλλά στο μυαλό μου αυτή τη στιγμή, λίγες μέρες μετά τη θέασή της μιας και κάποια χρόνια μετά τη θέαση της άλλης, έτσι τις βλέπω, σε κάποιου είδους αντιδιαστολή, παρά την κατά τα άλλα προφανή τους συγγένεια: ενώ και με το “Grand Budapest Hotel” o Άντερσον είχε φτάσει σε μια τελειοποίηση του ιδιώματος της κινηματογραφικής του γλώσσας, στη «Γαλλική Αποστολή» καταφέρνει να πάρει το πάνω χέρι ακόμα κι από την ίδια του την αισθητική, καταφέρνει να χρησιμοποιήσει την αισθητική του και τη γλώσσα του, προκειμένου να υπηρετήσουν την ταινία του αντί να τα υπηρετεί η ταινία του, προκειμένου να φτιάξει ένα οικοδόμημα απόλυτα σίγουρο για τον εαυτό του αλλά όχι ναρκισσευόμενο, προκειμένου να παρουσιάσει ένα δημιούργημα εντελώς εντυπωσιακό αλλά όχι επιδειξιομανές.
Ίσως η επίδραση που έχει πάνω σου η «Γαλλική Αποστολή» παρόλη την οπτική της φαντασμαγορία -ή ίσως ακριβώς εξαιτίας της- είναι μια επίδραση μουσική: ο ιδανικότερος τρόπος να την παρακολουθήσεις είναι σαν να ακούς μουσική.
Ίσως επίσης η επίδραση που έχει πάνω σου η «Γαλλική Αποστολή» είναι μια επίδραση ταξιδιωτική: ο ιδανικότερος τρόπος να την παρακολουθήσεις είναι σαν να έχεις πάει ένα ταξίδι. Και οι εικόνες περνάνε μπροστά από τα μάτια σου σαν σε παράθυρο αυτοκινήτου ή τρένου. Και τα πλάνα εναλλάσσονται μπροστά στα μάτια σου, όπως οι νότες συνθέτουν μια μελωδία. Όλα αυτά όχι γιατί η ταινία δεν έχει να πει και κάτι σε επίπεδο ιστοριών και νοημάτων. Έχει κι εκεί. Αλλά παρόλο το γράμμα αγάπης του Άντερσον στους γραφιάδες και τους αρχισυντάκτες τέτοιου τύπου περιοδικών, παρόλο το γράμμα αγάπης του Άντερσον στη συγκεκριμένη κουλτούρα και στον συγκεκριμένο μικρόκοσμο, παρόλο το γράμμα αγάπης του Άντερσον στα περιοδικά που η γραφή είναι μαζί δημοσιογραφική, δοκιμιακή και λογοτεχνική, εκείνο που καθιστά την ταινία του μεγάλη είναι η δική του γραφή.
Κι ίσως, αν με το “Grand Budapest Hotel” έφτασε στο απόγειο της κατασκευαστικής του αρτιότητας, για να έρθει με τη «Γαλλική Αποστολή» και να δραπετεύσει από τη χρυσή φυλακή που η ίδια του η αρτιότητα του είχε χτίσει, κατασκευάζοντας κάτι ακόμα πιο σύνθετο, ακόμη πιο ιδιοπρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα και με μια παραγωγή ομορφιάς που δεν έπασχε από ωραιοπάθεια, μακάρι σε μία από τις επόμενες ταινίες του να μη χρειαστεί να είναι κομμένη η σελίδα του άρθρου με τις τελευταίες λέξεις του Νεσκαφιέ, μακάρι να δραπετεύσει από τις φοβικές αποστάσεις που κρατά από το παραδοσιακό συναίσθημα, μακάρι οι ήρωές του να εξακολουθούν να έχουν λοξά ονόματα όπως Νεσκαφιέ, μακάρι να καταφέρει να αποκτήσει επαφή με το συναίσθημα των ηρώων του λιγότερο αποστασιοποιημένα και λιγότερο κουλ, μακάρι να καταφέρει να ενώσει εκείνες τις αλησμόνητες ρωγμές των Τένεμπαουμ με όλη αυτή την συγκλονιστική πλήρωση όλης της υπόλοιπης τέχνης του. Γιατί είναι ένας αληθινός καλλιτέχνης, ένας από εκείνα τα καλλιτεχνικά μεγέθη που αντιλαμβάνεσαι ότι είναι αλλού.