H συγκίνηση πίσω απ’ το ξενοδοχείο

Mε αφορμή το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» του Γουές Άντερσον

Περνάνε τα χρόνια κι αρχίζουν και συσσωρεύονται σε αυτή τη στήλη ταινίες αγαπημένων σκηνοθετών. ‘Ετσι μετά τον «Απίθανο κύριο Φοξ» και το «Moonrise Kingdom» σειρά τώρα του «Ξενοδοχείου Grand Budapest». Αλλά o χαρακτηρισμός «αγαπημένος» είναι μάλλον υπερβολικός αναφορικά με τον Γουές Άντερσον. Θα ήταν αγαπημένος, αν οι ταινίες του ήταν πιο κοντά στην «Οικογένεια Τενεμπάουμ», τo μοναδικό του έργο κατά τη γνώμη μου, στο οποίο χωρίς να απαρνηθεί το ύφος του -το ακριβώς αντίθετο-, χωρίς να απαρνηθεί το λοξό βλέμμα και το αποστασιοποιημένο χιούμορ, δεν φοβήθηκε να δημιουργήσει ρωγμές στην αποστασιοποίηση και να αντιμετωπίσει το συναίσθημα και τη συγκίνηση κατά πρόσωπο. Κάπως έτσι, ενώ εκτιμούσα ό,τι άλλο έχει κάνει μετά τους Τενεμπάουμ, δεν έπαυε να μου λείπει η συναισθηματική συμμετοχή που μου προκάλεσαν εκείνοι. Από συμμέτοχος λοιπόν σταδιακά μετατράπηκα σε θεατή θαυμαστή του προσωπικού κινηματογραφικού του κόσμου, που ολοένα και πιο διακριτά έφτιαχνε σε κάθε ταινία. Και σκέφτομαι πως δεν αντιφάσκει με αυτό που λέω το γεγονός πως πχ. «Ο Απίθανος κύριος Φοξ» έχει τελικά γράψει καλύτερα μέσα μου από το «Μοοnrise Kingdom», μολονότι το δεύτερο είναι εκ πρώτης όψεως πιο κοντά σε νοήματα και σε συναισθήματα και συγκινήσεις: ο κύριος Φοξ σε αποζημίωνε περισσότερο ως θεατή – θαυμαστή, ήξερε περισσότερο τι ήθελε και απενοχοποιημένα το κυνηγούσε, ενώ το «Μοοnrise», με την αμφιταλάντευση του ως προς το πώς θα χειριστεί το συναίσθημα, κάπου το έχανε.

Και σε αυτό ακριβώς το πνεύμα απόλαυσα πάρα πολύ το «Ξενοδοχείο Grand Budapest», επειδή θεωρώ ότι πρόκειται για την τελειοποίηση του προσωπικού ιδιώματος του Άντερσον. Δεν θα σταθώ λοιπόν καθόλου στο ιστορικό ή όποιο άλλο συμβολικό πλαίσιο της ταινίας. Δεν θέλω να λάβω κάποιο μήνυμα για τον φασισμό ή για τους μετανάστες από το Grand Budapest. Νομίζω πως θα την αδικήσω αν τη κρίνω με αυτά τα κριτήρια. Δεν με ενδιαφέρει και δεν θα ασχοληθώ με το αν σκοπός του Άντερσον ήταν και αυτός, το να μιλήσει δηλαδή για θέματα που άπτονται της Ευρώπης του μεσοπολέμου, κι ας μνημονεύει ρητά τον Στέφαν Τσβάιχ ως επιρροή. Θα πάρω την ταινία για αυτό που νομίζω ότι είναι: η καλλιτεχνική αποθέωση του κόσμου του, η αποθέωση του τρόπου που φτιάχνει ταινίες. Μια τέλεια κατασκευή είναι. Μια κατασκευή που φυσικά έχει ψυχή και όραμα, αλλά νομίζω ακριβώς πως πρόκειται για τη ψυχή και το όραμα της τελειοποίησης μιας ιδιωματικής κινηματογραφικής γλώσσας. Δεν υπήρχε ο κόσμος των ταινιών του Γουές Άντερσον πριν τον Γουές Άντερσον. Επιρροές προφανώς και υπάρχουν, αλλά αυτό το τελικό σύνολο είναι κάτι εντελώς δικό του. Βλέπω λοιπόν την ταινία ως την τελειοποίηση αυτού του κόσμου. Που θα μπορούσε να είναι ένα παιχνίδι αγοριού σε προεφηβική ηλικία ή στα σύνορα προεφηβείας – εφηβείας. Υπό μία έννοια ο Άντερσον θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα ιδιοφυές νερντ της παρέας του “Big Bang Theory”. Αυτή είναι η φόρμα μου, αυτή η μορφή μου, αυτή η υπογραφή μου,  αυτό που έχω να προσφέρω ως διαφορετικό.

Mια ιστορία μέσα σε μια ιστορία μέσα σε μια ιστορία. Ξεκινάμε με τη σημερινή εποχή όπου μια αναγνώστρια κρατάει το βιβλίο που έχει γράψει ο συγγραφέας, πηγαίνουμε στον συγγραφέα σε μεγάλη ηλικία που έγραψε το βιβλίο το 1985, μετά πηγαίνουμε στο 1968 όταν σε νεαρότερη ηλικία πήγε στο ξενοδοχείο και ο ιδιοκτήτητης του αφηγήθηκε την ιστορία, για να μεταφερθούμε στο 1932 που διαδραματίζεται η ιστορία. Ο ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου, ο κύριος Γκουστάβ, παρφουμαρισμένος σε υπερθετικό βαθμό, δανδής, άνθρωπος που αποκαλεί τους άλλους «αγάπη μου», εραστής γερασμένων μέχρι και υπέργηρων ξανθών πλουσίων πελατισσών, αλλά την ίδια ώρα και βωμολόχος και έτοιμος να πιαστεί στα χέρια με SS (ή μάλλον ΖΖ στον κόσμο του Άντερσον) ή βαρυποινίτες. Μια από τις πελάτισσες αυτές θα του κληροδοτήσει έναν πολύτιμο πίνακα, το «Αγόρι με το Μήλο» και ο κύριος Γκουστάβ με τον προστατευόμενό του, έναν μελαμψό πρόσφυγα με το εξωφρενικό όνομα «Ζero Moustafa», με τον «Μηδέν Μουσταφά» λοιπόν, θα μπλεχτούν σε μια εξωφρενική περιπέτεια.

«Ο κόσμος του κύριου Γκουστάβ είχε τελειώσει πριν καν μπει σʼ αυτόν, αλλά κατάφερε να διατηρήσει την ψευδαίσθηση με εξαιρετική χάρη». Ένας άντρας προσκολλημένος σε μια εποχή που έχει περάσει. Ένας άντρας που ζει σε μια άλλη εποχή. Ο Ρέιφ Φάινς έχοντας τον μόνο αληθινό ρόλο στην ταινία έχει το ταλέντο αλλά και την «εξαιρετική χάρη» να προχωρήσει το χαρακτήρα του πέρα από την καρικατούρα. Δίπλα του όλοι οι υπόλοιποι σταρ με τους μικρότερους έως cameo ρόλους τους (Εφ Μάρεϊ Έιμπραχαμ, Τζουντ Λο, Έντριεν Μπρόντι, Γουίλεμ Νταφόε, Λία Σεϊντού, Τομ Γουίλκινσον, Τζεφ Γκολντμπλουμ, Τίλντα Σουίντον, Ματιέ Αμαλρίκ, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Τζέισον Σβάρτσμαν, Έντουαρτ Νόρτον και άλλοι) καλά κάνουν και είναι καρικατούρες, γιατί αυτή είναι η αποστολή τους στην πινακοθήκη – κουκλοθέατρο του Άντερσον, η οποία αποτελεί απολαυστικό έργο τέχνης, γιατί μπορείς να σκεφτείς ότι όπως τη συνέλαβε, έτσι την έφτιαξε στα storyboards κι έτσι ακριβώς την παρέδωσε, χωρίς έκπτωση ή αστοχία.

Η ιστορία του Μουστάφα και της αγαπημένης του δεν αποτελεί τμήμα της ταινίας, παρά μόνο στο αρχικό ευχάριστο σκέλος της. Η δραματική συγκίνηση δεν κινηματογραφείται, μένει εκτός του σώματος της ταινίας, αλλά μνημειώνεται με τη διατήρηση ενός πολυδάπανου ξενοδοχείου, ενός ρετρό ερειπίου. Ο Άντερσον είναι σαν να λέει ότι συγκινήσεις σε πρώτο πλάνο δεν με ενδιαφέρει να δώσω, η συγκίνηση είναι πίσω από τις ταινίες μου, είναι αυτό που με κάνει εμένα να χτίζω τους κόσμους μου, τα παιχνίδια μου, τα ξενοδοχεία μου.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.