Η συγγραφέας Βίβιαν Στεργίου μιλάει εφ’ όλης της ύλης με αφορμή τον «Καύσωνα» στη Στέγη

«Θέλω στα διηγήματά μου να δημιουργηθεί χώρος για περισσότερη ενσυναίσθηση. Χώρος να κοιτάξουμε τους άλλους δίπλα μας λίγο διαφορετικά»

Η παράσταση Καύσωνας, αντλώντας στοιχεία από τα διηγήματα Μπλε Υγρό και το Δέρμα της Βίβιαν Στεργίου εμποτισμένα από στοιχεία αυτοσχεδιασμού αλλά και την προσωπική ματιά του σκηνοθέτη Γιάννη Παναγόπουλου, καταθέτει τον δικό της καυστικό σχολιασμό πάνω στη σύγχρονη ζωή των τριαντάρηδων.

Όλοι οι συντελεστές, ίδιας περίπου γενιάς μοιραζόμενοι κοινά βιώματα, εμπειρίες, σκέψεις και ανησυχίες συνυφαίνουν παραστασιακά μια φαντασιακή εθνογραφία για έναν κόσμο που οδεύει προς το τέρμα, αναμετρούμενοι πάντα με το παρόν και το μέλλον που στο μυαλό τους είχαν φτιάξει. Έτοιμοι για τα μεγάλα, αναζητούν τα μικρά, τα ουσιαστικά εκείνα που σε μια εποχή που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα μοιάζουν χαμένα. Μικρές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, σ’ ένα πλαίσιο που διαρκώς στενεύει. Με τα πρόσωπα να γραπώνονται απ’ τις τελετουργίες τους. Με την επικοινωνία τους να θρυμματίζεται.

 

© Pinelopi Gerasimou

 

Ο Καύσωνας είναι μια παράσταση για το ελληνικό καλοκαίρι, φτιαγμένη από όνειρα και εφιάλτες, ερωτισμό και ηδονοβλεψία ακολουθώντας τον πιο δύσκολο δρόμο: «Δεν είναι μια ρουτινιάρικη μεταφορά. Διαλέξαμε τον δυσκολότερο δρόμο για να δημιουργήσουμε αυτή την παράσταση», αναφέρει η Βίβιαν Στεργίου. «Η εύκολη λύση θα ήταν απλώς να πάρουμε τα κείμενα και πάνω σε αυτά να στήσουμε την παράσταση. Αυτό ήταν κάτι που δεν μας ενδιέφερε. Αντίθετα επιδιώξαμε να είναι κάτι προσωπικό και όλοι μας να εκτεθούμε, άλλος λεκτικά και άλλος σωματικά».

Η Βίβιαν Στεργίου είχε γνωριστεί πριν από χρόνια με τον Γιάννη Παναγόπουλο σε προηγούμενη δουλειά του για την Πειραματική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με έμπνευση από το Μπλε Υγρό και έτσι όταν έγραψε το δεύτερο βιβλίο της θα του το στείλει να το διαβάσει: «Έχω εμπιστοσύνη στην ικανότητα του Γιάννη να διαλέγει ικανά άτομα που δεν φοβούνται τη σκληρή δουλειά ενώ παράλληλα επιλέγει πάντα τον πιο δύσβατο δρόμο, εκείνον που δεν έχει ευκολίες. Η αρχική ιδέα προέκυψε στην πρώτη καραντίνα και από τότε δουλεύτηκε με πολύ κόπο. Είναι απαιτητικό να έχεις κείμενα στα χέρια σου λιτά, ποιητικά και να πρέπει να τα μεταφέρεις στη σκηνή».

Μια διαδικασία που απόλαυσε ιδιαίτερα η Βίβιαν Στεργίου παρότι είναι έξω από την ίδια και το πεδίο της μέχρι σήμερα δημιουργίας της που περιορίζεται στο βιβλίο. Για αυτό άλλωστε και δεν αποκλείεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες να την ξανασυναντήσουμε σε μια τέτοια θεατρική συνεργασία:

«Δε γνωρίζω πολλά για το θέατρο και την προετοιμασία μιας παράστασης αλλά απόλαυσα κάθε στιγμή της διαδικασίας, να βρίσκομαι ανάμεσα στην ομάδα και να γίνομαι παρατηρητής αυτού του θεατρικού κόσμου. Η δουλειά της συγγραφής είναι μοναχική, ενώ στο θέατρο ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Για αυτό δεν αποκλείω μελλοντικές συνεργασίες που εμπιστεύομαι αλλά φαντάζομαι τον εαυτό μου στον ρόλο εκείνου που μπορεί να βρίσκει και να δίνει τις λέξεις».

 

Βίβιαν Στεργίου, Φωτο: Dimitris Tiaris

 

Στον κόσμο των λέξεων αναζητούσε πάντα παρηγοριά

 

Ήταν μόλις 25 χρονών, απόφοιτη της Νομικής Αθηνών, όταν εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο, το Μπλε Υγρό. Εντυπωσιακό αν αναλογιστεί κανείς τις αγωνίες μετά τη φάση μιας αποφοίτησης για την ανεύρεση της επαγγελματικής ταυτότητας, ενώ πέντε χρόνια αργότερα και ενώ ολοκληρώνει το διδακτορικό της γράφει και το δεύτερο βιβλίο της Δέρμα:

 «Ήταν η ηλικία που νιώθεις κάπως να σου τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια σου, ενώ μόλις είχα πιάσει την πρώτη μου δουλειά σε δικηγορική εταιρία και ένιωθα τρομερά ασφυκτικά. Έτσι προσπάθησα να μεταβολίσω όλο αυτό το συναίσθημα».

Θα κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα να κάνει και πάντα έκανε, θα στραφεί στις λέξεις. Από τότε κιόλας που θυμάται τον εαυτό της η ανάγνωση των βιβλίων αλλά και η γραφή ήταν ο τρόπος της να κατανοεί τον εαυτό της, τον κόσμο της και τους γύρω της. Έτσι πορευόταν.

Θυμάται τον εαυτό της μικρή να μένει ατελείωτες ώρες στη Δημοτική Βιβλιοθήκη των Τρικάλων, την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε:

 «Πάντα αναζητούσα και έβρισκα παρηγοριά μέσα στις λέξεις από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Απολάμβανα να διαβάζω, μέσα στις σελίδες των βιβλίων ένιωθα ασφαλής». Η γραφή της προσωπική ανάγκη απελευθερωμένη από κάθε απόπειρα υιοθέτησης συγγραφικών επιτυχημένων συνταγών στη φόρμα και το ύφος. Η εμπορική επιτυχία δεν ήταν ο απώτερος σκοπός αν και σαφώς παρέμενε μια κρυφή απόμακρη επιθυμία: «Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να πω αυτές τις ιστορίες. Ένιωθα την πραγματικότητα να με ξεπερνά και ήθελα κάπου να την εντάξω, νιώθοντας έτσι πως την ελέγχω. Με θυμάμαι να γυρνάω αργά από τη δουλειά και να κάθομαι όλο το βράδυ να γράφω ή το πρωί νωρίς προτού ξεκινήσω για το γραφείο».

Οι ιστορίες στα βιβλία της μοιάζουν αληθινές, πραγματικότητες ελαφρώς παραποιημένες, άνθρωποι σε κουζίνες, μπαρ, υπαίθριες αγορές, μέσα στον δικτυακό ιστό, εκεί μέσα όλοι στοιβάζονται, χωράνε, βιώνουν στιγμές ευτυχίας, λύπης, βαρεμάρας. Κλέφτης στιγμών, παρατηρεί, φαντάζεται, γράφει:

«Η θέση μου είναι πάντα σαν παρατηρητής, συνειδητά. Η συμμετοχή μου εντοπίζεται στην άρθρωση του λόγου». Την ενδιαφέρουν οι ιστορίες και οι εμπειρίες των άλλων ανθρώπων. Τις ακούει, τις αφουγκράζεται, τις κλέβει και τις μεταποιεί, τις ξαναϋφαίνει μέσα από την προσωπική της ανήσυχη ματιά. Γράφει για τη γενιά της, γεννημένη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους νέους, στα πρώτα «άντα» τους πλέον που οργισμένοι συχνά, απογοητευμένοι, προσποιούνται πως όλα πάνε καλά μα στο τέλος καταρρέουν.

«Μου φαινόταν πάντα πολύ κακομοίρικο να νομίζεις ότι η εμπειρία σου δεν είναι επαρκής για να τη διηγηθείς και να υποτιμάς διαρκώς τη ζωή που ζεις, αναζητώντας ιστορίες και διαμεσολαβήσεις αλλού προκειμένου να κατανοήσεις την εμπειρία σου. Μπορεί να είναι χρήσιμο και αυτό, αλλά και η ματιά γύρω σου, στην πόλη που ζεις, στον ίδιο σου τον εαυτό, έχει νόημα να καταγραφεί. Με νοιάζει να γράψω για κάτι πιο οργανικό, να δείξω τον κόσμο γύρω μου, όχι απαραίτητα επιδεικνύοντας το τραύμα σαν πραμάτεια που την περιφέρεις αλλά να γράψω με ψυχή, εκθέτοντας αν χρειαστεί και τον εαυτό μου».

Η γλώσσα της απλή καθημερινή, αποτυπώνει τη γλώσσα της γενιάς της, δεν προσποιείται, δεν αναζητά το χειροκρότημα για την περίτεχνη, αβανταδόρική γραφή και το περίτεχνο λεκτικό παιχνίδι. «Δεν με νοιάζουν οι λεκτικές φιγούρες. Θέλω η γραφή μου να είναι ποιητική αλλά να προσιδιάζει με την καθημερινή μας γλώσσα. Οι όροι και οι προφορικότητες που συχνά χρησιμοποιώ στη ροή του κειμένου δεν υπάρχουν κατά λάθος».

 

© Pinelopi Gerasimou
© Pinelopi Gerasimou

 

Η εγχώρια λογοτεχνική φωνή που έχει ξεχωρίσει είναι του Χρίστου Κυθρεώτη και το βιβλίο του Εκεί που ζούμε (εκδ. Πατάκη, 2023) ενώ δεν απορρίπτει φυσικά και την κλασική λογοτεχνία. Πριν από λίγο καιρό ολοκλήρωσε τους Δαιμονισμένους του Φ. Ντοστογιέφσκι. «Θέλω να γράφω με σύγχρονο βλέμμα αλλά όταν διαβάζω απολαμβάνω την περιήγηση σε διάφορους αιώνες. Τα κλασικά μυθιστορήματα, με τις πολλές ειδικά σελίδες όπως τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι τα θαυμάζω».

Η μεγάλη φόρμα έχει κερδίσει την εύνοιά της και αποτελεί σημείο προβληματισμού, την προτίμηση των αναγνωστών στα μικρής φόρμας βιβλία με λίγες σελίδες. «Νιώθω σαν όλες οι πλευρές της ζωής μας να πρέπει να επιταχυνθούν και έτσι αναζητάς να πάρεις την πληροφορία μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Σαν όλα να πρέπει να μεταβολιστούν σε ένα Tik Tok βίντεο. Από αντίδραση και μόνο σε όλα αυτά, επιλέγω να διαβάζω μεγάλα βιβλία».

Σε όλα σχεδόν τα διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου εισπράττει κανείς μια αμφιθυμία. «Θέλω στα διηγήματά μου να δημιουργηθεί χώρος για περισσότερη ενσυναίσθηση. Χώρος να κοιτάξουμε τους άλλους δίπλα μας λίγο διαφορετικά. Εγώ προσωπικά δεν νιώθω ότι είμαι πληγωμένη. Απεναντίας νιώθω ευτυχισμένη και αισιόδοξη».

Θα τη βρεις να γράφει κυρίως στο γραφείο, χωρίς ωστόσο αυτό να την περιορίζει, άλλωστε και το Δέρμα θυμάται να το γράφει περιφερόμενη από τόπο σε τόπο, από σπίτια σε καφέ. Δεν γράφει ποτέ με μολύβι και στις βόλτες της ό,τι παρατηρεί και βρίσκει γοητευτικό και ενδιαφέρον, σημειώνονται με προσοχή στο μυαλό της, στο περιπλανώμενο, νοερό σημειωματάριο σκέψεων.

Ανήκει στη γενιά των νομάδων, που είτε από έρωτα, είτε από περιέργεια, είτε από εργασιακή ανάγκη, έχουν μάθει να ζουν παντού. Η απόλυτη χαρά της ελευθερίας συνδυασμένη με το άγχος της αναγκαίας κάποιες φορές μετακίνησης:

«Νιώθεις πιο κοντά από ποτέ σε άλλες κουλτούρες και άλλους ανθρώπους. Είναι σπουδαία αυτή η εναλλαγή αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τίποτα δεν είναι τέλειο όπως ίσως πίστευαν οι προηγούμενες γενιές».

 

© Pinelopi Gerasimou
© Pinelopi Gerasimou

Info παράστασης:

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.