«Η Μήδεια στην Επίδαυρο»: Η επιμελήτρια Ερατώ Κουτσουδάκη μιλάει για την έκθεση που διεισδύει στην «κουζίνα» του θεάτρου και τις Μήδειες που ξεχωρίζει

«Το πρώτο έκθεμα της έκθεσης είναι απτικό και είναι ένα ακριβές αντίγραφο του τετραδίου σκηνοθεσίας του Μινωτή για την παράσταση του 1956»

«Θριαμβόσπυρε» θα αποκαλέσει ο Θάνος Μικρούτσικος τον Σπύρο Ευαγγελάτο σε ένα από τα μηνύματα που ανταλλάσσουν εν είδει email το 2013 στο πλαίσιο της συνεργασίας τους για το ανέβασμα της Μήδειας εκείνης της χρονιάς. «Να βρεις καλές συνθήκες για να ακούσεις το πρώτο draft της μουσικής που σου έστειλα», του σημειώνει.

Αυτά και πολλά ακόμα θα μου αποκαλυφθούν το πρωϊνό του Ιουλίου, με τη ζέστη να χτυπάει κόκκινο στο κέντρο της Αθήνας και εγώ περπατάω ανάμεσα στα στενά της όμορφης ευτυχώς γειτονιάς του Παγκρατίου για να συναντήσω την Ερατώ Κουτσουδάκη, επιμελήτρια της έκθεσης «Η Μήδεια στην Επίδαυρο» που, πριν από μερικές ημέρες, ύστερα από την πρόταση της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, Κατερίνας Ευαγγελάτου εγκαινιάστηκε στην Επίδαυρο.

Ερατώ Κουτσουδάκη Photo: Γιάννης Στάθης / John Stathis

Το κτίριο του Άρη Κωνσταντινίδη, καλωσόρισε και πάλι τους νέους επισκέπτες με μια πρώτη μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στη Μήδεια και τις 22 φορές που θα έχει παρασταθεί στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου ως το τέλος της φετινής σεζόν, με την πρώτη να ανεβαίνει το 1956, έναν μόλις χρόνο από την επίσημη πρώτη του θεσμού των Επιδαυρίων.

Η εμβληματική τραγωδία του Ευριπίδη αλλά και η οπερατική Μήδεια του Κερουμπίνι το 1961 στο Αρχαίο Θέατρο με την επέτειο των 100 χρόνων φέτος από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, η παρωδιακή Μήδεια του Μποστ, καθώς και η επικείμενη σύνθεση του Φρανκ Κάστορφ (21/7) πρωταγωνίστρια στην έκθεση «Η Μήδεια στην Επίδαυρο».

Ε-γώ!
Εγώ, πονάω!
Η πιο χαμένη, εγώ! Πονάω!
Μες στο σκοτάδι, εγώ! Πονάω!
Πονάω! Θέλω να σκοτωθώ!
(μτφ: Στρατής Πασχάλης)

Η φωνή της τραγωδίας. Η προδομένη γυναίκα που πονάει και τιμωρεί. Πάνω σε αυτήν, με φροντίδα, συστηματική έρευνα και πάνω από όλα ομαδική εργασία βασίζεται η έκθεση, επιχειρώντας να αποτυπώσει την εξέλιξη της θεατρικής φόρμας και γλώσσας σε αυτές τις επτά δεκαετίες.

Η έκθεση ξεδιπλώνεται πάνω σε δύο εννοιολογικούς βασικούς άξονες: ο ένας, αφορά το πώς εξελίσσεται η θεατρική φόρμα στα χρόνια και ο δεύτερος, αφορά την κατανόηση του θεατρικού μηχανισμού και όλων όσων συμβαίνουν πίσω από την αυλαία, πίσω στον χρόνο προκειμένου να στηθεί μια άρτια θεατρική παράσταση. Το θέατρο δεν έχει μόνο τη glamour στιγμή της αποθέωσης πάνω στη σκηνή:

«Ο επισκέπτης μπορεί να δει πώς εξελίσσεται η θεατρική φόρμα στα χρόνια. Βλέπουμε τον Ευριπίδη σε διαφορετικές εκδοχές, στο ίδιο σημείο και έτσι όλοι οι σκηνοθέτες, όλοι οι σκηνογράφοι, όλοι οι ενδυματολόγοι, όλοι οι φωτιστές έχουν να αντιμετωπίσουν ένα κοινό πρόβλημα, μια κοινή συνθήκη. Ταυτόχρονα, μπορείς να καταλάβεις τα επιμέρους και όλα όσα συμβαίνουν πίσω από τις κουίντες. Το θέατρο έχει πάρα πολύ “κουζίνα”, δεν είναι μόνο εξώφυλλα, πρωταγωνίστριες, σκηνοθέτες και συνεντεύξεις. Πολύς ο δημιουργικός κόσμος, που ιδρώνει για να βγει ένα εξαιρετικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Και όλοι αυτοί δουλεύουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο, ένα συγκεκριμένο μηχανισμό που πίσω του αφήνει αποτυπώματα».

Φωτογραφίες, αποσπάσματα από τις μαγνητοσκοπημένες παραστάσεις, κοστούμια, σκηνογραφικές μακέτες και ενδυματολογικά σχέδια, οδηγοί σκηνής, προγράμματα και σκηνοθετικά τετράδια, παρτιτούρες και σπάνια ηχητικά τεκμήρια συνθέτουν το σύμπαν της έκθεσης «Η Μήδεια στην Επίδαυρο».

Πολύ συνειδητά σε αυτή την έκθεση, παρουσιάζονται όχι μόνο οι μουσικές παρτιτούρες των συνθετών, αλλά και σημειώσεις πάνω στις οποίες κρατούν και τις πρώτες τους μουσικές σκέψεις, σκηνογραφικά τετράδια, μακέτες εργασίας σκηνικών:

«Το πρώτο έκθεμα της έκθεσης είναι απτικό, δηλαδή μπορεί ο επισκέπτης να το πάρει και να το ξεφυλλίσει και είναι ένα ακριβές αντίγραφο του τετραδίου σκηνοθεσίας του Μινωτή για την παράσταση του 1956 και βρίθει σημειώσεων με μολύβι για την κίνηση του χορού, κάποιες εντάσεις που ήθελε να έχει η Παξινού, για το πώς συνδέεται κινησιολογικά με κάποιους άλλους ρόλους, ό,τι σημειώνει ένας σκηνοθέτης δηλαδή».

Κατίνα Παξινού, Μήδεια 1956, Σκηνοθεσία: Αλέξης Μινωτής, από το αρχείο Εθνικού Θεάτρου, Φωτο: Χαρισιάδης Δ.Α.

Τα κοστούμια της έκθεσης μέσα σε προθήκες, λαμπρή εξαίρεση εκείνο της Μαρίας Κάλλας να είναι σε κλειστή προθήκη, εντυπωσιάζουν με τις λεπτομέρειες τους, τις υφές, τις πτυχώσεις και τη λεπτοδουλεμένη δουλειά που έχει αφιερωθεί για να δημιουργηθούν. Παρά τη φθορά του χρόνου, διατηρούν τον χαρακτήρα τους. Η πρώτη σου σκέψη δεν μπορεί παρά να καλπάσει σε όλες εκείνες τις εμβληματικές θεατρικές φυσιογνωμίες, τους ηθοποιούς και τις μαγικές παραστάσεις που άφησαν το αποτύπωμά τους στην ελληνική θεατρική σκηνή. Τους ακούς, τους βλέπεις, μπορείς να τους νιώσεις. Αντιλαμβάνεσαι τις ίδιες τις προκλήσεις που ένα κοστούμι μπορεί να «ενδύσει» έναν ηθοποιό σε έναν ρόλο και μένεις άφωνος με τη δύναμη και την αντοχή του. Σαρωτικές οι εικόνες που σου έρχονται στο μυαλό. Οι κόποι, οι αντοχές, οι προσπάθειες, η φροντίδα στη λεπτομέρεια τώρα έρχονται σίγα σιγά στο μυαλό και σε καθηλώνουν:

«Μας ήρθε ο μανδύας που είχε σχεδιάσει ο Γιώργος Ζιάκας για τον Κώστα Καζάκο το 1986 από το αρχείο Καζάκου. Mε άνεση, πήγα να τον σηκώσω για να τον φορέσω στην κούκλα. Στάθηκε σχεδόν  αδύνατο. Ζύγιζε περισσότερο από 20 κιλά. Αναρωτήθηκα, πώς αυτός ο άνθρωπος, κατάφερε να παίξει έργο για δύο ώρες μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού και με τους προβολείς στραμμένους πάνω του με αυτό το βαρύ ρούχο πάνω του. Ή αντίστοιχα, το σφιχτοδεμένο φόρεμα της Καραμπέτη».

Μερικές μικρές πληροφορίες που θέτουν το στίγμα της έκθεσης. Φώτα στραμμένα σε κάθε μικρή πτυχή της πορείας μιας θεατρικής συνθήκης, μιας θεατρικής αλήθειας που γοητεύει χρόνια τώρα τον ανθρώπινο νου. Μια διεισδυτική ματιά πίσω και μπροστά από τα θεατρικά φώτα, ειδικά όταν αυτά σβήνουν. Τι είναι εκείνο που αφήνουν πίσω τους;

Ο επισκέπτης σίγουρα θα εντυπωσιαστεί από το σαγηνευτικό κατακόκκινο φόρεμα του Γιώργου Πάτσα για την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τη Μήδειά της από το Εθνικό Θέατρο το 1997, όπως και τη μακέτα του, που συγκεντρώνει όλη την ιδέα της παράστασης, από το ζωγραφισμένο στο χέρι κοστούμι της Λυδίας Φωτοπούλου στην παράσταση του ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Αντρέα Βουτσινά το 1990 του Απόστολου Βέττα, το φόρεμα (το μόνο αντίγραφο) της Μαρίας Κάλλας από τη Μήδεια του 1961 του Γιάννη Τσαρούχη.

Δομή της έκθεσης και βασικοί άξονες – Ένα ψηφιδωτό του σύγχρονου θεάτρου

Πρόθεση της επιμέλειας ήταν από την αρχή η έκθεση να μπορεί να απευθυνθεί σε όλους. Δίχως λεκτική πλαισίωση και εμβάθυνση σε θέματα που απαιτούσαν λεπτομερή τεκμηρίωση, κάτι που δεν έχει απολύτως ολοκληρωθεί κυρίως λόγω του περιορισμένου χρόνου που είχαν στην διάθεσή τους- ο χρόνος προετοιμασίας ήταν μόλις τρεις μήνες, το ευρύ κοινό μπορεί να παρακολουθήσει εύκολα την εξέλιξη της θεατρικής γλώσσας.

Μουσειολογικά, η έκθεση είναι εμπνευσμένη από τα κουτιά μεταφοράς σκηνικών και κουστουμιών στο θέατρο, «μια εξέλιξη των βαλιτσών που είχαν τα μπουλούκια». Πρόκειται για κουτιά επί της ουσίας πάνω σε ρόδες τοποθετημένα μέσα στον χώρο, στημένα σε ελεύθερη διάταξη. «Για πρώτη φορά μας επιτρέπεται να διαβάσουμε τον χώρο, εφόσον έφυγαν οι προηγούμενες κατασκευές της έκθεσης Μετζικώφ».

Πριν μεταφερθούμε εσωτερικά και πλοηγηθούμε νοερά στην έκθεση ας κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στο ίδιο το κτίριο. Πρόκειται για ένα από τα κτίσματα του Άρη Κωνσταντινίδη, δίπλα από το Ξενία μια σχεδόν δεκαετία πριν την έναρξη των Επιδαυρίων, για πολλά χρόνια φιλοξενούσε κοιτώνες του προσωπικού, όταν το 2000 το ανέλαβε το ΥΠΠΟΑ και κάποιοι από τους χώρους του αποδόθηκαν προς χρήση στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.

Στη συνέχεια «άνοιξε» και πάλι τους χώρους του το 2001, με μια μόνιμη έκθεση με ιστορικά κοστούμια, μακέτες σκηνικών, μάσκες και λοιπά θεατρικά αντικείμενα, φωτογραφίες και οπτικοακουστικό υλικό, σε εικαστική επιμέλεια του Γιάννη Μετζικώφ και τη συνδρομή της Ελευθερίας Ντεκώ στη φωτιστική επιμέλεια. Ωστόσο ο χώρος είχε περιέλθει σε αχρηστία για πολλά χρόνια, στεγάζοντας από το 2016 το πρόγραμμα δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, μια εξαιρετική ιδέα του τότε Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, όσο οι γονείς τους παρακολουθούσαν την παράσταση.

Σήμερα, μέσα σε έναν ενιαίο χώρο 130 τ.μ.. που η αρχιτεκτονική του Κωνσταντινίδη διαιρεί σε δύο αίθουσες, ο επισκέπτης μπορεί να ακολουθήσει μια κυκλική διαδρομή και να δει διαδοχικά στο κέντρο των δύο χώρων που έχει στηθεί η έκθεση, τις Μήδειες του Ευριπίδη σε χρονική σειρά, ξεκινώντας από το 1956 για να ολοκληρωθεί το 2017. Σε σημεία της πορείας του, συναντάει μικρές ενότητες αφιερωμένες στους τρεις μεγάλους δημιουργούς που άφησαν τα ίχνη τους πάνω στη μεγάλη αυτή τραγωδία του Ευρυπίδη: την οπερατική Μήδεια του Κερουμπίνι, την παρωδιακή Μήδεια του Μποστ και τη Μήδεια του Κάστορφ (2023) που θα ανέβει σε λίγες ημέρες στην Επίδαυρο:

«Ταυτόχρονα μπορεί να βρει τις τρεις υποθέσεις των έργων αλλά και να διαπιστώσει διαφορές που τα τρία αυτά κείμενα είχαν μεταξύ τους και έτσι γρήγορα θα διαπιστώσει τον παρωδιακό χαρακτήρα του Μποστ, αλλά και το πόσο ο Κερουμπίνι έμεινε πιστός στο κείμενο του Ευρυπίδη, ενώ μπορεί να δει κανείς συγκεντρωμένο το χρονολόγιο των παραστάσεων με τους βασικούς συντελεστές τους για να δει, πιο ξεκάθαρα μέσα σε αυτή την πορεία, πώς ένας σκηνοθέτης επανέρχεται με έναν ή με διαφορετικό φορέα στο έργο. Για παράδειγμα ο Φωτόπουλος σκηνογράφησε και έχει κάνει τα κοστούμια δύο φορές για τη Μήδεια. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος επίσης έχει σκηνοθετήσει την παράσταση δύο φορές, το 2001 με τη Λήδα Τασοπούλου και το 2011 με τον Γιώργο Κιμούλη στον ομώνυμο ρόλο».

Οι οθόνες στον χώρο συμπληρώνουν τα κουστούμια και τις λοιπές πληροφορίες, προσθέτοντας ένα στοιχείο διάδρασης και ήχου προβάλλοντας για οκτώ παραστάσεις αποσπάσματα. Μια οχλαγωγία από κραυγές Μήδειας στον χώρο, που προκαλεί ένα γοητευτικό συναίσθημα για τους επισκέπτες βλέποντας τη θεατρική φόρμα στο σύνολό της από απόσταση πολλών δεκαετιών.

Μια έκθεση απαιτητική ως προς το περιεχόμενο και τη μελέτη της που ωστόσο ο περιορισμένος διαθέσιμος χρόνος δεν επιτρέπει μια εις βάθος παρουσίαση και ανάλυση αλλά παρέχει όλα τα εργαλεία για να κατανοήσει το περιεχόμενο, αλλά και να γεννηθούν νέα ερωτήματα, ώστε να αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες φεύγοντας από αυτήν:

«Υπάρχουν και μερικά επιμελητικά κείμενα για να μπορεί να “διαβάσει” κανείς την έκθεση μαζί με ένα καλωσόρισμα της Κατερίνας Ευαγγελάτου που θέτει τον τόνο και φυσικά την τεκμηριωτική έρευνα γύρω από το έργο Μήδεια του επιστημονικού υπεύθυνου, του θεατρολόγου Παναγιώτη Μιχαλόπουλου». Η έκθεση κάνει ένα πρώτο βήμα προκειμένου να ανοίξει μια συζήτηση για την ιστορία του θεσμού, που ακόμα δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη και μελετημένη.

Το εγχείρημα αγκάλιασαν οι περισσότεροι θεσμοί όπως ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Εθνικό Θέατρο, που έχει και το πιο οργανωμένο αρχείο το Μουσείο Μαρία Κάλλας που σύντομα θα ανοίξει τις πόρτες του, το οποίο και δάνεισε μια περούκα της Κάλλας αλλά και ιδιώτες όπως η κα Κόλλια και το αρχείο του Κώστα Καζάκου και της Τζένης Καρέζη, η κα. Κοντούρη και η κα. Παπαδοπεράκη, βοηθός του Τσαρούχη στην παράσταση της Μήδειας του 1961, η οποία διέθεσε το αντίγραφο κοστουμιού της παράστασης που αν και δεν το φόρεσε ποτέ η ίδια η Κάλλας, είναι αυτό που φιγούραρε για το άγαλμά της στη γειτονιά του Παγκρατίου.

Αυτή η γενναιοδωρία και η θετική διάθεση στο εγχείρημα, επιτρέπουν σήμερα στον επισκέπτη της έκθεσης να φανταστεί πώς ήταν η Μαρία Κάλλας επί σκηνής. Οι δύο φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου από το Μουσείο Μπενάκη, ο οποίος και είχε καλύψει φωτογραφικά τις πρόβες αυτής της παράστασης εμφανίζονται για πρώτη φορά δημοσίως και συμπληρώνουν αυτή την εξαιρετική παρουσία της Κάλλας:

«Η μία φωτογραφία δείχνει το καστ του θιάσου της παράστασης σε μια πολύ χαμογελαστή απεικόνιση μαζί με τα δύο παιδάκια που έπαιξαν τον ρόλο των παιδιών που είχαν αυτή την κακή μοίρα και επίσης μια φωτογραφία από την τελευταία μέρα της παράστασης, πρωινή που δείχνει όλο το κοίλο της σκηνής και το βάθος με το σκηνικό του Τσαρούχη που είχε δημιουργήσει σχεδόν μια πολιτεία και που σε σχέση με όλες τις συζητήσεις που γίνονται σήμερα για τη σκηνική παρουσία στον χώρο της Επιδαύρου είναι πολύ σημαντικό, γιατί βλέπει κανείς πόσο αλλάζει και ταυτόχρονα εντάσσεται στο τοπίο αυτό το τεράστιο σκηνικό. Μια εντυπωσιακή εκπροσώπηση της σκηνογραφίας με αυτή την παράσταση -τουλάχιστον στα δικά μου μάτια», αναφέρει η Ερατώ Κουτσουδάκη.

Ξεχωρίζεις κάποιες στιγμές αυτής της πορείας της Μήδειας; 

Η επιμελήτρια μας απαντά: «Ξεχωρίζω τρεις Μήδειες. Εκείνη του 1961 της Κάλλας, γιατί είναι το πρόσωπο που είναι στη ζωή μου τα τελευταία δέκα χρόνια (σημ. η Ερατώ Κουτσουδάκη συμμετέχει επιμελητικά στο νέο θεματικό μουσείο “Μαρία Κάλλας”, που θα αποκτήσει η Αθήνα το καλοκαίρι στην οδό Μητροπόλεως 44), η Μήδεια του Μποστ το 2022 που είναι η μόνη που έχω δει και στα δικά μου τα μάτια ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα δημιουργικά παράσταση ιδιαίτερης σημασίας, καθώς ήταν ο πρώτος σύγχρονος Έλληνας που φιλοξενήθηκε στην ορχήστρα της Επιδαύρου.

Φυσικά, μακράν η καλύτερη για μένα, είναι η Μήδεια του 1997 με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στον ομώνυμο ρόλο. Δεν την είχα δει αλλά τα ίχνη που έχει αφήσει πίσω με εντυπωσίασαν για τη δημιουργία που πρέπει να είχε συμβεί επί σκηνής. Τόσο οι ερμηνείες, όσο και τα σκηνικά, τα κοστούμια και το σύνολο αυτό του έργου. Έχουμε την τύχη να είναι από τις παραστάσεις που έχουμε κινηματογραφημένη. Δυστυχώς δε μπορώ να γνωρίζω πώς ήταν η Μήδεια του Μινωτή και της Παξινού και δεν έχω εικόνα ή άλλα στοιχεία για να κρίνω».

Βασικές προκλήσεις και δυσκολίες

Η έναρξη της μελέτης για τη σχεδίαση της έκθεσης έγινε τρεις περίπου μήνες πριν από τα εγκαίνια, ένα γεγονός που από μόνο του θέτει περιορισμούς και δυσκολίες αν αναλογιστεί κανείς την έρευνα που απαιτούσε αλλά και την πρόσκληση συνεργασίας τόσων διαφορετικών φορέων αλλά και ιδιωτών:

«Η έκθεση δουλεύτηκε τίμια και πολύ εντατικά. Αλλά πέρα από το χρόνο, υπήρχε μια μεγάλη δυσκολία και αυτή ήταν της τεκμηρίωσης και η συνθήκη του κόσμου του θεάτρου που ζει μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Εμείς οι μουσειολόγοι συνήθως έχουμε να κάνουμε με νεκρά πράγματα και νεκρούς δημιουργούς. Όταν αυτοί ζουν και ξέρεις ότι θα είναι παρόντες και θα έχουν άποψη, ο διοικητικός κόσμος του κάθε παρόμοιου εγχειρήματος είναι λογικό να αυτοπεριορίζεται και να αυτολογοκρίνεται. Αυτή είναι μια εγγενής δυσκολία. Αλλά στο τέλος ελπίζω να μην έχουμε στενοχωρήσει κάποιον. Φυσικά μένω με την ελπίδα ότι ένα μελλοντικό εγχείρημα θα έχει την τεκμηρίωση που του χρειάζεται για να μπορεί να μπει πιο βαθιά στα πράγματα».

Info έκθεσης

Η Μήδεια στην Επίδαυρο | Εκθεσιακός Χώρος του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.