Brice Marden: Αποχαιρετάμε τον σπουδαίο λάτρη της αφαίρεσης και του ελληνικού φωτός

Ο Brice Marden, ο σπουδαίος Αμερικάνος ζωγράφος που αφοσιώθηκε στην εξερεύνηση της αφαίρεσης και του μινιμαλισμού, έφυγε σε ηλικία 84 ετών

«Μια συγκέντρωση συναισθημάτων σε στρώματα» όπως ακριβώς το είχε δηλώσει ο ίδιος στο περιοδικό Bomb το 1988. «Φαίνεται σαν, επειδή οι πρώτοι πίνακες ήταν μόνο ένα χρώμα, θα μπορούσε κανείς να πει ένα χρώμα, κανένα συναίσθημα – αλλά αντί για κανένα συναίσθημα ήταν όλο αυτό το συναίσθημα».

Ο Brice Marden, ένας από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες της γενιάς του, ο σπουδαίος αυτός Αμερικάνος ζωγράφος που αφοσιώθηκε στην εξερεύνηση της αφαίρεσης και του μινιμαλίσμού έφυγε σε ηλικία 84 ετών στο σπίτι του στο Tivoli της Νέας Υόρκης. «Η αιτία ήταν ο καρκίνος», ανέφερε σε δήλωσή της η σύζυγός του, Helen Marden, ενώ η κόρη του Mirabelle Zahara τον αποχαιρέτησε με μια ανάρτηση της στα Social Media «Έφυγε ήσυχος, στον ύπνο του, στο σπίτι του στο Tivoli. Ζωγράφιζε μέχρι και το περασμένο Σάββατο. Ήταν τυχερός που έζησε μια μακρά ζωή κάνοντας αυτό που αγαπούσε».

Brice Marden in his Tivoli studio in 2017 (all images © 2023 Brice Marden/Artists Rights Society; photo Mirabelle Marden, courtesy the artist and Gagosian Gallery)

Οι πίνακές του που εκτέθηκαν για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη στην γκαλερί Bykert το 1966 έμοιαζαν με την πρώτη ματιά ακραία μινιμαλιστικοί. Επίπεδες μονοχρωμίες σε υποτονικά χρώματα που ωστόσο με μια πιο προσεκτική ματιά, οι χρωματικές τους επιφάνειες, ένα μείγμα ελαιοχρώματος και υγροποιημένου κεριού μέλισσας, αποκάλυπταν ιδιαίτερες υφολογικές διαστρώσεις, αντανακλώντας την ενασχόλησή του με δασκάλους, όπως ο Ζουρμπαράν, ο Γκόγια και ο Σεζάν και φυσικά την πλήρη απόρριψη της απρόσωπης αισθητικής του μινιμαλισμού. Καθώς οι ζωγράφοι προσπαθούσαν να απελευθερωθούν από το κάδρο, και σε ορισμένες περιπτώσεις από τον ίδιο τον καμβά, ο Marden εφάρμοζε τον εαυτό του στην επανεφεύρεση του μέσου.

Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όπου η εννοιολογική τέχνη, η Pop Art και η μινιμαλιστική γλυπτική ήταν σε έξαρση και η ζωγραφική είχε κηρυχθεί νεκρή από πολλούς κριτικούς και καλλιτέχνες. Εκείνος όμως είχε μόλις αρχίσει τις προσωπικές του εξερευνήσεις και τις τολμηρές μονοχρωμίες που διάνοιγαν νέους εικαστικούς δρόμους.

Ο Nicholas Brice Marden Jr. γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1938 στο Bronxville της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε στο κοντινό Briarcliff Manor. Ως έφηβος, έγινε πρωτοσέλιδο στους New York Times όταν πούλησε μετοχές του εαυτού του αξίας 5 δολαρίων για να χρηματοδοτήσει ένα ταξίδι στο Τέξας, υποσχόμενος να επιστρέψει το κεφάλαιο και τους τόκους στους επενδυτές του. Επέστρεψε πλούσιος σε εμπειρίες αλλά με μόνο 10 δολάρια στην τσέπη του.

Twitter Tate. Photo: Robert Mapplethorpe

Αδύναμος ως μαθητής, γράφτηκε στο Florida Southern College επιδεικνύοντας ενδιαφέρον για την τέχνη, ενώ ένα χρόνο αργότερα μεταγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, όπου ζωγράφισε αυτοπροσωπογραφίες και νεκρές φύσεις, αποκτώντας τελικά το 1961, πτυχίο από τη Σχολή Καλών και Εφαρμοσμένων Τεχνών. Τα επόμενα βήματά του τον οδήγησαν στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Yale, όπου στους συμμαθητές του περιλαμβάνονταν οι ζωγράφοι Nancy Graves και Chuck Close και ο γλύπτης Richard Serra, ένα κομβικό σημείο πρώτου πειραματισμού αφού εκεί, στο Yale θα αρχίσει για πρώτη φορά, πειραματιζόμενος με νέες τεχνικές να δουλεύει πάνω στη μονοχρωμία, αποφοιτώντας τελικά το 1963.

Το 1966, λίγο μετά τη γνωριμία του με τον σπουδαίο Jasper Johns όταν εργαζόταν ως φύλακας στο Εβραϊκό Μουσείο της Νέας Υόρκης, ο Marden είχε την πρώτη του ατομική έκθεση, στη γκαλερί Bykert, παρουσιάζοντας τις πρώτες από τις σύντομα εμβληματικές μονοχρωμίες του, φτιαγμένες από ένα μείγμα λαδιού, κεριού μέλισσας και τερεβινθίνης με χρήση μαχαιριού ή σπάτουλα.

Αν και στην αρχή δεν έτυχαν θερμής υποδοχής, με τους κριτικούς να παραπονιούνται ότι το έργο του έμοιαζε πολύ με αυτό του Johns, οι καμβάδες αυτοί θα του απέφεραν ευρεία και διαρκή αναγνώριση όχι μόνο για τη βαθιά αίσθηση ηρεμίας που προκαλούσαν αλλά και για την ελκυστική σωματικότητα τους. «Ο κόσμος θεωρεί ότι η ζωγραφική είχε πεθάνει. Και αυτός ήταν ο δικός μου τρόπος να σκεφτώ πως τελικά υπάρχουν πράγματα που δεν έχουν γίνει», αναφέρει ο ίδιος εκείνη την περίοδο.

Τα ταξίδια του πηγή έμπνευσης στα επόμενα βήματα

Τα ταξίδια του στην Ανατολή αλλά και στην Ελλάδα και το αγαπημένο νησί την Ύδρα που για πολλά χρόνια θα ζήσει κάτω από τον φωτεινό ελληνικό ήλιο, θα σταθούν καθοριστικά για την μετεξέλιξη της εικαστικής του πορείας.

Το 1968 άρχισε να δημιουργεί δίπτυχα και αργότερα, όπως στον τελευταίο πίνακα της ”Ομάδας Grove” και στη σειρά ”Κόκκινο, Κίτρινο, Μπλε” του 1974. Στους πέντε πίνακες της ”Ομάδας Grove” των αρχών και των μέσων της δεκαετίας του 1970, εμπνευσμένους από τα ελαιόδεντρα που έβλεπε στις ετήσιες επισκέψεις του στο ελληνικό νησί της Ύδρας, εισήγαγε διαφοροποιημένα πράσινα, καφέ και μαύρα στους καμβάδες του- στο ζωηρό ”Summer Table” (1972-73), εισήγαγε παλλόμενα μπλε και ένα καυτό κίτρινο. «Μετά από ένα καλοκαίρι στην Ελλάδα ένιωσα ότι το φως έπρεπε να είναι πιο έντονο, πιο καθαρό και λιγότερο σκεπασμένο», έγραψε το 1973.

Η μονοχρωματική ζωγραφική έφθασε σε ένα είδος αποθέωσης στη σειρά ”Ευαγγελισμός” του 1978, πέντε έργα τριών πινάκων σε βασικά χρώματα που παραπέμπουν στις πέντε ψυχικές καταστάσεις που βίωσε η Παρθένος Μαρία αφότου της είπε ο αρχάγγελος Γαβριήλ ότι επρόκειτο να γεννήσει τον Υιό του Θεού.

Το 1977, ο Marden ανέλαβε να σχεδιάσει τα βιτρό παράθυρα για τον καθεδρικό ναό της Βασιλείας. Παρόλο που τα παράθυρα δεν θα υλοποιούνταν ποτέ, η διαδικασία του σχεδιασμού τους τον ώθησε προς πιο φωτεινά χρώματα, όπως φαίνεται στους πίνακές του σε μαρμάρινα θραύσματα της δεκαετίας του 1980, οι οποίοι ήταν επιπλέον εμπνευσμένοι από επισκέψεις στη Ρώμη και την Πομπηία. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, ο Marden μετατόπισε την προσοχή του από τη ζωγραφική προς το σχέδιο.

Εμπνευσμένος από διάφορα οικογενειακά ταξίδια σε χώρες της Ασίας και από μια επίσκεψη στην έκθεση ”Masters of Japanese Calligraphy, 8th-19th Century” του 1984-85, που διοργανώθηκε από κοινού από το Japan House της Νέας Υόρκης και το Asia Society, ο Marden δημιούργησε τα έργα του ”Cold Mountain” του 1989-91. Έδωσε στα έργα του τον τίτλο του αγγλικού ονόματος του Κινέζου ποιητή του 9ου αιώνα Han Shan, του οποίου τα ποιήματα για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση μεταφράστηκαν τη δεκαετία του 1950 και στη συνέχεια αγκαλιάστηκαν από τις αμερικανικές αντικουλτούρες.

Το 2017 έμαθε ότι έπασχε από καρκίνο, μια διάγνωση που δεν έκανε τίποτα για να ανακόψει την παραγωγή του ή το γεμάτο πρόγραμμα εκθέσεών του. «Ζωγραφίζω επειδή είναι η δουλειά μου», ανέφερε στον ντοκιμαντερίστα Edgar B. Howard το 1976. «Και ζωγραφίζω επειδή πιστεύω ότι είναι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο μπορώ να περάσω τον χρόνο μου ως άνθρωπος. Ζωγραφίζω για τον εαυτό μου. Ζωγραφίζω για τη γυναίκα μου. Και ζωγραφίζω για όποιον είναι πρόθυμος να το δει».

Ο κριτικός Peter Schejdahl σε ένα τεύχος του New Yorker το 2006 ονόμασε τον Marden «τον πιο βαθύ αφηρημένο ζωγράφο των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών».

 
 
 
 
 
View this post on Instagram
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

A post shared by @mirabellezahara

«Είμαι σίγουρος ότι αν δεν ζούσα σε μια πόλη, δεν θα χρησιμοποιούσα τόσο πολύ κάθετες και οριζόντιες γραμμές. Αλλά από την άλλη, ζώντας στην Ελλάδα, είναι όλο το φως. Υπάρχει ένα είδος διαύγειας, συν ότι με έχει φέρει πιο κοντά στην παλαιότερη τέχνη» – Brice Marden

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.