Με εμπνέεις

Με αφορμή «Το Κοράκι» του Τζέιμς Μακ Τιγκ

Ως ιδέα ακούγεται μέχρι και ελκυστική. Παίρνεις τα αληθινά περιστατικά του θανάτου του Έντγκαρ Άλαν Πόε (το 1849, σε ηλικία 40 ετών, βρέθηκε να παραληρεί στους δρόμους της Βαλτιμόρης πεθαίνοντας λίγο αργότερα από αδιευκρίνιστη τελικά αιτία, ενώ τη νύχτα πριν πεθάνει τον άκουσαν να επαναλαμβάνει συνεχώς ένα όνομα), το συνδυάζεις με θέματα από τα πιο γνωστά του έργα και φτιάχνεις με αυτές τις πρώτες ύλες τον μυθοπλαστικό σου συνδυασμό: στο «Κοράκι» ένας φανατικός θαυμαστής του Πόε μετατρέπεται σε σίριαλ κίλερ και δολοφονεί ανθρώπους αναπαριστώντας σκηνές από τα διηγήματά του. Σε ένα διεστραμμένο πνευματικό παιχνίδι καλεί τον Πόε να τον εντοπίσει, δίνοντάς του στοιχεία κι αναγκάζοντας τον να γράφει στην εφημερίδα για τα εγκλήματα, προκειμένου να μην κάνει άλλα χειρότερα. Ο γεννήτορας της αστυνομικής λογοτεχνίας καλείται να γίνει ο ίδιος ντέτεκτιβ, προκειμένου να μην αφήσει όσα γέννησε η φαντασία του να γίνουν πράξη, προκειμένου να μην επιτρέψει οι ιστορίες του να δώσουν το πρόσχημα σε έναν εγκληματία να σκοτώσει στα αλήθεια. Σε έναν από τους πρώτους φόνους μάλιστα, το θύμα είναι ο Ρούφους Γκρίσγουολντ, κριτικός και μεγάλος αντίπαλος του Πόε που επιχείρησε και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να «δολοφονήσει» μετά θάνατον τον χαρακτήρα του με ψέμματα και διαβολές.

Ως εκτέλεση τα πράγματα σαφώς και χωλαίνουν. Η ταινία έλαβε μάλλον κατεδαφιστικές κριτικές στην Αμερική, γεγονός που ίσως εξηγείται εν μέρει και από την αυξημένη ευαισθησία που υπάρχει για το πως απεικονίζεται μια μεγάλη φιγούρα των αμερικανικών γραμμάτων. Εμείς ας προσπαθήσουμε να είμαστε κάπως πιο επιεικείς. Η ταινία έχει ρυθμό και συνοχή, έχει μια – δυο συμπαθητικές σκηνές, έχει και μια κάποια ατμόσφαιρα (αν και όχι ατμόσφαιρα Πόε, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω) και σου κρατάει σε γενικές γραμμές το ενδιαφέρον, αν και βέβαια πρόκειται για ένα ενδιαφέρον αποστεωμένο από αληθινή συγκίνηση, ένα ενδιαφέρον μηχανικό. Αλλά, οκ, έχεις δει και χειρότερα πράγματα στο σινεμά, ώστε συνολικά να μην σου φαίνονται και τόσο απογοητευτικά τα πράγματα, ειδικά αν πας με τον πήχυ των προσδοκιών σου χαμηλωμένο.

Η βασική αντίφαση λοιπόν στο «Κοράκι» είναι πως ενώ οι σεναριογράφοι της έχουν βασίσει τόσο πολύ στο έργο του Πόε την ιστορία τους, η ταινία απέχει παρασάγγας από το πνεύμα του. Και αν έχεις διαβάσει ποτέ Πόε, ξέρεις ότι μπαίνει κάτω από το πετσί σου και μένει εκεί, ότι σε ταράζει και σε γοητεύει μαζί, ξέρεις ότι στις σελίδες του κατοικεί κάτι αυθεντικά πρωτότυπο. Και θα ήταν υπερβολή να κατηγορήσεις τους συντελεστές της ταινίας ότι δεν έχουν την ίδια επίδραση, αφού ταλέντο τέτοιου βεληνεκούς δεν αντιγράφεται, μπορείς όμως να τους κατηγορήσεις πως ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει επιφανειακά, μπορείς να τους κατηγορήσεις πως απουσιάζει αυτή η αίσθηση του μακάβριου και ταυτόχρονα ποιητικού που χαρακτηρίζει το έργο του Πόε. Δεν μοιάζει να τους λείπει ο σεβασμός, αλλά ο Πόε εμπνέει τους σεναριογράφους σχηματικά. Γιατί η ταινία είναι στο πνεύμα της καθαρόαιμη χολιγουντιανή συνταγή. Προηγούμενες ταινίες, ο τρόπος και η πεπατημένη τους είναι οι αληθινοί συγγενείς αυτής της ταινίας. Από τον δικό τους κόσμο κατάγεται αυτές συνεχίζει, αυτές είναι η αναφορά της.

Όχι ότι η ταινία θα άλλαζε δραματικά αν δεν ήταν τόσο δραματικός ο πρωταγωνιστής της, πάντως σίγουρα χάνει πάρα πολλούς πόντους επειδή ο Τζων Κιούζακ είναι τόσο οφ. Σε μια ταινία ούτως ή άλλως προβληματική στο να σε πείσει πως κάτι αληθινό συμβαίνει, ο Κιούζακ κάνει τα πράγματα ακόμη πιο ψεύτικα. Η διαφορά μεταξύ σκοτεινιασμένου και αληθινά σκοτεινού. Φτάνεις να σκέφτεσαι πως είναι προτιμότερο να είδε το «Κοράκι» σαν ένα ακόμα «να πάρουμε τα λεφτά και να φύγουμε» χωρίς να μπει καθόλου μέσα στο ρόλο, παρά ότι προσπάθησε και αυτό είναι το καλύτερο που μπορούσε να δώσει.

Από την εποχή που η Κάθι Μπέιτς έπαιρνε τον Τζέιμς Κάαν και τον αμπάρωνε σε ένα δωμάτιο απαιτώντας του να γράψει αυτά που εκείνη ήθελε για την αγαπημένη της ηρωίδα, την Μisery, το να είσαι «ο νούμερο ένα θαυμαστής» κάποιου συγγραφέα έκρυβε κινδύνους. Στην περίπτωσή του «Κορακιού» έχουμε το εξής σχήμα: εσύ ως συγγραφέας με ενέπνευσες, εγώ ως θαυμαστής και σίριαλ κίλερ σε αντιγράφω και σε ανατροφοδοτώ, αναγκάζοντάς σε να πάρεις τους φόνους που έκανα και να γράψεις για αυτούς εκ νέου. Η γραφή σου γεννά την πράξη μου, που με τη σειρά της γεννά τη νέα σου γραφή. Ίσως κάθε συγγραφέας έχει εκτός από τον ιδανικό του αναγνώστη και τον διεστραμμένο του αναγνώστη, ίσως τα όρια ανάμεσα στα δύο καμιά φορά μπλέκονται. Στην αρχή της ταινίας ο Πόε λαχταρά για αποδοχή από το κοινό και νά που τη βρίσκει από έναν εγκληματία. Έλα να βάλω το έργο σου στο επίκεντρο. Έλα να το κάνω πράξη. Τον φόνο είναι σαν να τον έχουμε κάνει μισό. Εσύ τον σκέφτηκες, εγώ τον πραγματοποιώ. Με ενέπνευσες να σκοτώσω. Θα σε εμπνεύσω να γράψεις. Ο Πόε δεν έγραψε για σίριαλ κίλερ, ο όρος εφευρέθηκε πάρα πολύ αργότερα (κάπου ανάμεσα στη δεκαετία του (χίλια εννιακόσια) εξήντα και εβδομήντα και έγινε ευρύτερα γνωστός στη δεκαετία του ογδόντα), είναι όμως σαφές πως τις τελευταίες δεκαετίες ο σίριαλ κίλερ είναι κεντρική μορφή της αμερικάνικης μαζικής κουλτούρας, τόσο κεντρική που δεν αποκλείεται να υπάρχει όντως μια νοσηρή τροφοδοσία της πραγματικότητας από την φαντασία συγγραφέων και σκηνοθετών. Να θέλει να πει η ταινία πως ο Πόε είναι κάτι σαν μακρινός λογοτεχνικός πρόγονος αυτού του φαινομένου; Κατά πάσα πιθανότητα όχι, κατά πάσα πιθανότητα αυτήν την εποχή οι σίριαλ κίλερ είναι ποπ φαινόμενο, οπότε με την κεκτημένη ταχύτητα της ποπ ευκολίας, κάνουμε μια ακόμη ταινία για σίριαλ κίλερ, όπου ο δολοφόνος σκοτώνει αλά Πόε.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.