«Τα Μαγικά Βουνά» από τους Εlephas tiliensis για το «Θέατρο του Αγώνα»: Ηπειρώτικη μουσική και ανεπιτήδευτη λαϊκότητα στο άγνωστο έργο του Γιώργου Κοτζιούλα

Το σημαντικό που μας προσφέρει η απλή (κάποιες φορές και απλοϊκή) στη δομή και τον χειρισμό της, σκηνοθεσία: μας υπενθυμίζει την ανεκτίμητη αξία της πίστης στην ουτοπία

Καραϊσκάκης: (μπαίνει πάνοπλος και κοιτάει γύρω του κουνώντας αργά το κεφάλι) Όλα είναι όπως τ’ άφησα κι ακόμα χειρότερα. Τίποτα δεν άλλαξε στο Ρωμαίικο απ’ τον καιρό τον δικό μας. Οι πατριώτες μου κοιμούνται, δεν άνοιξαν τα μάτια τους ακόμα. Ήθελα νάξερα τί περιμένουν. (πλησιάζει τον κοιμισμένο, με φωνή δυνατή, ξερή). Ε, ραγιά ξύπνα! Ξύπνα, ραγιά!

Γιώργος Κοτζιούλα, Ξύπνα, ραγιά

 

Οι Εlephas tiliensis με το νέο παραστασιακό τους εγχείρημα μας ταξιδεύουν στα «Μαγικά Βουνά», αναπαριστώντας τη «Λαϊκή Σκηνή» που γεννήθηκε στους κόλπους της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Στόχος τους να μας μυήσουν στο «θέατρο του βουνού» και να μας συστήσουν τον εμπνευστή του, τον Ηπειρώτη Γιώργο Κοτζιούλα, έναν πολυσχιδή, σχεδόν αυτοδίδακτο, «λαϊκό διανοούμενο» που το έργο του- αν και πολυπρισματικό και πολυθεματικό- (δυστυχώς) δεν είναι ευρύτερα γνωστό.

Με βασικό κειμενικό άξονα το θεατρικό έργο του Γ. Κοτζιούλα «Ξύπνα ραγιά» και με θεματικό άξονα το «Θέατρο του Αγώνα» θα μας μιλήσουν με ανθρωπιά, τρυφερότητα, μετριοπάθεια για την πιο πικρή, ματωμένη και ανεπούλωτη σελίδα της νεότερης ιστορίας μας: αυτή της Εθνικής Αντίστασης και του εμφυλίου σπαραγμού που κληρονομήσαμε ως βαθύ ανεπούλωτο τραύμα ενός ανεξίτηλα(;) χαραγμένου διχασμού στο συλλογικό μας ασυνείδητο.

Θα χρησιμοποιήσουν μεικτές θεατρικές τεχνικές (αφήγηση, μυθοπλασία, στοιχεία θεάτρου τεκμηρίωσης, λαϊκού θεάτρου που θα συνυπάρξουν με παραδοσιακή ηπειρώτικη μουσική καθώς και με τα τραγούδια της εποχής.

 

 

Με τα λόγια του Γιώργου Κοτζιούλα

 

Στις 19/08/44 ο Γ. Κοτζιούλας θα συντάξει μια έκθεση πεπραγμένων της Λαϊκής σκηνής. Θα γράψει, μεταξύ άλλων:

«Έκθεση για την ως τώρα εργασία της “Λαϊκής σκηνής”. Προς την 8η Μεραρχίαα ΕΛΑΣ Ηπείρου.

Συναγωνιστές,

Θα σας κάμω ένα σύντομο απολογισμό του έργου της Λαϊκής Σκηνής, του περιοδεύοντος θιάσου που έγινε με τόσους κόπους από μέρους μας και με τόσες θυσίες απ’ τη Μεραρχία. Η Λαϊκή σκηνή […] συγκροτήθηκε σε αυτοτελή οργανισμό με τη γενικότερη επωνυμία Καλλιτεχνικό Τμήμα έπειτ’ από διαταγή της 10/7/44 και άρχισε την πρώτη ταχτική περιοδεία της στις 11 Ιουλίου .

[..]Μέσα σε ένα μήνα σχεδόν περιόδεψε 30 χωριά των περιφερειών Τζουμέρκων και Ραντοβιζιού και έδωσε ισάριθμες παραστάσεις που τις παρακολούθησε κοινό από 100 ως 1000 άτομα. Η πρώτη αυτή περιοδεία, που βάσταξε 35 ημέρες, τελείωσε στις 15 Αυγούστου, αρχίζοντας από το Διχομοίρι και καταλήγοντας στα Θοδώριαννα, απ΄ όπου τα μέλη του θιάσου ήρθαν στη νέα έδρα της Μεραρχίας για να αναπαυτούν λίγες μέρες και να λάβουν καινούριες οδηγίες. […] Τα μέλη του θιάσου, επειδή δεν είχαν βγει για την καλοφαγία και την καλοπέρασή τους, αλλά για να εξυπηρετήσουν κι αυτά έναν ανώτερο σκοπό, συνέχισαν το δρομολόγιό τους αγόγγυστα, αλλού τρώγοντας κι αλλού μισονηστικοί, πάντα στο πόδι, πάντα στη δουλειά ,στήνοντας και ξεστήνοντας τη σκηνή, σκορπίζοντας το κέφι, διαφωτίζοντας το πλήθος, με το παίξιμο έργων, με την απαγγελία, με το τραγούδι. […] Η εντύπωση που άφησαν παντού ήταν εξαίρετη, για να μην πούμε καταπληχτική. Ολούθε τους ξεπροβόδιζαν μ’ ευγνωμοσύνη και τους καλούσαν να ξανάρθούν , το γρηγορότερο, προπάντων οι αντάρτες μας που φυλάν δώθε απ’ το ποτάμι.[…]

Απ’ την πρώτη αυτή  περιοδεία βγαίνει η διαπίστωση πώς τα παιδιά, οι γυναικούλες, οι τσοπαναραίοι και γενικά η πλειονότητα του αμόρφωτου λαού έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον στο πέρασμα της Λαϊκής σκηνής, ενδιαφέρον που μερικές φορές εξελίχθηκε σ’ αληθινό ενθουσιασμό κι εκδηλώθηκε με σχόλια, κρίσεις, επαίνους, τόσο στην πλατεία του χωριού όσο και σε στενότερο κύκλο. Για τους αντάρτες πάλι δεν είναι υπερβολή να πούμε πώς έμειναν παντού ενθουσιασμένοι. […]

 (Κοτζιούλας Γιώργος, Θέατρο στα Βουνά, Αντιστασιακό Αρχείο Γ. Κοτζιούλα, Έκθεση, σελ.49/51, εκδ. Θεμέλιο, 1980)

 

 

Η σκηνοθεσία

 

Αν κάτι ξεχωρίζει σε αυτήν την παραστασιακή απόπειρα είναι η αδήριτη ανάγκη πίστης αλλά και μύησης του ανθρώπου της μετανεωτερικής δυστοπίας (έστω και στη σκηνική) αναβίωση ενός ουτοπικού οράματος. Οποιουδήποτε ουτοπικού οράματος. Έστω ενός ουτοπικού οράματος του παρελθόντος που συνετρίβη. Γιατί;

Επειδή ο άνθρωπος των καιρών μας ζει σκυφτός. Βαραίνει ανελέητα τις πλάτες του ένας αβάσταχτος μεταϋλιστικός κόσμος χωρίς πίστη, ενθάρρυνση και εκπαίδευση της σκέψης, κουλτούρα στην πνευματική, φιλοσοφική, πολιτειακή σύλληψη ουτοπιών αλλά με εμφατική στόχευση στην κατασκευή μεθόδων συσσώρευσης κέρδους. Κι αυτό δεν βαραίνει μόνο τους τους ώμους των οικονομικά και ταξικά ασθενέστερων αλλά το πνεύμα του ανθρώπινου πολιτισμού εν γένει.

Αυτό είναι το σημαντικό που μας προσφέρει η απλή (κάποιες φορές και απλοϊκή) στη δομή και τον χειρισμό της, σκηνοθεσία: μας υπενθυμίζει την ανεκτίμητη αξία της πίστης στην ουτοπία. Στην όποια ουτοπία. Φιλοσοφική, λογοτεχνική, πολιτική …

Το δεύτερο αξιοσημείωτο του σκηνοθετικού οικοδομήματος είναι ότι επιμένει σε μια ανεπιτήδευτη λαϊκότητα προκειμένου να αναδείξει μια μορφή θεάτρου που δημιουργήθηκε σε μία από τις πιο ταραγμένες ιστορικές περιόδους της χώρας, με ηθοποιούς αντάρτες και αντάρτισσες που μέσα από τη θεατρική πράξη στοχεύουν στη διαφώτιση για τους σκοπούς του αγώνα τους, στην ψυχαγωγία καθώς και στην αφύπνιση της ταξικής συνείδησης ενός πληθυσμού αποκομμένου, ταλαιπωρημένου, αναλφάβητου και αποκλεισμένου.

 

 

Οι συντελεστές

 

Η μουσική, η (εξαιρετική) μουσική διδασκαλία (Χρίστος Θεοδώρου) όσο και η μουσική επιμέλεια (Δημήτρης Αγαρτζίδης, Δέσποινα Αναστάσογλου) δημιουργούν ένα ηχητικό σύμπαν βαθιάς ανθρωπιάς και συγκίνησης. Ένας δυναμικός συγκερασμός των φωνών των ηθοποιών που τραγουδούν ζωντανά, και της (παραδοσιακής) μουσικής. Έτσι όπως λυγίζει ο ήχος του βιολιού καθώς σμίγει με το κλαρίνο δημιουργείται ένα ζεστό ηχητικό ποτάμι συγκινήσεων που ενσωματώνεται στο όλο παραστασιακό εγχείρημα σαν ένας ακόμα ηθοποιός.

Η Μαγδαληνή Αυγερινού (σκηνικά και κοστούμια) με ελάχιστα, υπαινικτικά αντικείμενα κατορθώνει να μεταδώσει την απελπιστική ένδεια, τις αδιανόητες συνθήκες, τις ανυπέρβλητες αντιξοότητες, την καθημερινή μάχη με την εμπόλεμη βία και την απώλεια, αλλά και την αίσθηση μιας ανυποχώρητης, βέβαιης, στέρεης αισιοδοξίας για το μέλλον, αφού ξεπεραστεί ο όλεθρος της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής εποχής. Έξοχων και πολλαπλών συμβολισμών αντικείμενο τα εκμαγεία των ανδρικών χεριών. Στην αρχή ακουμπισμένα στο έδαφος. Μετά σαν την ανάμνηση των χεριών του νεκρού αδερφού. Αντάρτη. Σκοτωμένου πια. Του μόνου (;) από τη μεραρχία που δεν έφτασε στην Αθήνα. Και αργότερα θα γίνουν τα ανδρικά χέρια με τα οποία χορεύει η νεκρή πια αντάρτισσα αποχαιρετώντας τη ζωή.

Ενδιαφέρον, επινοητικός και ιδιαίτερος ο κινησιολογικός κώδικας που βασίζεται στην τεχνική Alexander: (επιμέλεια κίνησης, Δέσποινα Αναστάσογλου).

Οι φωτισμοί (Ναυσικά Χριστοδουλάκου) αφουγκράζονται με καθαρότητα το παραστασιακό όραμα.

Ενώ η θεματική επιλογή της παράστασης είναι εμπνευσμένη και ενδιαφέρουσα, η δραματουργία (δραματολόγος: Ρόζυ Δούνια δραματουργία: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Δέσποινα Αναστάσογλου) αν και είχε ροή, διαύγεια και εντιμότητα, ωστόσο στην ανάπτυξή και  τον χειρισμό της αποκαλύπτεται απλοϊκή και ανέμπνευστη.

 

 

Οι ερμηνείες

 

Οι ερμηνείες διαπνέονται από πίστη, ομαδικό πνεύμα, και ειλικρινή συγκίνηση. Το παραστασιακό τους εγχείρημα δονείται από τον θαυμασμό ενός ουτοπικού οράματος που γεννήθηκε μέσα σε τέτοιες ακραίες ιστορικές συγκυρίες και σε τόσο δύσκολες καθημερινές συνθήκες. Για αυτό και δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι ρόλοι. Στόχος είναι η ανάδειξη του αγωνιζόμενου ανθρώπου μιας ταραγμένης εποχής που πιστεύει βαθιά ότι η ιδεολογία του μπορεί και θα αλλάξει τον κόσμο.

Η Δέσποινα Αναστάσογλου παίζει με εξωστρεφή διάθεση και καίριο χιούμορ μια αγράμματη γυναίκα του χωριού που πείθεται να ακολουθήσει τον περιπλανώμενο θίασο σε ένα ταξίδι αυτεπίγνωσης.

Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης -ίσως ο πιο αδύναμος κρίκος ερμηνευτικά- ενσαρκώνει έναν αντάρτη που μπαίνει στη βαθιά περιπέτεια του περιοδεύοντος θιάσου της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.

 

 

Η Μαρκέλλα Γιαννάτου ερμηνεύει την Αγνή. Ανησυχεί για την τύχη του αδελφού της καθώς η Μεραρχία του φτάνει στην Αθήνα εκτός από αυτόν. Αποφασίζει να παίξει στην παράσταση ως φόρο τιμής στη μνήμη του και ως ένδειξη μιας νεοαποκτηθείσας αγωνιστικότητας. Η ηθοποιός παρόλη την πίστη της στο παραστασιακό εγχείρημα επιλέγει έναν άκαμπτο, σκληρό ερμηνευτικό κώδικα που δεν συνάδει με τη λαϊκότητα που αναζητά η παράσταση. Εναρμονίζεται στα ζητούμενα της παράστασης στα τραγούδια. Ωστόσο η ερμηνεία της γίνεται καίρια και αιμάτινη στη σκηνή που την ανακρίνουν ενώ ψάχνουν τον αντάρτη αδερφό της.

Η Βίκυ Κατσίκα παίζει ένα νεαρό μέλος του θιάσου, την Ηλέκτρα, που ο βαθύτερος πόθος της είναι να βγει στο Αντάρτικο. Θα το καταφέρει με τίμημα όμως τον άκαιρο θάνατό της. Μια συγκινητική παρουσία της παράστασης.

 Ο Άρης Λάσκος χρησιμοποιεί το λαϊκό χιούμορ, την ευφρόσυνη διάθεση, μια αφοπλιστική αφέλεια και σωματικότητα για να αποκαλύψει με την ανάγλυφη ερμηνεία του τον ζόφο μιας ανελέητης εποχής που όμως φωτίζεται από το πάθος ενός οράματος. Εγγράφεται ως η πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία του εγχειρήματος.

 

 

Ξεχωριστές στιγμές της παράστασης

 

Η ανάκριση της «Αγνής» για τον αντάρτη αδερφό της.

Οι (κωμικές) σκηνές της πρόβας. Ευφρόσυνος και απολαυστικός σε αυτές ο Άρης Λάσκος.

Η σκηνή του θανάτου της αντάρτισσας, που χρησιμοποιεί σαν παρτενέρ τα εκμαγεία ανδρικών χεριών σε έναν χορό διαβατήριας τελετής μετάβασης. Εξαιρετική στιγμή της Βίκυς Κατσίκα.

Η βαθιά συγκίνηση που διαπνέει μία από τις τελευταίες σκηνές της παράστασης και μία από τις πιο πικρές και συνταρακτικές στιγμές της νεότερης ιστορίας μας: αυτή του αφοπλισμού των ανταρτών που επιβάλλει η συνθήκη της Βάρκιζας. Η διήγηση για τη μικρή αντάρτισσα που «πετάει ένα μικρό λευκό όπλο» σύμβολο ενός κατασπαραγμένου οράματος στα καταπράσινα λιβάδια, δεν μπορεί παρά να φέρει δάκρυα στα μάτια.

 

Συνοψίζοντας

 

Ένα ενδιαφέρον και πολλαπλά φορτισμένο θέμα. Μία αθέατη και πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή του. Παρά την απλοϊκότητα του χειρισμού διαπνέεται από μια γνήσια συγκίνηση των συμμετεχόντων που αποτυπώνεται στο παραστασιακό εγχείρημα συμπαρασύροντας στην αληθινή φόρτισή του κι εμάς τους θεατές.

 

 

Info παράστασης:

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.