Πώς η σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου μεταμορφώνεται σε Βουργαρέλι της Πίνδου; Οι Εlephas tiliensis μιλούν για «Τα Μαγικά Βουνά» και το αντάρτικο θέατρο

Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου μιλούν για την άγνωστη ιστορία του αντάρτικου θεάτρου στα χωριά της Ηπείρου

Η σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου μεταμορφώνεται στο Βουργαρέλι της Πίνδου, στην ορεινή πλαγιά, όπου πρωτοπαίχτηκαν τα θεατρικά έργα της Λαϊκής Σκηνής με ηθοποιούς τους ίδιους τους αντάρτες και τις αντάρτισσες της VIII μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Οι Εlephas tiliensis ή αλλιώς ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου στη νέα τους παράσταση Μαγικά βουνά, μετά από μεγάλη έρευνα, μελέτη και άμεση επαφή μέσα από μία σειρά εργαστηρίων στο απομονωμένο Αμπελοχώρι της Πίνδου παρουσιάζουν για πρώτη φορά το Θέατρο του Βουνού και το έργο του Γιώργου Κοτζιούλα.

Τα Μαγικά Βουνά φαίνεται να είναι μια πολύ πρωτότυπη κι ενδιαφέρουσα παράσταση αφού πραγματεύεται την άγνωστη σε πολλούς από εμάς ιστορία του αντάρτικου θεάτρου στα χωριά της Ηπείρου, «ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο στην ελληνική ιστορία, την πολιτική και τη θεατρική». Με το θέατρο να έχει τον έμπρακτο ρόλο να ψυχαγωγήσει, να εκπαιδεύσει, να διαφωτίσει τον λαό ελευθερώνοντας πρώτα το μυαλό του σε ένα πολύ συγκεκριμένο εύθραυστο πολιτικό σκηνικό.

«…Έτσι ζούμε. Πολεμάμε και τραγουδάμε» συναντάμε στο έργο του ποιητή και φιλόλογου Γιώργου Κοτζιούλα που ήθελε να αφυπνίσει τον απλό λαό δίνοντας αξία στην ύπαρξή του και στη δυνατότητά του να αλλάξει τα πράγματα, ενώ όπως λένε στο ελc οι Εlephas tiliensis, το αρχείο του Γιώργου Κοτζιούλα βρισκόταν κρυμμένο για χρόνια κάτω από ένα μαρμάρινο σκαλοπάτι ενός φιλικού ζευγαριού των απογόνων του συγγραφέα και διασώθηκε χάρη στη δική τους φροντίδα. «Η παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης δεν είναι μόνο κοινωνικό γεγονός, αλλά και πολιτικό», μοιράζονται ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου, οι οποίοι συνειδητά σε αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο στράφηκαν στη γνήσια λαϊκή βάση του πολιτικού θεάτρου και μιλούν για τα Μαγικά Βουνά που θέλουν να ταξιδέψουν κι εκτός Αθηνών. Τους το ευχόμαστε.

 

Γιατί στράφηκε το ενδιαφέρον σας στο Θέατρο του Βουνού και την ιστορία του αντάρτικου θεάτρου;

Δέσποινα Αναστάσογλου: Με το θέατρο του Βουνού και το έργο του ποιητή και φιλόλογου Γιώργου Κοτζιούλα είχα έρθει πρώτη φορά σε επαφή μέσω ενός μαθήματος στο μεταπτυχιακό του τμήματος Θεατρολογίας του ΕΚΠΑ με διδάσκοντα τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο με θέμα Ζητήματα Νεοελληνικού Θεάτρου. Η θεματική ήταν το πολιτικό θέατρο και η ιδιαιτερότητα ήταν η εξής: Ο Γιώργος Κοτζιούλας, αντάρτης στην όγδοη μεραρχία του ΕΛΑΣ Ηπείρου ξεκινά με αφορμή τον εορτασμό της 25 Μαρτίου να γράφει μικρά σκετσάκια για τους αντάρτες με σκοπό να τους ψυχαγωγήσει και να τους εμψυχώσει. Η ανταπόκριση, όμως, από τους αντάρτες αλλά κι από άλλους συναγωνιστές τον παρακινεί να γράψει μια σειρά θεατρικών έργων που αποσκοπούσαν να διαφωτίσουν και να εμψυχώσουν τους ίδιους τους αντάρτες, αλλά και τους χωρικούς των περιοχών της Ηπείρου, προκειμένου να αντέξουν τη δύσκολη συνθήκη και να τους παρακινήσουν να συμβάλλουν όσο γίνεται πιο ενεργά στον αγώνα της Αντίστασης. Ηθοποιοί είναι οι ίδιοι οι αντάρτες και αντάρτισσες, καθώς και κάποιοι πολίτες. Απευθύνονται στον λαό, δεν λαμβάνουν κανένα αντίτιμο, δεν υπάρχει εισιτήριο στα θεάματα και ο σκοπός είναι εκπαιδευτικός και απελευθερωτικός.

 

 

Δημήτρης Αγαρτζίδης: Είναι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο στην ελληνική ιστορία, την πολιτική και τη θεατρική. Οι αντάρτες στρέφουν το βλέμμα τους στον ξεχασμένο αμόρφωτο λαό, προκειμένου να τον διαφωτίσουν, να τον εκπαιδεύσουν και να τον ψυχαγωγήσουν με μέσο τη μαγική λειτουργία του θεάτρου που ενώνει την κοινότητα, βγάζει όλους τους ανθρώπους από τα σπίτια τους, ακόμα και τις γυναίκες που μέχρι τότε δεν είχαν πρόσβαση σε όλα τα κοινωνικά συμβάντα και προσφέρει ισότιμα σε όλες και όλους την εμπειρία της θεατρικής και πνευματικής αφύπνισης. Μέσα στο υπάρχον πολιτικό σκηνικό, με την αριστερά να παραπαίει και μια εύθραυστη κοινωνικοπολιτική συνθήκη θέλαμε συνειδητά να στραφούμε στη γνήσια λαϊκή βάση του πολιτικού θεάτρου που ξεκινάει μόνο από μια αγνή πρόθεση, την ανάγκη για ελευθερία, τον ιδεαλισμό και την αυτοθυσία, πράγματα που μοιάζουν μακρινά και όμως είναι δίπλα μας. Έχουν συμβεί και ίσως ξανασυμβούν.

Αυτή η έρευνα για την ιστορία του αντάρτικου θεάτρου σε ποια ενδιαφέροντα συμβάντα και συμπεράσματα σας οδήγησε που αγνοούσατε;

Δημήτρης: Καταρχάς να πούμε ότι εν πολλοίς ήταν άγνωστη και σε εμάς αυτή η ιστορία. Αποτέλεσμα θεωρούμε της κακής εκπαίδευσης που λαμβάνουμε και που συνειδητά απέκρυψε αυτό το κομμάτι της ιστορίας, στερώντας τη δυνατότητα έρευνας, καθώς μετά το τέλος της Κατοχής το υλικό κατέληξε να είναι διωκόμενο για πάρα πολλά χρόνια, μέχρι και τη Μεταπολίτευση. Να πούμε εδώ ότι το αρχείο του ποιητή βρισκόταν κρυμμένο για χρόνια κάτω από ένα μαρμάρινο σκαλοπάτι ενός φιλικού ζευγαριού των απογόνων του συγγραφέα και διασώθηκε χάρη στη δική τους επιμέλεια, φροντίδα και διορατικότητα.

 

 

Δέσποινα: Αυτό που ονομάζουμε σήμερα πολιτικό θέατρο έχει ήδη συμβεί σε εκείνες τις αντίξοες και δυσοίωνες συνθήκες, καθώς αυτό που έκαναν οι αντάρτες διά στόματος Κοτζιούλα είναι το εξής: Παρατηρούν την παθολογία της κοινότητας στην οποία αναφέρονται, εκθέτουν τα ζητήματα που την απασχολούν και τα αναπαριστούν μπροστά της, δημιουργώντας έναν ανοιχτό διάλογο με το κοινό, προβληματίζοντάς το, ενώ ταυτόχρονα το διασκεδάζουν και ελαφρύνουν τη δύσκολη τότε ζωή του, δίνοντάς του παράλληλα την ευκαιρία να σκεφτεί λύσεις και διεξόδους στα προβλήματά του. Το έργο του Κοτζιούλα μιλάει για την αστυνομοκρατία στα χωριά, τη θλιβερή θέση της γυναίκας, την αμορφωσιά στο σύνολο του πληθυσμού και προτείνει την απελευθέρωση, την αυτοοργάνωση, την ισότιμη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Να θυμηθούμε εδώ ότι η γυναίκα ψήφισε πρώτη φορά στην αυτοδιοίκηση του βουνού. Πολλοί άνθρωποι εκεί δεν είχαν ξαναδεί ποτέ θέατρο, δεν ήξεραν ότι υπάρχει. Η έρευνα αυτή φωτίζει το μοναδικό είδος του λαϊκού θεάτρου που ενημερώνει, διαφωτίζει και με πολύ απλά μέσα κάνει κάτι πολύ σύνθετο: Προσφέρει κοινωνική μόρφωση και υπενθυμίζει στο κοινό την ανθρώπινη υπόστασή του. 

Ποιος ήταν ο Γιώργος Κοτζιούλας και τι ρόλο τελικά διαδραμάτισε με το έργο του;

Δέσποινα: Ο Γιώργος Κοτζιούλας ήταν ποιητής και φιλόλογος της γενιάς του ’30. Έφυγε από την πρωτεύουσα την περίοδο της Κατοχής προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει, καθώς η επιβίωση στην Αθήνα την περίοδο εκείνη ήταν εξαιρετικά δύσκολη και η υγεία του ήταν πολύ εύθραυστη και κλονισμένη. Βρέθηκε στα βουνά ως αντάρτης για να αγωνιστεί κατά της Γερμανικής Κατοχής. Μετά από παρότρυνση των συναγωνιστών του έγραψε 14 μονόπρακτα με στόχο να ψυχαγωγήσει και να αφυπνίσει τον απλό λαό. Επιθυμούσε να τον ενεργοποιήσει και να τον κάνει να συνειδητοποιήσει τη θέση του και την ανάγκη να υπάρξει μία ουσιαστική αντίσταση και μια επανεκπαίδευση προκειμένου να αποκτήσει ο απλός λαός υπόσταση, να δώσει δηλαδή αξία στην ύπαρξή του και να πιστέψει στο ότι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, ότι είναι στο χέρι του η δυνατότητα να προκαλέσει μια αλλαγή, μια ανατροπή στην εξαιρετικά δύσκολη τότε κατάσταση.

Δημήτρης: Με το έργο του αυτό δημιούργησε τον θίασο Λαϊκή Σκηνή, με τον οποίο περιόδευσε σε χωριά της Ηπείρου. Ήταν μια συνειδητή επιλογή το να λειτουργήσει το θέατρο ως μέσο αντίστασης, να παίξει έναν εκπαιδευτικό ρόλο, έναν ρόλο διαφώτισης, τον οποίο οι αντάρτες θεωρούσαν ότι ήταν ένα ουσιαστικό κομμάτι του αγώνα προκειμένου να επέλθει η αλλαγή. Για να συμβεί η αλλαγή έπρεπε ο λαός να αφυπνιστεί, προκειμένου να μπορέσει να πιστέψει ο ίδιος στη δύναμή του. Μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας, η οποία πυροδότησε την επόμενη περίοδο του εμφυλίου ο συγγραφέας δεν έγραψε ποτέ ξανά για το θέατρο.

 

 

Τι είναι αυτό που ξεχωρίζετε στα κείμενά του και στις σκέψεις του, στη στάση του στα τεκταινόμενα της εποχής;

Δημήτρης: Ο Κοτζιούλας καταφέρνει να μιλήσει στον λαό στη δική του γλώσσα. Ενώ ο ίδιος ήταν λόγιος συνειδητοποίησε ότι για να μπορέσει να έρθει σε επαφή μαζί του έπρεπε να μιλήσει στη γλώσσα του, προκειμένου να τον δονήσει, να του προσφέρει ανάταση και να του φύτεψει την ιδέα της Αντίστασης απέναντι σε οποιαδήποτε σκλαβιά. Του άνοιξε μια πόρτα για να συνειδητοποιήσει τη θέση του και να ελευθερώσει το μυαλό του.

Δέσποινα: Παρουσιάζει στον λαό τα προβλήματά του, θίγει τα ζητήματα του αντάρτικου, δηλαδή ασκεί κριτική και στο ίδιο το αντάρτικο και προσπαθεί πολύ συνειδητά να παίξει έναν ρόλο εκπαιδευτικό με την ουσιαστική έννοια της λέξης. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακή από τα ντοκουμέντα, τις μαρτυρίες και το φωτογραφικό υλικό της εποχής η απήχηση και η δύναμη που απέκτησε αυτή η πρωτοβουλία του και η γραφή του. Ενώ το υλικό έχει γραφτεί κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και για συγκεκριμένο σκοπό η αντιστοιχία του λόγου του με τη σημερινή πραγματικότητα σε κάποιες εκφάνσεις της προβληματίζει.

Τι μουσική θα ακούσουμε στην παράσταση; Ποια η σκέψη σας για την επιλογή.

Δημήτρης: Προκειμένου να καταλήξουμε στο κείμενο της παράστασης, αλλά και στο μουσικό υλικό προϋπήρξε μια μεγάλη περίοδος έρευνας, τόσο θεατρολογικής όσο και ιστορικοπολιτικής. Ήταν απαραίτητη προκειμένου να καταφέρουμε κι εμείς πρώτα να έχουμε μια σφαιρική γνώση του αντικειμένου και μετά να μπορέσουμε να τον κωδικοποιήσουμε και να προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε στο σημερινό κοινό την αίσθηση και τη δύναμη του συμβάντος, όπως την αντιλαμβανόμαστε.

Δέσποινα: Στο μουσικό υλικό υπάρχουν παραδοσιακά τραγούδια, υπάρχουν αντάρτικα τραγούδια, υπάρχει κι ένα τραγούδι του Franz Schubert, το οποίο είχε διασκευαστεί τότε με ελληνικούς στίχους και το τραγουδούσε ο λαός και, επίσης, υπάρχει και υλικό που έχει συνθέσει ο καταπληκτικός μουσικός μας ο Χρίστος Θεοδώρου, το οποίο ακολουθεί το πνεύμα της εποχής και των υπολοίπων τραγουδιών προκειμένου να υπάρχει μια υφολογική ομοιογένεια. Είναι πολύ ισχυρό πάντως το συναισθηματικό αποτύπωμα των μουσικών και των τραγουδιών της εποχής. Και ήταν και ένα ισχυρό εργαλείο καθημερινής επιβίωσης. Αναφέρεται σε κάποια στιγμή στο κείμενο «Δες τους αντάρτες πως τραγουδούν σαν να περνούν χρυσή ζωή, χωρίς να ξέρουν κάθε μέρα αν θα γυρίσουν ζωντανοί. Έτσι ζούμε. Πολεμάμε και τραγουδάμε».

 

 

Μετά και από τη δημιουργία Τα μαγικά βουνά πλέον τι είναι για εσάς το λαϊκό θέατρο;

Δέσποινα: Το πιο σημαντικό. Μέχρι να καταλήξουμε σε αυτή την επιλογή τα τελευταία χρόνια έχουμε ασχοληθεί πολύ με την έρευνα σε απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου σε σχέση με τη γλώσσα, τα παραμύθια, τα τραγούδια, τον τρόπο ζωής, τη θέση της γυναίκας τότε και τώρα σε αυτές τις περιοχές, οπότε η επιλογή αυτή είναι κάτι που η επαφή με τους ανθρώπους εκεί μας έχει πυροδοτήσει. Μας έχει συγκινήσει πραγματικά. Έχει μεγάλη σημασία το θέατρο να αφορά στην καθημερινότητά μας.

Δημήτρης: Στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς που πραγματοποιεί το υπουργείο πολιτισμού καταφέραμε να κάνουμε μια σειρά εργαστηρίων και έρευνα στο απομονωμένο Αμπελοχώρι της Πίνδου. Η συμμετοχή των κατοίκων τόσο στην τελική παρουσίαση, όσο και η φιλοξενία και η παρουσία τους καθόλη τη διάρκεια ήταν τουλάχιστον συγκινητική και μας έβαλε σε πραγματικό προβληματισμό σε σχέση με το ποια πρέπει να είναι η λειτουργία του θεάτρου σήμερα, ή τουλάχιστον ποια είναι η αρχική λειτουργία της θεατρικής συνθήκης. Η παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης δεν είναι μόνο κοινωνικό γεγονός, αλλά και πολιτικό. Οπότε με αυτό το σκεπτικό προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε και το τωρινό υλικό. Και είμαστε πραγματικά συγκινημένοι τώρα που πρόκειται να παρουσιάσουμε το υλικό αυτό μπροστά στο θεατρικό κοινό. Και μακάρι να καταφέρουμε να ταξιδέψουμε την παράσταση και εκτός Αθηνών.

 

 

Το θέατρο που εσείς θέλετε να κάνετε ποιο είναι; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του;

Δημήτρης: Ένα θέατρο που έχει μια μαγική απλότητα, που κατορθώνει κάθε φορά, ή τουλάχιστον προσπαθεί, να εμβαθύνει στην ουσία και στον πυρήνα κάθε κειμένου που εκάστοτε καταπιανόμαστε και στη δημιουργία ενός πλαισίου συνεργατών που μπορούν να συνομιλούν ουσιαστικά με το εκάστοτε υλικό. Γιατί οποιαδήποτε προετοιμασία και αν υπάρχει, η ίδια η ομάδα είναι αυτή που καθορίζει τη δυναμική μιας παράστασης.

Δέσποινα: Είναι απαραίτητο συστατικό οι ίδιοι οι συμμετέχοντες να μπορούν να φτάνουν στο σημείο να τους αφορά το υλικό προσωπικά, προκειμένου να μπορέσουν να μεταγγίσουν μια ειλικρινή συγκίνηση και να συνομιλήσουν σε βάθος με το κοινό. Γιατί κάθε φορά ο στόχος είναι το κοινό που μας παρακολουθεί, η στιγμή της συνάντησης, της παράστασης. Αυτή η στιγμή είναι μοναδική. Δεν επαναλαμβάνεται, δεν αποτυπώνεται. Μένει στη μνήμη ως συμβάν. Εμείς, όμως, πρέπει να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις ώστε η στιγμή να λειτουργήσει προκειμένου να προκύψει η μαγεία του θεάτρου.

Μοιραστείτε μαζί μας το σημείο που αγαπάτε να ζείτε στην παράσταση, το σημείο που απολαμβάνετε περισσότερο όταν φτάνει;

Δέσποινα: Απολαμβάνουμε πολύ τα ίδια τα κείμενα τα θεατρικά του Γιώργου Κοτζιούλα, αλλά και όλη την πορεία του υλικού μέσα στην παράσταση, όπως έχει εξελιχθεί. Για να πούμε την αλήθεια είναι τόσο έντονη και ισχυρή η σύνδεσά μας πια με όλο το υλικό, καθώς μετά από όλη αυτή την έρευνα, τη μελέτη και την τριβή των προβών ώστε κάθε κομμάτι στην παράσταση έχει τη δική του σημασία και βρίσκεται στη συγκεκριμένη θέση για πολύ ειδικό λόγο. Με αναστατώνει, θα έλεγα και έχει ξεχωριστή θέση στην πορεία αυτή το τέλος της διαδρομής του θιάσου, το φινάλε της παράστασης, το οποίο θα χαρακτήριζα, ίσως, γλυκόπικρο.

Δημήτρης: Ναι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το φινάλε είναι ένα σημείο κορύφωσης των Μαγικών Βουνών και της πορείας μας ως ηθοποιών μέσα στη διαδρομή της παράστασης. Επειδή είναι πολύ έντονο βέβαια δεν ξέρω αν θα χαρακτήριζα ότι απολαμβάνω το σημείο, θα έλεγα κι εγώ ότι με κλονίζει. Αλλά ταυτόχρονα απολαμβάνουμε να αρθρώνουμε αυτόν τον λόγο, ο οποίο πιστεύω είναι βαθιά πολιτικός και έχει πραγματικό νόημα να ακουστεί σήμερα.

 

 

Info παράστασης:

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.