«Σιχάθηκα τον Εαυτό μου» του Κρίστοφερ Μπόργκλι: Κοίτα με, δεν είμαι καλά

Κάτι να μας σώσει

Η Σίγκνε και ο Τομάς, νεαρό ζευγάρι στο Όσλο. Εκείνος είναι καλλιτέχνης. Των εικαστικών. Εκείνη πάλι όχι. Κανενός είδους. Δουλεύει σε καφετέρια. Ο Τομάς φτιάχνει συνθέσεις με έπιπλα που κλέβει από επιπλάδικα. Δεν είναι σαφές αν οι κλοπές εντάσσονται στο συνολικότερο κόνσεπτ της τέχνης του ή αν γίνονται για οικονομικούς λόγους, το πιθανότερο το πρώτο, πάντως είναι ανερχόμενος, κάνει επιτυχημένη έκθεση σε μια σημαντική γκαλερί, γίνεται εξώφυλλο μπροστά στις πολυθρόνες του και τα σκαμπό του, σε περιοδικό κύρους στο οποίο δίνει συνέντευξη. Η Σίγκνε τον βοηθάει στις κλοπές του, του δίνει ένα χεράκι, δεν γίνεται να πάρεις καναπέδες μόνος σου στην πλάτη σου, όσο αφοσιωμένος καλλιτέχνης κι όσο αφοσιωμένος κλέφτης να είσαι. 

Η Σίγκνε το δηλώνει με παρρησία στις κοινές παρέες τους: πρέπει να είσαι αρκετά ναρκισσιστής για να γίνεσαι καλλιτέχνης, όχι; Δηλαδή ό,τι άλλο κι αν σε κινεί, χωρίς το συστατικό του ναρκισσισμού δεν θα μπορέσεις να κινηθείς αρκετά. Αν όμως οι καλλιτέχνες είναι εξ ορισμού και κάπως ψώνια, τι γίνεται με όσους είναι κι αυτοί με τη σειρά τους ναρκισσιστές, αλλά δεν έχουν καλλιτεχνικό πεδίο να το εκφράσουν; Τα σόσιαλ μίντια θα μπορούσε να είναι ένα πεδίο δόξας λαμπρό για την περίπτωσή τους, αλλά το «Σιχάθηκα τον Εαυτό μου» ασχολείται με την έκθεση σε αυτά δευτερευόντως και σχεδόν παρεμπιπτόντως. 

Η Σίγκνε θα έρθει αντιμέτωπη με ένα κυριολεκτικό τραύμα, θα γίνει μάρτυρας ενός αληθινού περιστατικού φρίκης, και αυτό που της συμβαίνει εκεί σαν να να τη μαγνητίζει και σαν να της δείχνει τον δρόμο της και την κλίση της, τη δική της βασιλική οδό προς την ικανοποίηση του ναρκισσισμού της. Προσέξτε με. Κοιτάξτε με επειδή είμαι άρρωστη. Είμαι σημαντική επειδή είμαι άρρωστη. Επιτέλους.

Ο ναρκισσισμός του τραύματος. Το τραύμα ως ναρκισσισμός. Η εποχή του τραύματος. Και η εποχή του ναρκισσισμού μαζί. Πριν λίγα χρόνια ο Ευθύμης Φιλίππου, στο σενάριό του για τον «Οίκτο» του Μπάμπη Μακρίδη, έβαζε τον κεντρικό ήρωα να κάνει περίπου το ίδιο πράγμα που κάνει εδώ η Σίγκνε. Αλλά, με το «Σιχάθηκα τον Εαυτό μου», ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Κρίστοφερ Μπόργκλι βρίσκεται πολύ πιο κοντά σε Σκανδιναβούς συναδέλφους του. Βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο σαρκαστικό πνεύμα του Ρούμπεν Έστλουντ (αλλά και σε θεματικές του, και σε τρόπους του), όπως αυτά εκφράζονται κυρίως στο «Τετράγωνο» και στο «Τρίγωνο της Θλίψης». Απέχει βέβαια πολύ απ’ το να τον φτάσει (αρκεί να σκεφτούμε τη διαφορά δύναμης που έχουν οι σκηνές με τη φωτογράφιση των μοντέλων στο «Τρίγωνο της Θλίψης» και το «Σιχάθηκα τον Εαυτό μου» – κι ας είναι στο δεύτερο οι πιο αβανταδόρικες). 

Βρίσκεται ακόμη κοντά στο επίσης νορβηγικό (με το οποίο μοιράζονται και μια κοινή παραγωγό), με τον επίσης προβοκατόρικο και αρκετά παρεμφερή τίτλο «Χειρότερο Άνθρωπο του Κόσμου» του Γιοακίμ Τρίερ. Υπάρχει πάντως μια πολύ βασική διαφορά με την ταινία του Τρίερ, καθώς  οι δικοί του χαρακτήρες δεν είναι σκεύη ιδεών, έχουν υπόσταση, αναλύονται, σκάβονται, ο Τρίερ δεν προσπαθεί να μιλήσει μόνο για τα συμπτώματα μιας εποχής, αλλά κατεξοχήν και για ανθρώπους μέσα της. Ο «Χειρότερος Άνθρωπος του Κόσμου» είναι ανθρωποκεντρικό σινεμά, ενώ το «Σιχάθηκα τον Εαυτό μου» είναι μια μαύρη σάτιρα νοοτροπιών και παθογενειών της εποχής, στο οποίο όλα λειτουργούν ως πολεμική, ως κωμικοτραγικά τραβηγμένη στα άκρα συνθήκη. 

Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν θεωρώ ότι πρέπει να χρεωθεί ως αποτυχία του Μπόργκλι το ότι οι ήρωες του είναι μονοδιάστατοι, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν προσπάθησε να τους μεταχειριστεί αλλιώς. Σκιαγραφούνται ως δείγματα μιας εποχής, ως ανθρωπότυποι, το πόιντ είναι ο σαρκασμός προς την εποχή και τον ανθρωπότυπο και όχι η μελέτη των χαρακτήρων τους. Κι η Σίγκνε κι ο Τομάς  είναι φουλ αντιπαθητικοί, εγωκεντρικοί ως εκεί που δεν πάει, συνθέτοντας ένα διαρκές «Κάμερα σε μένα». Μπορούν κάλλιστα να διεκδικήσουν το βραβείο του πιο ανταγωνιστικού ζευγαριού, βασικά του ζευγαριού του οποίου και τα δύο μέλη είναι τόσο εγωκεντρικά, ώστε ο ανταγωνισμός τους προκύπτει από το άγχος μην τυχόν και φύγει από πάνω τους η προσοχή (των άλλων, του ταιριού τους, αλλά και του ίδιου τους του εαυτού). 

Η Σίγκνε και ο Τόμας δεν είναι τόσο πολύ άνθρωποι με σάρκα και οστά, όσο πειραματόζωα σε εργαστήριο, τα οποία ο Μπόργκλι παρατηρεί με τρόπο αποστασιοποιημένο, κλινικό, αλλά ποτέ ζοφερό και μαύρο, αντίθετα, άλλοτε σαρδόνια κεφάτο και άλλοτε ζορισμένο στα όρια του σοκ για το πού μπορεί να οδηγήσει ένα τέτοιο πείραμα. Η σάτιρα κατ’ εμέ λειτουργεί, όπως και οι σκηνές σοκ. Αντίθετα, είναι ακριβώς στις στιγμές στις οποίες η ταινία προσπαθεί να έρθει σε κάποιου μακρινού είδους επαφή με το συναίσθημα που μοιάζει να λοξοδρομεί (κυρίως όταν επιχειρεί να μας πει, ότι πίσω από τη συμπεριφορά της Σίγκνε κρύβεται η ανάγκη να της δείξει ο σύντροφός της στοργή και νοιάξιμο). Ευτυχώς οι συγκεκριμένες παρακάμψεις είναι μικρές, ευτυχώς η ταινία διατηρεί στο συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της μια συναισθηματική απόσταση από τους τραγελαφικούς ήρωές της. Κι αν είναι να φρικάρουμε τελικά με όσα συμβαίνουν, ο Μπόργκλι δεν επιθυμεί να φρικάρουμε ούτε με όρους μελό ούτε με όρους ηθικοπλαστικού σκανδαλισμού. 

Αν επιλέξει να δει κανείς το «Σιχάθηκα τον Εαυτό μου» σε σύγκριση με το σινεμά του Έστλουντ ή με τον «Χειρότερο Άνθρωπο του Κόσμου», δεν μπορεί παρά να πει ότι βρίσκεται λίγες σκάλες πιο κάτω. Αλλά επειδή το σινεμά δεν είναι τέτοιου είδους διαγωνισμός, είναι πολύ πιο σωστό νομίζω να το βάλουμε όχι από κάτω τους αλλά δίπλα τους, εξετάζοντάς το ως ένα ακόμη δείγμα ενός ιδιαίτερα γόνιμου ευρύτερου ρεύματος, τόσο τοπικού όσο και καλλιτεχνικού. Κι αν όσα πραγματεύονται οι ταινίες του συγκεκριμένου ρεύματος συνιστούν σε μεγάλο βαθμό first world problems, προβλήματα του ανεπτυγμένου κόσμου, προβλήματα που υπάρχει η πολυτέλεια να αναδειχθούν ως τέτοια σε κοινωνίες που βρίσκονται στο πάνω ράφι, δεν είναι απαραίτητα κακό. Γιατί οι προβληματισμοί που γεννιούνται είναι συχνά συναρπαστικοί. Και γιατί αν η υλική και ψυχική πολυτέλεια μιας κοινωνίας αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου να ανθίσουν παιγνιώδεις και αναιδείς καλλιτεχνικές προσεγγίσεις, τότε χαλάλι, είναι πολύτιμο εργαλείο η αναίδεια.

Ας κλείσουμε αναρωτώμενοι φωναχτά: πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη Σίγκνε; Άρρωστη ή αρρωστημένη; Και η ερώτηση δεν αφορά μόνο τη Σίγκνε, τυγχάνει πολύ γενικότερης εφαρμογής: ένας άνθρωπος που δεν έχει κάτι, που «κανονικά» δεν θα έπρεπε να είναι για λύπηση ή για περιφρόνηση, μήπως από τη στιγμή που επιλέγει έναν τρόπο ζωής και μπαίνει σε ένα μοτίβο το οποίο καταλήγει να είναι για λύπηση ή για περιφρόνηση, τότε, ναι, τελικά έχει και κάτι; Μήπως τότε τελικά, ναι, όντως είναι και άρρωστος; Μα δεν κάνει ακόμα κι έτσι, τεράστια διαφορά, το γεγονός ότι οι λόγοι που τον οδηγούν στα συγκεκριμένα μοτίβα είναι λόγοι που κάλλιστα παλεύονται, που δεν οφείλονται σε φυσικά αίτια ή απάλευτα ψυχικά αίτια, είναι λόγοι που παρά το όποιο τυχόν ψυχολογικό υπόβαθρο μπορούν να αναχθούν τελικά σε επιλογές του και στην ελεύθερη βούλησή του; Ναι, κάνει. Ναι, οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι άρρωστοι. Αλλά τελικά, επιλέγοντας την αρρώστια -την όποια αρρώστια ο καθένας- είναι και άρρωστοι. 

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.