«Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο» του Γιοακίμ Τρίερ: «Κάνεις εσύ αυτό που θέλεις, για αυτό βαθιά και σε μισώ»

Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο

Η χειρότερη γενιά στον κόσμο (ή ίσως κι όχι)

Μα τι τίτλος είναι αυτός; Ποιος θα μπορούσε να αποκληθεί «Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο»; Να πάρουμε την απάντηση μέσα απ’ την ίδια την ταινία, να δούμε δηλαδή πότε ακούγεται ένας τέτοιος χαρακτηρισμός; Όταν ένας τριαντάρης άντρας, o Άιβιντ, μπαίνει στο τριπάκι να «προδώσει» την φίλη του. Η φίλη του παθαίνει μια ξαφνική αφύπνιση, ανακαλύπτοντας μετά από εξέταση DNA ότι ανήκει κατά 3,1% σε μια αυτόχθονα σκανδιναβική φυλή, τους Σάμι, γεγονός που την κάνει να αποκτήσει μια μαχητική οικολογική συνείδηση ως προς την κλιματική κρίση και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του τρόπου ζωής μας. Σκεπτόμενος να την «προδώσει» (δηλαδή να την αφήσει), νιώθει ότι είναι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου, γιατί μαζί της προδίδει τους Σάμι και τελικά έναν τρόπο ζωής που δεν θα οδηγήσει τον πλανήτη στον αφανισμό. Δεν αντέχει να ζυγίζει την κάθε του πράξη με μέτρο σύγκρισης έναν ευρύτερο και εξαιρετικά βαρυσήμαντο σκοπό, δεν αντέχει άλλο να ξαπλώνει κάθε βράδυ με όλη την ενοχή της Δύσης στο κρεβάτι του, άσε που εκτός απ’ όλα αυτά έχει ψιλοερωτευτεί και μια άλλη.

Για τον Άιβιντ όμως θέλει να μας πει ο τίτλος; Δεν πολυστέκει: απ’ την αρχή ως το τέλος της η ταινία μιλά για την Γιούλια που είναι η κεντρική ηρωίδα και γύρω από τις επιλογές της οποίας περιστρέφονται τα πάντα. Την δική της ιστορία παρακολουθούμε, όλοι οι υπόλοιποι είναι δορυφόροι της ιστορίας της. Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να σκεφτούμε ότι την Γιούλια τελικά εννοεί. Και εντάξει, είναι σαφές ότι δεν κυριολεκτεί ούτε για την Γιούλια ούτε για τον Άιβιντ, άλλωστε δεν πρόκειται για μομφή που αποδίδει κανείς, πρόκειται για εσωτερικευμένη μομφή, για αυτομομφή, για ενοχή, μια προσωπική ενοχή που αντιπαρατίθεται απέναντι στην ενοχή της Δύσης. Το κοινό πάντως συνεκτικό στοιχείο ανάμεσα στους δυο τους, είναι ο -ας τον ονομάσουμε ελλείψει πιο εύκαιρης λέξης- «εγωισμός», είναι το να βάζεις τα θέλω σου πάνω από τα πρέπει, είτε των γενικότερων και ευγενικότερων σκοπών, είτε τα πιο μικροαστικά ή και τα απλά ανθρώπινα, τα πρέπει των ανθρώπινων σχέσεων, το να μην πληγώνεις τον άνθρωπο που έχεις δίπλα σου. Και ο Άιβιντ, στο σημείο που μπαίνει στον πειρασμό να αφήσει την φίλη του, και η Γιούλια, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, λειτουργούν με βάση τα θέλω τους. Δικαιούται ακόμα ο δυτικός άνθρωπος να ενεργεί με βάση τα θέλω του; Δεν βλέπει το αποτύπωμα των πράξεών του; Μήπως η επιθυμία να ζεις όσο πιο κοντά στα θέλω σου είναι η πηγή όλων των δεινών του πλανήτη; Προφανώς και δεν τα ρωτά στα εντελώς σοβαρά η ταινία όλα αυτά, προφανώς και ο τίτλος είναι εναρμονισμένος με το γενικότερο πνεύμα της, το οποίο είναι ταυτόχρονα και προβοκατόρικο αλλά και ουσιώδες, προσπαθώντας να απαντήσει στα θέματα που βάζει όχι με ξεκάθαρες απαντήσεις – μανιφέστα, αλλά με μια τελικά επιεική και αγαπητική αποδοχή της ρευστότητας και μιας σχετικότητας των ανθρώπινων σχέσεων, των ανθρώπινων αποφάσεων, των ανθρώπινων θέλω.

Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο

Η Γιούλια θα πει σε έναν άντρα, ότι το γεγονός πως εκείνος μπορεί και αναλύει τα πράγματα και τα συναισθήματά του, κατηγοριοποιώντας τα και διατυπώνοντάς τα με λέξεις, δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι είναι πιο δυνατός ούτε πιο διαυγής. Εκείνη, ακόμα κι αν επιλέγει να μην αναλύει τόσο τα συναισθήματά της, ακόμα κι αν προτιμά μόνο να τα νιώθει, ξέρει πάντως τι νιώθει. Ακόμα κι αν δεν αναλύει γιατί δεν θέλει κάτι πια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ξέρει τι θέλει. Και εδώ είναι πάρα πολύ σημαντική η εξής διάκριση: είναι ένα πράγμα να μην υπακούς σε πρέπει παρά μόνο στα θέλω σου όντας εκείνη τη στιγμή σίγουρος ή σίγουρη για τα θέλω σου και είναι ένα τελείως διαφορετικό πράγμα τα θέλω σου να συγκροτούν μια συνεκτική αφήγηση, να ηχούν πειστικά στα αυτιά των άλλων, να είναι «ηθικά», «σωστά» ή με όποιον άλλο τρόπο αιτιολογημένα. Μπορείς δηλαδή να μη θέλεις κάτι και αν δεν βγάζει σε κανέναν άλλο νόημα το γιατί δεν το θέλεις, αυτό δεν σε καθιστά απαραίτητα ασυνάρτητο, αυτοκαταστροφικό ή ασόβαρο.

Έγραφα πριν δυο εβδομάδες για τη «Χαμένη Κόρη» και εξέφραζα την απορία μου που είχε υποψηφιότητα για Όσκαρ (διασκευασμένου) σεναρίου. Αντίθετα, θεωρώ απόλυτα δικαιολογημένη την υποψηφιότητα που έλαβε «Ο Χειρότερος Άνθρωπος του Κόσμου» για Όσκαρ (πρωτότυπου) σεναρίου (αλλά και για Όσκαρ διεθνούς ταινίας για τη Νορβηγία). Πράγματι, χωρίς σε καμία περίπτωση να έχουμε να κάνουμε με έναν σκηνοθέτη που απλά κινηματογραφεί ένα σενάριο, το μεγάλο ατού της ταινίας (μαζί με τις ερμηνείες, που όμως μπορεί να πει κανείς ότι κι αυτές σε έναν μεγάλο βαθμό πριμοδοτούνται απ’ το σενάριο) είναι το σενάριο που ο σκηνοθέτης Γιόακιμ Τρίερ συνυπογράφει με τον Έσκιλ Βογκτ. Έχουμε να κάνουμε με ένα σενάριο ιδιαίτερα πλούσιο και καθόλου απλουστευτικό. Προσπαθεί να μιλήσει για ένα σωρό θέματα και χωρίς να παίρνει άριστα σε κάθε του προσπάθεια, πάντως η τελική επίγευση δεν είναι ότι προσπάθησε να μας εντυπωσιάσει με καθρεφτάκια και κολιέ, αλλά ότι ακόμα κι αν κάποια απ’ τα θέματα που θίγει μοιάζουν αβανταδόρικα, η καρδιά της ταινίας είναι συντονισμένη με την καρδιά της ηρωίδας σε έναν μη αβανταδόρικο αλλά αφοπλιστικά αληθινό ρυθμό.

Και κάπου εδώ «Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο» μπορεί να σταθεί δίπλα στην «Χαμένη Κόρη», όχι μόνο γιατί ίσως (και συγγνώμη προκαταβολικά για την κρυάδα) ο τίτλος του πρώτου θα κόλλαγε πολύ περισσότερο στη δεύτερη, αλλά γιατί και στις δυο περιπτώσεις έχουμε δυο ηρωίδες που οι επιλογές ζωής τους είναι αντιδημοφιλείς και -φαινομενικά ή μη- ασυνεπείς μεταξύ τους, αλλά που πάντως, στην περίπτωση της «Χαμένης Κόρης», η όποια ασυνέπεια μοιάζει στα μάτια των θεατών λιγότερο εδραιωμένη σε μια (θα το πω κι ας ακουστεί κάπως) ροή χαρακτήρα.

Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο

Η εξαιρετική Ρενάτε Ρέισβε υποστηρίζει και με το παραπάνω αυτή τη ροή χαρακτήρα και διόλου περίεργο που έφυγε με το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στις Κάννες. Το γεγονός ότι δίπλα της ακολουθούν συντονισμένα και ο Άντερς Ντάνιελσεν Λι στον ρόλο του Άκσελ και ο Χέρμπερτ Νόρντρουμ στον ρόλο του Άιβιντ, ακόμα και ο Βίνταρ Σάντεμ στον πολύ μικρό αλλά και πολύ καίριο ρόλο του πατέρα, δείχνει ότι ο Τρίερ ξέρει να καλλιεργεί στους ηθοποιούς του το κατάλληλο ψυχικό κλίμα και να τους βάζει εντελώς μέσα στην ψυχοσύνθεση των ηρώων που υποδύονται. Παρά τον τίτλο, προσωπικά θεωρώ ότι κοιτάζει τουλάχιστον την Γιούλια και τους δύο άντρες με τρυφερότητα και θέρμη. Ακόμη και ο πατέρας της, που δεν μπορείς να βρεις κάτι να συμπαθήσεις πάνω του, σκιαγραφείται περισσότερο ως ανθρωπάκι για λύπηση παρά ως κάθαρμα.

Θέλω να σταθώ λίγο περισσότερο στον πατέρα, γιατί μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος που βρίσκουν οι Τρίερ και Βογκτ για να μιλήσουν για το ψυχικό χάσμα και το τείχος που έχει χτίσει ο πατέρας απέναντι στην κόρη. Δεν είναι απλά ότι δεν επισκέπτεται την κόρη του ποτέ, δεν είναι καν η όλη συμπεριφορά του που είναι πληγωτική, είναι ειδικότερα οι λεπτομέρειες όσων λέει. Η Γιούλια του έχει στείλει ένα λινκ, με ένα κείμενό της που έγινε viral και ξεσήκωσε παθιασμένες αντιπαραθέσεις. Ο πατέρας δεν μπόρεσε να το ανοίξει. Αρχίζει και περιγράφει τη διαδικασία και το πόσο χαώδες μπορεί να μοιάζει το ίντερνετ σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, και χωρίς να λέει ψέματα στο τι τον μπερδεύει, χωρίς να περιγράφει μια ψεύτικη χάωση, η ουσία παραμένει ότι το παιδί του, που δεν έχει κάνει και κάτι άλλο πολύ δημιουργικό ως τώρα στη ζωή του, του στέλνει μια φορά κάτι και του λέει διάβασέ με, καμάρωσέ με, συνάντησέ με εκεί. Εκείνος αποτυγχάνει να πατήσει ένα λινκ, δεν το πατάει ποτέ για να μεταβεί στο μέρος που την περιέχει. Η επικοινωνία θα μείνει μετέωρη, το διάβημα θα μείνει ανεπίδοτο γιατί τελικά αρνήθηκε να φτάσει ως εκεί. Δεν είναι ότι δεν μπόρεσε. Είναι ότι δεν μπόρεσε και μετά δεν ζήτησε να τον βοηθήσουν, δεν ζήτησε να μπορέσει, δεν ενδιαφέρθηκε να μπορέσει.

Εξίσου ενδεικτική είναι η απάντηση που δίνει στην ερώτηση γιατί δεν επισκέπτεται την κόρη του (τον ρωτάει ο φίλος της, καθώς εκείνη, «ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο», που δεν έχει κανένα πρόβλημα να ακολουθήσει τα θέλω της σε οποιονδήποτε άλλο τομέα της ζωής της, στέκεται αμυντικά και παθητικά απέναντί του, γιατί πάρα πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι για να μην τους δείχνουν αρκετή αγάπη οι γονείς τους το πρόβλημα είναι δικό τους, ότι δικαιούμαστε να έχουμε απαιτήσεις από οποιονδήποτε άλλο εκτός απ’ τους γονείς μας, ότι ό,τι ψίχουλο μας δώσουν είναι διαμάντι). Αφού πει δικαιολογίες περί του ότι τον πονάει η μέση του και δεν μπορεί να οδηγήσει, μετά αρχίζει να εξηγεί πόσο δύσκολο είναι το παρκάρισμα στο κέντρο του Όσλο. Μπα, το ευκόλυναν, του απαντάει δηκτικά ο φίλος της κόρης του, το πολύ πολύ να χρειαστεί να πληρώσει κανείς για τη στάθμευση. «Και μετά να χρειάζεται να μετακινώ το αυτοκίνητο κάθε μισή ώρα;». Η διαρκής επίκληση και προβολή άλλων προσκομμάτων προκειμένου η επικοινωνία να φραγεί: ένα λινκ που δεν θα πατηθεί ποτέ, ένα αυτοκίνητο που θα χρειάζεται τάχα να μετακινείται ανά μισάωρο, πάρα πολύς μπελάς, πάρα πολύ δαιδαλώδεις διαδικασίες στον ψηφιακό και τον αναλογικό κόσμο, την δυσκόλεψαν πολύ την επαφή με το παιδί σου.

Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο

Ένα άλλο σημείο στην ταινία που λέγεται κάτι, που εγώ τουλάχιστον δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί ποτέ, είναι το κομμάτι περί απιστίας. Όταν η Γιούλια συναντά σε ένα πάρτι έναν νέο άντρα που βρίσκει ελκυστικό, σύντομα συμφωνούν και οι δυο ότι βρίσκονται μέσα σε καλές σχέσεις και απορρίπτουν έτσι από κοινού την ιδέα του να απατήσουν τους συντρόφους τους. Ποια είναι η γραμμή λοιπόν που δεν πρέπει να περάσουν; Τι μπορούν να κάνουν μέσα σε ένα βράδυ, το οποίο δεν θα συνιστά απιστία, αλλά που ταυτόχρονα θα στέκεται συνεπές απέναντι σε μια αμοιβαία ερωτική έλξη; Να πιουν ο ένας απ’ το ποτήρι του άλλου, να αρχίσουν να εκμυστηρεύονται απόκρυφα μυστικά τους, να μυρίσουν ο ένας τον ιδρώτα του άλλου; Θα μείνουν πιστοί. Δεν θα συνουσιαστούν, δεν θα φασωθούν, δεν θα φιληθούν καν. Έμειναν πιστοί; Τι σημαίνει πίστη; Τι σημαίνει απιστία; Τι σημαίνει προδίδω; Από ποιο σημείο και ύστερα την έχεις περάσει τη γραμμή; Από τη στιγμή που βρήκες κάποιον άλλο ελκυστικό; Από τη στιγμή που του το έδειξες; Από τη στιγμή που μυρίσατε ο ένας την μασχάλη του άλλου; Μυρίζοντας την ξένη μασχάλη, τι σημαίνει αυτό για σένα; Για το ποιον σου; Τον χαρακτήρα σου; Πόσο συντριπτικά βαρύ πρέπει να είναι για την μασχάλη του συντρόφου σου; Από που έρχεται όλο αυτό το προπατορικό βάρος;

Το έχω παρατηρήσει ξανά: αν δεις μια ταινία δεύτερη φορά καπάκι, εννοώ χωρίς να έχει περάσει καιρός απ΄ την πρώτη, η δεύτερη θέαση σε κάνει να σου αρέσει πολύ περισσότερο. Και προφανώς δεν είναι τυχαίο, προφανώς πίσω από έργα που αξίζουν τον κόπο έχει προηγηθεί τόση δουλειά, έχει επενδυθεί τόση σκέψη, προσοχή και φροντίδα για κάθε τι που υπάρχει στον κόσμο τους, ώστε είναι σχεδόν αδύνατο να τα αντιληφθείς και εκτιμήσεις επαρκώς την πρώτη φορά που τα βλέπεις. Όσο και να μου άρεσε όμως την δεύτερη φορά «Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο», την πρώτη υπήρξαν και σημεία που με κούρασε. Προσπαθώντας να εντοπίσω τι φταίει, θεώρησα ότι ο Τρίερ έκανε κάκιστη χρήση της μουσικής υπόκρουσης. Στις σκηνές που συνοδεύονται από τραγούδια το πράγμα λειτουργεί πολύ καλύτερα. Σε άλλα σημεία και ειδικά προς την τελική ευθεία υπάρχουν μακρά διαλογικά κομμάτια είτε βουτηγμένα στην απουσία οποιασδήποτε μουσικής από κάτω, είτε με μουσική υπόκρουση τελείως υποτονική. Ακόμα και στην πιο αβανταδόρικη ίσως σκηνή, κάπου προς τα μισά, με το τρικ που όλος ο υπόλοιπος κόσμος παγώνει και κινείται μέσα του μόνο η Γιούλια, πάλι η μουσική δεν λειτουργεί καλά, πάλι δεν ανεβάζει την συναισθηματική ένταση και την προσμονή εκεί που θα έπρεπε. Και αταίριαστη μάλλον μουσική του έγραψαν και ο ίδιος δεν την χρησιμοποίησε καλά, κάτι εν πάση περιπτώσει μου χτύπησε άσχημα στον συγκεκριμένο τομέα.

Άφησα για το τέλος -μάλλον γιατί ποτέ δεν το θεώρησα αρκετά κύριο και καίριο, ίσως γιατί ως άντρας ποτέ δεν ένιωσα κι αντίστοιχη πίεση- το θέμα «παιδιά». Κι όμως, η Γιούλια που δεν μπορεί να αποφασίσει τι θα σπουδάσει τελικά, με τι θα ασχοληθεί επαγγελματικά τελικά, με τι είδους σύντροφο θέλει να είναι τελικά, φαίνεται πως έχει απ’ την αρχή ως το τέλος μια τουλάχιστον σταθερά, μια τουλάχιστον βεβαιότητα: δεν θέλει -τουλάχιστον ακόμα, τουλάχιστον σε αυτή την περίοδο της ζωής της, λίγο πριν και λίγο μετά τα τριάντα- παιδιά. Και η πίεση για να τα κάνει υπάρχει. Και τα ενδεχόμενα για να τα κάνει υπάρχουν. Σε μια έξοχη σκηνή, στο τριακοστό πάρτι γενεθλίων της Γιούλια, μαθαίνουμε τι έκαναν οι πρόγονοί της στα τριάντα. Η μαμά της ήταν εργαζόμενη χωρισμένη μητέρα. Η γιαγιά της εργαζόμενη με τρία παιδιά. Η προγιαγιά της νοικοκυρά με τέσσερα. Πιο πίσω πάμε στα έξι και στα εφτά παιδιά, φτάνουμε στις γενιές που παιδιά χάνονταν από ασθένειες και που γυναίκες πέθαιναν πριν τα τριάντα, με προσδόκιμο ζωής τα τριάντα πέντε. Ιστορία και εποχή δεν είναι μόνο τα πάθη των μιλένιαλς, οι διαρκείς περισπάσεις και ειδοποιήσεις στο κινητό, το me too και το mansplaining και η πολιτική ορθότητα, ιστορία και εποχή είναι κατεξοχήν αυτή η μετάβαση από γενιά σε γενιά.

Η Γιούλια εν τέλει είναι ένα πρόσωπο που ακολουθεί ασυμβίβαστα τα επιμέρους κατά καιρούς θέλω του και ταυτόχρονα τα επιμέρους κατά καιρούς θέλω του δεν έχουν ακόμα κατασταλάξει σε κάποιο συνολικό θέλω για το μέλλον της. Αλλά τα θέλω τους ακολουθούν κι όλοι οι άλλοι. Τα θέλω τους ακολουθούν κι οι φίλοι της. Απλά δεν συμπίπτουν για πάντα με το δικό της. Κάνει αυτό κάποιον απ’ όλους τους κακό; Όχι. Μέσα σε όλον αυτόν τον εγωισμό καταστρέφουμε και τον πλανήτη; Μπορεί, ναι. Αλλά αν για τον πλανήτη είναι ενδεχομένως σωτήρια μια γενιά από Γκρέτες Τούνμπεργκ, αυτό δεν σημαίνει κι ότι μπορείς να κάνεις τόσο εύκολα σχέση μαζί τους. Ή μπορεί και να μπορείς, δεν ξέρω, αυθαίρετο είναι μάλλον κι αυτό που λέω. Εν πάση περιπτώσει, μάλλον υπάρχει μια ηρωίδα που δεν πολυαγαπάνε οι Τρίερ και Βογκτ: η γυναίκα που τραβολογάει με μανία το παιδί της να κοιμηθεί λες και είναι κατσίκι, η γυναίκα που αρνείται πεισματικά να χορέψει και να χαρεί με τους φίλους της και όταν σηκώνεται επιτέλους να χορέψει ανοίγει το κεφάλι της τρακάροντας με την λάμπα. Βέβαια τη σήκωσε ο άντρας της στον αέρα και τράκαρε, μπορεί να θέλει κανείς να δει σε αυτό κάποια κριτική κατά της πατριαρχίας ή του ανδρικού προνομίου. Μπορεί να θέλει κανείς να δει πάντα μια άλλη ταινία απ’ αυτή που βλέπει μπροστά του. Εγώ είδα μια ταινία που παρά τον τίτλο της καταλήγει να μην κατακρίνει κανέναν, καταλήγει να κατανοεί την οπτική όλων, καταλήγει να αντιλαμβάνεται ότι τα αντικρουόμενα θέλω δεν καθιστούν από μόνον του κανέναν κακό, καταλήγει να χωρέσει ακόμη και μια αγκαλιά αυτού του ζευγαριού το επόμενο πρωί μετά το τρακάρισμα στην λάμπα.

Μακάρι να μπορούσαμε να βλέπουμε τις ταινίες την πρώτη φορά όπως τις βλέπουμε τη δεύτερη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.