Ο old boy γράφει για 4 ντοκιμαντέρ που είδε στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Μια βόλτα μακριά απ’ τη λάμψη

Μια μικρή βόλτα σε φτωχές μεριές του χωροχρόνου, από το Μπουτάν της Νότιας Ασίας ως την Αλβανία και το Κλουζ της Ρουμανίας, για να καταλήξουμε στην Ελλάδα

Το 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ξεκίνησε την Πέμπτη 7 Μαρτίου και συνεχίζεται ως και την Κυριακή 17 Μαρτίου, ενώ υπάρχει και η πολύτιμη δυνατότητα για online προβολές.

Έχω γράψει ήδη εντυπώσεις από την ειδική προβολή στο Ολύμπιον της τελετής απονομής των όσκαρ, οπότε ας φύγουμε τώρα από το γκλάμουρ και τον πλούτο του Λος Άντζελες, για να πάμε μια μικρή βόλτα σε πολύ λιγότερο λαμπερές και πολύ περισσότερο φτωχές μεριές του χωροχρόνου, από το Μπουτάν της Νότιας Ασίας ως την Αλβανία και το Κλουζ της Ρουμανίας, για να καταλήξουμε στην Ελλάδα μιας εποχής ίσως όχι τόσο πολύ χρονικά μακρινής όσο αποσιωπημένης

 

 

Ο παράγοντας της ευτυχίας

 

Το Μπουτάν είναι ένα περίκλειστο από ξηρά κράτος στα Ιμαλάια, η Κίνα από πάνω του, η Ινδία λίγο πιο κάτω του, εκείνο πάλι δεν έχει ούτε ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Στο Μπουτάν γίνονται κάθε τόσο έρευνες με ένα εκτεταμένο ερωτηματολόγιο σε όλους τους κατοίκους του, ώστε με μια περίπλοκη και προφανώς αρκετά αυθαίρετη τελικά φόρμουλα, να μετρηθεί ο δείκτης της καλούμενης «Ακαθάριστης Εθνικής Ευτυχίας».

Το ντοκιμαντέρ ακολουθεί δύο υπαλλήλους που γυρνούν τη χώρα από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι, για να συγκεντρώσουν τις απαντήσεις, επικεντρώνοντας αφενός σε μερικές περιπτώσεις κατοίκων και από την άλλη σε έναν από τους δύο υπαλλήλους, που βασανίζεται από δύο αλληλένδετους παράγοντες: από τη μια είναι σε ηλικία που τον έχει καταλάβει μεγάλο άγχος και επιθυμία να παντρευτεί, αφετέρου, ενώ είναι γέννημα θρέμμα κάτοικος του Μπουτάν, δεν έχει ιθαγένεια παρά τις συνεχείς αιτήσεις που κάνει για να την αποκτήσει, γεγονός που του δυσκολεύει τη ζωή. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό του, ανήκει σε μια νεπαλέζικη μειονότητα, από την οποία αφαιρέθηκε πριν από δεκαετίες συλλήβδην η ιθαγένεια. 

Κι όσο εκείνος ψάχνει την ευτυχία για τον εαυτό του, καταγράφει τις απαντήσεις των άλλων. Ένας άντρας παντρεμένος με τρεις γυναίκες εδώ και δεκαετίες. Μια από αυτές λέει μόνη της στην κάμερα, πόσο τυχερές είναι που βρήκαν η μία την άλλη, πόσο συντροφιά κρατά η μία στην άλλη, πόσο αρμονία έχουν μεταξύ τους, πόσο από την άλλη ο άντρας τους είναι εντάξει μόνο όταν πηγαίνουν με τα νερά του. Οι απαντήσεις του άντρα για τον εαυτό του του δίνουν ένα καθαρό άριστα δέκα στην κλίμακα ευτυχίας.

Ύστερα, μια εργάτρια που λέει πως είτε είναι ευτυχισμένη είτε όχι, δεν κάνει τόσο διαφορά, σε κάθε περίπτωση εκείνη πρέπει να δουλέψει για να μπορέσει να ζήσει. Ύστερα, ένας άντρας που έχει πεθάνει η γυναίκα του και είναι απαρηγόρητος, γιατί ονειρεύονταν πως θα γερνούσαν μαζί ψάλλοντας βουδιστικούς ψαλμούς. Μέχρι που τη βλέπει να μετενσαρκώνεται στο νεογέννητο εγγονάκι του. Ύστερα, ένα πάμφτωχο κορίτσι με αλκοολική μητέρα, απόντα πατέρα, μικρή αδελφή, σκοτεινιασμένη καρδιά. 

Ύστερα, μια τρανς που δουλεύει σε κλαμπ και ζει με τη μητέρα της που έχει καρκίνο. Η τρυφερότητα της μητέρας, τα λόγια της μητέρας, θα έλεγα και η αποδοχή της μητέρας, αλλά η αποδοχή είναι λάθος λέξη, προϋποθέτει ότι υπάρχει κάτι που πρέπει να αποδεχτείς, για εκείνη δεν υπάρχει καν αυτό. Είδα το ντοκιμαντέρ Σάββατο βράδυ στο Ολύμπιον, τι κραυγαλέα αντιδιαστολή με όσα έγιναν λίγα μέτρα πιο πέρα λίγο αργότερα, πόσο σίγουρα αλλιώς θα ήταν όλα αν είχαν όλοι τέτοιους γονείς και πόσο ίσως αλλιώς θα ήταν όλα αν οι άνθρωποι έρχονταν συχνότερα σε επαφή με ταινίες που προσφέρουν ένα άλλο βλέμμα στον κόσμο, όπως ο υπέροχος «Παράγοντας της ευτυχίας».

 

 

Η φωνή του σπιτιού

 

Ένα έθιμο των βουνών της βόρειας Αλβανίας που βρίσκεται στο τέλος του. Αν δείτε τη «Φωνή του σπιτιού» θα μάθετε τι σημαίνει ο όρος «μπουρνέσα» και θα δείτε τις έξι ίσως τελευταίες μπουρνέσες. Πρόκειται για γυναίκες που όταν ήταν κορίτσια έδωσαν όρκο παρθενίας, αρνήθηκαν τον ρόλο που επιφύλασσε η κοινωνία στο γυναικείο φύλο και αντί να πάρουν τον δρόμο γάμος – σπίτι – παιδιά, άρχισαν έκτοτε να ζουν ως άντρες. Φοράνε ανδρικά ρούχα, κουρεύονται με ανδρικά κουρέματα, υιοθετούν ανδρικούς τρόπους. 

Ο παράγοντας της Πατριαρχίας και της καταπίεσής της αναμφισβήτητος και καθοριστικός, αλλά από εκεί και πέρα τα ειδικότερα κίνητρα της καθεμιάς είναι μια γκρίζα ζώνη. Άλλες λένε ότι το έκαναν για να νιώθουν πιο ελεύθερες, για να μπορούν να ζουν τη ζωή τους ανεξάρτητα. Άλλες ότι το έκαναν αντίθετα για να μπορούν να σταθούν στην οικογένειά τους, χωρίς να χρειαστεί να φύγουν ποτέ, βάζοντας τον εαυτό τους σε δεύτερη μοίρα. Άλλες πρέπει να έχουν δυσφορία φύλου. Αλλά εν πάση περιπτώσει μπορεί να συντρέχουν διάφοροι παράγοντες μαζί, δεν είναι πάντα το πιο σημαντικό το να κατηγοριοποιούμε τα πράγματα, άλλωστε κι εδώ που θα μπει το ερώτημα της ευτυχίας, οι απαντήσεις θα διαφοροποιηθούν, μιας της είναι κάτι ξένο, μια άλλη λέει ότι νιώθει ευτυχισμένη όταν μαζεύονται όλοι της οι συγγενείς και τα μικρά παιδιά και γεμίζει το σπίτι, ποιος ξέρει πού και πώς βρίσκει την ευτυχία κανείς. Και αν.

Πιο σημαντικό μέσα στην παραδοξότητα της ύπαρξης των γυναικών αυτών που ζουν ως άντρες, είναι ότι βλέπουμε να μας μιλάει η μητέρα μίας από αυτές, που την πάντρεψαν μικρό κορίτσι χωρίς να της πέφτει κανείς λόγος και χωρίς να ήξερε καν πριν τον άντρα της. Παντρεύτηκε, έκανε πολλά παιδιά, έζησε μια ζωή υπηρετώντας τους άλλους. Μια γυναίκα – γυναίκα, μια μη μπουρνέσα που έζησε ως παιδί ενός κατώτερου θεού. Στο τέλος της προβολής, στο Q&A, oι σκηνοθέτιδες λένε ότι φτιάχνοντας τη «Φωνή του σπιτιού» συνειδητοποίησαν και οι ίδιες πόσο συχνά στη ζωή τους είναι αναγκασμένες να φέρονται σαν άντρες.

 

 

Chip & Ovi

 

Στο πλαίσιο του αφιερώματος του φεστιβάλ στον σπουδαίο (και φίλο) Παναγιώτη Ευαγγελίδη (ανάμεσα σε πολλά άλλα σεναριογράφου της «Στρέλλας» και του “Ξενία” μαζί με τον Πάνο Κούτρα), προβλήθηκε και το “Chip & Ovi”, που είναι το πρώτο ντοκιμαντέρ του, γυρισμένο το 2006. Ο Τσιπ και ο Όβι, νέοι, φτωχοί, ανάπηροι, γκέι, οι γονείς τους τους εγκατέλειψαν, κυριολεκτικά τους πέταξαν γιατί ήταν ανάπηροι, γνωρίστηκαν στο ορφανοτροφείο, είχαν για χρόνια περιστασιακές σεξουαλικές σχέσεις, κάποια στιγμή τους βγήκε αλλιώς, ερωτεύτηκαν, έκαναν σχέση, η σχέση τους έχει θέματα. 

Υπάρχει κάτι αφοπλιστικά επιδραστικό στην απεικόνισή τους, ή ίσως όχι ακριβώς στην απεικόνιση, στο πέραν της απεικόνισης, στην αλήθειά τους, στο πώς περπατάνε δίπλα δίπλα, στο τι πολύχρωμο και μαζί χτυπημένο ζευγάρι είναι, στο πόσο ταιριαστό και μαζί αταίριαστο, στο τι θα ονειρεύονταν να κάνουν στη ζωή τους, στο τι λαχταρά ο καθένας για το παρόν και το μέλλον, στο τι κουβαλά ως πληγή απ’ το παρελθόν του.  

Στο Q&A ο Ευαγγελίδης λέει ότι όταν τους πρωτοσυνάντησε σε ένα συνέδριο με θέμα τον γκέι αθλητισμό, άνοιξαν ξαφνικά μια πόρτα και μπήκαν στην αίθουσα και όλοι γύρισαν να τους κοιτάξουν, τόσο διαφορετικοί και ξεχωριστοί ήταν. Μας λέει ότι είχε πολλές αναστολές αν ήταν σωστό να τους κάνει ταινία, γιατί ένιωθε προνομιούχος απέναντί τους και ότι ίσως ήταν ένα είδος εκμετάλλευσης. Μας λέει ότι κι εκείνοι το ήθελαν πολύ όμως όταν τους το πρότεινε κι εκείνος ήταν σε μια φάση που ένιωθε την ανάγκη να μην μένει στις λέξεις αλλά να περάσει και πίσω από την κάμερα.

Εκείνο που δεν μας λέει, είναι ότι υπάρχουν στον κόσμο άπειροι Τσιπ και Όβι, που ίσως δεν είναι ανάπηροι, ίσως δεν μεγάλωσαν ως ορφανοί, ίσως είναι ή δεν είναι γκέι, ίσως δεν είναι τόσο φτωχοί, πάντως είναι νέοι, είναι ζευγάρι, θα μεγαλώσουν, θα πάψουν να είναι ζευγάρι, εκείνη η στιγμή της ζωής τους θα περάσει και δεν θα ξανάρθει, αλλά η στιγμή του Τσιπ και του Όβι είναι εδώ, κάποιος τους είδε, κάποιος τους φιλμάρισε, κάποιος τους έχει σώσει 

 

 

Αζήτητοι

 

Αντιγράφω από τη σύνοψη της ταινίας: «Μια τυχαία ανακάλυψη στο νοσοκομείο “Σωτηρία” αποκαλύπτει ένα προσωπικό και συλλογικό τραύμα. Μεταξύ 1945 και 1975 εκατοντάδες φυματικοί πέθαναν εκεί. Δεν τους αναζήτησε κανείς και θάφτηκαν ανώνυμα σε ομαδικούς τάφους στον χώρο του νοσοκομείου. Μετά από 80 χρόνια η σκοτεινή τους ιστορία έρχεται στο φως μέσα από τα υπάρχοντά τους και την αναζήτηση συγγενών».

Υπάρχουν δυο-τρεις στιγμές στο ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου που δυσκολεύεσαι να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου, ακόμα κι αν όπως εγώ είσαι από τους ανθρώπους που στο σινεμά σπανιότατα κλαίνε, καθώς παρακολουθείς ανθρώπους στα εξήντα τους που έρχονται πρώτη φορά σε επαφή με την αλληλογραφία των γονιών τους, που μαθαίνουν πρώτη φορά την πλήρη αλήθεια για τις συνθήκες θανάτου του πατέρα τους.

 

 

Η φυματίωση λοιπόν που δεν ήταν απλά μια αρρώστια που δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί, ήταν ταυτόχρονα και ένα στίγμα. Ήταν στίγμα να πεις ότι το μέλος της οικογενείας σου νοσηλευόταν ως φυματικός, γιατί μετά θα φοβούνταν όλοι να σε συναναστραφούν. Και φυσικά δεν μπορούσες να τον δεις πια κι εσύ. Και σου έμεναν μόνο τα γράμματα. Και έλεγες ψέματα και στα παιδιά σου.

Κι όταν σιγά σιγά ανακαλύφθηκαν φάρμακα, το Κράτος ήταν φτωχό. Και όποιος μπορούσε να τα προμηθευόταν έχει καλώς. Ειδάλλως πέθαινε. Κι οι συγγενείς του δεν έρχονταν να πάρουν καν το πτώμα του. Ειδικά αν έμεναν σε μακρινά μέρη της Ελλάδας θα κόστιζε μια περιουσία. Και κάπου εκεί στη Μεσογείων, στους κήπους της Σωτηρίας, υπάρχουν ομαδικοί τάφοι. Την επόμενη φορά που θα περάσετε απ’ έξω, μπορείτε να στρίψετε ίσως το κεφάλι και να σκεφτείτε ότι υπάρχει το παρελθόν που μαθαίνουμε στα σχολεία κι ένα παρελθόν πολύ δυσάρεστο για να μαθευτεί, ένα παρελθόν που μένει στα αζήτητα και θάβεται κάτω από τους δρόμους της λήθης και του παρόντος. 

 

©Άγγελος Ζυμάρας, Κώστας Τσακαλίδης

«Το φεστιβάλ θέλει ενέργεια»: Μείνετε συντονισμένοι στο ελculture για όλα τα νέα του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.