«Μην Ανοίγεις την Πόρτα» των Unboxholics: Ο ενδιάμεσος χώρος

Η κυτταρική σχέση με το δράμα

Στην παραδοσιακά όχι καλύτερη εποχή του χρόνου για νέες ταινίες που θα φέρουν τον κόσμο στα σινεμά (αν και θα συστήσω ξανά ενθέρμως τους απολαυστικούς «Αντιπάλους» του Λούκα Γκουαντανίνο), την μεγάλη εμπορική έκπληξη κάνει το «Μην Ανοίγεις την Πόρτα», μια ελληνική και εντελώς χειροποίητη ταινία τρόμου. Βασικά κάνει την μεγάλη έκπληξη με όρους ενδοκινηματογραφικούς, αλλά το μέγεθός της έκπληξης μάλλον μικραίνει αν αναλογιστεί κανείς ότι οι δημιουργοί του «Μην Ανοίγεις την Πόρτα», είναι οι Unboxholics, τα δίδυμα αδέλφια Αλέξανδρος και Σάκης Καρπάς, YouTubers με τεράστιο αριθμό ακολούθων, που παρακολουθεί στενά και αφοσιωμένα την πορεία τους εδώ και δώδεκα χρόνια.

Αντιγράφοντας πράγματα που διάβασα εδώ και εκεί, γιατί δεν έχω την παραμικρή σχέση με το σπορ, οι Unboxholics έχουν site και κανάλι και κάνουν live streaming, όπου ασχολούνται με προϊόντα τεχνολογίας και το gaming, με ιδιαίτερη αγάπη για τα horror games, άρα η μετάβαση στο σινεμά με μια ταινία του είδους μοιάζει εντελώς συμβατή με τα γούστα τους. Δεν πέρασαν απευθείας στην μεγάλου μήκους, έχουν ήδη φτιάξει τέσσερις (διαδικτυακές και horror) μικρού μήκους αλλά και μια (επίσης διαδικτυακή και horror) διαδραστική σειρά πέντε επεισοδίων. Στο «Μην Ανοίγεις την Πόρτα» οι αδελφοί Καρπά πέραν της σκηνοθεσίας και του σεναρίου έχουν αναλάβει και σχεδόν κάθε επιμέρους τεχνικό τομέα, με τον Σάκη Καρπά να πρωταγωνιστεί κιόλας (μαζί με τη Φωτεινή Λεβογιάννη) ευρισκόμενος μπροστά στην κάμερα και τον Αλέξανδρο Καρπά πίσω απ’ αυτήν. 

Outsiders, Success Story, Do it Yourself, όλα μαζί στη συσκευασία ενός, ή μάλλον δύο. Οutsiders όχι μόνο του κινηματογραφικού χώρου, ακόμα και το γεγονός ότι ζουν στην Αριδαία, προσθέτει μια αύρα ανθρώπων που κινούνται «εκτός». Για τα γυρίσματα μάλιστα του «Μην Ανοίγεις την Πόρτα» αξιοποιούν την περιοχή, το Μαύρο Δάσος της Αλμωπίας. Εντός της ταινίας όμως, αυτή η εντοπιότητα, αυτή η σχέση με τον τόπο δεν αποκτά άλλες διαστάσεις: ενώ στο ξεκίνημα η κινηματογράφηση φέρνει λίγο στο νου το “Digger”, στην πορεία θα φανεί ότι το δάσος είναι ένα βολικό τοπίο και μόνο, βολικό πρακτικά και δραματουργικά, χωρίς όμως να γίνει ποτέ στην πραγματικότητα συστατικό στοιχείο της ιστορίας. Είναι δηλαδή σαν η ιστορία που υπήρχε στο μυαλό των δημιουργών να μην συνομιλεί και αλληλεπιδρά με το δάσος, αλλά να το χρησιμοποιεί ως νεκρή φύση και όχι ως ζωντανό οργανισμό. Τα πλάνα με φως στο δάσος αποδεικνύονται τελικά σχετικά λίγα, υπάρχουν βραδινά πλάνα με φακό όπου εκείνο που κυρίως βλέπεις είναι το σκοτάδι (αλλά τι ωραία εικόνα αυτή με το -ματωμένο;- δέντρο!) και το μεγαλύτερο μέρος της δράσης συμβαίνει μέσα σε μια καλύβα, μέσα σε ένα σπιτάκι χτισμένο στο δάσος.

 

 

Εκεί είναι που ζει ο ήρωάς μας, εντελώς απομονωμένος. Δεν έχει καν κινητό ή ίντερνετ, δεν έχει καν μεταφορικό μέσο, ζει κυνηγώντας, μαζεύοντας μανιτάρια και με προμήθειες που του φέρνει κάθε δύο εβδομάδες ένας άνθρωπος από το κοντινότερο αλλά πάντως μακρινό χωριό. Δε ζούσε πάντα έτσι, είναι καμιά διετία που έχει απομονωθεί, που κρύβεται βασικά από όλους και από όλα και από τον εαυτό του, κρύβεται και ενδεχομένως αυτοτιμωρείται για εντελώς τραγικά γεγονότα τα οποία δεν έχει κατορθώσει να ξεπεράσει.

Όταν ένα βράδυ θα ακούσει την πόρτα να χτυπάει δυνατά και μια γυναικεία φωνή να καλεί πανικόβλητα να ανοίξουν, θα παρακούσει τον τίτλο της ταινίας και θα την ανοίξει την πόρτα. Η γυναίκα θα του πει ότι είναι βιολόγος κι ότι είχε κατασκηνώσει με μια ομάδα άλλων τριών συναδέλφων της σε ένα ξέφωτο στο δάσος για να κάνουν έρευνες. Κάτι τους επιτέθηκε και εκείνη ευτυχώς κατόρθωσε να το σκάσει. Να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο, όπως είπαμε, ο ήρωάς μας δεν μπορεί, εκείνη επίσης στον πανικό της κατόρθωσε να το σκάσει έχοντας πάνω της μόνο τα ρούχα της, τώρα είναι καταδικασμένοι να περάσουν χρόνο ο ένας με τον άλλο, εδώ στην απομόνωση, εδώ στην ερημιά. Με το πρώτο φως βέβαια θα ψάξουν να βρουν την ομάδα της και σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος με τις προμήθειες έρχεται σε λίγες μέρες, οπότε θα μπορέσει να επιστρέψει στον πολιτισμό, όλα θα πάνε καλά, όλοι ξέρουμε πως δεν θα πάνε όλα καλά, όλοι ξέρουμε πως τα πράγματα ποτέ δεν πάνε καλά στις ταινίες τρόμου, όλοι ξέρουμε πως τα παράξενα πράγματα μόλις ξεκίνησαν να συμβαίνουν και πως θα συμβούν ακόμη πιο παράξενα και πιο τρομακτικά.

 

 

Εκτός από τον άντρα και η γυναίκα κουβαλά το δικό της βαρύ οικογενειακό δράμα. Η διάκριση ανάμεσα στις φορές που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα και στις φορές που δεν θέλουμε να κάνουμε τίποτα. Ένας ενδιάμεσος χώρος, όπου προξενείς κάτι ανεπανόρθωτο στον άλλο, όχι δρώντας αλλά μην δρώντας, όχι ως κακούργος αλλά ως μη σωτήρας. Επειδή σου παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά η ευκαιρία. Δεν την κυνήγησες, δεν την επεδίωξες, απλά έτυχε. Δεν χρειάστηκε να προκαλέσεις εσύ κάτι. Μπορείς όμως να αποτρέψεις αυτό που συμβαίνει. Κι αν ο σκοπός σου όμως είναι κατανοητός; Κι αν δεν το κάνεις από διαστροφή και κακότητα; Τι αξίζει να συμβεί στον άλλο; Ποιο είναι το δικό του καλό; Ή τι είναι το δίκαιο; Και ποια η σχέση της ενοχής με το καλό του άλλου και με το δίκαιο;

 

 

Ίσως το πιο εντυπωσιακό με το «Μην Ανοίγεις την Πόρτα» δεν είναι η φιλοδοξία των αδελφών Καρπά να φτιάξουν μια ταινία περίπου ολομόναχοι, αλλά η φιλοδοξία να φτιάξουν μια ταινία τρόμου που θέλει να είναι τόσο βαριά, τόσο βαθιά, τόσο ουσιαστική, τόσο σοβαρή. Ίσως έχουμε κάποια κυτταρική και προαιώνια σχέση ως λαός με την αρχαία τραγωδία και τα δράματα, ώστε ακόμα και όταν είμαστε YouTubers και gamers που κάνουμε ταινία τρόμου δεν μας βγαίνει να μην κάνουμε κάτι τόσο ασήκωτα βαρύ. Ωστόσο άλλο η φιλοδοξία κι άλλο η εκπλήρωσή της, το βαρύ δεν είναι αυτόματα και βαθύ, το βλοσυρό δεν είναι αυτόματα υποβλητικό, η σοβαροφάνεια δεν είναι σοβαρότητα. 

Μέσα σε αυτό το σκεύος της αρχικής σύλληψης θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να χωρέσει μια πάρα πολύ καλύτερη ταινία. Αντ’ αυτού υπάρχει μια φτώχεια και η αίσθηση ότι έχουμε μπροστά μας ιδέες αν όχι πεταμένες, πάντως ιδέες που τους λείπει ένας συνεκτικός ιστός ώστε να οδηγήσουν σε μια ιστορία που, στη μορφή της ταινίας τρόμου, θα επέτρεπε σε όλες τις αλληγορίες να εκφραστούν διαυγώς. Κάπως αλλιώς θα έπρεπε να είχαν ενωθεί και κολλήσει αυτές οι -δεν ξέρω πόσο πρωτότυπες, πάντως σίγουρα κάθε άλλο παρά αδιάφορες- ιδέες.

Από την άλλη δεν είναι εύκολο είδος ο τρόμος, τα τρέιλερ στα σινεμά βλέπεις και θες να βγάλεις τα μάτια σου από την προβλεψιμότητα, την επαναληψιμότητα, την αστειότητα. Το «Μην Ανοίγεις την Πόρτα» είναι μακράν πιο αξιοπρεπές από όλο αυτό το άψυχο σκουπιδαριό. Και λαμβανομένων υπόψη όλων των παραμέτρων δημιουργίας της ταινίας, το τελικό αποτέλεσμα σε καλεί να το αντιμετωπίσεις με σεβασμό, ενώ επιμέρους αρετές όπως τα χρώματα της φωτογραφίας και ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα κοντινά πλάνα προσώπων δεν είναι αμελητέα. Κι άλλωστε, για να μην είμαστε ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στ’ αλεύρι, ακόμα και πρόσφατα έργα που εξακολουθούν να προβάλλονται, όπως το «Στενές Επαφές με το Διάβολο», τα οποία έφεραν υποτίθεται μια φρέσκια και ανανεωτική ματιά στο είδος, πάσχουν. Πάσχουν κι εκείνα από μια αρχική σύλληψη που δεν ήξεραν από ένα σημείο και πέρα πώς να την αναπτύξουν, και που, σε αντίθεση με το «Μην Ανοίγεις την Πόρτα», δεν ήξεραν τελικά και πού την πήγαιναν. Το πρόβλημα του «Μην Ανοίγεις την Πόρτα» δεν είναι ότι δεν ξέρει πού θέλει να το πάει, αλλά ότι πηγαίνει εκεί όχι μέσα από μια ιστορία που πείθει, αλλά από μια προαποφασισμένη ιδέα η οποία δεν κατάφερε να αρθρωθεί σε μια κανονική ιστορία.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.