«Ο Εχθρός Δίπλα μου» του Ροντρίγκο Σορογκογιέν: Μακάρι να είχες ξυπνήσει κάπου αλλού

Το περιβάλλον και η φτώχεια σου

Ο ισπανικός κινηματογράφος έχει την τιμητική του αυτό τον Αύγουστο, αλλά αν την προηγούμενη εβδομάδα, γράφαμε για την «Απόδραση του “77» ότι είναι κρίμα που δεν γυρίζονται τέτοιου είδους και προσανατολισμού ταινίες στην Ελλάδα, βλέποντας το «Ο Εχθρός Δίπλα μου» ο συνειρμός είναι περίπου αναπόφευκτος: όχι μόνο έχει γυριστεί τα τελευταία χρόνια μια παρόμοιου προσανατολισμού ταινία στην Ελλάδα (το «Digger»), αλλά ήταν και εμφανώς καλύτερη.

Όπως στο «Digger» μια μεγάλη επιχείρηση ρίχνει χρήματα σε μια επαρχιακή περιοχή, επεμβαίνοντας στο φυσικό περιβάλλον και παίρνοντας με το μέρος της τους αρχικά μοιρασμένους και διστακτικούς κατοίκους, αφήνοντας έναν μοναχικό τελικά λύκο να αρνείται να συναινέσει στα σχέδια της, έτσι και στο «Ο Εχθρός Δίπλα μου» ένα επενδυτικό σχέδιο για δημιουργία αιολικού πάρκου χωρίζει στα δύο τους κατοίκους ενός μικρού και σε μεγάλο βαθμό εγκαταλελειμμένου χωριού στην ορεινή Ισπανία, στην περιοχή της Γαλικίας.

Το δίλημμα είναι κι εδώ παρόμοιο για τους ντόπιους: δίνεις χώρο στην επένδυση και ανακουφίζεσαι οικονομικά, αναβαθμίζοντας το δικό σου επίπεδο ζωής εις βάρος της φύσης του τόπου στον οποίο έτυχε να ζεις ή προτάσεις πνεύμα αντίστασης και περιβαλλοντική ευαισθησία, προσπαθώντας να την εμποδίσεις να πραγματοποιήσει το έργο της; 

Υπάρχουν βέβαια διαφορές: καταρχάς στο «Digger» έχουμε να κάνουμε με ένα ορυχείο και η επέμβαση στο περιβάλλον είναι πολύ πιο αναμφίβολη, καταλυτική και βίαιη. Εδώ πάλι, με το διακύβευμα να είναι η εγκατάσταση ανεμογεννητριών, αφενός υπάρχει ο αντίλογος ότι παράγεται πράσινη ενέργεια και αφετέρου δεν ξέρω αν οι αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες από την εγκατάσταση είναι τόσο έντονες. Για την ταινία πάντως μάλλον είναι (ή, για να το θέσω ορθότερα, για έναν ήρωά της σίγουρα είναι).

Ερχόμαστε έτσι στη δεύτερη διαφορά: ενώ στο “Digger” o άνθρωπος που φυλούσε τις περιβαλλοντικές Θερμοπύλες ήταν ντόπιος, στο «Ο Εχθρός Δίπλα μου» έρχεται από κάπου αλλού. Είναι ένας ξένος. Και είναι ξένος με διάφορες έννοιες. Όχι μόνο εθνοτικά (αφού είναι Γάλλος), αλλά έχοντας και εντελώς διαφορετικό υπόβαθρο. Είναι ένας άνθρωπος των γραμμάτων και όχι της γεωργίας ή της κτηνοτροφίας, ένας εκπαιδευτικός που μόλις βγαίνει στη σύνταξη επιλέγει να έρθει και να ζήσει εκεί με τη γυναίκα του. Έχουν βγει σε σύνταξη σε ηλικία που τους επιτρέπει να είναι παραγωγικοί και δημιουργικοί. Οι οικονομίες μιας ζωής ξοδεύονται εκεί. 

Μετακομίζει κι εγκαθίσταται σε έναν τόπο απ’ τον οποίο οι κάτοικοί του είτε έχουν φύγει είτε ονειρεύονται να φύγουν. Φιλοδοξεί να μεταμορφώσει τον τόπο, φιλοδοξεί να τον ξαναζωντανέψει. Όταν δεν ασχολούνται με τη γυναίκα του με τη γη, επισκευάζουν με δικά τους έξοδα τα ερειπωμένα σπίτια. Θέλουν να ξανακάνουν τον τόπο κατοικήσιμο. Για τους ντόπιους ο τόπος δεν είναι μια επιλογή τους, είναι κάτι με το οποίο γεννήθηκαν και με το οποίο θα πεθάνουν, τους περισσότερους τους πνίγει, θα ήθελαν να φύγουν από τη μιζέρια. Εκείνος έχει μια ρομαντική ιδέα, πιστεύει ότι η ζωή εκεί είναι όμορφη και μπορεί να είναι όμορφη. Πώς όμως βρέθηκε εκεί; Εξαιτίας της τύχης, ή της μοίρας, ή όπως θέλει το ορίζει κανείς: ξύπνησε μια μέρα στα νιάτα του μετά από κάποιο ταξίδι που είχε συνδυαστεί με κραιπάλη και δεν ήξερε πού βρίσκεται και μαγεύτηκε από το τοπίο και είπε κάποτε θα ήθελα να ζήσω εδώ.  

Μακάρι να είχες ξυπνήσει στο διπλανό χωριό, θα του πουν. Η τυχαιότητά του φτάνει να ορίζει τη ζωή άλλων ανθρώπων, αφού αρνείται να υπογράψει και να επιτρέψει την επένδυση. Ίσως για εκείνον η όλη φάση είναι ένα καπρίτσιο, ακόμη κι αν πρόκειται για ένα καπρίτσιο που εμφορείται από τις ευγενέστερες προθέσεις. Ίσως κι εκείνος, σαν την εταιρία που θέλει να φτιαξει το αιολικό πάρκο, συμπεριφέρεται σαν ξένος επενδυτής που έρχεται από αλλού, απλά η δική του επένδυση είναι άλλου τύπου, ιδεαλιστικού.  

Απέναντί του δυο μεσήλικα αδέλφια – κτηνοτρόφοι, δυο αδέλφια τραχιά, κακότροπα, εχθρικά, ρατσιστικά, απειλητικά. Φέρονται με τρόπο που μας δίνει κάθε δικαίωμα να τα αντιπαθήσουμε σφόδρα, να τα θεωρήσουμε ως τους κακούς της υπόθεσης. Όταν όμως στα μισά της ταινίας τους δοθεί ο λόγος επί της ουσίας και της αιτίας για την αντιπάθειά τους για τον ξένο, όταν εμφανίσουν τη δική τους οπτική γωνία, ενώ μέχρι τότε παρουσιάζονταν μονοσήμαντα ως αγροίκοι, συνειδητοποιείς για άλλη μια φορά πως μόνο όπου δεν υπάρχουν εύκολες και αυτονόητες απαντήσεις και άσπρο εναντίον μαύρου, μπορεί να υπάρξει γόνιμο έδαφος για προβληματισμό. Όταν δεν έχεις να ζήσεις, ή όταν ζεις μια ζωή με δύσκολες υλικές συνθήκες, ίσως κάθε επιλογή που σε εξαγοράζει και σε εκμαυλίζει να είναι τελικά μια θεμιτή επιλογή. Όποιο κι αν είναι το γενικότερο καλό, όποιο κι αν είναι το καλό του περιβάλλοντος, του οικοσυστήματος, της φύσης, των επόμενων γενεών, το να καλείσαι να θυσιαστείς εσύ από ανθρώπους που ζουν καλύτερα από σένα, είναι ένα ζήτημα.

Εξίσου προφανώς ζήτημα ή και ακόμα σημαντικότερο ζήτημα είναι ότι δεν μπορούμε να ζούμε εσαεί εις βάρος του φυσικού περιβάλλοντος, ότι το σύστημα της φύσης το έχουμε φτάσει στα όριά του, ότι πάνω στην υλική ευημερία του σήμερα ενδεχομένως το αύριο και το μεθαύριο των επόμενων δεκαετιών να είναι εφιαλτικό για όλους.

Κάπου λοιπόν στα μισά της ταινίας, μας έχουν επαρκώς παρουσιαστεί δυο αντιτιθέμενες πλευρές που η καθεμιά υπερασπίζεται το δικό της δίκιο. Η ταινία πλουτίζει, βαθαίνει, ελπίζεις πως τώρα που τα πράγματα απέκτησαν αποχρώσεις, θα πάνε από εδώ και πέρα ακόμη καλύτερα. Δυστυχώς όμως δεν πάνε. Ένα πρόβλημα είναι ότι δεν ρίχνεται ακόμη μεγαλύτερο βάρος στην αντιπαράθεση των δύο κόσμων που συγκρούονται, αλλά, οκ, η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσαμε πράγματι να επικεντρωθούμε ξανά σε αυτή καθαυτή τη σύγκρουση ανάμεσά τους, αφού έχουν αναδειχθεί και φωτιστεί οι εκατέρωθεν οπτικές. 

Το μεγαλύτερο λοιπόν πρόβλημα είναι άλλο: η ιστορία φτάνει σταδιακά σε μια δραματουργική κορύφωση και ύστερα αλλάζει αρκετά ως πολύ χαρακτήρα. Ξαφνικά είναι σαν να αρχίζεις να παρακολουθείς μια διαφορετική ταινία από εκείνη που έβλεπες, καθώς αλλάζει το φόκους, αλλάζει το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί, αλλάζει και το ζητούμενο. Και γιατί να είναι ντε και καλά πρόβλημα, θα αντιτείνει κανείς. Μήπως απαγορεύεται από κάπου; Όχι προφανώς, αλλά αυτά τα πράγματα θέλουν προσοχή: από τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με τόσο δραστική αλλαγή ρότας, οι χειρισμοί πρέπει να είναι πολύ υπολογισμένοι και διαυγείς στο μυαλό του δημιουργού, ο οποίος πρέπει να έχει μια εντελώς ξεκάθαρη εικόνα και εποπτεία πάνω στο υλικό του, ώστε να μπορέσει να τη μεταδώσει και στον θεατή. Ειδάλλως, ο θεατής τσινάει, αδημονεί, προσπαθεί να καταλάβει προς τα πού πάει το πράγμα. Οι κανόνες της αφήγησης και της εμπλοκής σε μια ιστορία δεν είναι μεν γραμμένοι σε μαρμάρινες πλάκες και μπορούν να ανατραπούν, όταν όμως τους ανατρέπεις πρέπει να το κάνεις είτε με έναν τρόπο δομικά πιο σαφή και δηλωμένο (π.χ να έχεις χωρίσει το έργο σε κεφάλαια), είτε με έναν τρόπο που το ίδιο το περιεχόμενο δεν μοιάζει να προσπαθεί να χωρέσει δυο διαφορετικές ιστορίες μέσα σε μία.  

Στη συγκεκριμένη περίπτωση τίποτα από τα δύο δε συμβαίνει, με αποτέλεσμα το τελευταίο μισάωρο του «Ο Εχθρός Δίπλα μου» να σου δίνει την αίσθηση ότι πλατειάζει, ότι φλυαρεί, ότι πελαγοδρομεί. Τα πιο σημαντικά δραματικά γεγονότα έχουν ήδη συμβεί και το από εκεί και πέρα, ακόμα κι αν η πρόθεση του Ροντρίγκο Σορογκογιέν (δημιουργού εκτός των άλλων και του «Εξαφανισμένου») ήταν να λειτουργήσουν ως μια μετατόπιση της εστίασης σε έναν άλλο άνθρωπο, λειτουργούν εν τέλει σαν το ξενερωτικό ξεφούσκωμα ενός μπαλονιού. 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.