«Η Απόδραση του ’77» του Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ: Άλλο καθεστώς το ένα, άλλο καθεστώς το άλλο

Δεν κοιτώ, μπορείς να χτυπήσεις

Οι φυλακές έχουν αποτελέσει διαχρονική πηγή έμπνευσης για τον κινηματογράφο και είναι νομίζω αρκετά ενδιαφέρον πως άπαξ και μπει μια ομάδα ανθρώπων στη διαδικασία να κάνει μια ταινία φυλακής, δύσκολα το τελικό αποτέλεσμα θα είναι κακό. Ίσως γιατί δεν μπαίνεις στη φάση ως δημιουργός αν δεν έχεις ευγενικές προθέσεις και τη φιλοδοξία να πεις κάτι άξιο λόγου, ίσως ταυτόχρονα και επειδή το όλο κλίμα, η συνθήκη της φυλάκισης, ο τόσο διαφορετικός τρόπος ζωής, η μικροκοινωνία των κρατουμένων και των φυλάκων συντελούν καθοριστικά στη δημιουργία μιας ξεχωριστής ατμόσφαιρας. Γιατί, όσο κι αν ο θεσμός της φυλακής τέμνει τις κουλτούρες και τις εποχές, όσο τελείως συμφιλιωμένοι κι αν είμαστε με την ιδέα του κι όσο απαραίτητος κι αν προφανώς είναι, άλλο τόσο δεν παύει να δημιουργεί για τους κρατούμενους μια συνθήκη ζωής τελείως αφύσικη, ούτως ώστε κάθε επαφή μαζί της, έστω και δια της αναπαράστασής της, να σε εμπλέκει συναισθηματικά, να σε ταράζει, να σε κάνει να παρακολουθείς δοσμένος τα τεκταινόμενα στην οθόνη. 

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα υποείδος που κατά κανόνα μας δίνει από αξιοπρεπείς ταινίες και πάνω και η «Η Απόδραση του ‘77» κάθε άλλο παρά εξαίρεση στον συγκεκριμένο κανόνα αποτελεί: δύσκολα μπορείς να φανταστείς πως θα απογοητεύσει όποιον αποφασίσει να τη δει έχοντας μια γενική ιδέα για το θέμα της.

Βρισκόμαστε στις αρχές του 1976, ο Φράνκο έχει μόλις πεθάνει, ξεκινούν οι διεργασίες για τη μετάβαση σε δημοκρατικό καθεστώς μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια δικτατορίας. Με το «Μικρό Νησί» ο Aλμπέρτο Ροντρίγκεζ είχε εξετάσει ξανά τα πρώτα μεταβατικά χρόνια προς την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, με τα ισχυρά κατάλοιπα του παλαιού καθεστώτος που υφίσταντο νομοτελειακά ακόμη. Η μετάβαση στη δημοκρατία δεν γίνεται με το πάτημα ενός κουμπιού και όπως σημειώναμε στο «Μικρό Νησί»: «…το μυαλό των ανθρώπων, οι μηχανισμοί, οι νοοτροπίες δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη, πόσο μάλλον αν μιλάμε για θύλακες όπως ο στρατός και η αστυνομία». Ακόμα περισσότερο λοιπόν η αλλαγή δεν μπορεί να είναι αυτόματη και αυτονόητη όταν έχουμε να κάνουμε με θεσμούς όπως το Σωφρονιστικό Σύστημα.

Παρά ταύτα την Ισπανία αρχίζει να τη διατρέχει ένα γενικευμένο αίτημα για ελευθερία, αλλά το ερώτημα είναι κατά πόσο το αίτημα για ελευθερία περιλαμβάνει εκείνους που δεν είναι ελεύθεροι σε κανένα πολιτειακό καθεστώς. Προβάλλεται ένα αίτημα για γενική αμνηστία, αλλά υπήρχαν πολιτικοί κρατούμενοι υπήρχαν και ποινικοί. Έπρεπε το αίτημα να αφορά μόνο τους αμιγώς πολιτικούς κρατούμενους; Ή μήπως, σε ένα δικτατορικό καθεστώς πολλών δεκαετιών, το ποινικό δίκαιο, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, η αστυνομία, η δικαιοσύνη δεν μπορούσαν παρά να λειτουργούν έστω και εμμέσως με τρόπο μεροληπτικό και άρα και πολιτικό;

Ήταν και οι ποινικοί κρατούμενοι, για ορισμένες έστω κατηγορίες εγκλημάτων, απότοκα μιας κοινωνίας που λειτουργούσε στρεβλά και που αν ήθελε να κάνει μια αληθινά καινούργια αρχή, έπρεπε να δώσει και σε εκείνους μια ευκαιρία; Η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι ως θεατές του σήμερα παρακολουθούμε το αίτημα για γενική αμνηστία και μας φαίνεται κάπως επίφοβο, σπεύδουμε να πούμε από μέσα μας ένα «Μισό λεπτό, να δούμε λίγο τι εννοούμε, ως πού το λέμε κλπ». Κακά τα ψέματα. το ποινικό δίκαιο ήταν και παραμένει ένα μεγάλο ταμπού. Και επίσης, με έναν τρόπο έχουμε επιστρέψει τα τελευταία χρόνια ακόμα κι από αριστερές ιδεολογικές διαδρομές σε αιτήματα για αυστηρότερες ποινές φυλάκισης. 

Σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πλάνα της ταινίας, ένα βράδυ η κάμερα σηκώνει το βλέμμα της από τη φυλακή και το απλώνει στα φωτισμένα παράθυρα των πολυκατοικιών της Βαρκελώνης που είναι ακριβώς δίπλα. Να ζεις ελεύθερος εντελώς δίπλα σε φυλακισμένους, να ζεις φυλακισμένος εντελώς δίπλα σε ελεύθερους. Πώς να το αντέξει το μυαλό του κρατούμενου; Μια απάντηση, έναν τρόπο, θα υποδείξει ένας παλιός κρατούμενος: «Κάθε που κλείνει η πόρτα του κελιού μου, τους κλείνω όλους έξω απ’ το μυαλό μου».

«Η Απόδραση του ΄77» είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα στιβαρού αφηγηματικού σινεμά που πατάει γερά πάνω σε μια ιστορία με ιστορικές και πολιτικές αναφορές και την υπηρετεί. Η ιστορία πάνω απ’ όλα, εν προκειμένω μια ιστορία που αναφέρεται και στην Ιστορία της χώρας. Γιατί άραγε δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να φτιάξουμε τέτοιο σινεμά στην Ελλάδα; Γιατί είτε το σνομπάρουμε καλλιτεχνικά είτε παράγουμε κακέκτυπά του; Ο Γκουτιέρεζ δεν ενδιαφέρεται να δειχτεί, ενδιαφέρεται να δείξει. Έχει στο πλευρό του μια εξαιρετική φωτογραφία και καλλιτεχνική διεύθυνση (όχι όμως κι αντίστοιχα λειτουργική μουσική), έχει κατεξοχήν στο πλευρό του και μια πινακοθήκη φυλακισμένων πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών, που ο καθένας τους, με τα ρούχα του, τα χτενίσματα, το όλο στυλ τους, αλλά και με τις ερμηνείες των ηθοποιών που τους υποδύονται φιλοτεχνούν ξεχωριστές φιγούρες. Στους δυο πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Μιγκέλ Χεράν (ο Ρίο του “Casa de Papel”) και ο Χαβιέ Γκουτιέρες, που, όπως και στο «Μικρό Νησί», κλέβει κι εδώ την παράσταση. 

Δυο παρατηρήσεις για τον τίτλο της ταινίας και τους υπότιτλους. Για τον τίτλο θα περιοριστώ να πω ότι καμία απόδραση δεν λαμβάνει χώρα το 1977, οπότε τι φάση; Για τους υπότιτλους σκέφτομαι αν πρέπει να εκφράσω κάποια δυσφορία για το γεγονός είναι ταυτόχρονα στα αγγλικά και τα ελληνικά. Είναι όμως τόσο πρόβλημα στην παρακολούθησή της ταινίας, είναι τόσο τρομακτική θυσία για τον Έλληνα θεατή η παρουσία διπλών υποτίτλων, αν με αυτόν τον τρόπο η παρακολούθησή της γίνεται προσβάσιμη σε μη ισπανόφωνους αλλά αγγλόφωνους τουρίστες ή ψηφιακούς νομάδες; Ας μην μουρμουρήσω άλλο κι ας παραδεχτώ πως όχι. 

Κλείνω με κάτι ουσιαστικότερο: εγώ και υποθέτω και η πλειοψηφία των θεατών όταν βλέπουμε αστυνομικούς στην οθόνη να ξυλοφορτώνουν βάναυσα με τα γκλομπ κρατουμένους τη δεκαετία του ’70 σε ισπανικές φυλακές τσιτώνουμε, φρικάρουμε, χαλιόμαστε. Πόσο μικρή όμως είναι η μειοψηφία εκείνων που βλέποντας τέτοιες σκηνές είτε γουστάρουν είτε τις θεωρούν αναγκαίο κακό; Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, λόγω και της τεχνολογικής δυνατότητας του να τα τραβάς με το κινητό σου και να τα ανεβάζεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν κυκλοφορήσει στη χώρα μας πάμπολλα βίντεο που δείχνουν αστυνομικές δυνάμεις και ΜΑΤ να βαράνε αγρίως στο δρόμο διαδηλωτές. Αν ζούσαμε σε μια κοινωνία που όντως δεν άντεχε την υπέρμετρη αστυνομική βία και αν λειτουργούσαν θεσμοί που όντως δεν άντεχαν την υπέρμετρη αστυνομική βία, η κατακραυγή θα ήταν σύσσωμη, η φάση θα είχε κοπεί. Εξ αντιδιαστολής μπορεί κανείς να συνάγει το συμπέρασμα ότι μια χαρά τα αντέχουμε και τα νομιμοποιούμε, έστω στρέφοντας το βλέμμα αλλού.

 

Κι αν αυτά γίνονται στον δρόμο, οι φυλακές, οι ισπανικές, οι ελληνικές ή οι όποιες, οι παλιές ή οι τωρινές, λειτούργησαν και λειτουργούν ως καθεστώς εξαίρεσης, ως καθεστώς ειδικών συνθηκών, ως καθεστώς αποστροφής του βλέμματος του «κανονικού» πολίτη: καλύτερα να μην πολυκοιτάμε τι γίνεται στις φυλακές, ή στην προστασία των χερσαίων συνόρων, ή στην προστασία των θαλασσίων συνόρων, αυτά κι αν είναι καθεστώτα εξαίρεσης και ειδικών συνθηκών, για την προστασία εννοείται του καθεστώτος ημών των νομοταγών και φιλήσυχων ανθρώπων, που για να προστατεύεται αποτελεσματικά το βλέμμα πρέπει να ξέρει να στρέφει την κατάλληλη στιγμή.

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.