Ο Χρήστος Πασσαλής μιλάει στο ελc απευθείας από το 56ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι για την ταινία του «Ησυχία 6-9»

«Η ταινία κινείται πάνω σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο θέλω να συνεχίσω να θυμάμαι ή δεν μπορώ παρά να θυμάμαι και θέλω επιτέλους να ξεχάσω. Αυτή η κίνηση ουσιαστικά είναι η κίνηση υποθέτω του πένθους, της απώλειας.»

To elculture βρίσκεται στο 56ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα όπου έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία «Ησυχία 6-9» του Χρήστου Πασσαλή, ο οποίος τη σκηνοθετεί, υπογράφει το σενάριό της μαζί με την Ελένη Βεργέτη και πρωταγωνιστεί μαζί με την Αγγελική Παπούλια. Είχαμε την μεγάλη χαρά να μιλήσουμε με τον Χρήστο Πασσαλή για την «Ησυχία 6-9». Να τι είπαμε:

Για να μπουν κι οι αναγνώστες στο κλίμα της ταινίας, πες μας με λίγα δικά σου λόγια την υπόθεσή της.

Μια γυναίκα κι ένας άντρας, η Άννα κι ο Άρης, συναντιούνται σε μια παράξενη πόλη. Κι είναι παράξενη αυτή η πόλη, επειδή παντού υπάρχουν κεραίες που εκπέμπουν φωνές ανθρώπων. Σταδιακά καταλαβαίνουμε ότι αυτές οι φωνές από τις κεραίες ανήκουν σε ανθρώπους που έχουν εξαφανιστεί, χωρίς να ξέρουμε γιατί και πώς. Όλη η πόλη περιστρέφεται γύρω απ’ αυτό το φαινόμενο, το τραγικό φαινόμενο των εξαφανίσεων, και σε αυτή τη διάρκεια κι όσο εμείς ως θεατές παρακολουθούμε αυτόν τον παράξενο κόσμο, η Άννα και ο Άρης αρχίζουν να αναπτύσσουν αισθήματα μεταξύ τους, μέχρι τη στιγμή που η Άννα τελικώς εξαφανίζεται και αυτή.

Μου έκανε εντύπωση κάτι που είπες στην παρουσίαση της ταινίας, εδώ στο Κάρλοβι Βάρι. Είπες λοιπόν ότι ένα κίνητρο για να κάνεις μια ταινία είναι να θέλεις να ζεις μέσα της. Για σένα ο κόσμος της «Ησυχίας 6-9» είναι ένας κόσμος στον οποίο θα ήθελες να ζεις;

Αυτό είναι κάτι που σκέφτομαι όταν βλέπω καλές ταινίες. Υπάρχουν ταινίες που μου αρέσουν πολύ και στις οποίες δεν θα ήθελα αναγκαστικά να ζήσω. Υπάρχουν κάποιες που μου αρέσουν πολύ επίσης, αλλά θα ήθελα να είμαι και μέρος τους. Δεν εννοώ ως πρωταγωνιστής.

Θα μας πεις κάποια παραδείγματα;

Θα ήθελα να είμαι ένας άνθρωπος στα εστιατόρια της «Ερωτικής Επιθυμίας» ας πούμε, θα ήθελα να είμαι κάπου και να βλέπω τη συμμορία στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», θα ήθελα να είμαι σε όλες τις ταινίες του Απιτσατπόνγκ σε μια γωνία. Δεν θα ήθελα να είμαι στο “Funny Games”, όχι λόγω βιαιότητας, δεν το εννοώ έτσι, δεν κάνω αυτούς τους διαχωρισμούς. Οπότε ήθελα μια τέτοια ταινία, εννοώ μια ταινία μέσα στην οποία θα ήθελα να κατοικώ με έναν τρόπο. Αυτό είναι κάπως το κριτήριο, από τη γραφή της μέχρι το μοντάζ και το sound design.

Άρα, αφού αναφέρεις και το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», κάνεις μια διάκριση ανάμεσα στο αν αυτό που δείχνει μια ταινία είναι δυσοίωνο ή δυστοπικό και στο αν παρόλα αυτά το δείχνει με έναν τέτοιο τρόπο που σε γοητεύει ας πούμε.

Ναι, δεν ξέρω αν η «Ησυχία» είναι δυσοίωνη ή δυστοπική. Δεν μπορώ να το απαντήσω. Σίγουρα, για αισθητικούς λόγους και λόγω αισθητικών επιλογών, δείχνει μια πλευρά της ελληνικής υπαίθρου που είναι αρκετά παρηκμασμένη, τα κτίρια είναι εγκαταλελειμμένα, μη προσεγμένα και βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον που οι άνθρωποι εξαφανίζονται, υπάρχει η απώλεια, μιλάμε για μια πόλη που ζει υπό το βάρος της απώλειας.

Ότι διαδραματίζεται στην ύπαιθρο ήταν δηλαδή κάτι που έπαιξε ρόλο στις επιλογές σου και δεν συνέβη μόνο για πρακτικούς λόγους;

Εκατό τοις εκατό κι από την αρχή. Δεν θα μπορούσε να γυριστεί οπουδήποτε στο κέντρο της Αθήνας όλο αυτό. Ήθελα έναν κόσμο άδειο χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς διαφημίσεις, έναν κόσμο κάπως που είναι εκτός χρόνου και εκτός χάρτη.

Ο Χρήστος Πασσαλής μιλάει στο ελc απευθείας από το 56ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Β

Οι τοποθεσίες που βλέπουμε πού είναι;

Ουσιαστικά γυρίσαμε την ταινία σε μια ακτίνα 50 με 60 χιλιόμετρα γύρω από την Αθήνα. Δηλαδή και προς τη Νέα Μάκρη αλλά και προς την Ελευσίνα. Το ξενοδοχείο για παράδειγμα είναι στη Νέα Μάκρη.

Αφού πήγε η κουβέντα στις τοποθεσίες και τα ντεκόρ, είδα ότι ο σκηνογράφος είναι Ούγγρος. Πως και τον επέλεξες;

Ναι, είναι ο Μάρτον Αγκ. Με τον Μάρτον γνωριστήκαμε μέσω του θεάτρου, γιατί με την Αγγελική Παπούλια σκηνοθετήσαμε τρεις παραστάσεις στην Ελβετία, μέχρι πολύ πρόσφατα δηλαδή, ήμασταν κάτι σαν φιλοξενούμενοι σκηνοθέτες σε μια θεατρική ομάδα. Σε μια απ’ τις παραγωγές ήταν ο Μάρτον Αγκ, ο οποίος είναι ένας πολύ γνωστός σκηνογράφος, μάλιστα φέτος βραβεύτηκε και με το ευρωπαϊκό βραβείο σκηνογραφίας. Έτσι έγινε η πρώτη επαφή.

Νομίζω έχει κάνει πολύ καλή δουλειά.

Πάρα πολύ καλή δουλειά και με αρκετά χαμηλό προϋπολογισμό, όπως φαντάζεσαι.

Πάμε λοιπόν στο θέμα της ταινίας. Σκεφτόμουν μετά που την είδα, ότι υπάρχουν ουσιαστικά δύο ειδών εξαφανίσεις. Κάποιος που εξαφανίζεται με τη θέλησή του απ’ τη ζωή μας (είτε είναι σχέση ερωτική, είτε φιλική, είτε συγγενική) και κάποιος που πεθαίνει. Εσύ όταν άρχισες να θες να μιλήσεις για τους εξαφανισμένους, τα ξεχώριζες κάπως στο μυαλό σου ή ήθελες να τα βάλεις και τα δυο μαζί;

Θα ‘λεγα και τα δύο μαζί. Θα έλεγα ότι αυτό προκύπτει από μια πολύ κοινή ανθρώπινη συνθήκη, του πώς κανείς διαχειρίζεται τον αποχωρισμό, είτε αυτός είναι βιολογικός με την έννοια του θανάτου, είτε αυτός είναι συναισθηματικός. Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι κι εγώ έχω ένα μόνιμο δίλημμα στο τι ξεχνάω, τι θυμάμαι, πώς μπορώ να πω αντίο, πώς δεν μπορώ. Ή κάποτε πώς θέλω να πω αλλά δεν μπορώ. Αυτό είναι μια ανθρώπινη συνθήκη, κατά τη γνώμη μου. Και η ταινία βασικά ξεκίνησε από αυτό. Από μια δική μου ανάγκη να βρω μια ισορροπία συναισθηματική ανάμεσα στο ξεχνάω και στο θυμάμαι. Πότε κάνω τι, πώς μπορώ να κάνω τι.

Και το αντιμετωπίζεις και στις δύο περιπτώσεις, και όταν κάποιος φύγει απ’ τη ζωή σου επειδή το θέλησε αλλά και στην περίπτωση θανάτου.

Έτσι το έχω βιώσει κιόλας. Εννοώ έχω χάσει ανθρώπους που είναι ζωντανοί και ελπίζω να είναι κι ευτυχισμένοι, με τους οποίους δεν ανταλλάξαμε κουβέντα ποτέ ξανά. Αυτό ομοιάζει με τον θάνατο. Συναισθηματικά είναι το ίδιο εννοώ. Το πένθος μοιάζει.

Ο Χρήστος Πασσαλής μιλάει στο ελc απευθείας από το 56ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Β

Πάνω σε αυτό, υπάρχει μια σκηνή, που ο νέος δήμαρχος της πόλης απευθύνεται προς τους εξαφανισμένους και λέει με θυμό και παράπονο: «Μας ξεχάσατε! Γιατί μας ξεχάσατε;». Είναι μια ατάκα που είχες απ’ την αρχή στο μυαλό σου ή προέκυψε στην πορεία; Γιατί θεωρώ ότι είναι και κεντρικής σημασίας.

Είναι σαφώς. Πιάνει μια απ’ τις βασικές έννοιες της μνήμης ή της μη μνήμης. Ο δήμαρχος γράφτηκε πάρα πολύ εύκολα, πάρα πολύ γρήγορα, ήδη απ’ το πρώτο ντραφτ του σεναρίου, όταν όλα τα υπόλοιπα ήταν αρκετά πιο θολά και ολισθηρά. Ο δήμαρχος νομίζω δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου από την αρχή. Με έναν τρόπο θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το δοκίμιο της ταινίας, αν μιλήσουμε με λίγο πιο παραδοσιακούς όρους. Έχει κάτι κεντρικό ως τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα.

Μαθαίνουμε στην ταινία ότι ο προηγούμενος δήμαρχος ήταν πολύ της λογικής της καταγραφής με κασέτες των μηνυμάτων που αφήνουν οι εξαφανισμένοι. Εσύ κάπως τους ξεχωρίζεις, είσαι υπέρ ενός απ’ τους δύο, ή απλά κι οι δυο τους ενσαρκώνουν στάδια της διαδικασίας να ξεπεράσουμε μια απώλεια;

Η ταινία κινείται πάνω σε μια λεπτή γραμμή και σε ένα, δεν ξέρω αν πρέπει να το πω δίλημμα, σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο θέλω να συνεχίσω να θυμάμαι ή δεν μπορώ παρά να θυμάμαι και θέλω επιτέλους να ξεχάσω. Αυτή η κίνηση ουσιαστικά είναι η κίνηση υποθέτω του πένθους, της απώλειας. Δηλαδή κάποια στιγμή μοιραία, επειδή όλοι έχουμε χάσει ανθρώπους, ξεχνάς κι έχεις ενοχές που ξέχασες γιατί νιώθεις ότι πρόδωσες, μετά θες να ξεχάσεις διότι ο πόνος είναι αβάσταχτος. Δεν είμαι με κανέναν, είμαι ανάμεσα σε αυτή τη γραμμή. Προφανώς η ταινία δεν μπορεί να δώσει απάντηση – δεν την έχω κιόλας. Δεν ξέρω τι είναι, είναι ένα πάρα πολύ μυστηριώδες φαινόμενο το φαινόμενο του πένθους. Έχουν γραφτεί εκατομμύρια βιβλία και θα γραφτούν κι άλλα τόσα. Γιατί είναι ένα πολύ κρυπτικό πεδίο ας πούμε δυνάμεων.

Δεν είναι μια σκοτεινή ταινία για σένα η «Ησυχία 6-9», σωστά;

Όχι, δεν είναι μια σκοτεινή ταινία. Υπάρχει ο γνωστός στίχος του Ντίλαν Τόμας «Και ο θάνατος δεν θα έχει πια εξουσία». Νομίζω ότι παρά το σκοτάδι, ή τη σκοτεινή περιοχή μάλλον που εξετάζει η ταινία, αυτό κάπως δίνει κάποιο φως. χωρίς να θέλω να κάνω σπόιλερ. Υπάρχει μια ρομαντική μου πλευρά που θα ‘λεγε ότι η αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ, θα παραβίαζε την αρχή διατήρησης της ενέργειας της φυσικής. Οπότε με έναν τρόπο δεν πεθαίνει κι ο θάνατος πράγματι δεν έχει στο τέλος της ημέρας εξουσία. Αλλά αυτό είναι μια ρομαντική μου πλευρά που κάποτε ξεχνάω.

Ο Χρήστος Πασσαλής μιλάει στο ελc απευθείας από το 56ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Β

Πες μου για την επιλογή σου με τις κασέτες, Στην ταινία είμαστε σε έναν κόσμο που δεν βλέπουμε κινητά και ίντερνετ. Τα σόσιαλ μίντια και ο ψηφιακός κόσμος γενικότερα έχουν θεωρώ μια ιδιότυπη σχέση με το πένθος και τη διαχείριση της απώλειας. Ήταν συνειδητό να μην τα έχεις αυτά ως συσκευές και να έχεις κασέτες ήχου;

Ναι, είναι παράξενο, αλλά τα κινητά δεν είναι φωτογενή. Ξεκίνησα τελείως από αισθητικούς λόγους και κάπως επιφανειακούς. Δεν το λέω αρνητικά, χρειάζεται κι η επιφάνεια. Δεν τα βρίσκω φωτογενή τα κινητά, δεν μπορώ να τα χρησιμοποιήσω σε αυτή τη συνθήκη καθόλου. Οπότε ξεκίνησε κυρίως απ’ αυτό και φυσικά με μια επιθυμία να τοποθετηθεί η ταινία κι η ιστορία εκτός χάρτη και εκτός χρόνου. Να είναι ολισθηρός ο χρόνος και ο χώρος. Κι όχι να μπορείς να ταυτιστείς με ένα κινητό ή μια ιστοσελίδα. Να μην μπορείς να καταλάβεις που βρίσκεσαι, να είναι αποπροσανατολιστικό.

Αν και φαντάζομαι ότι η ιδέα για την ιστορία είναι αρκετά παλιότερη, μπήκε καθόλου μέσα εκ των υστέρων η συνθήκη της πανδημίας; Σε επηρέασε; Εμένα μου ήρθε στο μυαλό, με τις χρονικές απαγορεύσεις, με τους άδειους από κυκλοφορία χώρους κλπ.

Σαφώς. Πράγματι, προφανώς το σενάριο είχε γραφτεί πολλά χρόνια πριν, δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα, σίγουρα δυο τρία χρόνια πριν την πανδημία. Υπήρχαν απ’ την αρχή οι περιορισμοί αυτής της πόλης. Αλλά πράγματι, όταν ήρθε αυτό το τόσο τρομακτικό και παράδοξο φαινόμενο της πανδημίας στις κοινωνίες μας, κάπως είδα ότι ήρθε κοντά η ταινία με την ιστορική συνθήκη που ζήσαμε. Αλλά δεν θυμάμαι να άλλαξα κάτι επίτηδες για να τονίσω ή να παίξω με την ιδέα της πανδημίας. Απλά συνέπεσε.

Πόσο καιρό σου πήρε όλο αυτό, απ’ την αρχική του σύλληψη ως την πραγματοποίηση;

Είμαι κακός με το χρόνο. Νομίζω το πρώτο ντραφτ το είχα τέσσερα – πέντε χρόνια πριν, μετά αρχίζουν οι γνωστές διαδικασίες που είναι κοινές στο σινεμά, της αναζήτησης χρηματοδοτών, αιτήσεις κλπ. Πήρε αρκετά χρόνια αυτό. Επίσης η ταινία ολοκληρώθηκε καλοκαίρι του 2020, άρα είχαμε ένα post production αρκετά μακρύ. Γιατί ως πρώτη μου ταινία -το θυμάμαι κι απ’ το θέατρο στις πρώτες μας σκηνοθεσίες- κάθεσαι και συζητάς πολύ περισσότερο τα πράγματα, το οποίο βρίσκω ωραίο και αθώο.

Άρα γυρίστηκε μέσα εντελώς στην πανδημία.

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν με την πρώτη άρση των μέτρων του πρώτου κύματος, δηλαδή τον Ιούνιο του ’20.

Πόσο κράτησαν;

Πέντε με έξι εβδομάδες.

Οι διαφορές ανάμεσα στο να σκηνοθετείς για θέατρο και σινεμά;

Είναι άλλο μέσο, είναι άλλη διαδικασία. Βέβαια εγώ δεν σκέφτομαι πολύ έτσι, δεν σκέφτηκα πώς να πάω και τι να κάνω. Δεν έχω σπουδάσει σινεμά προφανώς, αλλά η αλήθεια είναι ότι ίσως με άγνοια κινδύνου (θετικά το λέω), ίσως λόγω του ενθουσιασμού μου για αυτή την ιστορία, δεν σκέφτηκα πολύ την μετάβαση απ’ το ένα μέσο στο άλλο, το βρίσκω απλά μια φυσιολογική κίνηση. Το ίδιο μου συνέβη και με το “City and the City”.

To oποίο γυρίστηκε μετά στην πραγματικότητα;

Μαζί γυρίστηκαν. Η μία έμπαινε ανάμεσα στην άλλη περίπου.

Μια δυσκολία που αντιμετώπισες και δεν φανταζόσουν όταν γύρισες την ταινία; Υπήρχε κάτι που να σε αιφνιδίασε;

Δεν θα το έλεγα, αλλά όλο αυτό στο μυαλό μου, η ανάμνηση είναι σαν ένα άγριο, παράξενο όνειρο, είναι η αλήθεια. Ήμουν δηλαδή σε μια τέτοια ψυχική συνθήκη έξαψης, που κάπως δεν μπορούσα κάτι ακριβώς να το αντιμετωπίσω ως δυσκολία. Υπήρχε ένας εφιάλτης, μήπως κάποιοι απ’ το συνεργείο μολυνθούν με κορόνα, ότι ανά πάσα στιγμή το γύρισμα θα μπορούσε να διακοπεί.

Το τελικό αποτέλεσμα σε σχέση με αυτό που είχες στο μυαλό σου είναι κοντά;

Είναι καλύτερο απ’ αυτό που περίμενα. Με εκπλήσσει και μένα η ταινία. Με εξέπληξε το τελικό αποτέλεσμα. Και είμαι χαρούμενος.

Θεωρείς ότι υπάρχουν έντονες επιρροές απ’ το σινεμά που αποκαλούμε weird ή δεν σε εκφράζει ο όρος;

Κοίτα αυτοί οι όροι είναι για να συνεννοούμαστε γρήγορα και είναι χρήσιμοι για αυτό. Αλλά ταυτόχρονα βάζει στην ίδια ομάδα ανθρώπους και καλλιτέχνες που είναι πολύ διαφορετικοί. Tο νέο κύμα μπορώ να το δεχτώ, γιατί είναι κυριολεκτικά μια νέα γενιά σκηνοθετών που είναι πίσω στην κάμερα και λένε καινούργιες ιστορίες. Ανήκω σε αυτήν ηλικιακά. Αλλά οι ταμπέλες έχουν μια τεμπελιά που βοηθάει να συνεννοηθούμε, αλλά δεν είναι τόσο ακριβείς. Ηλικιακά ανήκω σε αυτό το κύμα. Και σίγουρα υπάρχουν επιρροές. Και γιατί όχι;

Η σχέση σου με το συναίσθημα, σκηνοθετικά και υποκριτικά ποια είναι. Θέλω να πω, στην ταινία εσύ και η Αγγελική Παπούλια είστε πιο κρατημένοι. Ο δήμαρχος πάλι είναι πολύ πιο συναισθηματικός. Αυτή η αντίστιξη έγινε επίτηδες; Είσαι πιο κοντά στο κράτημα;

Παράξενη ερώτηση κι ωραία. Ως άνθρωπος είμαι πολύ συναισθηματικός στην προσωπική μου ζωή. Από εκεί και πέρα, στην ταινία και για τις ανάγκες της αφήγησης, αυτό ήταν μια αισθητική επιλογή. Νιώθεις ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα εκφραστικοί ως προς τον έρωτά τους και εκδηλωτικοί. Αυτό το βρήκα αισθητικά και αφηγηματικά πιο σωστό, δεν είναι ότι πιστεύω πως οι άνθρωποι πρέπει να είναι έτσι ή αλλιώς σε μια ταινία. Εξ ου και ο δήμαρχος που όντως είναι πολύ συναισθηματικός και πολύ έντονος. Είναι αισθητική επιλογή, θεωρούσα ότι αυτοί οι δύο ήρωες θα έχουν κάτι πιο αινιγματικό αν δεν αφήνονται πολύ στα αισθήματά τους, παρόλο που προς το τέλος κάπως αυτά τα συναισθήματα μας κατακλύζουν. Αυτή η σχέση με γοητεύει γιατί έχει κάτι το εφηβικό, παρόλο που ούτε εγώ ούτε η Αγγελική προφανώς είμαστε έφηβοι. Νιώθεις ότι δεν είναι ενήλικος έρωτας αυτός, έχει κάτι παιδικό, κάθονται στα παγκάκια, κάθονται σε εγκαταλελειμμένα κτίρια. Έχει κάτι λίγο παλιό, σαν να είσαι δεκαπεντάχρονος το καλοκαίρι στην Αίγινα. Κι αυτό το ήθελα απ’ την αρχή, μια τέτοια παραξενιά και αντίστιξη. Δεν ερωτεύονται σαν ενήλικοι.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.