Μάξιμος Μουμούρης: Ο Σοφοκλής και το έργο του «Οιδίπους επί Κολωνώ» είναι μια συγκινητική αναμέτρηση

Ο Μάξιμος Μουμούρης μιλάει στο elc για τον ρόλο του Πολυνείκη, για το θέατρο αλλά και για τα επόμενα σχέδιά του

Φωτογραφίες: © Πάτροκλος Σκαφίδας

Αυτό το καλοκαίρι απαιτητικό αλλά συνάμα γοητευτικό για τον Μάξιμο Μουμούρη, που συνεχώς αναζητά νέες προκλήσεις, νέα μονοπάτια να δοκιμάζεται, να αναμετράται με τις δυνάμεις του, να προχωράει. Έτοιμος να υποδυθεί τον Πολυνείκη, έναν εκ των δύο γιων του πολύπαθου Οιδίποδα στην κορυφαία τραγωδία του Σοφοκλή, «Οιδίπους επί Κολωνώ» σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα συντροφιά με μια εκλεκτή ομάδα ηθοποιών, και σαγηνευμένος, θα τολμούσα να πω, από το έργο του Σοφοκλή, μας μίλησε λίγο πριν το ανέβασμα της παράστασης στο αργολικό θέατρο στις 4 και 5 Αυγούστου.

«Τι να πει κανείς πραγματικά για αυτό το έργο….Όσο πιο ερευνητική δουλειά επιτρέπεις να κάνεις τόσο πιο πολύ εις βάθος μπορείς να πας. Τα βάθη αυτών των κειμένων είναι σχεδόν απύθμενα. Όσο ψάχνεις, τόσο περισσότερο ανακαλύπτεις, είτε αυτό έχει να κάνει με τη μυθολογία, το θεωρητικό κομμάτι, είτε με το πρακτικό κομμάτι, το πώς δηλαδή χειρίζεσαι τον λόγο, πώς αυτή η πύκνωση του ποιητικού λόγου μπορεί να αποδοθεί. Είναι μια πολύ συγκινητική αναμέτρηση».

Ποια τα μεγαλύτερα ερωτήματα και θέματα που θέτει αυτή η παράσταση του Γιώργου Σκεύα;

Αυτό το έργο νομίζω ότι ταυτίζεται και φέρει μια τεράστια αισιοδοξία για οποιαδήποτε πορεία στη ζωή. Και αυτό είναι πανθρησκευτικό. Ακούω δηλαδή φράσεις που έχω ακούσει και σε άλλες δοξασίες και λατρείες. Οποιαδήποτε πορεία ανθρώπου, μπορεί να εξευμενιστεί. Αυτό το ανθρωπιστικό κομμάτι του Σοφοκλή. Και αυτή η αποδοχή ξεκινάει από την ίδια την Αθήνα. Κατά τον Σοφοκλή η πιο λαμπρή και φωτεινή πόλη. Και αυτό δεν το κάνει τυχαία, το δηλώνει και στο τέλος της ζωής του, όταν τελειώνει ο Πελοποννησιακός πόλεμος και τα πράγματα στην Αθήνα δεν πηγαίνουν καλά. Και αυτό το κάνει θέλοντας να δώσει μια ώθηση ψυχολογική προς τους συμπολίτες του. Σα να τους λέει «κοιτάξτε ποιοι είσαστε. Αν δείτε ποιοι είσαστε, το τέλος δεν μπορεί παρά να είναι όμορφο». Αν κρατάω κάτι είναι αυτό.

Μιλήστε μας λίγο για τον ρόλο σας, αυτό του Πολυνείκη.

Ο Πολυνείκης είναι πολύ συγκινητικός στον Οιδίποδα. Έρχεται με μια ελπίδα να πάρει τα πάντα από τον πατέρα του, έστω και αργά, ζητώντας κατά τη γνώμη μου και ένα μεγάλο συγγνώμη, ακόμα και αν ποτέ δεν το λέει, αλλά βλέποντάς πως η δική του παραμέληση έχει καταντήσει τον πατέρα του, μετανιώνει πραγματικά, επί σκηνής άσχετα αν έχει και τον απώτερο σκοπό να κερδίσει την εύνοιά του ώστε να μπορέσει να κερδίσει την εμφύλια μάχη με τον αδελφό του, αλλά τελικά φεύγει όχι μόνο με το τίποτα, αλλά και με το χειρότερο. Με τη μοίρα του να του λέει πως θα πεθάνει από το χέρι του αδερφού του. Και το συγκινητικό εδώ είναι ότι το αποδέχεται. Αυτό συμβαίνει με όλους τους σπουδαίους τραγικούς ήρωες. Το πεπρωμένο μοιάζει σαν μια εκρηκτική βόμβα που έχει μπει σε λειτουργία και δεν μπορεί να την αναστρέψει. Παρότι έχει σκοπιμότητα, εγώ θέλω στα μάτια του να βλέπω και μια ανθρώπινη μαλακότητα.

Είναι και ένα στοιχείο διάχυτο στην τραγωδία αυτή του Σοφοκλή νομίζω. Μια θολή γραμμή που υπάρχει ανάμεσα στο σκληρό και στο μαλθακό, στην οργή και στη μεταμέλεια; Υπάρχει αυτό το δίπολο στα συναισθήματα;

Υπάρχει η σκηνή που ο Οιδίποδας (Δημήτρης Καταλειφός) του ανακοινώνει την κατάρα (σημ. Ο Οιδίποδας καταράστηκε τους γιους του να μην αξιωθεί κανείς από τους δύο να βασιλεύσει στη Θήβα και να χαθούν ο ένας από το χέρι του άλλου) ο Πολυνείκης νιώθει εξαιρετικά οργισμένος. Παρόλα αυτά είναι κρατημένος, ψύχραιμος. Δεν μπορεί να εκτονωθεί, πρέπει να ακολουθήσει τη μοίρα του.

Για εμένα ο Σοφοκλής ήταν «πανέξυπνος» αν μου επιτρέπεται αυτή η έκφραση. Είναι το μόνο επεισόδιο που δεν υπάρχει αγώνας λόγου ανάμεσα στα δύο πρόσωπα που αναμετριούνται. Δηλαδή υπάρχει η απαντητική ρήση του Οιδίποδα και μετά δεν υπάρχει διαλογικό. Δεν μπαίνουμε σε κουβέντα. Όλα είναι απόλυτα. Και αυτό είναι ένα πολύ ισχυρό στοιχείο. Εκεί είναι που εντοπίζει κανείς ότι ο Πολυνείκης, είναι παιδί του πατέρα του, έχει στοιχεία από εκείνον. Είναι και οι δύο οξύθυμοι, πεισματάρηδες, εξορίστηκαν από την πόλη τους. Μια κοινή πορεία στη ζωή.

Υπάρχουν τελικά κάποιοι ρόλοι σταθμοί που ορίζουν τη μελλοντική πορεία ενός ηθοποιού;

Όχι δεν το πιστεύω αυτό. Πιστεύω ότι με οτιδήποτε καταπιάνεται κάποιος, αυτό αποτελεί προπόνηση για το επόμενο. Έτσι χτίζει κανείς ένα χαρακτήρα σε αυτή τη δουλειά. Μπορεί να υπάρχουν συνεργασίες σταθμοί, δηλαδή εγώ θυμάμαι πολύ καλά εκείνες που συνέβη κάτι ιδιαίτερο επί σκηνής. Αλλά όλα είναι μικρά λιθαράκια, τα οποία αν είσαι στο παρόν και τα δουλεύεις καλά, τότε αυτά σε προετοιμάζουν για το επόμενο σκαλί.

Η πρώτη σας παράσταση αν θυμάμαι καλά στο θέατρο της Επιδαύρου ήταν ο Ηρακλής Μαινόμενος του Ευριπίδη το 2000. Αλήθεια ξεχωρίζετε κάποιες στιγμές σας στο αργολικό θέατρο;

Είχα μόλις βγει από τη σχολή και ήμουν πολύ νέος τότε. Αλλά αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα είναι ότι με το που ξεκινήσαμε την παράσταση ένιωσα πολύ οικεία. Σαφώς υπήρχε δέος αλλά ένιωσα πολύ οικεία.

Είναι τελικά το Θέατρο της Επιδαύρου ιερό και πρέπει να παραμείνει ανέγγιχτο ή το χαρακτηρίζει ανοιχτοσύνη για να ξεκινήσουμε νέους, σύγχρονους διαλόγους, καλλιτέχνες και θεατές; Ρωτάω και με αφορμή τις πρόσφατες κριτικές που έχουν απασχολήσει τον θεατρικό κόσμο με τις τελευταίες παραστάσεις που φιλοξενήθηκαν.

Αν μου λέγατε να διαλέξω ένα από τα δύο, σαφώς θα επέλεγα το δεύτερο. Έχει μια παρακαταθήκη την οποία εμείς οι σύγχρονοι θα πρέπει να την πάμε ένα βήμα παραπέρα. Δεν μπορούμε να μένουμε σε αρχαιοπρεπή στερεότυπα. Αυτό και αν δεν θα είναι ύβρις. Από την άλλη, δεν μπορούμε και να μην αντιληφθούμε τα όρια που θέτει ο χώρος, και φυσικά τα κείμενα. Ο χώρος μοιάζει με ένα γήπεδο που οφείλουμε να μένουμε εντός των γραμμών, αλλιώς θα είσαι εκτός γηπέδου, εκτός παιχνιδιού. Έτσι είναι κα αυτό το θέατρο. Έχει σαφή όρια και αυτό έχει ενδιαφέρον. Να καταφέρει κανείς εντός ορίων να επικοινωνήσει κάτι νέο. Πλέον ως σύγχρονοι πολίτες έχουμε άλλη γλώσσα να μιλάμε και να επικοινωνούμε σαφώς, αλλά κάτι κοινό με τους αρχαίους προγόνους μας υπάρχει. Αυτό πρέπει να το κρατήσουμε και ταυτόχρονα να το πάμε και ένα βήμα παραπέρα.

Μιλήστε μας λίγο για τον επι σκηνής θεατρικό σας πατέρα, τον Δημήτρη Καταλειφό. Πώς ήταν αυτή η σχέση;

O Δημήτρης (Καταλειφός) θα έλεγα είναι ένα θηρίο επί σκηνής, με θετικό πρόσημο φυσικά. Είναι τόσο ισχυρός που δεν μπορείς παρά να ακολουθήσεις και εσύ. Να δώσεις την αντίστοιχη δύναμη για να σταθείς απέναντί του. Ανεβάζει τον πήχη.

Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον που λέτε γιατί είναι σημαντικό να υπάρχει πάντα στη ζωή μας μια «διελκυστίνδα» για να γινόμαστε οι καλύτερες εκδοχές του εαυτού μας.

Μα φυσικά. Είναι και το δικό μου χρέος απέναντι στους νεότερούς μου και εγώ τώρα το βρίσκω σε έναν μεγαλύτερο με τεράστια πείρα. Και αυτό που με συγκινεί πολύ είναι να τον παρακολουθώ, αναφέρομαι στο τεχνικό κομμάτι, στη χρήση του λόγου. Προσπαθώ ακόμα να το αποκωδικοποιήσω και εξακολουθεί να είναι δύσκολο. Τον ακούω κα προσπαθώ να καταλάβω πώς σκέφτεται, πώς διαχειρίζεται τον λόγο. Είναι πολύ ωραίο μάθημα.

Τα τελευταία χρόνια έχετε περάσει και στο πεδίο της διδασκαλίας έχοντας αναλάβει τα ηνία της ανώτερης σχολής δραματικής τέχνης Αγ. Βαρβάρας «Ιάκωβος Καμπανέλλης». Πώς βλέπετε τη νέα γενιά ηθοποιών;

Είναι μια γενιά που όλη η πληροφορία βρίσκεται μπροστά τους ώστε σχεδόν να την αγνοούν. Από την άλλη, τα παιδιά που επιλέγουν από όλο αυτό τον τεράστιο όγκο πληροφορίες, εκείνα που τους βοηθάνε, έχουν τεράστιο κέρδος. Πλέον και στην Ελλάδα, η εκπαίδευση και διδασκαλία των ηθοποιών έχει τεράστια εξειδίκευση, κάτι που σαφώς βοηθάει τη νέα γενιά με πλήθος εργαλείων αρκεί να τα αξιοποιήσουν σωστά. Από την άλλη πλευρά, καθώς ζούμε στην εποχή της εικόνας και η τηλεόραση διαρκώς κερδίζει έδαφος, οι παγίδες είναι εκεί: στο να μη δοκιμάζει κανείς καινούργια πράγματα αλλά να παραμένει στο comfort zone του. Η πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι πολύ εύκολη. Η σχολή δίνει γερές βάσεις, δίνει κλειδιά αλλά ο καθένας πρέπει μόνος του να δοκιμάσει νέα πράγματα. Αυτή η γενιά πρέπει να παλέψει πολύ σκληρά. Ζει την εποχή της μορφής, της εικόνας, της φόρμας. Λείπει το πνεύμα. Και μόνο η τέχνη μπορεί να ανυψώσει τα πράγματα από το γήινο. Δυστυχώς το πνευματικό κομμάτι έχει φθαρεί αρκετά. Και όσοι ασχοληθούν με την τέχνη πρέπει να το αντιληφθούν αυτό.

Έχετε καταπιαστεί μέχρι σήμερα με πολλά πεδία. Θέατρο, τηλεόραση και τώρα διδασκαλία. Σε ποιο πεδίο νιώθετε πιο κοντά, πιο άνετα;

Είναι μια αλληλουχία πραγμάτων. Ακόμα και όταν έκανα τηλεόραση δεν σταμάτησα ποτέ να κάνω θέατρο. Εκεί έκανα την ουσιαστική μου προπόνηση. Εκεί έπαιρνα όλα μου τα ρίσκα και δοκιμαζόμουν. Τα τελευταία χρόνια, αναλαμβάνοντας και τη σχολή έπεσα κυριολεκτικά με τα μούτρα στη διδασκαλία. Κατά αρχάς η επαφή με τα παιδιά είναι ένα υπέροχο πράγμα. Με έχει κάνει καλύτερο ηθοποιό. Γιατί ό,τι διδάσκω, οφείλω πρώτα να το δοκιμάζω εγώ ο ίδιος. Η νέα τροφοδότηση λοιπόν είναι η διδασκαλία τα τελευταία χρόνια.

Αλήθεια πώς μπήκε το θέατρο στη ζωή σας; Πότε νιώσατε πραγματικά λαχτάρα για το θέατρο;

Eίναι η μόνη ερώτηση που πραγματικά δεν μπορώ να απαντήσω. Ήμουν ένα παιδί πολύ μαζεμένο, εσωστρεφές. Ούτε προσευχή δεν μπορούσα να πω στο σχολείο. Το ότι βρήκα τελικά ένα πεδίο, μια ορμή, μια κλίση για να εκφραστώ ίσως και να είναι αυτό που με οδήγησε στο θέατρο, χωρίς να το καλοσκεφτώ. Το μόνο που θυμάμαι είναι να κάνω ένα ταινιάκι μιας φίλης που σπούδαζε σε μια σχολή κινηματογράφου. Θυμάμαι ότι εκεί, αδιόρατα κάτι συνέβη. Μάλλον λοιπόν έχει να κάνει με μια κλίση, μια ροπή και μια ανάγκη να μιλήσω για κάτι. Και αυτή η λέξη «ανάγκη» είναι κομβική.

Κοιτώντας την καλλιτεχνική σας πορεία, υπάρχει κάτι, ένας ρόλος ίσως που θα θέλατε να υποδυθείτε;

Όχι ποτέ δεν έχω σκεφτεί ένα ρόλο. Δεν ξέρω γιατί. Τα τελευταία χρόνια όμως, το μόνο που έχω στο μυαλό μου είναι εικόνες και concept για να σκηνοθετήσω. Οι παραστάσεις που έχω σκηνοθετήσει εγώ μέχρι σήμερα δεν ήταν ρεαλιστικές. Όμως του χρόνου θα κάνω μια νέα παράσταση άκρως ρεαλιστική. Πρόκειται για το έργο του Μιχάλη Μαλανδράκη «Όνειρα γλυκά», ένα έργο που δεν έχει παιχτεί, στο Τόπος Αλλού και πρόκειται για ένα έργο ρεαλισμού. Πάντα ήθελα να δω πώς μπορώ να χειριστώ ένα κείμενο ρεαλιστικό.

Λίγο πριν σας αποχαιρετήσω μια τελευταία ερώτηση: έχετε αγωνία για την αποδοχή του κόσμου στην παράσταση τώρα στην Επίδαυρο;

Μα φυσικά. Μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι δεν παίζεις για τον εαυτό σου, παίζεις για το κοινό που είναι κάτω. Και όταν το κάνεις αυτό, το κοινό θα σου ανταποδώσει πολλαπλά αυτό που του δίνεις. Δεν μιλάω με ναρκισσισμό και ματαιοδοξία αλλά με αγάπη και ενδιαφέρον για αυτόν που είναι στο κοινό. Έχω λοιπόν μεγάλη αγωνία για το πώς θα το εκλάβει το κοινό. Γιατί ειδικά αυτό είναι ένα έργο που μετά τον Προμηθέα, έχει τον δεύτερο πιο στατικό πρωταγωνιστή σε αρχαία τραγωδία. Είναι τυφλός, κινείται δύσκολα και αντί για μάτια και πόδια, έχει τις κόρες του. 

Info παράστασης:

Οιδίπους επί Κολωνώ | Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.