Η Μαρία Πρωτόπαππα μιλάει στο ελc για την ολοδική της «Μπερνάρντα» και όλα όσα ανακάλυψε στο «Σπίτι της»

«Η Μπερνάρντα είναι η χώρα με τις καθηλώσεις της και με την κληρονομιά της, με αυτό που έχει αναλάβει ως υποχρέωση και καθήκον από τους προηγούμενους. Μία χώρα πολύπαθη που τα παιδιά της τελειώνουν, δεν τα θρέφει και φεύγουν. Αυτό λέει ο Λόρκα»

Φωτογραφίες: © Εβίτα Σκουρλέτη

Συναντηθήκαμε με τη Μαρία Πρωτόπαππα για να μιλήσουμε για το «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», για την ολοδική της Μπερνάρντα που αλλιώς τη φανταζόταν κι αλλιώς της βγήκε. Τη σκηνοθετεί, την έχει αποδώσει-μεταφράσει (με την Ελένη Σπετσιώτη) και της έχει ανοιχτεί ένας απίστευτος κόσμος που είναι μόνο το ξεκίνημα, μια κλωστή που τράβηξε κι έχει βρεθεί να «κεντάει» το έργο της ψάχνοντας λεξικά, γνωρίζοντας το κίνημα των αναρχικών, έχει βρεθεί αντιμέτωπη με κοινωνικές και πολιτικές αντανακλάσεις που πονάνε, όπως και ανατροπές στο τι θεωρούμε την Μπερνάρντα, αυτό το χιλιοπαιγμένο έργο και τι τελικά είναι πλέον για εκείνη. Όλα αυτά μέσα σε λαβυρίνθους από ρίζες λέξεων, έτσι όπως έχει επιλέξει να κάνει στα γλωσσολογικά – ερμηνευτικά μονοπάτια, μελετώντας τα έργα που αποφασίζει να σκηνοθετεί για την τέχνη της, για την ψυχή της, για τη ζωή της, για να υπάρχει.

Είναι ωραίο να συναντάς ανθρώπους που συγκινούνται ενώ μιλούν για αυτό που πασχίζουν να δημιουργήσουν στην πιεστική τρέλα της καθημερινότητας, στον ελάχιστο χρόνο και στις πολλές υποχρεώσεις και αγωνίες. Η φωνή της με τη γνωστή ζεστασιά, τα λόγια της ουσιαστικά και με όλη τη δύναμη της λέξης: ανθρώπινα όπως και η ευγενική στάση της. Μετά το κλικ της φωτογραφίας, η ζεστασιά γίνεται δύναμη και ο άνθρωπος αυτόματα γίνεται η καλλιτέχνιδα που με λίγο φως μεταμορφώνεται…

Η Μαρία Πρωτόπαππα συνεχίζοντας να χαράσσει το δικό της θεατρικό δρόμο και στη σκηνοθεσία, αποφασισμένη να είναι ορατή στα μάτια όσων θέλει να τη δουν μιλάει στο ελc για τον Λόρκα, όλα όσα της αποκαλύφθηκαν «μπαίνοντας» στο Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα και την αισιοδοξία που φέρνει σε αυτόν τον κόσμο οι άνθρωποι να γίνονται ορατοί, να υπάρχουν.

 

 

Πώς έφτασα στη δική μου «Μπερνάρντα»;

 

«Καταπιάστηκα με το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα πιο πολύ από ένστικτο. Είχα έρθει σε επαφή πολλές φορές με αυτό το έργο, αλλά δεν ήξερα περί τίνος πρόκειται ακριβώς. Νόμιζα ότι θα ασχοληθώ με την εμπειρία, τη γυναικεία, με τη γενικότερη έννοια, σωματικά και ψυχικά και με αφορμή τις δικές μου εμπειρίες θεώρησα -κι έκανα λάθος- ότι μπορεί να είναι κάτι οικείο, ότι θα “ακουμπήσω” πάνω σε αυτό. Και σε συνδυασμό με την πίεση του χρόνου για την προθεσμία της επιχορήγησης, κάπως χωρίς να το έχω ψάξει πολύ, μάζεψα τον θίασο, χωρίς να κάνω διανομή ακριβώς, με κάποιους ανθρώπους που ήθελα απλώς να ‘μαστε μαζί, έτσι λίγο ζεστά και ανθρωπινά.

Μετά, όμως, όταν άρχισα να δουλεύω με το έργο, άρχισα να ανακαλύπτω κάτι που δεν το περίμενα, μου έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι. Τα τελευταία χρόνια ψάχνω πολύ τον λόγο σε σχέση με την ετυμολογία των λέξεων, τη γλωσσολογία ή ανθρωπολογικά αλλά και μουσικά: πώς συνδέεται ο εγκέφαλος μας με τον λόγο, απ’ όταν ακόμα είμαστε μωρά, το οποίο συμβαίνει μουσικά, δηλαδή πρώτα μαθαίνουν τα παιδιά τη μουσική του λόγου και μετά γίνονται ακριβή στους φθόγγους και στις έννοιες.

Άρχισα να ψάχνω λοιπόν την ετυμολογία, γιατί με ενδιαφέρει εκφραστικά η πρώτη ύλη, η πηγή των λέξεων, πριν τη μεταφορά, στην κυριολεξία τους δηλαδή, όλες οι ρίζες των λέξεων έχουν μία δράση ή ένα φυσικό φαινόμενο. Προέχονται δηλαδή από πράγματα πολύ χειροπιαστά και επομένως αυτό μπορεί να γίνει σώμα, μπορεί να γίνει εκφραστικότητα και σε όλες τις γλώσσες ισχύει αυτό. Γυρνάω πίσω στην ετυμολογία, ψάχνοντας πήγα σε μία αγγλική μετάφραση του έργου που είναι λιγότερο λυρική και άρχισα να το αντιπαραβάλλω με το ισπανικό κείμενο. Στράφηκα προς το να μαθαίνω ισπανικά και να ψάχνω τη ρίζα τους ετυμολογικά και μαζί με την Ελένη Σπετσιώτη, μου έκανε εκ νέου μία μετάφραση λέξη προς λέξη. Είναι βέβαια πάρα πολύ δύσκολο, γιατί υπάρχουν πολλές μεταφορικές εικόνες. Η Μπερνάρντα είναι ένα πρόσωπο που μιλάει σχεδόν πάντα με μεταφορές.

Αναζητούσα τις ρίζες των λέξεων και ταυτόχρονα έψαχνα για τον Λόρκα ως δημιουργό, ως τεχνίτη-ποιητή και δραματουργό. Κι εκεί αντιλήφθηκα, ότι η δουλειά αυτή χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να είναι λογοτεχνικά άρτια αλλά φυσικά και δεν προλάβαινα, οπότε έκανα αυτό που εγώ λέω ένα “ξεκίνημα”». 

 

 

Η χώρα «Μπερνάρντα» και οι «ανατροπές»/αποκαλύψεις όσων πιστεύαμε για Το Σπίτι της 

 

«Βρήκα λοιπόν ότι ο Λόρκα μέσα στην ποίησή του, στην «κατασκευή» του μόνο λυρικός δεν είναι. Έκανα μεγάλη έρευνα και από ξένους μελετητές ξεκινώντας από τα ίδια τα ονόματα του έργου. Ψάχνοντας λεξικά διαπίστωσα ότι έχει πολλά δάνεια από την ελληνική μυθολογία, από τον Οιδίποδα και τη μεταφορά της τυφλότητας. Ένας κυκεώνας υπονοημάτων μέσα από τις ιστορίες του έργου, μέσα σε μικρές λέξεις, μέσα σε φράσεις που αν τα αφαιρέσεις αυτά, είναι απλά μία ηθογραφία μιας οικογένειας.

Ο Λόρκα όμως χρησιμοποίησε ονόματα και το σκίτσο μιας πραγματικής οικογένειας που συναντούσε μικρός, ας πούμε στο χωριό του, πήρε ονόματα αληθινά, τα ανακάτεψε μεταξύ τους, έβαλε μέσα συμβολισμούς από τη Βίβλο, έβαλε τα παράπονά του από τον καθολικισμό, γιατί ως άνθρωπος ομοφυλόφιλος ένιωθε και ζούσε αυτή την καταπίεση της μη έκφραση και της μη ζωής, της μη κοινωνικοποίησης της αποδοχής. Ο πατέρας του ήταν φεουδάρχης αλλά ήταν από τους καλούς φεουδάρχες και ανθρωπιστής και η μητέρα του ήταν δασκάλα. Αγαπούσε την ιστορία του Χριστού ως φιλόσοφου και ως επαναστάτη.

Στα ονόματα των γυναικών, την πρώτη ας πούμε κόρη που λέγεται Αγκούστια, σημαίνει αγωνία και υπομονή, και βρήκα τη συσχέτιση με τον τρόπο που έζησε ο Χριστός. Βρήκα μία αναφορά στα Πάθη του Χριστού, από εκεί που αρχίζει το μαρτύριο δηλαδή από τον κήπο της Γεθσημανής. Η Μαρτύριο είναι άλλο ένα όνομα της κόρης σχετικό και η μικρότερη κόρη που τη λένε Αδέλα, της οποίας η εβραϊκή καταγωγή της ρίζας της λέξης θα μπορούσε να σημαίνει τίμιο ξύλο.

Επίσης, κατάλαβα ας πούμε το γεγονός ότι έλειπαν οι άντρες δεν είχε να κάνει με κάποιου είδους φεμινισμό αλλά απλώς το ότι έλειπαν σε πολέμους. Η μάνα που επιβάλλει αυτή την καταπίεση και την κλεισούρα στις κόρες, αντιλήφθηκα ότι δεν αντιπροσωπεύει τον δικτάτορα Φράνκο όπως πιστεύουν. Για μένα δεν είναι αυτό, πιστεύω ο Λόρκα θα έβαζε όντως έναν άνδρα – έναν πατέρα στον ρόλο της. Γιατί βρήκα ότι πολύ συχνά οι καλλιτέχνες αυτών των εποχών, μιας μεγάλης περιόδου, στις γυναίκες προσωποποιούσαν τις χώρες. Υπάρχουν πίνακες καθώς και σκιτσογράφοι και γελοιογράφοι στις εφημερίδες που συναντάμε κάτι τέτοιο.

Επομένως η χώρα «Μπερνάρντα» ως κόρη έχει υποχρέωση να κρατήσει όρθιο το οικοδόμημα, και αναφέρει έχω 5 κλειδιά, είναι οι 5 κόρες της, 5 κλειδιά σαν 5 χειροπέδες για να τις κρατήσει, για να μην τις χάσει και για να μην κινδυνεύσουν, αλλά θεωρώντας ότι είναι καθήκον της. Την έχουν χρήσει φύλακα-φρουρό, ο πατέρας και ο παππούς αυτής της αυτοκρατορίας σε ό,τι έχουνε κληρονομήσει σαν πατρίδα. Θεωρείται συνήθως ότι η Μπερνάρντα ως μάνα επιβάλλει 8 χρόνια πένθους, αλλά υπάρχει φράση της που λέει ότι έτσι έγινε στο σπίτι του παππού και του πατέρα της και ψάχνοντας στα έθιμα τα δικά τους, ανακάλυψα ότι όντως έτσι συνέβαινε. Δεν είναι δηλαδή ότι αυτή το επιβάλλει, έτσι είθισται.

Η Μπερνάρντα είναι η χώρα με τις καθηλώσεις της και με την κληρονομιά της, με αυτό που έχει αναλάβει ως υποχρέωση και καθήκον από τους προηγούμενους. Μία χώρα πολύπαθη που τα παιδιά της τελειώνουν, δεν τα θρέφει και φεύγουν. Αυτό λέει ο Λόρκα. Αυτά τα πράγματα όμως θέλουν αποκάλυψη, τόλμη και μια αλήθεια, και θέλουνε χρήματα και χρόνο για να μπορέσουν οι άνθρωποι να ασχοληθούν σε βάθος με αυτά. Εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω και σκέφτηκα: Ή θα κάνω μία παράσταση να αρέσει, για να παίζουν οι άνθρωποι τις “καταστάσεις” όμως ανακαλύπτοντας αυτό που ξετυλιγόταν συνέχεια μπροστά μου, είπα δεν μπορώ να το κάνω, προτιμώ να τραβήξω λίγο την κλωστούλα…»

 

 

Για τον Λόρκα: «Για αυτό είναι τόσο μεγάλος και για αυτό είχε αυτό το ταξίδεμα…»

 

«Μου αρέσει να ψάχνω τη νοοτροπία του κάθε συγγραφέα. Ο Λόρκα έγραφε σε ομόκεντρους κύκλους. Μιλάει για ένα πρόσωπο, μιλάει για μία οικογένεια, για μια ολόκληρη μεγαλύτερη κοινωνία – χώρα, δηλαδή πάει από το άτομο στο μεγαλύτερο κύτταρο. Πάει από το μικρόκοσμο και με την ίδια αναφορά αρχίζει και απλώνεται, φτιάχνοντας μία υποτυπώδη σε εισαγωγικά ιστορία κι έτσι κάποιος σε εισαγωγικά, λαϊκός, μπορεί παρακολουθώντας αυτή την ιστορία να συνδεθεί και να έχει αυτή την εμπλοκή. Αυτός που έχει τις πιο έξω αναφορές, ιστορικές ή κοινωνικές ή πολιτικές θα δει και τον δεύτερο κύκλο και το δεύτερο υπόστρωμα. Ο επόμενος λοιπόν που έχει όλα αυτά που είναι τα πιο συμβολικά, τα πιο μυστικιστικά και τα πιο συμπυκνωμένα με την έννοια της αφαίρεσης των μαθηματικών, της ποίησης και των καλλιτεχνών, θα καταλάβει ακόμα την πιο μεγάλη σφαίρα.

Κάνει αυτούς τους ομόκεντρους κύκλους, επειδή αγαπούσε τους απλούς ανθρώπους και τους αθώους, βρήκε έναν πυρηνικό τρόπο να τους αφορά και να τους αγγίζει, ακόμα κι αν δεν έχουνε τις γνώσεις και τις αναφορές για να αντιληφθούν και τα άλλα, αλλά τα αντιλαμβάνονται πυρηνικά. Για αυτό είναι τόσο μεγάλος συγγραφέας ο Λόρκα και για αυτό είχε αυτό το ταξίδεμα…».

 

 

Γιατί στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Μπερνάρντα έβαλες έναν άνδρα;

 

«Αυτό το έκανα γιατί ένιωθα ότι ο Χρήστος Στέργιογλου και λόγω καταγωγής, και χάρη των εκφραστικών του ποιοτήτων, νιώθω ότι θα μπορούσε πιο πολύ να συνεννοηθώ μαζί του όσο γίνεται εκτός θυμικού. Πιστεύω και χωρίς καμία πρόθεση παρεξήγησης, μία πολύ καλή γυναίκα ηθοποιός που θα μπορούσε να έχει και αυτή την ηλικία, που να μην είναι όμως και ακριβώς αστή, ακολουθώντας δηλαδή το θυμικό και την ψυχολογική πλευρά, θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο να δει αυτή την αποστασιοποίηση, την οποία ήθελα για κάποιο λόγο να υπάρχει και από ένστικτο αυτό ένιωσα».

 

 

Τι θα ήθελε να δείξει η δική σου Μπερνάρντα ή αλλιώς «Πεθαίνω σαν» …Μπερνάρντα

 

«Θα ήθελε να δείξει ότι το κείμενο ως κείμενο είναι μια τόσο συμπυκνωμένη ποίηση με τόσα επίπεδα και τόσες εικόνες, σχεδόν κινηματογραφικό, που δεν φανταζόμαστε, ότι αυτό το πράγμα χρειάζεται μία αλήθεια εκ νέου ανακάλυψη και θεωρώ ότι αυτού του βεληνεκούς και αυτού του είδους οι συγγραφείς ή οι καλλιτέχνες μπορούν να μας ανοίξουν τα μάτια για το τώρα:

Πρώτον του πώς είμαστε εμείς οι Έλληνες ως χώρα, σε τι στάδιο βρισκόμαστε και επίσης (εμένα τι με συγκινεί) βλέπω αυτή τη στιγμή την κομβική, της μετάβασης από την αγροτική κοινωνία στη βιομηχανική σε αντιστοιχία όπως τώρα που περνάμε στην εποχή της τεχνολογίας που καταργούνται ολόκληρες στρατιές ας πούμε επαγγελματιών, που γίνεται όλη αυτή η ανασύσταση και φέρει πολέμους και βία.

Αυτή η αφύπνιση σε σχέση με τη γλώσσα και την εννόηση, του πώς μπορούμε να δούμε τα πράγματα πιο βαθιά και να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας και σε υπαρξιακό επίπεδο, επειδή συγκινήθηκα πάρα πολύ με την ιστορία των ανθρωπιστών και του αναρχικού κινήματος που έμαθα περισσότερα λόγω της έρευνας για το έργο και που για λίγο αυτή η ουτοπία έγινε πραγματικότητα, με έναν απίστευτο τρόπο.

Πραγματικά σου έρχονται δάκρυα στα μάτια, ότι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν για λίγο ένα πράγμα τόσο κοντά στη φύση και τόσο ενωμένοι, χωρίς αρχηγό κατήργησαν τους γάμους, τα συμβόλαια, το χρήμα, κάνανε συνεταιρισμούς, πήρανε στα χέρια τους γη που έμενε ανεκμετάλλευτη. Αυτή την ουτοπία, τη στενή σχέση που έχουν οι Ισπανοί μαζί της, τον δονκιχωτισμό. Εμείς είμαστε αφημένοι στα χέρια των συστημάτων, αυτοί έκαναν έστω για λίγο μια ανατροπή, η οποία ήταν φανταστική να διαπνέονται από ανθρωπιστικές αξίες και σεξουαλική απελευθέρωση».

 

 

«Ζούμε σε κυνήγι…Το έχω πάρει απόφαση, δεν πηγαίνω για το αποτέλεσμα»

 

«Οι συνθήκες στη δουλειά είναι εξαιρετικά δύσκολες, ο χρόνος πιέζει, Χρειάζονται θυσίες, απασχολείς τους ηθοποιούς αλλά δεν πληρώνονται τις πρόβες, έχεις δύο μήνες για να φέρεις κοντά ανθρώπους, να σκύψουν πάνω σε ένα πράγμα, δίνοντας χρόνο που δεν έχουν εκτός των προβών, μετά να μπορείς να στήσεις εκτός χώρου ή πάνω σε σκηνικά άλλων παραστάσεων, φώτα με μείον φώτα, γιατί υπάρχουν τα φώτα των άλλων παραστάσεων. Είναι πάρα πολύ δύσκολο, είναι σχεδόν ακατόρθωτο.

Το έχω πάρει απόφαση, δεν πηγαίνω για αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα με τις οικογενειακές μου υποχρεώσεις, τις άλλου είδους επαγγελματικές με την έννοια ότι πρέπει να κερδίζω και τα προς το ζην, νιώθω ότι αυτό το πράγμα το κάνω μια φορά στο τόσο, για να έρχομαι σε επαφή με μια τέχνη που αγαπώ και για να ερεθίζομαι και για να ζω… να υπάρχω. Επομένως ακόμα και οι νίκες αυτές με συγκινούν.

Είναι πολύ δύσκολο να βρεις και ηθοποιούς με διαθεσιμότητα, να φέρεις όλη την ομάδα μαζί την ίδια στιγμή, για να μπορέσει αυτό το πράγμα να πλάθεται. Η διάσπαση είναι τεράστια και ο χρόνος ελάχιστος αλλά μόνο επιμένοντας… Γι΄ αυτό λέω δεν πάω για το αποτέλεσμα, δεν πάω για να αρέσει μια παράσταση.

Όσο αντέχουμε έστω αυτό το λίγο, με αυτές τις νύξεις, μπορεί κάποιος, κάπου να ενδιαφερθεί για κάποια εγχειρήματα, να αναπτυχθούν, όχι για να μπουν σε βάθρο, πολιτισμικά το λέω, γιατί υπάρχουν καινούργιες ομάδες, υπάρχουν πολύ ωραία ξεκινήματα αλλά αυτά πρέπει να τα ενισχύσεις, δηλαδή να τα δεις και να τα βοηθήσεις για να μπορούν να ανθίσουν, γιατί αλλιώς θα κουραστούνε κι αυτές».

 

 

«Μεγάλες νίκες …το ΜeToo και το ότι οι άνθρωποι γίνονται ορατοί»

 

«Πολλοί γκρινιάζουν για τα παρελκόμενα του MeToo πια στις σχολές, ας πούμε λένε δεν μπορούμε να αγγίξουμε τον άλλον κι ότι ξαφνικά είμαστε σε απόσταση, αλλά θεωρώ φυσικά θα υπάρξουν και αυτά, δηλαδή προκειμένου να καθόμαστε να τις “τρώμε”, να μην μιλάμε κι όχι μόνο οι γυναίκες οποιοσδήποτε βρίσκεται σε αυτή τη θέση ή το να μην ξέρεις ότι καταπιέζεσαι, είναι πολύ σοβαρό πράγμα. Θα υπάρξουν και ακρότητες, όπως υπήρξαν και από την άλλη πλευρά, γιατί αν δεν δούμε αυτά, δεν μπορούμε να δούμε και την άλλη πλευρά, οι άντρες ας πούμε καταπιέζονται πάρα πολύ από την πατριαρχία, φρικτά.

Δεν έχω εμπιστοσύνη στην κοινωνία, δεν την εμπιστεύομαι χαίρομαι όμως κι ευγνωμονώ για τους ανθρώπους που βγήκανε μπροστά και στο MeToo, τους βγάζω το καπέλο και λέω δόξα σοι που μετακινούμαστε… τουλάχιστον ένα μεγάλο ρεύμα και αρχίζουμε και στεκόμαστε στα πόδια μας.

Tα στερεότυπα είναι παντού και για τα πάντα. Κι αυτό ξεκινάει από πολύ μικρή ηλικία, από τη βρεφική ηλικία. Από τους ρόλους που ντύνουμε τα μωρά μας. Και ταξικό είναι το ζήτημα. Στα βρεφικά αυτά που είναι οικονομικά είναι όλα ροζ – θαλασσιά, καρδούλες και οδηγοί, νεράιδες και αστροναύτες. Αν θες να πας σε κάτι άλλο κοστίζει. Η αισθητική πάει μαζί με τον καπιταλισμό, πάει μαζί με την ταξική διαφορά. Και η Τέχνη το ίδιο, δεν γλυτώνει από το οικονομικό σύστημα, δεν γίνεται χωρίς. 

Συνεχώς αφυπνίζομαι, συνεχώς αναλαμβάνω τον εαυτό μου στην πιο ολόκληρη του μορφή. Πιστεύω ότι είμαστε θυματοποιημένοι από τα συστήματα, όπως έχουμε μεγαλώσει. Δεν είμαστε οι μεν και οι δε, έτσι νομίζω χάνουμε πολύ ως κοινωνία από τις δυνάμεις μας, πάρα πολύ και αν δεν υπάρχει αυτό το πράγμα του ξυπνήματος και της ελευθερίας δεν θα ενωθούμε και δεν θα συνεργαστούμε.

Οι διάφορες γλώσσες και τα διάφορα μυαλά είναι καλύτερο να ξέρεις ότι υπάρχουν παρά να μην τα ξέρεις. Εγώ αισιοδοξώ για τους νέους ανθρώπους, αλλά καταλαβαίνω ότι η ψαλίδα είναι τεράστια. Ο σεξισμός της μουσικής που ακούνε, το τι ντύνονται και το πόσο εμπορευματοποιούνται, ας πούμε ότι όλα είναι υποψήφιοι καταναλωτές, στα πάντα, και παύουν να έχουν αξία και μετά το άλλο άκρο των άλλων νέων που τα ‘χουνε 400 και είναι πολύ πιο διεκδικητικοί από τις άλλες γενιές και πολύ πιο ξεκάθαροι και δυνατοί. Η “ψαλίδα” τους πιστεύω θα ανοίξει ακόμα περισσότερο.

Αυτό το σπουδαίο που γίνεται, είναι ότι οι άνθρωποι γίνονται ορατοί: Υπάρχω. Χαίρεται».

 

 

Η επιρροή από το Θέατρο Τέχνης: Ψάχνω τα γιατί που βρίσκω σε ένα έργο…

 

«Ως παιδί που έβγαλα το Τέχνης κουβαλάω επιρροές, τα πρώτα που μου έρχονται αμέσως στο μυαλό είναι αυτή η σχέση με τον συγγραφέα, έπειτα είναι ο σεβασμός που δεν σημαίνει μη επέμβαση, όχι μη ανανέωση του θέματος, αλλά το γιατί έχει γράψει αυτός αυτό και όχι κάτι άλλο, άρα αυτό το πάνω από κάθε λέξη, πάνω από κάθε συστάδα, πάνω από κάθε δομή μιας φράσης ή των επιλογών του συγγραφέα μπαίνει ένα γιατί, και από κει ξεκινάς να ψάχνεις, αυτό είναι το ένα.

Το άλλο είναι η προσωπική εμπλοκή ασχέτως τεχνικής ή όχι, το ποια μεθοδολογία μπορεί να ακολουθήσεις κάθε φορά ας πούμε ως προς την τεχνική σου απόδοση, αλλά όλα χρειάζονται μία προσωπική εμπλοκή. Και το επόμενο που εντοπίζω είναι το “κάνε όσο πιο πολλά μπορείς μόνος σου” (γέλια).»

 

Σκέψου τη γειτονιά που μεγάλωσες και πες μου την εικόνα που σου ‘ρχεται στο νου σου

 

«Έχω μεγαλώσει στον Κορυδαλλό. Χαρακτηριστική εικόνα από την παιδική μου ηλικία που σαν ταινία παίζει τώρα:

Παιδάκι μπορούσα να κατέβω από το σπίτι μου, να παίξω έξω στον δρόμο και να πάω μέχρι την πλατεία και να παίζω ως αργά το απόγευμα. Υπάρχει αυτό; Γνωρίζοντας ότι όλοι στη γειτονιά ήταν γνωστοί, σε πρόσεχαν. Σε μικρή ηλικία ένιωθα μεγαλύτερη ελευθερία, άνεση και ασφάλεια. Απ’ ότι τώρα τα παιδιά, από τοίχο σε τοίχο. Τώρα που θα τ’ αφήσεις να πάνε;»

 

Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το Mona Athens
Styling: DNA STARS 
Μακιγιάζ: Ειρήνη Γάτου

 

Info παράστασης:

Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα | Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης

 

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.