Η Κατερίνα Ευαγγελάτου μιλάει για τη νέα της σκηνοθεσία στο έργο – θεατρικό φαινόμενο “The Doctor” που παίζει με τις προκαταλήψεις μας

«Από παιδί με εξοργίζει η αδικία»

Φωτογραφίες: © Εβίτα Σκουρλέτη

Η συνάντηση με την Κατερίνα Ευαγγελάτου, σκηνοθέτιδα και καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, φυσικά δόθηκε στο γραφείο της, εκεί που περνάει ώρες της καθημερινότητάς της, προετοιμάζοντας και συνεχίζοντας το πρόγραμμα του Φεστιβάλ για το 2024. Ο άλλος όμως ακόμα πιο φυσικός της χώρος που περνάει χρόνο αυτή την περίοδο κάνοντας πρόβες είναι στο ιστορικό Αμφι-Θέατρο Σπύρου Α. Ευαγγελάτου, γιατί εκεί είναι το «σπίτι» ή μάλλον το Ινστιτούτο Elizabeth του “The Doctorτου Robert Icke, του νέου έργου που σκηνοθετεί. Ένα έργο ευφυές όπως μας λέει η ίδια, το οποίο έχει αποτελέσει παγκόσμιο θεατρικό φαινόμενο και καταπιάνεται με όλα τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής. 

Αυτά πιάσαμε σχεδόν ένα-ένα μιλώντας για την κεντρική ηρωίδα του έργου, την Καθηγήτρια Ρουθ Γουλφ και τη λογική της χωρίς γωνίες, την ανθρωποφαγία, το cancel culture, τα social media, το πώς βλέπουμε μια γυναίκα που ασκεί εξουσία και τις διακρίσεις. Από τη συζήτησή μας σίγουρα αυτό που μου έχει αποτυπωθεί είναι η σημασία και ο τόνος της Κατερίνας Ευαγγελάτου, όταν αναφέρεται στην ηθική ακεραιότητα, την αδικία που δεν αντέχει από μικρή και τη φράση της όταν κάποια στιγμή μου είπε «πάνω απ’ όλα η αλήθεια».

 

Πώς αποφασίσατε να επιλέξετε το “Doctor” για την επόμενη σας σκηνοθεσία; Το είχατε δει στο εξωτερικό;

Δεν έχω δει την παράσταση αλλά γνωρίζω τον Icke, γιατί έχω κάνει τη διασκευή του «1984» του Όργουελ το 2016 -ήταν μία διασκευή που συνυπέγραφαν με τον Duncan MacMillan. Είναι καλλιτέχνης του οποίου τη δουλειά παρακολουθώ. Ο Icke είναι πραγματικά ένας σπουδαίος νους και η διασκευή που έχει κάνει σε αυτό το έργο, το The Doctor, είναι ελεύθερα βασισμένη σε ένα προϋπάρχον έργο το Professor Bernhardi του Άρτουρ Σνίτσλερ του 1912. Έχει πάρει την κεντρική ιδέα αλλά έχει ανοίξει τρομερά το θεματικό πεδίο του έργου. Είναι ένα συναρπαστικό κείμενο κι ελπίζω ότι θα μιλήσει και στον Έλληνα θεατή, όπως μιλάει στο παγκόσμιο κοινό αυτή τη στιγμή, γιατί το “Doctor” κάνει μία τεράστια καριέρα που ξεκίνησε από το Λονδίνο -από το Αlmeida πέρασε στο West End. Ήταν τεράστια η επιτυχία, οπότε αναζήτησε μεγαλύτερη σκηνή και μετά από κει ξεκίνησε μία πορεία με ανεβάσματα από το ιστορικό Burgtheater της Βιέννης στο Internationaal Theater Amsterdam του Ίβο βαν Χόβε, πήγε στην Αμερική, έχει πάει στο Ισραήλ, στην Ουγγαρία, στην Ασία πέρασε στο Χονγκ Κονγκ, δηλαδή είναι ένα φαινόμενο μέσα σε τρία χρόνια, το οποίο ανεβαίνει με αλματώδεις ρυθμούς και πραγματικά νομίζω ότι μιλάει για τις περισσότερες από τις παθογένειες του σύγχρονου πολιτισμού.

 

 

Το “Doctor” προσδιορίζεται ως ένα «θρίλερ ιδεών». Πώς ακριβώς το εννοούμε αυτό;

Στην Ελλάδα ο όρος θρίλερ χρησιμοποιείται κυρίως για πράγματα που έχουν να κάνουν με φαντάσματα ή ιστορίες τρόμου, εδώ το εννοούμε με την ψυχολογική ένταση και κυρίως το «ιδεών» έχει να κάνει με το ότι παίζει και με τις προκαταλήψεις του ίδιου του κοινού και προσφέρει συνεχείς ανατροπές. Αυτό που βιώνει ο θεατής βλέποντας αυτό το έργο είναι, αν μπορώ να κρίνω γιατί δεν το έχω βιώσει ως θεατής, αλλά από την πρώτη φορά που το διάβασα: σου τραβάει συνεχώς το χαλί κάτω από τα πόδια. Εκεί που νομίζεις ότι έχεις τοποθετήσει κάπως τα πράγματα και ότι ξέρεις κυρίως τι συμβαίνει και γιατί, ξαφνικά σου δίνει μία νέα πληροφορία, η οποία σου ανατρέπει όλα τα προηγούμενα και για αυτό είναι θρίλερ ιδεών, γιατί μετακινεί και τις δικές σου ιδέες, δηλαδή του θεατή, παίζει με τις προκαταλήψεις σου.

Το έργο θέτει όλα τα καίρια ζητήματα της εποχής: Ένα πολύ βασικό ζήτημα είναι αυτό το ότι  «Όλοι έχουμε γνώμη και την εκφράζουμε με πάθος». Εσείς πώς το έχετε βιώσει αυτό και πώς εκφράζεται στο Doctor;

Ναι όντως ένα από τα θέματα που θίγει το έργο είναι ότι όλοι έχουμε τη γνώμη μας αλλά παράλληλα με την ελευθερία να την εκφράζουμε δημοσίως έχουμε και την ευθύνη αυτής. Στις μέρες μας υπάρχει μία τεράστια ευκολία να εκφράζουμε δημοσίως την άποψή μας -και μάλιστα πολλές φορές με τρόπο δογματικό- για πράγματα για τα οποία είτε δεν έχουμε καμία γνώση είτε διαθέτουμε λίγες πληροφορίες. Επιπλέον, πολλές φορές συμβαίνει κάποιοι να εκφέρουν την άποψή τους στρεβλώνοντας τις πληροφορίες που υπάρχουν με σκοπό να βλάψουν κάποιον. Το έργο ασχολείται και με αυτά τα θέματα και έχει και πάρα πολύ χιούμορ. Έχει ένα βρετανικό, φλεγματικό και σαρκαστικό χιούμορ ακόμα και για σκληρά θέματα όπως ο θάνατος ή η ευθανασία. Η κεντρική ηρωίδα έχει τέτοιου είδους σαρκαστικές και αυτοσαρκαστικές πτυχές στον χαρακτήρα της. Ένα χαρακτηριστικό σχετικό σημείο ας πούμε στο έργο, κάποια στιγμή που μία γυναίκα ασκεί κριτική, στην Doctor, τη Ρουθ Γουλφ, της λέει:

-Ασκήσατε βία στον ιερέα; -μιλάμε για τη στιγμή που του έχει απαγορεύει να μπει στο δωμάτιο-.
-Όχι, απαντά η Doctor.
-Νομίζω ότι του ασκήσατε σωματική βία, ανταποκρίνεται η γυναίκα.
-Δεν έχει σημασία τι νομίζετε, λέει η Ρουθ.
-Δεν έχει σημασία τι νομίζω;
-Όχι, της απαντάει η Ρουθ. Δεν ήσασταν εκεί, οπότε δεν έχει σημασία τι νομίζετε, όπως δεν έχει σημασία τι νομίζω εγώ για την προσεδάφιση στη σελήνη, δεν ήμουν εκεί άρα δεν έχει καμία σημασία τι νομίζω.

 

 

Αυτό το απόσπασμα εκφράζει ακριβώς αυτούς τους προβληματισμούς, μιλάει για τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο αν έχει αξία ή όχι να πεις τη γνώμη σου για κάτι το οποίο δεν γνωρίζεις. Ποιος είναι ο απώτερος σκοπός πίσω από το να εκφράσεις τη γνώμη σου δημοσίως, για ποιο λόγο το κάνεις; Σε τι αποσκοπείς; Είναι άλλο να διαθέτεις μία άποψη για κάτι και να τη μοιράζεσαι με τα κοντινά σου πρόσωπα και άλλο να τοποθετείσαι δημοσίως για ένα ζήτημα για το οποίο δεν γνωρίζεις ή πολλές φορές θες κι επίτηδες να δημιουργήσεις ένα κλίμα. Αυτό είναι μία παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας, μας αρέσει η ανθρωποφαγία και νομίζω και την περίοδο του covid οξύνθηκε το φαινόμενο με ένα περίεργο άρρωστο τρόπο, δηλαδή είδαμε δολοφονίες χαρακτήρων και το βλέπουμε αυτό με μία τρομερή ευκολία που δημιουργεί εύλογα ερωτήματα: Τι υπάρχει πίσω από αυτές τις πράξεις; Ναι, είναι μία από τις ασθένειες της σύγχρονης κοινωνίας αυτό. Φυσικά και με προβληματίζει και εγώ η ίδια έχω υπάρξει αποδέκτης κακόβουλων σχολίων, τα οποία εκπορεύονται από άλλου είδους κίνητρα. Επιλέγω να μην πολυασχολούμαι, γιατί έχω πραγματικά πολύ σοβαρότερα πράγματα να κάνω και έχω ζήσει πολύ σκληρά γεγονότα στη ζωή μου. Το προσπαθώ, δεν είναι πάντα εφικτό φυσικά, αλλά προσπαθώ κάπως να τα ιεραρχώ μέσα μου, στην ενέργεια που θα μου καταναλώσουν στον χρόνο. Αν βέβαια κάτι είναι επικίνδυνο ή κρίνουμε με τους συνεργάτες ότι χρήζει απάντησης, φυσικά το κάνουμε: γιατί πάνω από όλα η αλήθεια.

Άλλο ζήτημα που θίγει το ”Doctor” είναι η γυναίκα στην εξουσία. Εσείς είστε και η πρώτη γυναίκα καλλιτεχνική διευθύντρια στην ιστορία του Φεστιβάλ Αθηνών. Θεωρείτε ότι έχετε δεχτεί λόγω του φύλου σας συγκεκριμένη προκατάληψη;

Με την περίπτωσή μου είναι δύσκολο κανείς να πει, γιατί υπάρχουν και άλλα ζητήματα. Ξεκίνησα πολύ νέα να σκηνοθετώ, 26 χρονών, όταν επέστρεψα από τις σπουδές μου στο Λονδίνο και στη Ρωσία. Ήμουνα πρώτον λοιπόν πολύ νέα, δεύτερον, κόρη πολύ σπουδαίων ανθρώπων που άφησαν το δικό τους ίχνος στην ιστορία του μεταπολιτευτικού ελληνικού θεάτρου και όχι μόνο ελληνικού, και τρίτον ήμουν γυναίκα. Αυτό το λέω με αυτή τη σειρά, γιατί νομίζω ότι κάπως στη δική μου περίπτωση υπήρχαν και άλλα ζητήματα που κάποιους τους ενοχλούσαν ή τους έκαναν να έχουν μία ιδιαίτερη προκατάληψη απέναντί μου. Θα έλεγα ότι με τα χρόνια και φυσικά με την πορεία μου νομίζω ότι κάποια πράγματα έχουν γίνει πια σαφή. Φυσικά πάντα υπάρχουν οι καλοθελητές, οι άνθρωποι που θέλουν να αμφισβητήσουν, να βλάψουν κι έχουν την προκατάληψή τους η οποία δεν φεύγει με τίποτα. Είναι εκεί ριζωμένη. Το έργο μιλάει πάρα πολύ γι’ αυτό. Οι άνθρωποι όμως αυτοί δεν μπορούν και να μας αφορούν.

 

 

Δεν μπαίνετε στη διαδικασία να τους απαντήσετε;

Όχι δεν απαντάω ποτέ στα social media, παρόλο που κάποιες φορές ιδιαιτέρως, όταν βλέπω να θίγονται και οι γονείς μου που έχουν φύγει από τη ζωή, εκεί πραγματικά με πειράζει πολύ, γιατί ας λένε αν θέλουν βλακείες για μένα, αλλά δεν δέχομαι να μιλάνε άσχημα για τους γονείς μου. Παρόλα αυτά για μένα το Facebook δεν είναι ένα καλό πεδίο διαλόγου, δεν είναι καθόλου υγιές, δεν είναι αντικειμενικό. Δεν πιστεύω ότι μπορείς να βγάλεις στα αλήθεια κάτι καλό από κει, μπορείς πολύ γρήγορα να βγάλεις μία ανακοίνωση και να έχει μία ευρεία άμεση διάδοση και διάχυση, μία πληροφορία που πρέπει να δοθεί, όχι όμως σε επίπεδο να ανοίξουμε κουβέντα. Δεν είναι στη λογική μου να μπω σε μία δημόσια αντιπαράθεση μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και θα μπορούσα να το έχω κάνει πάρα πολλές φορές, γιατί πραγματικά είναι ευρύ το πεδίο διαλόγου που ανοίγεται, είτε με τις συνεντεύξεις μου είτε με το Φεστιβάλ Αθηνών είτε με άλλα πράγματα, αλλά προτιμώ να μην το κάνω. Δεν νομίζω ότι είναι υγιές.

Πάντως πιστεύω ότι έχετε υποστεί σχόλια ειδικά για την εμφάνισή σας, κάτι που θεωρώ δεν θα είχε τεθεί αντίστοιχα σε έναν άντρα – καλλιτεχνικό διευθυντή του ΦΑ.

Έχω αναφερθεί συχνά σε αυτό, ότι κρίνουμε με δύο μέτρα και δύο σταθμά έναν άνθρωπο σε θέση ευθύνης, ανάλογα με το αν είναι άντρας ή γυναίκα. Δηλαδή γνωρίσματα που σε έναν άντρα τα θεωρούμε αρετές, σε μία γυναίκα τα θεωρούμε αφύσικα και λέμε ότι δεν ταιριάζουν με το φύλο της. Το ζήτημα της εμφάνισης όντως για έναν ανεξήγητο για μένα λόγο απασχολεί κάποιους ανθρώπους, δηλαδή το γιατί έχω αυτή την αισθητική στο ντύσιμό μου. Πραγματικά μου κάνει εντύπωση πώς σήμερα ασχολούμαστε ακόμα με το πώς επιλέγει κάποιος να ντυθεί από την ώρα που δεν προσβάλλει κάτι. Για την προσωπική μου αισθητική στο ντύσιμο, που μάλιστα πληρώνεται από δικούς μου πόρους, δεν καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί ασχολούνται, είναι απλώς σαν να θέλει κάποιος κάτι αρνητικό να πει. Αντί δηλαδή να μιλήσουμε για άλλα πράγματα που έχουμε καταφέρει με τους συνεργάτες μου αυτά τα χρόνια και τα πολύ δύσκολα χρόνια που μας έτυχαν, γιατί κρατήσαμε ανοιχτό το Φεστιβάλ εν αντιθέσει με πολλούς άλλους διεθνείς οργανισμούς πολιτιστικούς που δεν τόλμησαν -μιλάμε για τα ρούχα μου. Ε δεν είναι σεξιστικό αυτό; Ναι, αυτό είναι ένα πράγμα που σίγουρα σε έναν άντρα δεν θα συνέβαινε. Δεν θα λέγανε «Καλό το πρόγραμμα του Φεστιβάλ, αλλά οι γραβάτες που φοράει είναι πολύχρωμες».

 

 

Είναι απίστευτο που το συζητάμε αυτό αλλά είναι μία πραγματικότητα.

Οι άνθρωποι πάντα αντιδρούν σε πράγματα που τους ξενίζουν, σε πράγματα που διαφέρουν από τον μέσο όρο, ιστορικά αποδεικνύεται αυτό. Υπάρχει μία άμυνα; Μία επιθετικό-αμυντική στάση και από άντρες αλλά και από γυναίκες, ας είμαστε δίκαιες απέναντι σε αυτό. Νομίζω το χειρότερο που έχει να κάνει κανείς σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να πάψει να ντύνεται με τον τρόπο που τον εκφράζει για να γίνει αρεστός, γιατί το ντύσιμο και αυτό είναι μία έκφραση της ψυχολογίας, της αισθητικής και της προσωπικότητάς μας. Κάθε άνθρωπος που δέχεται κριτική για την εμφάνισή του, αυτό που έχει να κάνει είναι να μην ακούει τίποτα και να συνεχίζει να εκφράζεται με τον τρόπο που το σύνταγμα κατοχυρώνει, δηλαδή ΕΛΕΥΘΕΡΑ. Για μένα το ντύσιμο είναι ένα κομμάτι της αισθητικής μου, είναι συνδεδεμένο με τη ζωή μου: με τα κοστούμια των παραστάσεων, με τις εκθέσεις που επισκέπτομαι, με κάθε λογής ερεθίσματα, είναι κάτι που με ενδιαφέρει και το θεωρώ ποιότητα ζωής.

Πάμε σε άλλο ένα ζήτημα που θίγει το “Doctor”, το cancel culture: Ποιο είναι το σημείο της γραμμής στο πού βρίσκεται ο καλλιτέχνης και πού ο άνθρωπος, υπάρχει αυτή η ισορροπία, υπάρχει διαχωρισμός;

Αυτό επίσης είναι πολύ ενδιαφέρον και μας απασχόλησε πολύ και στις πρόβες. Αναφέραμε διάφορα παραδείγματα και πρόσφατα αλλά και παλαιότερα, εντελώς κορυφαίων σκηνοθετών, ηθοποιών και τραγουδιστών, για τα οποία ανοίχτηκε ένα τέτοιο δημόσιο ζήτημα. Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις σε αυτά: Η Ρουθ έχει ένα πολύ ωραίο κομμάτι όταν μιλάει με τον Ρότζερ Χάρντιμαν, αναπληρωτή διευθυντή του Ινστιτούτου και κύριος αντίπαλός της, τον οποίο η ίδια έχει προσλάβει, είναι η Ρουθ που του έχει δώσει αυτή τη θέση. Εκείνη διευθύντρια κι εκείνος αναπληρωτής. Και σε μία έντονη σκηνή διαφωνούν για κάτι, αυτός της μιλάει άσχημα και φεύγει. Τότε την ρωτάει σοκαρισμένη η υπεύθυνη Δημοσίων σχέσεων: Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι, γιατί δουλεύει ακόμα εδώ; Και η Ρουθ της απαντάει αποστομωτικά με τη δική της λογική, η οποία όμως της έφερε προβλήματα τελικά γιατί δεν είναι καθόλου διπλωματική: «Γιατί είναι καλός γιατρός, και αν ήταν κάποιος να ανοίξει στα δύο το κρανίο μου θα ήθελα να είναι αυτός και ναι ο Ρότζερ Χάρντιμαν μπορεί να είναι άθλιο υποκείμενο, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένας εξαιρετικός χειρουργός. Έτσι είναι η ζωή περίπλοκη».

Σας αρέσουν οι απαντήσεις της Ρουθ.

Εξαρτάται, κάποιες φορές ταυτίζομαι άλλες φορές όχι, είναι ένας πολύ σύνθετος χαρακτήρας, όπως και όλοι στο έργο, πολύ καλογραμμένοι που δεν μπορείς εύκολα να αποφασίσεις, άλλοτε συμφωνείς με τον έναν άλλοτε με τον άλλον. Η Ρουθ είναι ταυτόχρονα συμπαθής κι αντιπαθής, αστεία και ψυχρή, τρυφερή στο σπίτι με τους δικούς της και απότομη με τους άλλους. Είναι ένας περίπλοκος χαρακτήρας που από την άλλη ζει και κρύβει μία τεράστια προσωπική πληγή μιας απώλειας στη ζωή της, η οποία φωτίζει αλλιώς και τη συμπεριφορά της. Αποκαλύπτεται αργότερα στο έργο και φωτίζεται αλλιώς ο λόγος που αυτή η γυναίκα έχει θωρακίσει έτσι τον εαυτό της.

 

 

Στο έργο ποιο θεωρείτε ότι είναι το πιο καίριο ζήτημα της κοινωνίας μας που θίγει με τον πιο εύστοχο τρόπο;

Το ζήτημα των διακρίσεων, γιατί μιλάει για ένα ευρύτατο φάσμα διακρίσεων, μπορεί να είναι για ζητήματα φύλου, για ζητήματα ταυτότητας, καταγωγής, κοινωνικής τάξης, επαγγελματικής πορείας, ηλικίας, τα πάντα, θρησκευτικά ζητήματα, ζητήματα πίστης.

Εσάς από αυτά ποιο είναι το ζήτημα που μπορεί να σας εξοργίσει και να είναι δύσκολο στη διαχείρισή του, όταν καλείστε να το αντιμετωπίσετε στην καθημερινότητά σας, στον διπλανό σας,

Εμένα με εξοργίζει κυρίως η αδικία και η αδικία εκφράζεται σε όλες τις διακρίσεις. Από παιδί με εξοργίζει η αδικία και νομίζω ένα κομμάτι του χαρακτήρα μου που είναι δύσκολο και για κάποιον που δεν με ξέρει να το διαχειριστεί είναι ότι είμαι πολύ απόλυτη σε αυτό, στο κομμάτι της ηθικής ακεραιότητας. Εκεί ταυτίζομαι με τη Ρουθ, γιατί και αυτή το κομμάτι της ακεραιότητας το έχει πάνω από όλα και το θεωρεί ακεραιότητα αυτό. Όπως πριν αναφέραμε για τη Ρουθ: δεν την ενδιαφέρουν οι διακρίσεις της κοινωνίας, έχει αποφασίσει να μην μπει σε αυτό το παιχνίδι της λογικής, αλλά να ταχθεί με το ποιος είναι καλός επιστήμονας, ποιος είναι καλός γιατρός. Αυτό δεν είναι ποτέ εύκολο στην πράξη.

 

 

Στην όλη δημιουργία, όταν ξεκινάτε ένα έργο και φτάνετε μέχρι το τέλος του στην τελευταία παράσταση. Ποιο είναι το καλύτερο σημείο αυτής της διαδρομής;

Οι πρόβες. Αλλά δεν είναι πάντα το ίδιο. Η ικανοποίηση, η χαρά διαφέρει, γιατί παίρνεις άλλη χαρά από μία ωραία πρόβα που κάτι βρήκες με τους συνεργάτες σου και τους ηθοποιούς και μία άλλη χαρά αν η πρεμιέρα αρέσει στον κόσμο κι επίσης μία άλλη χαρά, πολύ σημαντική τουλάχιστον για μένα, είναι η επαφή με το κοινό και το πώς σου μιλάνε και σου γράφουν μετά από παραστάσεις. Αυτό που είναι για μένα συγκινητικό, είναι πώς μπορεί για χρόνια μετά να συνοδεύει κάποιον θεατή η μνήμη της δουλειάς σου.

Το ‘χω πάθει με τον «Χρυσό Δράκο» σας στο Εθνικό.

Και φαντάσου είναι το 2010. Αυτό για μένα είναι επίσης το ανώτατο σημείο ή να μου γράφει κάποιος ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης από αυτές τις παραστάσεις σου που έχω δει. Αυτή η δουλειά έχει πολλές χαρές. Έχει φυσικά και πολλές δυσκολίες.

Όταν ακούτε Φεστιβάλ Αθηνών τι σκέφτεστε, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται, το μέλημά σας;

Είναι δύσκολο να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, γιατί το Φεστιβάλ είναι η καθημερινότητά μου. Αυτή την εποχή η ζωή μου είναι χωρισμένη στα δύο, και αυτό από τη μία είναι πολύ κουραστικό, από την άλλη όμως το ένα κάπως τροφοδοτεί το άλλο. Γιατί έχω πάρει και από το Φεστιβάλ πάρα πολλά χρήσιμα διδάγματα, εφόδια σε όλα τα επίπεδα, και σε καλλιτεχνικό αλλά και σε διοικητικό.

Και γι’ αυτό έχετε υποστεί μία κριτική, για το πώς προλαβαίνετε και τα δύο;

Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί συνάδελφοι και εδώ και στο εξωτερικό που το κάνουν αυτό, δηλαδή μπορούν και να σκηνοθετούν και ταυτόχρονα να διευθύνουν έναν θεσμό. Δεν νομίζω ότι κάνω κάτι εξαιρετικό ή πρωτότυπο. Νομίζω ότι επειδή είμαι γυναίκα τους κάνει εντύπωση, εδώ μπορώ να το πω με μεγαλύτερη βεβαιότητα, γενικά αποφεύγω να πω «επειδή είμαι γυναίκα το κάνουν αυτό», πλην όπως κάποιων καταστάσεων όπως με την εμφάνιση ή με στοιχεία του χαρακτήρα, όπως είναι ο δυναμισμός. Ίσως και το θέμα να μπορείς να κάνεις δύο και τρία και τέσσερα πράγματα ταυτόχρονα μπορεί να ενοχλεί λίγο παραπάνω, επειδή κάποιοι άνθρωποι που είναι βέβαια μιας συγκεκριμένης νοοτροπίας δεν το περιμένουν από μία γυναίκα. Δεν μπορούμε όμως να ασχολούμαστε και πολύ με αυτούς τους ανθρώπους.

 

 

Θα φανταζόσασταν τον εαυτό σας να κάνει κάποια άλλη δουλειά;

Το έχω σκεφτεί πάρα πολλές φορές αυτό. Το έχω σκεφτεί ως ερώτημα όχι για να το εφαρμόσω, δηλαδή ότι αν δεν έκανα αυτή τη δουλειά, τι θα μπορούσε να κάνω; Νομίζω ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι με το διάβασμα, να έχω έναν εκδοτικό οίκο ή κάτι τέτοιο. Αυτό βέβαια το σκέφτομαι στις πιο εσωστρεφείς μου φάσεις που έχω κουραστεί από τον πολύ κόσμο και θέλω να κλειστώ μόνο στο σπίτι μου και θέλω να διαβάζω. Αυτό είναι το καταφύγιό μου από παιδί βέβαια, δηλαδή διάβαζα από πολύ μικρή, από το δημοτικό. Είχα μία κλίση στην ανάγνωση και στη λογοτεχνία. Και νομίζω και γι’ αυτό επιστρέφοντας υπάρχει ένα ψυχικό καταφύγιο, που νιώθω μία ωραία συγκέντρωση, γιατί εκεί δεν κάνω 400 πράγματα ταυτόχρονα, αφού το θέμα της διάσπασης είναι πολύ κουραστικό πνευματικά. Αυτό είναι ένα: εσύ και οι λέξεις στο χαρτί. 

 

 

Info παράστασης:

The Doctor | Αμφι-Θέατρο

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.