Η Αλίκη Στενού μοιράζεται σημειώσεις προβών για την παράσταση «Πεθαίνω σαν χώρα»

«Στην παράσταση βλέπουμε σώματα που πάλλονται, ανήσυχα, άλλοτε μαζί κι άλλοτε χώρια, σε μια ύστατη προσπάθεια ''να μεταγγίσουν στου άλλου την ψυχή εκείνο που βαραίνει τη δική τους''»

«… Θα ‘λεγε κανείς πως το αδιέξοδο της χώρας ήταν στις ψυχές των κατοίκων της ή πως η ψυχή όλων των κατοίκων της δεν ήταν παρά το δικό της αδιέξοδο…»

Γραμμένο το 1978 από τον Δημήτρη Δημητριάδη το έργο «Πεθαίνω σαν χώρα», μας κάνει μάρτυρες μιας χώρας που καταρρέει, σε έναν χρόνο όπου καμιά γυναίκα δεν φέρνει πια παιδί στον κόσμο.

Μετά από χίλια χρόνια πολέμου και ενώ ο εχθρικός στρατός πρόκειται να περάσει από ώρα σε ώρα τα σύνορα, βλέπουμε το έθνος να διαλύεται, εξουθενωμένο από την ίδια του την ιστορία και ανίκανο πια να αντισταθεί. Τις στιγμές εκείνες επαληθεύονται οι πιο δυσοίωνες προβλέψεις και περνάμε σε έναν νέο ιστορικό κύκλο, όπου η ανελέητη φαντασία επανέρχεται θριαμβευτικά και δίνει χώρο σε κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις. Το τέλος μιας εποχής έχει έρθει όπως ο προμελετημένος θάνατος μιας αθεράπευτης αρρώστιας. Όταν όμως κάτι τελειώνει, κάτι νέο ξεκινά.

Από την κεντρική σκηνή του BIOS που παρουσιάστηκε την άνοιξη του 2022 σε σκηνοθεσία Αλίκης Στενού, έρχεται για λίγες παραστάσεις στο ΠΛΥΦΑ από τις 12 Δεκεμβρίου.

Η Αλίκη Στενού μοιράζεται σημειώσεις προβών για την παράσταση:

«Το έργο ”Πεθαίνω σαν χώρα” του Δημήτρη Δημητριάδη μου πρωτοκέντρισε το ενδιαφέρον απ’ τον τίτλο, όταν επέστρεφα απ’ την Αγγλία έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές μου στην Royal Academy of Dramatic Art. Μου είχε λείψει η χώρα μου, να κάνω θέατρο στη γλώσσα μου και να περπατάω στους χαοτικούς δρόμους της Αθήνας. Απ’ την άλλη αναρωτιόμουν για πόσο θα μπορούσα να μείνω εδώ, τι με κρατάει και τι θα με κάνει πάλι να φύγω σε αναζήτηση καλύτερων συνθηκών – είχα ήδη φύγει τρεις φορές για να ζήσω έξω, όμως πάντα επέστρεφα.

Διαβάζοντας το έργο ξανά και ξανά, μαζί με τη στενή φίλη και συνεργάτη Δήμητρα Νταντή, έπιασα τον εαυτό μου να θέλει να φωνάξει κάποια από τα τελευταία λόγια ”…… Μισώ αυτήν την χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Γράφω σ’ εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο πόθος μας ένωσε νύχτες και νύχτες…”. Τα λόγια αυτά μου προκαλούσαν ιδιαίτερη φόρτιση, έναν συνδυασμό θυμού, πόνου και συγκίνησης. Το να σκηνοθετήσω αυτό το έργο μου φάνηκε αρχικά παράτολμο εγχείρημα, μιας και δεν είναι γραμμένο ως θεατρικό έργο και επιπλέον αποτελεί το εμβληματικότερο κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη. Ωστόσο, η ισχυρή αυτή σύνδεση που νιώθεις σε ορισμένες στιγμές της ζωής σου με συγκεκριμένα κείμενα, συμβαίνει και για κάποιο συγκεκριμένο λόγο πιστεύω, κι έτσι αποφάσισα να εμπιστευτώ την ενόρμηση αυτή και να την αφήσω να με συμπαρασύρει.

Η σχέση του καθενός με τη χώρα και την ιστορία του είναι πολύ περίπλοκη και η διερεύνησή της αποτελεί μια διαδικασία ενδοσκόπησης. Χρειάζεται να ψάξει κανείς βαθιά στην ψυχή του για να βρει ποιο είναι το αδιέξοδο που νιώθει σε έναν τόπο και ποια τελικά είναι η διέξοδος. ”Αν κάποιος μπορούσε να τους δει αμέτοχος στο πάθος τους, θα ‘λεγε πως το αδιέξοδο της χώρας ήταν στις ψυχές των κατοίκων της ή πως οι ψυχές όλων των κατοίκων της δεν ήταν παρά το δικό της αδιέξοδο”. Ξεκινώντας λοιπόν από κάτι προσωπικό δινόταν η δυνατότητα μέσα από αυτό το κείμενο να διερευνηθεί κάτι οικουμενικό.

Και λίγο αργότερα ήρθε δυστυχώς κι ο πόλεμος στην Ουκρανία και τότε το έργο επιβεβαίωσε τον πάντοτε επίκαιρο χαρακτήρα του, μιας και μιλάει για έναν πόλεμο που κρατάει πάνω από χίλια χρόνια και μοιάζει με αθεράπευτη αρρώστια. Μέσα στο κείμενο περιγράφονται εικόνες «ανελέητης φαντασίας» όπως λέγεται, ωστόσο η πραγματικότητα αποδεικνυόταν και αποδεικνύεται συχνά τρομακτικότερη. Ακούγοντας τις αιχμηρές λέξεις του κειμένου και διακρίνοντας τον εσχατολογικό/κοσμογονικό χαρακτήρα του, άρχισα να φαντάζομαι τον εορτασμό ενός τέλους, το κλείσιμο μιας εποχής την οποία θα ήθελα να αποχαιρετήσουμε, προετοιμάζοντας το έδαφος για έναν «νέο ιστορικό κύκλο».

Καθώς μάλιστα επί σκηνής είμαστε πέντε ηθοποιοί κοντά στην ηλικία των τριάντα (Δημήτρης Καραμάνος, Λίνα Κομνηνού, Συμεών Κωστάκογλου, Δήμητρα Νταντή κ εγώ), μας φανταζόμουν ως εκπροσώπους μιας γενιάς που τα όνειρά της διαψεύστηκαν από κρίσεις, πανδημίες κλπ., με την ορμή της νεότητας να αντιστέκεται στην ηττοπάθεια και με πάθος να καλεί μια νέα εποχή, αφού πρώτα αναλογιστεί το βάρος της ιστορίας που κουβαλάει. Από την άλλη, έχοντας επιπλέον επί σκηνής τον αγαπημένο συνεργάτη και κορυφαίο μουσικό Νίκο Τουλιάτο, δινόταν η ευκαιρία να ανοίξει ο διάλογος και με την προηγούμενη γενιά και να διευρυνθεί έτσι η οπτική στον χρόνο.

Οι ήχοι των κρουστών του Νίκου ήρθαν να πλαισιώσουν και να αναδείξουν το άνυδρο τοπίο μέσα στο οποίο οι ηθοποιοί καλούνται να δράσουν ως αφηγητές μιας φορτισμένης ιστορίας. Ο ρυθμός του κειμένου καθοδηγεί το ρυθμό της μουσικής και της κινησιολογίας, για να φτιαχτεί τελικά μια παρτιτούρα με εναλλασσόμενες εντάσεις και υφές.

Στην παράσταση βλέπουμε σώματα που πάλλονται, ανήσυχα, άλλοτε μαζί κι άλλοτε χώρια, σε μια ύστατη προσπάθεια ”να μεταγγίσουν στου άλλου την ψυχή εκείνο που βαραίνει τη δική τους”. Βασικός στόχος είναι το κείμενο να γίνει σωματική εμπειρία για τον ηθοποιό (και άρα για τον θεατή), το σώμα να φτάσει σε ένα οριακό σημείο προκειμένου να υπερβεί όσα ήδη ”ξέρει” και να εισχωρήσει σε νέα πεδία αντίληψης. Μόνο έτσι νομίζω μπορούμε να καταλάβουμε το πυκνό σε νοήματα και πολυεπίπεδο σύμπαν του Δημήτρη Δημητριάδη.

Έχει ενδιαφέρον ότι ακόμα και για τον ίδιο τον συγγραφέα, σύμφωνα με όσα μοιράστηκε μαζί μας κατά την προετοιμασία της παράστασης, η συγγραφή αυτού του έργου αποτέλεσε μια πολλή έντονη και συχνά εξουθενωτική σωματική εμπειρία, που τον ωθούσε σε αναγκαστικά διαλείμματα κατά τη διάρκεια του γραψίματος προκειμένου να αντέξει. Τα τελευταία λόγια του κειμένου, γραμμένα ως μια παθιασμένη ερωτική επιστολή προς μια χώρα που δεν ανταποκρίνεται στον έρωτά του, καθιστούν ιδιαίτερα σαφή την ένταση και το μέγεθος του συναισθηματικού φορτίου που κουβαλάει μια ψυχή εξαντλημένη.

Η παράσταση επιδιώκει να μεταδώσει την ένταση αυτή μέσα από εικόνες που εναλλάσσονται συνεχώς, καθώς βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή που συμβαίνουν ραγδαίες εξελίξεις και ανακατατάξεις. Και σε μια τέτοια οριακή στιγμή, απελπισίας ή απόλυτης πίστης και ελπίδας μπροστά σε μια αλλαγή που έρχεται, οι άνθρωποι χορεύουν, τρέχουν, φωνάζουν ή κάποτε σιωπούν, αναζητώντας μαζί τη λύτρωση και τη διέξοδο.»

Info:

Πεθαίνω σαν Χώρα | ΠΛΥΦΑ

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.