λε φεστιβάλ…

Mε αφορμή το 13ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου

Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου, για να σου πω λίγες εντυπώσεις από το 13ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, που διεξήχθη από την 21η ως και την 28η Μαρτίου στην Αθήνα και θα μεταφερθεί από την 29η Μαρτίου ως την 4η Απριλίου στη Θεσσαλονίκη, με μότο “Όλα είναι στο βλέμμα σου” και πολύ ωραίο σχετικό τρέιλερ. Εντυπώσεις, για την ακρίβεια, για έξι ταινίες που είδα, από τις κοντά πενήντα συνολικά που προβλήθηκαν στα τμήματα του φεστιβάλ (Επίσημο Διαγωνιστικό, Επίσημο Εκτός Διαγωνισμού, Πανόραμα του Γαλλικού Κινηματογράφου, Ταινίες για νέους, Αραβική Γαλλοφωνία, Φεστιβάλ Outview, Cine Concert).

—–

Να ξεκινήσω με την μόνη κακή εκ των έξι ταινιών. Πρόκειται για την “Ατομική Εποχή” της Έλενα Κλοτζ. Δυο νεαροί πάνε να διασκεδάσουν στο νυχτερινό Παρίσι. Τον έναν τον φτύνουν διαρκώς οι γυναίκες. Ο άλλος δεν ενδιαφέρεται για γυναίκες αλλά για τον φίλο του και περιμένει στωικά να το καταλάβει κι αυτός. Είναι ολοφάνερο ότι η ταινία έχει γυριστεί χωρίς λεφτά, κι αυτό από μόνο του δεν θα ήταν κακό, αν δεν ήταν εξίσου ολοφάνερο ότι η ταινία έχει γυριστεί και χωρίς ταλέντο: συνδυασμός που βλάπτει σοβαρά την υπομονή του θεατή. Η ταινία είναι ανελέητα δήθεν, με μια πόζα που προκαλεί θυμηδία, καθώς οι ήρωές της απαγγέλλουν στίχους και μιλούν με βαρύγδουπα τσιτάτα. Βλέποντάς την σκέφτομαι ότι καμιά φορά μια ταινία μπορεί να είναι άθελά της και η παρωδία της ταινίας που νομίζει ότι είναι. Μετά σκέφτομαι ότι κάτι αντίστοιχο μπορεί να ισχύει και για ανθρώπους. Η μια σκέψη γεννά συνειρμικά άλλη άσχετη και πάει λέγοντας, ενώ περιμένω να ολοκληρωθεί η προβολή.

——

Τέρμα τα κακά λόγια, από εδώ και πέρα αρχίζουν τα καλά. Καλά λόγια για τρεις ταινίες, που ίσως αν τις έβλεπα εκτός του πλαισίου του φεστιβάλ, αν είχα επιλέξει να πάω να δω την κάθε μία τους ξεχωριστά στον κινηματογράφο, θα ήμουν και περισσότερο ξυνός απέναντί τους. Αν τις έβλεπα δηλαδή μεμονωμένα, θα εστίαζα ίσως περισσότερο σε ένα τελικό: ε και; Ε και τι έγινε που δεν πέρασα κι άσχημα; Φτάνει αυτό; Γιατί δεν με τράνταξαν; Γιατί δεν πήγαν ως εκεί που θα μπορούσαν να φτάσουν; Τους λείπει αυτό, τους λείπει εκείνο. Οι λιγότερες προσδοκίες γεννούν και λιγότερες απαιτήσεις, με αποτέλεσμα να εστιάζω όχι στο τι δεν είχαν, αλλά στο τι μου προσέφεραν, στο τι μπορώ να πάρω από την κάθε μία.

Στο Love and Bruises του Λου Γι, μια Κινέζα έρχεται στη Γαλλία για σπουδές. Στην πρώτη σκηνή τη βλέπουμε να εκλιπαρεί σχεδόν το Γάλλο φίλο της που την χωρίζει, επικαλούμενος εκτός των άλλων και ότι εκείνη έχει εραστή. Περιπλανιέται σα χαμένη στους δρόμους του Παρισιού, με αποτέλεσμα να τη χτυπήσει κατά λάθος ένας εργάτης που ξεστήνει πάγκους σε λαϊκές. Να τη χτυπήσει και να ερωτοχτυπηθεί. Η πρώτη τους ερωτική επαφή είναι στα όρια του παρεξηγήσιμου, αφού συμβαίνει παρά τις επανειλημμένες αρνήσεις της. Θα ακολουθήσουν όμως πολλές άλλες, καθώς γίνονται ζευγάρι. Η ταινία είναι γεμάτη νεύρο, τσίτα, ένταση, ένταση που σε μεγάλο βαθμό μεταδίδει και ο πρωταγωνιστής της, ένας ηθοποιός που πάω πάρα πολύ, ο Ταχάρ Ραχίμ του αγαπημένου «Προφήτη». Και φυσικά είναι γεμάτη -όπως υποδηλώνει ο τίτλος- και μώλωπες, μώλωπες ψυχικούς που προκαλεί ο έρωτας.

——–

Στο “Le Skylab” της Ζιλί Ντελπί, βρισκόμαστε σε μια καλοκαιρινή ημέρα του 1979 στην εξοχή. Η γιαγιά έχει γενέθλια και τα έξι παιδιά της με τους/τις συζύγους τους και τα δικά τους παιδιά έχουν έρθει να την επισκεφτούν. Φαγητά, γλυκά, τραγούδια, μπάνιο στη θάλασσα. Στο “Ένα Ευτυχές Γεγονός του Ρεμί Μπεζανσόν μια γυναίκα μένει έγκυος. Παρακολουθούμε το πώς γνώρισε τον πατέρα του παιδιού, πως αντιμετωπίζουν την εγκυμοσύνη. Παρακολουθώντας και τις δύο, με πιάνει η ίδια απορία: Ωραία, συμπαθητικά περνάω, αλλά τι λόγο ύπαρξης έχει μια ταινία που μας δείχνει απλώς μια ευτυχισμένη οικογενειακή μάζωξη; Ωραία, τι λόγο ύπαρξης έχει μια ταινία που μας δείχνει -εξαιρετικά χαριτωμένα, ενίοτε και με ευρηματικό χιούμορ, έστω- το πώς γνωρίζονται δυο άνθρωποι και πως αντιμετωπίζουν την εγκυμοσύνη; Και στις δύο τελικά η απορία μου αποδεικνύεται άκυρη. Λιγότερο στο “Skylab” και περισσότερο στο “Ευτυχές Γεγονός” το τοπίο θα πάψει να είναι αμιγώς ειδυλλιακό, η οικογενειακή σύναξη θα έχει και τις εκρήξεις της και άλλες εκτροπές, η γέννηση του μωρού θα κάνει τη ζωή του ζευγαριού αγνώριστη. Ωστόσο σκέφτομαι πως είναι ένα είδος διαστροφής αυτό. Τι θα με πείραζε να έδειχνε μια σκέτα χαρούμενη οικογενειακή συγκέντρωση; Τι θα με πείραζε να έδειχνε σκέτα την ευτυχισμένη περίοδο πριν και μετά τη γέννηση ενός μωρού; Γιατί άραγε να είναι πιο κοντά στην αλήθεια τα σκούρα πράγματα; Αν μιλούσαμε για το σύνολο μιας ζωής, σύμφωνοι, θα ήταν παραχάραξη να έδειχνε μόνο ανθρώπους μέσα καλή χαρά. Αλλά μια ημέρα γιορτής; Αλλά το πριν και το μετά της γέννησης;

Βλέποντας το “Skylab” μπορείς να φανταστείς την ταινία που είχε στο μυαλό της η Ζιλί Ντελπί. Δεν έχει ίσως τη σκηνοθετική στόφα για να την απογειώσει, αλλά και έτσι γειωμένη η ταινία σε κερδίζει, δημιουργώντας ένα μωσαϊκό χαρακτήρων, το οποίο την καθιστά από εκείνες τις ταινίες που θες να τις ξαναβλέπεις στο μέλλον. Αντίθετα ο Ρεμί Μπεζανσόν μάλλον πετυχαίνει όσα είχε στο μυαλό του. Μετά το τέλος της προβολής, ο σκηνοθέτης απάντησε σε ερωτήσεις και είπε πως εκείνο που τον κέρδισε στο αυτοβιογραφικό βιβλίο πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, είναι πως περιγράφει μια άλλη εικόνα από εκείνη την συνήθη των γυναικείων περιοδικών, όπου η μητρότητα είναι μια καθ’ όλα τέλεια εμπειρία. Το κάπως αντιφατικό, αλλά πάντως θετικό για το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας στοιχείο, είναι πως την ίδια στιγμή που τον κέρδισε αυτή η διαφορετική ματιά, ο ίδιος ομολογεί πως το βιβλίο είναι πολύ πιο σκοτεινό από την ταινία, πως η συγγραφέας έπασχε από επιλόχειο κατάθλιψη και πως με τη συνσεναριογράφο του προσέθεσαν στο μίγμα πολύ περισσότερο φως.

——-

Και για κατάληξη δυο πολιτικές ταινίες. Οι “Αγανακτισμένοιτου Τόνι Γκάτλιφ, ανάμιξη ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, είναι ένα έργο εμπνευσμένο από το «Αγανακτήστε» του Στεφάν Εσέλ. Μια νεαρή μετανάστρια από την Αφρική φτάνει στην Ελλάδα. Η κάμερα του Γκάτλιφ θα καταγράψει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης αληθινών μεταναστών στην Ελλάδα και κινητοποιήσεις των αγανακτισμένων σε Ελλάδα και Ισπανία, με συνδετικό κρίκο την ηρωίδα του. Σποραδικά χρησιμοποιούνται λιγοστές ατάκες από το -ούτως ή άλλως πολύ μικρό- βιβλίο του Εσέλ, ως συνθήματα που χρωματίζουν την οθόνη. Μετά το τέλος της προβολής, γίνεται στον Γκάτλιφ η εύλογη ερώτηση πόσο σχέση έχει το κίνημα των αγανακτισμένων με τους λαθρομετανάστες. Η απάντησή του είναι κατηγορηματική: όλοι συνδεόμαστε με όλους, ο κόσμος είναι ένας, δεν υπάρχουν μεμονωμένα φαινόμενα κλπ. Και χωρίς να διαφωνώ με την βαθύτερη αλήθεια αυτών που λέει, δεν ξέρω πόσο δόκιμη είναι η ταύτιση που ουσιαστικά κάνει ανάμεσα στα θέλω των μεν και τα θέλω των δε, δεν ξέρω δηλαδή πόσο ο αγανακτισμένος Ευρωπαίος βλέπει τον μετανάστη ως αδελφό του στα αιτήματα και στην καταπίεση ή ως κάποιον που πρέπει να κλειστεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και να γυρίσει από εκεί που ήρθε.

Οι “Αγανακτισμένοι” είναι ένα συναρπαστικό κινηματογραφικό έργο, είναι μια παθιασμένη πολιτική δήλωση που γίνεται με απόλυτα καλλιτεχνικό τρόπο, όχι με την μορφή της προπαγάνδας που μεταμφιέζεται σε ιστορία για να περάσει μηνύματα, αλλά με την μορφή ενός ευθέος καλέσματος για ριζικές αλλαγές. Και το κάλεσμα το κάνει με τα μέσα του ως κινηματογραφιστής, ο οποίος σε άλλα σημεία καταγράφει με την κάμερά του την πραγματικότητα και σε άλλα σημεία δημιουργεί ποιητικές συμβολικές εικόνες. Η χρήση της ηχητικής μπάντας, του μοντάζ και η ματιά του ως σκηνοθέτης, είναι και στις δύο περιπτώσεις καθοριστική. Και για κερασάκι, ανακαλύπτεις από αυτόν -τον ξένο- τον συγκλονιστικό «Μανέ της Αυγής»: «Κι εκείνα τα φοβούμαι, να μην μας μαρτυρήσουνε, την ώρα που μιλούμε».

Για πάθος και δύναμη εικόνων ψηφίζουμε λοιπόν Γκάτλιφ. Πιο ουσιαστικά πολιτική ταινία όμως μου φαίνεται πως είναι το υποδειγματικό ντοκιμαντέρ «Όλοι στο Λαρζάκ» του Κριστιάν Ρουό. Δείχνει την πάλη των αγροτών στην περιοχή του Λαρζάκ που κράτησε από το 1971 ως και το 1981. Ο στρατός ήθελε να επεκτείνει τις προϋπάρχουσες στην περιοχή εγκαταστάσεις του απαλλοτριώνοντας τα κτήματά τους. Η άρνηση εκατόν τριών οικογενειών έγινε εθνική υπόθεση. Ο μαραθώνιος του πολιτικού αγώνα. Η επιμονή στην μη βία. Η αλλαγή της συνείδησης των ίδιων των αγροτών, ο τρόπος που άλλαξε ο τρόπος σκέψης τους, ο τρόπος που άλλαξε συνολικά η ζωή τους. Δεν μπορώ φυσικά να πω ότι αν το ντοκιμαντέρ εξασφάλιζε διανομή στην Ελλάδα θα γέμιζαν οι αίθουσες. Μπορώ όμως να πω ότι είναι ένα ντοκιμαντέρ που θα άξιζε τον κόπο και να προβληθεί και να το δει κανείς και πως όποιος το έβλεπε αποκλείεται να μην έφευγε λίγο πλουσιότερος.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.