Έφη Μπίρμπα: «Οι “Βάτραχοι” είναι μια κραυγή στην ανθρωπότητα, για όλους μας, για πάντα»

Η Έφη Μπίρμπα μιλά στο ελc για την πρώτη της σκηνοθετική κάθοδο στην Επίδαυρο με τα «Βατράχια» ευχόμενη ότι η πομπή τους θα περάσει από το μονοπάτι της συγκίνησης γιατί «Η τέχνη όταν μπορεί να σου διανοίξει αυτή τη σχέση με την εμπειρία τότε έχει δύναμη»

Φωτογραφίες: © Εβίτα Σκουρλέτη

Αγαπά τα κλασικά, εκεί μέσα της αρέσει να ζει, να ακολουθεί τις μεγάλες χειρονομίες τους. Ανάμεσα στον Σαίξπηρ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Μπέκετ, τον Θερβάντες και τώρα τον Αριστοφάνη. Η Έφη Μπίρμπα μετά από μία σεζόν επί σκηνής με τον Άρη Σερβετάλη, εκεί που νιώθει όπως ένας ζωγράφος στο εργαστήριό του, ξεκινά την πρώτη της σκηνοθετική κάθοδο στην Επίδαυρο με τα «Βατράχια» σε μια συνάντηση που μοιάζει σαν να βγαίνεις στην πλατεία Συντάγματος Κυριακή, ευχόμενη ότι η κραυγή τους στην ανθρωπότητα θα ακουστεί δυνατά και η πομπή τους θα περάσει από το μονοπάτι της συγκίνησης γιατί, όπως λέει: «Η τέχνη όταν μπορεί να σου διανοίξει αυτή τη σχέση με την εμπειρία τότε έχει δύναμη… Τέχνη κάνουμε, θέατρο κάνουμε, οτιδήποτε κάνουμε το κάνουμε με σκοπό να εξελιχθούμε πνευματικά, να γινόμαστε καλύτεροι, αν αυτό μας κάνει χειρότερους, μάλλον θα χρειαστεί να το σταματήσουμε». Άλλωστε στη ζωή δεν πιστεύει ότι υπάρχει μονόδρομος.

Φέτος πρώτη φορά σκηνοθετείς για την Επίδαυρο. Ήταν ένας από τους στόχους σου; Πώς επέλεξες τα «Βατράχια» για αυτή την πρώτη σου σκηνοθετική κάθοδο στο Αρχαίο Θέατρο;

Ειλικρινά δεν υπήρχε σαν επιθυμία. Δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να λέει ότι θέλω να βρεθώ εκεί. Δεν ξέρω αν παίζει ρόλο ότι όταν ήμουν μικρή με είχαν πάει οι γονείς μου στην Επίδαυρο και έχω μια φανταστική φωτογραφία στην Επίδαυρο με την αδερφή μου που απαγγέλουμε στη θυμέλη. Φαντάζομαι όλα τα παιδιά έχουν μια τέτοια. Αλλά υπήρχε πάντα η αχλή αυτής της εικόνας μέσα σε αυτό το θέατρο, η φόρτιση που φέρνει ο κόσμος μπροστά σε μια παράσταση που κοιτάζει κάτι μεγάλο, αυτή η συγκίνηση δηλαδή, είναι αυτό που κρατάω τώρα για αυτή την παράσταση. Βλέποντας στην Επίδαυρο έργα αισθάνομαι ότι όλες οι παραστάσεις έχουν αυτή την πρόθεση, να κοιτάξουν κάτι έξω από τον εαυτό τους, κάτι μεγαλύτερο και με αυτή την επιθυμία πηγαίνουμε εκεί. Ταπεινά όμως, ήσυχα.

Χρειάζεται πειθαρχία και να γνωρίζεις τι είναι αυτό που κοιτάζεις. Πρέπει να κοιτάζεις συνεχώς από το κοίλον προς τα κάτω, από την ορχήστρα προς το κοίλον και από το κοίλον προς τα έξω, προς τον ορίζοντα. Νομίζω ότι και ο αργολικός ορίζοντας είναι μέρος της σκηνογραφίας πια και αυτό το φως. Πρέπει να συγκροτηθεί μια εικόνα που έχει λόγο και μια παράσταση που αρθρώνει λόγο και λόγο εννοώ να έχει υπόσταση που βρίσκεται σε αναλογία με το έργο που πραγματεύεται, αλλιώς δεν έχει νόημα.

Τα «Βατράχια» προέκυψαν γιατί θέλαμε πολύ να κάνουμε μια κωμωδία με τον Άρη (Σερβετάλη) και να βουτήξουμε σε αυτό που σου προσφέρει ο Αριστοφάνης, το οποίο είναι ένα απίστευτο περιβάλλον, όπου η κωμωδία είναι το όχημα για να πει τεράστια πράγματα. Από όλα τα έργα του Αριστοφάνη με αυτό συνδέθηκα κατευθείαν. Συνήθως όταν διαβάζω κάτι η πυξίδα μου είναι όταν συνδέομαι κατευθείαν, δεν χρειάζομαι διαμεσολάβηση, ούτε χρόνο, συμβαίνει απευθείας. Σκεφτήκαμε πώς όλα αυτά που ψάχνουμε τόσα χρόνια θα συναντηθούν και μέσα από αυτή τη φόρμα της κωμωδίας.

Μια «κωμωδία με DNA τραγωδίας», όπως λέτε χαρακτηριστικά. Πώς προκύπτει αυτή η μίξη;

Διαβάζοντας συνειδητοποιείς ότι ο Αριστοφάνης δεν θέλει να σου πει πολλά, θέλει να ανοίξεις μόνος σου όλα αυτά τα κλειδιά που αποθηκεύει μέσα στο έργο. Είναι σαν τα κλειδιά που φέρνει ο Λιντς μέσα στον κινηματογράφο του, περιμένει από εσένα να ενεργοποιήσεις αυτές τις νάρκες και εκεί μέσα το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να φορέσει στον Διόνυσο κοθόρνους, που αρχικά είναι ο δείκτης της τραγωδίας, γιατί κοθόρνους φορούσαν μόνο στην τραγωδία. Μπορεί κανείς αυτό να το προσπεράσει αλλά μπαίνοντας στη δραματουργική διεργασία του έργου, κατάλαβα ότι είναι μια τραγωδία με κωμική φόρμα, δηλαδή ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη μαζί με έναν πιστό σύντροφο – υπηρέτη με το προσωπείο του Ηρακλή, αποτάσσεται την ταυτότητά του γιατί θεωρεί ότι δεν έχει τη δύναμη να κατέβει χωρίς την ταυτότητα του πιο ισχυρού. Είναι ένας «στραπατσαριμένος θεός» ο Διόνυσος που χρειάζεται τη βοήθεια του υπηρέτη του για να κάνει μια τεράστια πράξη αυτοθυσίας, να αναστήσει τον ποιητή που θα σώσει την πόλη – τον κόσμο.

Κατάλαβα ότι από αυτό το έργο έρχονται όλα τα μεγάλα ντουέτα της παγκόσμιας δραματουργίας, από τον Θερβάντες μέχρι τον Μπέκετ και όλο το έργο το διατρέχει αυτή η μεγάλη πράξη, πίσω από όλα τα φανταστικά, τραγελαφικά πράγματα που συμβαίνουν, πίσω από την επιδερμίδα υπάρχει ο θόλος της μεγάλης πράξης αυτοθυσίας. Μόνο δραματουργίες μεγάλων τραγωδιών έχουν τέτοια ύφανση, τόσο διττή και τόσο καθαρόαιμη δραματουργία. Ο Αριστοφάνης προτείνει τους κοθόρνους, ευτυχώς γιατί μας κλείνει το μάτι σε κάτι σπουδαίο. Δεν είναι μόνο αυτή η κατάβαση, είναι όλες οι συναντήσεις των προσώπων που είναι πυρήνες γέλιου και κλάματος ταυτόχρονα, είναι τόσο έντονα υφασμένα τα πράγματα, που βρισκόμαστε κάθε μέρα μπροστά σε ένα τεράστιο έργο.

Πού εστιάζει λοιπόν η δική σου ματιά στα «Βατράχια»;

Μένω πολύ σε αυτή τη μεγάλη πράξη αυτοθυσίας. Είναι υπέροχα δοσμένη χωρίς μεγαλεπήβολα λόγια αυτή η κραυγή του Διόνυσου να ξυπνήσουμε και να μας σώσει η ποίηση, το θέατρο, η τέχνη – η Μεγάλη Ιδέα. Πίσω από τον Διόνυσο είναι ο Αριστοφάνης και σε πολλές μελέτες που μπήκα σε διαδικασία να δω, συνδέουν αυτά τα δύο πρόσωπα αμιγώς. Ο Διόνυσος είναι ο Αριστοφάνης και δια του στόματος του Διονύσου έρχεται να ονοματίσει τη δυσκολία της περίστασης και να μας πει «ξυπνήστε».

Και όλα αυτά σε μια δυστοπία, σε ένα καθεστώς όπου όλες οι αξίες και οι θεσμοί έχουν καταρρεύσει, που δεν απέχει και πολύ από το σήμερα.

Ναι και πόσω μάλλον την εποχή εκείνη που η Αθήνα θα πεθάνει τον επόμενο χρόνο. Στήνει ένα έργο κραυγή σε ένα έθνος που πεθαίνει, σαν τον επιθανάτιο ρόγχο της τέχνης που οφείλει να αφυπνίσει, το κάνει τώρα και οι «Βάτραχοι» θα το κάνουν για πάντα, γιατί έχει αφήσει σε μας την προίκα αυτής της κραυγής. Αυτό νιώθω ότι είναι οι «Βάτραχοι», μια κραυγή στην ανθρωπότητα, για όλους μας, για πάντα. Δεν υπάρχει παρελθόν, υπάρχει ένα παρόν το οποίο είναι το μόνιμο παρόν, αυτό που βιώνουμε τώρα και τότε. Αυτός ο κόσμος πεθαίνει. Έχουμε χάσει την πίστη μας στα προσωπεία, στην πολιτική, στους θεσμούς. Αυτός ο κόσμος καταρρέει.

Βλέποντάς το με φόντο το τώρα εσύ εναποθέτεις την ελπίδα σου στην τέχνη και στη «σωτήρια» δύναμή της για την οποία μιλούσε ο Αριστοφάνης;

Η τέχνη είναι το όχημα. Η τέχνη οφείλει να γίνει όχημα. Με αυτόν τον τρόπο εμφάνισε και εκείνος τους «Βατράχους» στην εποχή του με όχημα την κωμική λειτουργία του έργου να κάνει προσβάσιμη μια τεράστια πνευματική αποθήκη που είναι αυτή η κραυγή. Νομίζω ότι πρέπει να έχουμε λιγότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό και περισσότερη πίστη στα μεγάλα πράγματα, όπως είναι οι μεγάλες αξίες, όπως είναι η πίστη, η πίστη στον Θεό ας πούμε. Λιγότερο να εμπιστευόμαστε εμάς, περισσότερο να ακουμπάμε εκεί και η τέχνη οφείλει να γίνει όχημα με αυτή την έννοια, είναι σαν να σου δίνεται ένα εργαλείο, οφείλεις να το χρησιμοποιήσεις.

Όχημα ή διέξοδος;

Διέξοδος όταν γίνεται περιστρέφεται γύρω από ένα εγώ, ενώ όταν γίνεται όχημα διαπερνά το μικροπεριβάλλον του εγώ και βγαίνει εκτός αυτού του μικρού κύκλου. Είμαστε ανάμεσα σε μεγάλα αδιέξοδα, ο έσω άνθρωπος βρίσκεται σε μεγάλα αδιέξοδα και πολλές φορές η τέχνη μπορεί να γίνει πάλι όχημα όμως, αν γίνει διέξοδος είναι σαν να ασχολούμαστε με το σύμπτωμα, ενώ η λύση βρίσκεται στη θεραπεία. Η τέχνη δεν μπορεί να θεραπεύσει, μπορεί όμως να σε αφυπνίσει, μπορεί όταν επιτελεί τον σκοπό της να ενεργοποιήσει μια ψυχική λειτουργία η οποία θα οδηγήσει σε μια ανάταση. Δεν θα φέρει τη λύση η τέχνη, αλλά μπορεί να σου δείξει κάτι, μια χειρονομία, η οποία είναι ψυχική χειρονομία, να σου δείξει κάτι μεγάλο μέσα από μια σχέση που έχει μια εικονοπλαστική μορφή ή μια αφηγηματική δομή. Πολλές φορές όταν συναντούσα μεγάλους ζωγράφους, μπροστά από έναν τεράστιο πίνακα του Ρόθκο ας πούμε, πήγαινα εμμονικά για μέρες, γιατί αυτός ο πίνακας δεν ήταν ένα απλό τελάρο, βγαίνει πια από τη διάστασή του αυτό που συμβαίνει. Η τέχνη όταν μπορεί να σου διανοίξει αυτή τη σχέση με την εμπειρία τότε έχει δύναμη.

Μοιάζει βέβαια κάπως ειρωνικό σε ένα σήμερα που εμείς ως θεατές έχουμε την ανάγκη να συνδεόμαστε με έργα που μιλούν για την αξία της τέχνης και εσείς να δουλεύετε με αυτά, ενώ η αξία της τέχνης και των ανθρώπων της υποτιμάται διαρκώς. 

Ο καθένας τη δουλειά του. Αν η δουλειά κάποιου είναι να υποτιμά, η δική μας δουλειά είναι να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε χρησιμοποιώντας αυτή τη μετάθεση ευθύνης. Δεν περιμένω έναν κρατικό χειρισμό να μου κλείσει έναν δρόμο. Και αν αυτός ο δρόμος κλείσει, υπάρχει άλλος δρόμος και ο σκοπός δεν είναι να συνεχίσουμε να το κάνουμε, το λέω για μένα και τον Άρη συγκεκριμένα. Εάν σταματήσουμε κάποια στιγμή να κάνουμε παραστάσεις θα είναι επειδή κάτι άλλο πρέπει να κάνουμε, γιατί ο σκοπός για μας δεν είναι να συνεχίσουμε μονοδιάστατα στη ζωή. Η ζωή κάθε φορά μας δείχνει και αυτό που προέχει είναι η πνευματική μας ισορροπία και η πνευματική μας καλλιέργεια. Αυτό το κάνουμε κυρίως με προσωπικό όφελος. Τέχνη κάνουμε, θέατρο κάνουμε, οτιδήποτε κάνουμε το κάνουμε με σκοπό να εξελιχθούμε πνευματικά, να γινόμαστε καλύτεροι, αν αυτό μας κάνει χειρότερους, μάλλον θα χρειαστεί να το σταματήσουμε.

Με προσωπικό όφελος αλλά και με κόστος.

Ναι βέβαια έχει κόστος συνολικό η έκθεση. Η τέχνη έχει αυτό το δρομολόγιο της έκθεσης, οπότε όλα αυτά κανείς πρέπει να τα συνυπολογίζει και να έχουν τη σωστή ποσόστωση στη ζωή. Όταν κάτι υπερβαίνει έρχεται ανισορροπία και εκεί πρέπει να επαναπροσδιορίζονται τα πράγματα.

Ο Αριστοφάνης βραβεύτηκε για αυτή την κωμωδία σε μια εποχή κρίσης. Θεωρείς ότι οι κωμωδίες και πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για αυτά τα μεγάλα έργα, αποτελούν αυτό που λέμε ένα αντίδοτο στις σκοτεινές εποχές;

Το πιστεύω ότι η κωμωδία έχει δύναμη. Το βλέπω στην πρόβα που γελάμε τόσο πολύ. Μου αρέσει πολύ αυτή η μαλακότητα του χιούμορ, που κάνει μασάζ στα νεύρα σου. Η κωμικότητα είναι ένα μαξιλαράκι, μας μαλακώνει την αντίσταση και στην πρόβα το βιώνω έντονα, επειδή είναι η πρώτη φορά που κάνω κωμωδία, μου αρέσει πάρα πολύ σαν είδος και αναπαύομαι. Νομίζω πως θα ξανακάνω κωμωδία. Κάτι επόμενο που σκεφτόμαστε είναι πάλι κωμωδία με αυτά τα επίπεδα, τα κάτω επίπεδα.

Γενικά αγαπάς τα κλασικά έργα και μέχρι στιγμής επιλέγεις να αναμετριέσαι με αυτά, θεωρείς ότι αυτά τα κείμενα κουβαλάνε ένα επιπλέον βάρος, μια ευθύνη που ενδεχομένως να περιορίζει την ελευθερία με την οποία μπορείς να τα προσεγγίσεις;

Αυτά τα διαβάσματα με απελευθερώνουν. Θυμάμαι πάντα αυτόν τον τεράστιο δάσκαλο που είχα, τον κύριο Κομίνη. Είχα τη μεγάλη ευλογία να με διδάσκει στο γυμνάσιο και του χρωστάω αυτού του ανθρώπου πολλά, του χρωστάω τη σκέψη μου. Τη δική του διαδρομή ακολουθώ, είναι σαν να είναι αποθηκευμένος στο νου μου όταν διαβάζω μεγάλα έργα, όπως τότε που μας δίδασκε Οδύσσεια και Ιλιάδα. Θυμάμαι όλες τις ανασκαφές που έκανε στα κείμενα. Ήταν μεγάλος δραματουργός. Εκεί μέσα μου αρέσει να ζω καλλιτεχνικά, στις κινήσεις των μεγάλων έργων με τις μεγάλες χειρονομίες. Και από τη δική του συμβολή έρχεται, μου σχεδίασε τη σκέψη και εκεί ελευθερώνομαι, γιατί νιώθω σαν να τον έχω και να μου δείχνει, να κρατάει τον μίτο. Μετά από πολλά χρόνια κατάλαβα ότι είναι αυτός πίσω από όλα αυτά, πίσω από την ενασχόλησή μου με το θέατρο βρίσκεται εκείνος και φυσικά η συνάντησή μου με τον Άρη, που ήταν αυτή που άνοιξε τον δρόμο.

 

Ένας μεγάλος δάσκαλος που θαυμάζεις και καθορίζει την πορεία σου, πώς είναι ως άνθρωπος; Υπάρχει για σένα αυτή η προϋπόθεση;

Προϋποθέτει να είναι αγωνιζόμενος. Κανείς αγωνίζεται να είναι αυτό που μπορεί και αυτός ο αγώνας του είναι που θα τον δικαιώσει στο τέλος. Εμένα με ενδιαφέρει να είναι κανείς αγωνιζόμενος, να μην παραμείνει σε μία θέση είτε του θύτη είτε του θύματος. Δεν πρέπει να μένουμε σε θέσεις – ταυτότητες. Θεωρώ όμως ότι για να καταφέρει κάτι τόσο μεγάλο και ιερό, που είναι αυτή η λειτουργία του δραματουργού, νομίζω ότι ήταν πρωτίστως αγωνιζόμενος ο ίδιος. Δεν μπορεί να έρθει αυτό από κάποιον, ο οποίος ζει ελαφρά τη καρδία. Μπορεί να ήταν κακός παιδαγωγός αλλά ένας καθαρός, αγωνιζόμενος άνθρωπος, αυτό είναι ιερό. Και το να αγωνίζεται κανείς δεν είναι απαραίτητο να συμβαίνει στη θέα των υπολοίπων, μπορεί να είναι κρυφός αγωνιστής. Εκεί μέσα πίσω από ένα προσωπείο να ξέρει μόνο ο ίδιος ότι αγωνίζεται, κανείς άλλος, εκεί γίνονται πιο πολύτιμα τα πράγματα. Με αναπαύει πιο πολύ να ξέρω ότι πάσχει ο άλλος ακόμα και όταν φαίνεται ισχυρός.

Ξεκινώντας από την Καλών Τεχνών και τα εικαστικά, όταν ήρθε η επαφή σου με το θέατρο άνοιξε ένας νέος κόσμος μπροστά σου;

Το μεγαλύτερο ερέθισμα για να εμπλακώ με το θέατρο ήταν ο Άρης και αισθάνθηκα σαν να μπαίνω στο εργαστήριο μαζί του, όπως μπαίνει ένας ζωγράφος, ένιωσα ότι μπορεί να δημιουργήσω τη συνθήκη για να ανθίσει ο ίδιος ως ηθοποιός, για να γίνει υπέροχος. Αυτό ήταν μια σιωπηλή σκέψη, στις σημειώσεις μου έγραφα αυτό, ότι ο Άρης πρέπει να ανθίσει. Η πρώτη μου συσχέτιση με αυτό που λέμε μοντάζ, γιατί και στο θέατρο μοντάζ κάνεις, όταν πρωτοέπιασα αυτό στα χέρια μου, κατάλαβα ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης. Το ένα με έφερε στο άλλο και η ενασχόλησή μου με τον Μπέκετ μου έδειξε έναν δρόμο, ο οποίος ήταν καθαρόαιμα θεατρικός και performative. Ξεκινήσαμε λοιπόν μαζί με τον Άρη πάνω σε μια ιδέα που είχα για ένα έργο του Μπέκετ και όλα ήρθαν με πολύ φυσικό τρόπο, το ένα μου έδειξε τον δρόμο για το επόμενο και φτάσαμε στο μαζί με τον Άρη και στο θέατρο. Δεν είχα ιδιαίτερη επιθυμία να ασχοληθώ με το θέατρο ως φόρμα. Τελικά όμως ήταν και αυτό μέρος του δρομολογίου και ευτυχές μέσα από τη συνάντηση με τον Άρη. Και ο κινηματογράφος και εκεί αισθάνομαι την καρδιά μου να χτυπάει.

Αυτό που λέμε δραματουργία είναι ο συνδετικός δρόμος όλων αυτών. Η τέχνη εντοπίζεται σε αυτό το κοινοτόπιο της δραματουργίας, συνολικά η τέχνη: Η σκηνοθεσία, η σύνθεση, το κάδρο, η σκηνογραφία, η δραματουργία, τα κοστούμια είναι μια αλυσίδα, δεν μπορεί να υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο στη δική μου σχέση με τα πράγματα.

Ποιος είναι ο άξονάς πάνω στον οποίο κινήθηκες από την αρχή της διαδρομής αυτής και πόσο έχει μετατοπιστεί μέσα στα χρόνια;

Ο άξονας ήταν το έργο και μετά μαζί με αυτό ήταν πάντα ο Άρης. Δεν είδα ποτέ τον εαυτό μου έξω από αυτή τη συνεργασία, γιατί ήταν και παραμένει για μένα πηγή έμπνευσης. Για μένα είναι πολύ κρίσιμο να εμπνέομαι. Οπότε ήταν πάντα εν αρχή είναι ο λόγος και μαζί με τον λόγο ήταν ο Άρης και όλο αυτό σαν διαδρομή έφερνε συνεχώς καινούργιες συναντήσεις και μετά εμπιστεύτηκα ότι ο Θεός θα φέρει τις επόμενες και αυτό συμβαίνει μέχρι τώρα. Αλλά τα πάντα για μένα ήταν η σχέση με την αφετηρία, αυτό που ενεργοποιεί τη δική μου δραματουργική διαδικασία, το έργο. Γι’ αυτό και έπιανα μεγάλες περιοχές ανά έτη. Σαίξπηρ, Ντοστογιέφσκι, Μπέκετ, Θερβάντες, Αριστοφάνη. Σαν όλοι αυτοί να είναι κάτω από τον ίδιο ήλιο, τεράστιοι δραματουργοί που έχουν έναν κοινό τόπο, αυτή η Μεγάλη Ιδέα.

Η μεγαλύτερη μετατόπιση ήταν η παύση στον covid. Ήταν μια βουτιά προς τα μέσα οπότε καλώς συνέβη και μετά ξαναγυρίσαμε στον Nτοστογιέφσκι σαν η πυξίδα μας να πήγε πάλι εκεί. Και δόξα τω Θεώ γιατί ήταν πολύ κρίσιμη η επιλογή του έργου. Υπάρχει η πίστη στον Θεό και εκεί μέσα και να επιθυμήσεις κάτι μεγαλύτερο ή κάτι άλλο θα σε οδηγήσει σε αυτό που καλείσαι να ξεπεράσεις ως άνθρωπος, οπότε θα σχετιστείς με αυτό. Πολλές φορές είτε αποφεύγουμε, είτε δεν κεντράρουμε αλλά και να μην κεντράρεις θα έρθουν τα πράγματα που θα σε αναγκάσουν να κεντράρεις. Και εγώ και ο Άρης είχαμε πάτα την αίσθηση ότι αυτή είναι η σκέψη μας για τα πράγματα, αν θέλει ο Θεός θα ευοδωθεί, αυτή ήταν η εσωτερική μας σημαία στα πράγματα. Όταν κάτι δεν συμβαίνει είναι επειδή είτε δεν είναι στην ώρα του να γίνει, είτε δεν είναι σωστό να συμβεί, οπότε πρέπει να είσαι μαλακός και δεκτικός, δεν μπορεί να αντιστεκόμαστε σε πράγματα, γιατί αυτή η αντίσταση φέρνει ασθένεια, σαν να μην ακούμε κάτι. Πάντα ήμασταν εύπλαστοι ως προς αυτό που ερχόταν αλλά με ισχυρή πρόθεση αν βλέπαμε ότι δεν… μετατοπιζόμαστε. 

Πώς εύχεσαι να φύγει από την παράσταση ο θεατής που θα δει τα «Βατράχια» στην Επίδαυρο;

Εγώ συγκινούμαι. Αν περάσει από αυτό το μονοπάτι της συγκίνησης, σημαίνει ότι έχουμε συναντηθεί. Η συγκίνηση που έχει ενεργοποιηθεί βαθύτερα ακόμα και όταν τρέχουν τα μάτια σου δάκρια μπορεί να μην είναι συνειδητό, να συμβεί σαν μια λειτουργία που έρχεται μετά από έναν σπασμό, όποια και αν είναι η αφετηρία. Ευχόμενη λοιπόν ότι θα συναντηθεί κανείς με κάτι που θα μπορέσει να τον συν-κινήσει. Αυτή είναι η επιθυμία. Να μπορέσω να ξαναποθηκεύσω εκεί, όχι κάτι περισσότερο από αυτό που έκανε ο Αριστοφάνης, αλλά να συνδεθώ με αυτό που έκανε ο Αριστοφάνης σε ένα βαθμό που θα καταφέρουμε να συν-κινήσουμε τη θέαση γιατί δεν είναι δεδομένη η θέαση στο θέατρο. 

Info:

Βατράχια  | Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

Πρεμιέρα: 19 και 20 Ιουλίου – Θέατρο Συκεών, Θεσσαλονίκη

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.