«Ποτέ δεν υπήρξα σίγουρη ότι ήμουν φωτογράφος όπως και εσείς δεν θα ήσασταν σίγουροι πως ήσασταν ο εαυτός σας» – Dorothea Lange
Γνωστή για τα συμπονετικά πορτρέτα ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, η Αμερικανίδα φωτογράφος Ντοροθέα Λανγκ (1895-1965), κατά τη διάρκεια της μακράς, παραγωγικής και πρωτοποριακής καριέρας της, φιλοτέχνησε μερικά από τα πιο εμβληματικά πορτρέτα του 20ού αιώνα.
Η έκθεση Dorothea Lange: Seeing People αναπλαισιώνει το έργο της Λανγκ μέσα από τον φακό της αναδεικνύοντας τη μοναδική της ικανότητα να ανακαλύπτει και να αποκαλύπτει τον χαρακτήρα και την ανθεκτικότητα αυτών που φωτογράφιζε.
Με περίπου 100 φωτογραφίες, η έκθεση πραγματεύεται τις καινοτόμες προσεγγίσεις της στην απεικόνιση των ανθρώπων, δίνοντας έμφαση στο έργο της για κοινωνικά ζητήματα, όπως η οικονομική ανισότητα, η μετανάστευση, η φτώχεια και ο ρατσισμός.
Η έκθεση προβάλλει ταυτόχρονα και μερικές από τις αληθινές ιστορίες των ανθρώπων που η Λανγκ φωτογράφισε, όπως και τη διαδικασία που ακολουθούσε από το πρώτο κλικ του κλείστρου μέχρι τις τελικές εκτυπώσεις που κρέμονται στην έκθεση.
Μια σύντομη ματιά στη ζωή της σπουδαίας φωτογράφου
Γεννημένη στο Χόμποκεν του Νιου Τζέρσεϊ, η Ντοροθέα Λανγκ (Nutzhorn, Dorothy) γερμανικής καταγωγής προσβλήθηκε σε ηλικία επτά ετών από πολιομυελίτιδα, η οποία άφησε το δεξί της πόδι και το δεξί της πόδι παραμορφωμένα. «Με διαμόρφωσε, με καθοδήγησε, με βοήθησε και με ταπείνωσε», θα αναφέρει μετά από χρόνια η ίδια η Λανγκ. Η αντιμετώπιση μιας σοβαρής ασθένειας που την επηρέασε μόνιμα -και την έκανε να διαφέρει από τα περισσότερα άλλα παιδιά- πιθανότατα φύτεψε σπόρους ενσυναίσθησης, ανθεκτικότητας και αποφασιστικότητας.
Ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένεια όταν εκείνη ήταν δώδεκα ετών. Η μητέρα της ονειρευόταν να γίνει δασκάλα αλλά σύντομα θα την απογοητεύσει πιάνοντας δουλειά ως βοηθός του Άρνολτν Γκέντε, ενός ταλαντούχου και επιτυχημένου φωτογράφου στούντιο της Νέας Υόρκης. Εκείνος θα της διδάξει τόσο τη φωτογραφική τεχνική στην πράξη όσο και τη λειτουργία μιας επιχείρησης. Δίπλα του θα μάθει για τον φωτισμό των πορτρέτων, την εκτύπωση δοκιμίων από τα αρνητικά και το χειροκίνητο ρετουσάρισμα των φωτογραφιών. Παράλληλα σπουδάζει στο Teacher’s College του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
Το 1918, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού σε όλο τον κόσμο, έμεινε στο Σαν Φρανσίσκο, όταν κάποιος θα της κλέψει τα χρήματά της. Τότε θα αναζητήσει δουλειά στο κατάστημα Marsh and Company που εξειδικευόταν στο φωτογραφικό εξοπλισμό. Μια τυχαία συνάντηση με έναν νεαρό επιχειρηματία θα την οδηγήσει στη χρηματοδότηση του πρώτου της στούντιο πορτρέτων στην οδό Sutter 540, το οποίο έγινε ένα από τα πιο μοντέρνα στούντιο, προσελκύοντας μια ελίτ πελατεία για πορτρέτα αλλά και ένα μποέμ κοινό. Μέχρι τότε, είχε υιοθετήσει το πατρικό όνομα της μητέρας της, Λανγκ ως επώνυμο. Αυτό την έφερε σε επαφή με τη λαμπρή φωτογραφική κοινότητα της Bay Area: Imogen Cunningham, Ansel Adams, Edward Weston και άλλους που θα επηρεάσουν το έργο της και τα πορτρέτα της διαρκώς θα εξελίσσονται.
Ο ζωγράφος Μάιναρντ Ντίξον ήταν ένας από τους καλλιτέχνες που σύχναζαν στο στούντιό της. Παντρεύτηκαν τον Μάρτιο του 1920 και καλωσόρισαν τον πρώτο τους γιο, τον Ντάνιελ, τον Μάιο του 1925, και το δεύτερο, τον Τζον, τον Ιούνιο του 1928.
Η Μεγάλη Ύφεση χτυπάει την πόρτα της Αμερικής. Είναι η περίοδος των μεγάλων διαδηλώσεων και απεργιών. Από το παράθυρο του στούντιό της στην οδό Μοντγκόμερι η Λανγκ γίνεται μάρτυρας των απεργιών και των αγώνων των ανέργων και των αστέγων, τους οποίους άρχισε να φωτογραφίζει στους δρόμους με τη μηχανή Graflex στις αρχές του 1933:
«Περιτριγυρισμένη από τα στοιχεία της ύφεσης», όπως η ίδια θα δηλώσει, βγήκε με τη φωτογραφική της μηχανή στους δρόμους με μια μόνη έννοια: να αποκαλύψει την αδικία και την κακοποίηση που έβλεπε, ελπίζοντας να ανακουφίσει λίγο αυτούς τους ανθρώπους με το δικό της προσωπικό τρόπο.
Το καλοκαίρι του 1934 ο Πολ Τέιλορ, καθηγητής αγροτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, παρακολούθησε μια έκθεση με τις εικόνες της Λανγκ από τις διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς. Ζήτησε την άδεια να χρησιμοποιήσει μία από τις φωτογραφίες της και σύντομα θα την προσκαλέσει σε μια πόλη βόρεια του Σακραμέντο, για να φωτογραφίσει μια κοινότητα ανέργων. Η συνάντηση αυτή πυροδότησε μια ισόβια επαγγελματική και προσωπική σχέση.
Αργότερα την ίδια χρονιά, θα ξανασυνεργαστούν σε ένα ταξίδι στο Νιπόμο για τη συγκομιδή μπιζελιών και σταδιακά θα αναπτύξουν ένα ιδιαίτερο ντοκιμαντερίστικο ύφος για τις εκθέσεις τους, συνδυάζοντας εικόνες και κείμενο. Η Λανγκ παντρεύτηκε τον Τέιλορ τον Δεκέμβριο του 1935, αφού χώρισε με τον Ντίξον.
Οι φωτογραφίες της ξεχειλίζουν από ανθρωπιά και επιδιώκουν κοινωνική αλλαγή
Η διαρκή της επιθυμία να επιφέρει κοινωνική αλλαγή με τις φωτογραφίες της, είναι διάχυτη στο έργο της. Οι επαγγελματικές της επιλογές είναι όλες στραμμένες σε αυτή την κατεύθυνση. Επιλέγει περιοχές, τόπους και ανθρώπους για να αναδείξει άλλοτε τη σκληρή αγροτική εργασία, τον μόχθο και την περιθωριοποίηση των μεταναστών και των άπορων, η πιο γνωστή φωτογραφία της είναι η Μητέρα μετανάστρια (Migrant Mother), που τραβήχτηκε στο Nipomo το 1936, και άλλοτε τη σκοτεινή πλευρά των μεγάλων αστικών κέντρων.
Μετά τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ, φωτογράφισε Ιάπωνες Αμερικανούς των οποίων η ζωή ανατράπηκε, όταν αναγκάστηκαν να μπουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Αρχή Πολεμικής Μετεγκατάστασης (WRA) προσέλαβε τη Λανγκ να καταγράψει την αναγκαστική μετεγκατάσταση των Αμερικανών Ιαπώνων. Ωστόσο, ήρθε αντιμέτωπη με πολλά εμπόδια από τους λογοκριτές του αμερικανικού στρατού και το προσωπικό της WRA και πολλές από τις φωτογραφίες της δεν προβλήθηκαν, αλλά αποσιωπήθηκαν τη στιγμή που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Καμία δεν δημοσιεύτηκε μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Τον Ιούνιο του 1946, εισήχθησαν στα Εθνικά Αρχεία (σήμερα οι ψηφιακές σαρώσεις είναι ελεύθερα προσβάσιμες) και είναι αυτές οι φωτογραφίες που βοήθησαν να κατανοήσουμε καλύτερα την ανθρώπινη τραγωδία του εγκλεισμού.
Η οδυνηρή εικόνα ενός ιαπωνοαμερικανικού κοριτσιού που στέκεται δίπλα στους συμμαθητές της με το χέρι στην καρδιά, δηλώνοντας με σοβαρότητα πίστη στη σημαία των ΗΠΑ, τραβήχτηκε πριν η ίδια και η οικογένειά της φυλακιστούν:
«Για μένα αυτή είναι μία από τις σημαντικότερες φωτογραφίες της Lange. Η αθωότητα ενός αμερικανικού παιδιού που θεωρείται απειλή», αναφέρει ο επιμελητής της έκθεσης Μπρούκμαν.
Τη δεκαετία του 1950 εστίασε τη φωτογραφική της μηχανή σε ανθρώπους που εργάζονταν και ζούσαν στην ακμάζουσα πόλη Ρίτσμοντ της Καλιφόρνια, καθώς και στους Μορμόνους κατοίκους της αγροτικής Γιούτα και στην καταστροφή μιας πόλης της κοιλάδας για να δημιουργηθεί η τεχνητή λίμνη Μπεριέσα στην κομητεία Νάπα της Καλιφόρνιας.
Η διάσημη φωτογραφία της Μητέρας Μετανάστριας
Η πρώτη φωτογραφία στην αίθουσα της έκθεσης που είναι αφιερωμένη στη Μεγάλη Ύφεση είναι η Ανθρώπινη διάβρωση στην Καλιφόρνια, γνωστή ως Μητέρα μετανάστρια, (Μάρτιος 1936), μία από τις πιο γνωστές εικόνες της Λανγκ.
Την άνοιξη του 1935, η Λανγκ επέστρεφε στο σπίτι της από ένα μακρύ ταξίδι φωτογράφισης καταυλισμών μεταναστών εργατών, όταν πέρασε από μια πινακίδα που έδειχνε προς έναν καταυλισμό εργατών που μάζευαν μπιζέλια. Είχε ήδη τραβήξει πολλές φωτογραφίες από εργάτες που μάζευαν μπιζέλια. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι δεν χρειαζόταν άλλες. Αλλά περίπου 20 μίλια αργότερα, έκανε αναστροφή. Η Λανγκ υπέθεσε ότι είχε συναντήσει μια μητέρα και τα τρία της παιδιά, εκεί ανάμεσα στα κύματα των εργατών που έρχονταν για να μαζέψουν μπιζέλια, την καλλιέργεια χρήματος της Καλιφόρνιας. Αυτή ήταν η Φλορενς Όουεν Τόμσον.
Μόνο που η Τόμσον δεν ήταν ούτε μετανάστρια ούτε εργάτρια που μάζευε μπιζέλια. Η ίδια και η οικογένειά της επέστρεφαν από την Καλιφόρνια στην Οκλαχόμα και σταμάτησαν στον καταυλισμό ώστε ο σύζυγός της και ένας γιος της να μπορέσουν να μεταφέρουν το αυτοκίνητό τους σε μια κοντινή πόλη για επισκευή. Η Λανγκ τράβηξε έξι φωτογραφίες της Τόσμον και των τριών παιδιών της στην αυτοσχέδια σκηνή τους- δεν είναι γνωστό αν πόζαρε τα παιδιά στηριζόμενα στη μητέρα τους ή αν πρότεινε στην Τόμσον να βάλει το δεξί της χέρι στο πρόσωπό της. Δυστυχώς η Λανγκ δεν κράτησε σημειώσεις από αυτή τη φωτογράφιση. Η όλη συνάντηση διήρκεσε περίπου 10 λεπτά και προσέδωσε στην Τόμσον ένα είδος αθανασίας, κάτι που δυσανασχέτησε, όταν έγινε γνωστή η ταυτότητά της. Οι άνθρωποι συγκινούνται εδώ και σχεδόν έναν αιώνα από τη βαθιά αγωνία στα μάτια της.
Δεκαετίες αργότερα η Τόμσον έγραψε μια επιστολή στον εκδότη της τοπικής εφημερίδας της εκφράζοντας την ενόχλησή της για τη χρήση του προσώπου της αλλά και του ονόματός της. Σε μια μεταγενέστερη συνέντευξή της μάλιστα, εξέφρασε τη λύπη της που επέτρεψε ποτέ στη Λανγκ να τραβήξει τη φωτογραφία λέγοντας:
«Μακάρι να μην είχε τραβήξει τη φωτογραφία μου. Δεν μπορώ να βγάλω ούτε δεκάρα από αυτό. Η Λανγκ δεν ρώτησε το όνομά μου. Είπε ότι δεν θα πουλούσε τις φωτογραφίες. Είπε ότι θα μου έστελνε ένα αντίγραφο. Ποτέ δεν το έκανε».
Μεταξύ των ταξιδιών για το έργο του Τέιλορ στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η Λανγκ εργάστηκε σε ένα έργο με τίτλο Νέα Καλιφόρνια, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης στο οποίο σκόπευε να αποτυπώσει τη σκοτεινή πλευρά της ζωής στην πόλη.
Η Λανγκ πέθανε χτυπημένη από τον καρκίνο στις 11 Οκτωβρίου 1965.