”Broadway” του Χρήστου Μασσαλά: Ρομαντισμός στη βρώμικη πόλη

Broadway

Τα μεταμορφωμένα πρόσωπα

Υπάρχουν δυο ειδών προκαταλήψεις σε σχέση με το ελληνικό σινεμά· κυρίως η αρνητική, εκείνη που δεν του δίνεις ευκαιρία, δεν δοκιμάζεις καν να συναντηθείς μαζί του (εκτός κι αν πρόκειται για κάποιον σκηνοθέτη ή για κάποια ταινία για την οποία μιλάνε όλοι και δεν θες να μείνεις απ’ έξω), ή, στην καλύτερη, εκείνη, που αν του δώσεις την ευκαιρία, θα σπεύσεις να αποδώσεις το οποιοδήποτε ελάττωμα, ή οτιδήποτε με το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν θα συντονιστείς, σε γενικότερο χαρακτηριστικό, που επιβεβαιώνει την προκατάληψή σου·  δευτερευόντως η θετική, εκείνη που θα σπεύσεις να πιαστείς από οποιοδήποτε προτέρημα, ή από οτιδήποτε με το οποίο εν πάση περιπτώσει θα συντονιστείς, και να το μεγαλοποιήσεις ενθουσιασμένος, δίνοντας τελικά στην ταινία διαστάσεις που δεν έχει και παραβλέποντας προβλήματα τα οποία δεν θα παρέβλεπες αν δεν ήταν ελληνική. Έχω περάσει κι απ’ τις δύο προκαταλήψεις και εδώ και κάποια χρόνια κατοικώ στη δεύτερη. Οπότε προσπαθώντας να καταλήξω στην κρίση μου κι έχοντας επίγνωση της θετικής προκατάληψής μου, αναρωτιέμαι αν το “Broadway” με ικανοποίησε ως ταινία ή ως ελληνική ταινία. Θα πω ως ταινία. Κι ότι αν ήταν π.χ. αργεντίνικη δεν θα ήταν μικρότερη η ικανοποίησή μου. Εντάξει, ανθρώπινο είναι να νιώθεις περισσότερο δικό σου ένα έργο που μιλά την κυριολεκτική σου γλώσσα και είναι γυρισμένο σε οικείους και αναγνωρίσιμους τόπους, αλλά ως εκεί.

Η μαμά της Nέλλης μπαλαρίνα και της καλής κοινωνίας, εκείνη μετατρέπεται στην αντίστροφη όψη της και κάνει pole dancing σε στριπτιζάδικα. Για το παρελθόν του Μάρκου πάλι δεν ξέρουμε τίποτα. Μόνο για το παρόν του. Είναι πορτοφολάς και ζει όχι σε σπίτι, αλλά σε μια τύπου κατάληψη μικροκακοποιών στο Broadway. Στα σύνορα της Πατησίων, η στοά του Broadway στέγαζε θερινό και χειμερινό κινηματογράφο, καθώς και θέατρο, που έχουν κλείσει και παρατηθεί στην τύχη τους, παρέχοντας στέγη και καταφύγιο για τον ίδιο και την μικρή του συμμορία. Οι χώροι του κάποτε γκλάμουρ αλά ελληνικά. Οι χώροι της τωρινής εγκατάλειψης, με απομεινάρια του γκλάμουρ ένα βεστιάριο με θεατρικά κουστούμια και ημισκισμένες αφίσες της Βουγιουκλάκη και της Λάσκαρη.

Ο Μάρκος θα σώσει εντός ή εκτός εισαγωγικών τη Νέλλη από εκείνους που την κυνηγούν και θέλουν να την επαναφέρουν στην κοινωνία των καθώς πρέπει ανθρώπων και θα την μετατρέψει σε μέλος της ομάδας του Βroadway. Ομάδα που μέχρι τότε αριθμούσε ένα ζευγάρι γκέι μεταναστών, καθώς και τον κλειδοκράτορα της στοάς και τρόπον τινά νταβατζή της υπόθεσης, βέρο Έλληνα, που έχει μάλιστα την μορφή του Χρήστου Πολίτη. Μαζί με τη Νέλλη υπάρχει ένα ακόμα νέο μέλος: ένας άντρας που έφτασε εκεί βαριά τραυματισμένος, με τα σπασμένα του μούτρα κάτω από γάζες, ένας άντρας που κρύβεται από μεγάλο νονό της νύχτας. Μετανάστης κι αυτός, Λιθουανός, τον λένε Γιόνας.

Αφίσες του είναι κολλημένες στην πόλη, δεν είναι σταρ σαν την Βουγιουκλάκη και την Λάσκαρη, εξαφανίστηκε και ψάχνουν να τον βρουν. Όταν τελικά αναρρώνει και το πρόσωπό του αποκαλύπτεται πίσω από τις γάζες, η Νέλλη σκέφτεται πως ο μόνος τρόπος να μην τον ανακαλύψουν οι διώκτες του είναι να τον μεταμορφώσει. Ο Γιόνας μετατρέπεται στην Barbara. Η Barbara κι η Νέλλη εκτελούν χορευτικά στους δρόμους και η υπόλοιπη ομάδα σουφρώνει πορτοφόλια απ’ τους θεατές.

Από ποιον έλκεται τελικά τόσο η Νέλλη; Από τον Γιόνας ή απ’ την Barbara; Έχει άραγε τόση διαφορά; Έχει άραγε τόση σημασία; Σημασία έχει ότι νιώθει κάτι δυνατό για αυτό το κορίτσι, ή αυτό το αγόρι, ή αυτό το αγόρι που έντυσε κορίτσι. Το οποίο μοιάζει να παραμένει ντυμένο κορίτσι ακόμη κι όταν δεν το χρειάζεται για να κρυφτεί απ’ τους διώκτες του. Ίσως δεν κρύβεται. Ίσως βρήκε κι αυτός κάτι εκεί. Ίσως κι όχι. Έχει άραγε τόση διαφορά; Έχει άραγε τόση σημασία; Πάντως, αγόρι, ή κορίτσι ή οτιδήποτε είναι ανταποκρίνεται στην έλξη της Νέλλης, νιώθει ίσως κάτι για αυτήν, κάνουν έρωτα συνέχεια.

Η Νέλλη δεν έχει μάθει να μένει καιρό σε ένα μέρος. Ο Μάρκος δεν ήταν ποτέ ρομαντικός τύπος. Μέχρι που γνώρισε τη Νέλλη. Σε ποια φάση της ζωής μας μπορεί να μας πετύχει ο ρομαντισμός και να αλλάξει την πορεία μας; Μήπως ακόμη και τότε -όπως θα πει ένας ήρωας- ο ρομαντισμός είναι μια πολυτέλεια, αν κι εφόσον προέχουν ζητήματα επιβίωσης;

Κάτι τρέχει με τα πρόσωπα στις αφίσες, στις κούκλες, ακόμη και στους ανθρώπους του “Βroadway”. Κομμάτια που έχει αφαιρέσει ο χρόνος, χάσματα, πάσης φύσεως σημάδια, τα πρόσωπα είναι ένας πίνακας ζωγραφικής, ένα πεδίο για παστίς, τα πρόσωπα κουβαλούν πάνω τους τη λάμψη του παρελθόντος ή τη λάμψη του μέλλοντος, τα τραύματα του παρελθόντος ή τα τραύματα του μέλλοντος.

Το ίδιο πάνω κάτω συμβαίνει και με το πρόσωπο της Αθήνας. Η Αθήνα που παρακολουθούμε στο “Broadway” δεν είναι κατ΄ εμέ η Αθήνα μετά την οικονομική κρίση, δεν είναι η Αθήνα που εξέπεσε από το στάτους της παλιάς ευμάρειας, είναι με έναν τρόπο η πάντα Αθήνα. Δεν υπάρχει άλλη Αθήνα, δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ. Η όποια άλλη Αθήνα είναι κατασκευή και φαντασίωση. Η Αθήνα που ζούμε είναι αυτός ο βρώμικος και άσχημος και μουτζουρωμένος και σε διαρκή εσωτερική και εξωτερική αναταραχή κόσμος. Αλλά αν δεν αγαπάς την ασχήμια της και το παστίς στους τοίχους της, τότε ζεις σε λάθος πόλη. Aυτή είναι η ζωντανή μας πόλη, αυτή είναι η υπαρκτή μας πόλη, αυτή είναι η αλήθεια μέσα στην οποία ζούμε, περπατάμε, οδηγούμε, αναπνέουμε, κλαίμε, γελάμε, ερωτευόμαστε, πληγωνόμαστε, θυμώνουμε, αγχωνόμαστε, ασφυκτιούμε. Και είναι πέρα για πέρα αγαπήσιμη, μέσα στην ιδιοπροσωπία της αναταραχής και της μουτζούρας της.

Ο Πάνος Κούτρας και ο Νίκος Νικολαϊδης, ο Χίτσκοκ αλλά σε τουλάχιστον δυο σκηνές κι ο Ταραντίνο, προφανώς ο Αλμοδόβαρ, φυσικά ένα σωρό ακόμα, το θέμα δεν είναι οι επιρροές του Χρήστου Μασσαλά, το θέμα είναι το, όπως προανέφερα, λίαν ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στον ρυθμό του “Broadway” στην οικονομία της αφήγησής τoυ: κυλάει και κυλάει και κυλάει, χωρίς να νιώθεις ότι υπάρχουν σημεία που σκοντάφτει ή που γεμίζει κενά. Κι αν το μισό μπράβο για αυτήν την οικονομία και τον ρυθμό ανήκει στον μοντέρ Γιώργο Λαμπρινό (υποψήφιο για όσκαρ με τον «Πατέρα») το άλλο μισό ανήκει προφανέστατα στον Μασσαλά, που σκηνοθετικά και σεναριακά διηγείται μια ιστορία της οποίας έχει τον έλεγχο απ’ την αρχή ως το τέλος.

Και είναι γενικότερα μια ταινία που όλα είναι στη θέση τους και που όλοι οι επιμέρους τεχνικοί τομείς λειτουργούν. Τα σκηνικά της Άννας Γεωργιάδου και τα κουστούμια της Μάρλι Αλειφέρη έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην όψη και την ατμόσφαιρα του φιλμ. Η φωτογραφία του Kωνσταντίνου Κουκουλιού είναι εξαιρετική. Η μουσική του Γκάμπριελ Γιαρέντ (ναι, του γνωστού), αλλά και γενικότερα η χρήση των τραγουδιών και της μουσικής, είναι επίσης κυρίαρχες. Και τέλος οι ηθοποιοί. Στιβαρή η παρουσία της Έλσας Λεκάκου και δικαίως ακούει τους επαίνους που ακούει, στον Φοίβο Παπαδόπουλο δίνεται σεναριακά μικρότερο περιθώριο να αναπτύξει τον χαρακτήρα του κάτω απ’ τα γκλίτερ, αλλά είναι ο Στάθης Αποστόλου που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση, καθώς έχει ένα πρόσωπο και μια αύρα που γράφει στον φακό.

Μου άρεσε ιδιαίτερα και το τέλος του “Broadway” και το ότι δεν φοβάται καθόλου να παραδοθεί στο συναίσθημα. Ένα τέλος όσο ανοικτό πρέπει, αφήνοντας πραγματικά στον θεατή τη δυνατότητα να το διαβάσει έτσι ή αλλιώς, περισσότερο ή λιγότερο αισιόδοξα. Θέλω να πω με όλα αυτά ότι το “Broadway” είναι μια σπουδαία και μια μεγάλη ταινία; Όχι, είναι μια ταινία με το δικό της μέγεθος. Και στο δικό της μέγεθος κουμπώνει μια χαρά, το δικό της μέγεθος το αναδεικνύει περισσότερο από ευπρόσωπα, στο δικό της μέγεθος ανθίζει ένας αστικός χώρος και ένας διαπροσωπικός χώρος, με τους οποίους χαίρεσαι που τελικά συναντήθηκες.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.