Ανδρέας Πολυζωγόπουλος: «Η τζαζ μου δίνει τη δυνατότητα να εκφράζομαι με απόλυτη ειλικρίνεια»

Μιλήσαμε με τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο με αφορμή την κυκλοφορία του πέμπτου προσωπικού του δίσκου "Petrichor", για τον Miles Davis, τα νέα ξεκινήματα και το πιο κρύο καλοκαίρι

Γνώρισα την μουσική του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου μερικά χρόνια πριν ακούγοντας τον δίσκο της σαξοφωνίστριας Μελίνας Παξινού “Time”,  ο οποίος ήταν το προσωπικό εφαλτήριο για την ανακάλυψη της ελληνικής τζαζ σκηνής. Η τρομπέτα του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου η οποία μου συστήθηκε μέσα από το ομότιτλο “Time”, μου άνοιξε έναν ολόκληρο νέο κόσμο, ανακαλύπτοντας αφενός τη δική του δισκογραφία αλλά και αφετέρου τις συμμετοχές άλλων εξαίρετων μουσικών, οι οποίες με τη σειρά τους με οδήγησαν στις δικές τους δισκογραφίες δημιουργώντας ένα υπέροχο, μουσικό domino νέων ηχοτοπίων. Θυμάμαι να βάζω το κομμάτι “Remember” αμέσως στα αγαπημένα μου από την συνεργασία του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου με τον Diederik Wissels και να θαυμάζω τον ήχο που μπορεί μια εκπνοή να πάρει. Σύμφωνα με τα λόγια του Erik Truffaz, ο ήχος της τρομπέτας του χαρακτηρίζεται ως «βελούδινος» και η αλήθεια είναι πως δεν μπορείς να τον προσδιορίσεις διαφορετικά.

Ο τρομπετίστας και συνθέτης Ανδρέας Πολυζωγόπουλος μεγάλωσε στο Σαμικό, ένα μικρό χωριό της Ηλείας. Ξεκίνησε την πορεία του στη μουσική παίζοντας κιθάρα, μέχρι που ανακάλυψε στα 18 την τρομπέτα. Σπούδασε jazz τρομπέτα στο κονσερβατόριο του Άμστερνταμ (Bachelor of Arts) και στη Βασιλική Ακαδημία των Βρυξελλών (Master of Arts), όπου και κέρδισε τον διαγωνισμό Toots Thielemans.Το 2008 ηχογράφησε το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο “Perfumed Dreams” με το σχήμα Poly Quartet και κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό Motives For Jazz του Βελγίου. Έχει ηχογραφήσει πέντε προσωπικά άλμπουμ και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 70 ηχογραφήσεις μέχρι σήμερα. Έχει συνεργαστεί με τους Jaques Morelembaum, Tore Brunborg, Diederik Wissels, Tony Lakatos, Gunter “Baby” Sommer, Mode Plagal, Ψαραντώνη, Γιώργη Μανωλάκη, Γιώργο Παλαμιώτη, Σαβίνα Γιαννάτου, Μαρία Φαραντούρη, Dulce Pontes, Δημήτρη Καλαντζή, Νίκο Σιδηροκαστρίτη, David Lynch, Haig Yazdjan, Federico Casagrande, Βαγγέλη Κατσούλη, Γιώργο Κοντραφούρη, Βασίλη Ρακόπουλο, Σταύρο Λάντσια, Τάνια Γιαννούλη, Πέτρο Κλαμπάνη, Τάκη Μπαρμπέρη, Mode Plagal, Τάνια Γιαννούλη, Διονύση Σαββόπουλο, Θανάση Παπακωνσταντίνου κ.ά.

Το πέμπτο προσωπικό άλμπουμ του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου, με τίτλο “Petrichor”, στο οποίο συμπράττει με το Πέτρο Κλαμπάνη στο κοντραμπάσο και τον Wajdi Riahi στο πιάνο. Το δελτίο τύπου με ενημερώνει πως είναι ένα άλμπουμ ζεστό και ευρύχωρο. Μου κάνει εντύπωση η επιλογή του επιθέτου αλλά λίγο πριν το τέλος καταλαβαίνω γιατί επιλέχθηκε. Ευρύχωρο λοιπόν γιατί αφήνει τον ακροατή να πάει σε όποιο σημείο του συνειδητού ή του ασυνείδητου επιθυμεί ο ίδιος. Η μελωδία δεν είναι εξωστρεφής, ωστόσο δημιουργεί μια θαλπωρή και σου δημιουργεί μια ανάγκη να αγκαλιάσεις πρώτα τον εαυτό σου. Εκεί έγκειται ίσως και η σκόπιμη απουσία κρουστών. Ίσως το “Petrichor”, δηλαδή ο «πετρίχωρας», αυτή η χαρακτηριστική μυρωδιά της βροχής και του χώματος, μας προετοιμάζει για την αλλαγή, ομαλοποιώντας αυτό το μεσοδιάστημα από το τέλος μιας εποχής στο νέο ξεκίνημα της επόμενης. Λίγο μετά την επίσημη κυκλοφορία του, έκανα έναν διάλογο με τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο για τον Miles Davis, τα νέα ξεκινήματα και το πιο κρύο καλοκαίρι.

Σκέφτομαι φωναχτά όσο ακούω τον δίσκο πως ο εύκολος δρόμος θα ήταν η ροκ και η κιθάρα ή ακόμα-ακόμα η λαϊκή μουσική και το μπουζούκι. Τι σε οδήγησε στην επιλογή της jazz και έπειτα της τρομπέτας;

Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική ήταν στην τρίτη δημοτικού όταν ξεκίνησα να μαθαίνω κλασσική κιθάρα. Σύντομα όμως με κούρασε το ότι έπρεπε να κάνω μόνο σπουδές και να διαβάζω νότες από την παρτιτούρα. Ήταν αρκετά μοναχική διαδικασία ενώ εγώ ήθελα να παίξω μουσική με φίλους. Όταν λοιπόν στα δεκάξι μου αποφάσισα ν’ ασχοληθώ πιο σοβαρά με τη μουσική, η επιλογή της μοντέρνας κιθάρας ήταν μονόδρομος. Είχα την τύχη να έχω δάσκαλο τον Γιώτη Σαμαρά και χάρη σε αυτόν γνώρισα τη τζαζ. Στην αρχή μου φαινόταν πολύ στριφνή μουσική αλλά με τον καιρό την αγάπησα. Η τρομπέτα ήρθε στα δεκαοκτώ μου. Απλά άκουσα τον Miles Davis να παίζει το “It Never Entered My Mind” με μια cup σορντίνα και αυτό που ένιωσα μέσα μου ήταν τόσο δυνατό που αποφάσισα να μάθω να παίζω αυτό το όργανο. Το επόμενο πρωί πήγα σε μια φιλαρμονική, δοκίμασα να βγάλω ήχο για πρώτη φορά και αυτό ήταν. Συνέχισα τα μαθήματα κιθάρας, άρχισα να μαθαίνω τρομπέτα σαν δεύτερο όργανο, αλλά μέσα μου ήταν πολύ ξεκάθαρο ότι μπορούσα να εκφραστώ πολύ πιο άμεσα με τα πνευστά.

Στο “Petrichor” συμπράττεις με τον Πέτρο Κλαμπάνη στο κοντραμπάσο και τον Wajdi Riahi στο πιάνο. Τι πραγματεύεται αυτό το πέμπτο προσωπικό σου άλμπουμ; Και ποια ήταν η πηγή έμπνευσης πίσω από αυτόν τον τίτλο;

Έχω τη χαρά να συνεργάζομαι με αυτούς τους εξαιρετικούς μουσικούς και φίλους. Γνώρισα τον Πέτρο το 2004 στο Άμστερνταμ και τον Wajdi δεκαπέντε χρόνια αργότερα στις Βρυξέλλες. Πέρσι παίξαμε για πρώτη φορά μαζί και οι τρεις και ήταν ολοφάνερη η χημεία του γκρουπ από την πρώτη νότα. Έχοντας παίξει τις συνθέσεις του ”Petrichor” με διάφορους ντράμερ, αποφάσισα τελικά να ηχογραφήσω το άλμπουμ χωρίς τύμπανα γιατί με αυτούς τους δύο «μάγους» μπορώ να φανταστώ όλους τους ρυθμούς που έχω στο μυαλό μου. Το ”Petrichor” είναι μια συλλογή από συνθέσεις εμπνευσμένες από μέρη, ανθρώπους, μυρωδιές, καταστάσεις που μου προκαλούν βαθιά συναισθήματα, που με κάνουν να βρίσκομαι εκατό τοις εκατό στην παρούσα στιγμή.

Petrichor ή Πετριχώρ στα ελληνικά, ονομάζεται η μυρωδιά της γης όταν πέφτουν πάνω της οι σταγόνες της βροχής, έπειτα από μια περίοδο ξηρασίας. Για μένα είναι η μυρωδιά της βροχής στα πρωτοβρόχια και αυτομάτως το τέλος του καλοκαιριού και ο ερχομός του φθινοπώρου. Πάντα περιμένω την πρώτη βροχή του Σεπτέμβρη… Δε θα ξεχάσω την πρώτη βροχή του 2003. Βρισκόμουν στη Σαρδηνία για σεμινάρια με τον Paolo Fresu και μια μέρα μετά το τέλος των μαθημάτων, τη μέρα που θα παίρναμε πολλοί από τους μαθητές το αεροπλάνο για τη Ρώμη, ήρθε η πρώτη βροχή καθώς βρισκόμασταν έξω από το αεροδρόμιο. Ήταν ένα γλυκόπικρο συναίσθημα γιατί ήξερα πως το καλοκαίρι τελείωσε αλλά ταυτόχρονα είχα και τόση ενέργεια, νέο υλικό και όρεξη για δουλειά τον χειμώνα που θα ερχόταν.

©Aris Vedertsis

Πόσο εύκολο είναι να ξεκινάμε από την αρχή; Ποια είναι τα προσωπικά σου κίνητρα από τα οποία αντλείς τη δύναμη για ένα νέο ξεκίνημα;

Κάθε αρχή και δύσκολη αλλά ίσως και όχι… Νομίζω πως εξαρτάται από το εάν ένα νέο ξεκίνημα προϋποθέτει να αφήσουμε κάτι άλλο πίσω μας. Το καινούργιο, το άγνωστο πάντα μας ιντριγκάρουν στην αρχή αλλά το δύσκολο είναι να συνεχίσεις όταν αρχίσει να ξεθωριάζει ο ενθουσιασμός του νέου. Εκεί νομίζω έρχεται η στιγμή όπου ξεκαθαρίζει το τοπίο για το αν θέλεις πραγματικά κάτι και ν’ αποφασίσεις αν θα συνεχίσεις ή όχι. Κάτι τέτοιο μου συμβαίνει με τις ξένες γλώσσες, τα χόμπι, ακόμα και με τις νέες πόλεις. Στο τέλος μένουν τα σημαντικά. Θεωρώ ότι να νέα ξεκινήματα μας κρατούν σε εγρήγορση και ως συνέπεια μας κρατούν νέους.

Μέσα στο “Petrichor” υπάρχουν πολύ τίτλοι που αναφέρονται είτε στον τόπο που μεγάλωσες, είτε στους δικούς σου ανθρώπους όπως τα κομμάτια “Kountouri”, “Kaiafas” και “Barbas”. Η επιλογή των τίτλων είναι ένας φόρος τιμής στις ρίζες σου;

Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι, αν και δεν σκέφτομαι για παράδειγμα ότι σήμερα θα γράψω ένα κομμάτι για τον Καϊάφα. Συνήθως είμαι φορτισμένος από μια κατάσταση όπως όταν αντίκρυσα τον Καϊάφα καμένο, και όταν θα παίξω μουσική αυτό που βγαίνει είναι εμποτισμένο από την ενέργεια της σκέψης που είχα. Έτσι το βιώνω εγώ τουλάχιστον και γι’ αυτό δίνω τους συγκεκριμένους τίτλους. Το ίδιο ισχύει και για το Κουντούρι που είναι το μέρος που ζούσε η γιαγιά μου και πέρασα τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής μου χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα!

©Haralampos Giannakopoulos

Διαβάζω πως θεωρείς πολύ σημαντικά στη μουσική τον ρυθμό αλλά και τη σιωπή. Μπορείς να μου εξηγήσεις λίγο περισσότερο γιατί είναι τόσο σημαντική για εσένα η σιωπή;

Πριν μιλήσω για τη σιωπή στη μουσική, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας πως ο τίτλος μιας προηγούμενης δισκογραφικής δουλειάς μου είναι εμπνευσμένος από έναν δεκαήμερο σιωπηλό διαλογισμό, μια τεχνική που ονομάζεται Vipassana, που σημαίνει «να βλέπεις τα πράγματα όπως πραγματικά είναι». Μέσα από αυτό το δεκαήμερο λοιπόν, βίωσα και εκτίμησα τη δύναμη της σιωπής. Σου δίνει χρόνο να ανακαλύψεις τον εαυτό σου σε βάθος και να πάρεις τις σωστές αποφάσεις. Στη μουσική και ιδιαίτερα στον αυτοσχεδιασμό, η σιωπή σου δίνει χρόνο να εμπεδώσεις τη φράση που έπαιξες μόλις και να συνεχίσεις να διηγείσαι την ιστορία σου με τέτοιο τρόπο ώστε να την καταλαβαίνουν και οι ακροατές. Ο Miles Davis λέει ότι η σιωπή είναι πιο σημαντική από τον ήχο.

©Aris Vedertsis

Θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος πως η τρομπέτα και τα ηχοτοπία που συνθέτεις είναι οι προσωπικές, ασφαλείς ζώνες. Ωστόσο ως καλλιτέχνης πάντα αποζητάς το νέο και ρισκάρεις χωρίς φόβο. Ως άνθρωπος πώς ισορροπείς σε αυτό το μεσοδιάστημα εσωστρέφειας αλλά και ταυτόχρονης εξωστρέφειας;

Γενικά είμαι άνθρωπος που μισώ τη ρουτίνα και τα comfort zones. Όσον αφορά τη μουσική, όσες φορές και αν παίξω το ίδιο κομμάτι, θέλω κάθε φορά να ‘ναι διαφορετικό, να το αλλάζω έστω και λίγο. Θέλω να έχω τη δυνατότητα να επηρεάζομαι κάθε φορά και να αντιδρώ στη μουσική ανάλογα με το πώς νιώθω τη συγκεκριμένη στιγμή. Και η τζαζ μου δίνει αυτή τη δυνατότητα, να εκφράζομαι δηλαδή με απόλυτη ειλικρίνεια. Αυτό όμως εμπεριέχει πάντα και το ρίσκο. Και στη ζωή μου κάπως έτσι είμαι. Για παράδειγμα όταν πίστευα πως θα είμαι ευτυχισμένος σ’ ένα μέρος, έκανα ότι ήταν δυνατόν και μετακόμιζα εκεί…  Άλλες φορές λειτούργησε και άλλες όχι, αλλά τουλάχιστον δεν έμεινα με την απορία. Κομμάτια όπως το ”CPH Melodrama” και ”Petit Sablon” είναι εμπνευσμένα από τέτοια ταξίδια.

Η jazz τα τελευταία χρόνια μας έχει εκπλήξει από το αποτέλεσμα της ένωσης διαφορετικών ήχων και κουλτουρών. Εσύ πώς επέλεξες να εισάγεις ηλεκτρονικά στοιχεία στη μουσική σου;

Σαν κιθαρίστας δε χρησιμοποιούσα εφέ! Άρχισα να χρησιμοποιώ τα ηλεκτρονικά εφέ πολύ σύντομα αφότου μπήκε η τρομπέτα στη ζωή μου. Ήταν απλά μια ανάγκη να διευρύνω το λεξιλόγιο των ηχοχρωμάτων ενός ακουστικού, μονοφωνικού οργάνου όπως η τρομπέτα και να την κάνω πολυφωνικό όργανο με το harmonizer για παράδειγμα. Αλλά και με τις λούπες, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει, πολλές φωνές μαζί, σαν ένα χαλί από πολλά πνευστά. Στην αναζήτηση της προσωπικής μου φωνής πειραματίστηκα αρκετά με τα εφέ και έχω ανακαλύψει κάποιους ιδιαίτερους συνδυασμούς ηχοχρωμάτων αλλά παρόλα αυτά ο φυσικός ήχος του οργάνου είναι ο πιο σημαντικός και από κει ξεκινούν όλα.

Το αγαπημένο μου κομμάτι από το νέο δίσκο έχει τίτλο “The coldest summer” και το σχεδόν ανέμελο σφύριγμά του με κέντρισε από την αρχή. Τι σε ενέπνευσε για να το γράψεις;

Ο τίτλος αυτός είναι εμπνευσμένος από ένα άρθρο που διάβασα σ’ ένα περιοδικό πριν μερικά χρόνια. Περιμένοντας σ’ ένα ραδιόφωνο της Ρόδου για μια συνέντευξη είδα ένα άρθρο που με την επικεφαλίδα «Το πιο κρύο Καλοκαίρι» αναφερόταν στους πρόσφυγες που χάνονται κάθε χρόνο στο Αιγαίο. Μετά από μερικούς μήνες κι εν μέσω μιας ευρωπαϊκής περιοδείας, βρισκόμουν στο Ρότερνταμ και είδα τυχαία στο internet το ντοκιμαντέρ “4.1 miles” της Δάφνης Ματζιαράκη. Μεταξύ άλλων εστιάζει στον Καπετάνιο Κυριάκο Παπαδόπουλο, που με αυταπάρνηση προσπαθεί να σώσει όσους περισσότερους πρόσφυγες μπορεί. Δε μπορούσα να σταματήσω να κλαίω και μετά από λίγα λεπτά ξεκίνησα να γράφω το κομμάτι σ’ ένα μικροσκοπικό πλήκτρο που κουβαλάω μαζί μου στα ταξίδια. Το τελείωσα την ίδια μέρα, αν θυμάμαι καλά. Ήταν αυτό που λέμε εύκολη γέννα.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.