Δεν θέλω να αδικώ.

Με αφορμή τον «Άδικο Κόσμο» του Φίλιππου Τσίτου

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος είναι ο Σωτήρης, ένας αστυνομικός γραφείου. Αποφασίζει εφεξής να κάνει τη δουλειά του -είναι προανακριτικός υπάλληλος που παίρνει καταθέσεις από υπόπτους- με ένα διαφορετικό κριτήριο: «Δεν θέλω να αδικώ». Αυτό ωστόσο θα έπρεπε να τον αφορά δευτερευόντως ή και καθόλου. Άλλο θα έπρεπε να είναι το κριτήριο που διέπει το έργο του: το «Δεν πρέπει να παρανομώ». Κι όμως το «Δεν θέλω να αδικώ» στην περίπτωσή του μεταφράζεται στο ότι αν χρειαστεί θα παραβιάσω εντελώς το νόμιμο καθήκον μου, θα κάνω το ακριβώς αντίθετο από αυτό που είναι η νόμιμη αποστολή μου, θα παρανομώ ακριβώς επειδή δεν θέλω να αδικώ. Βρίσκει έτσι έστω και αρκετά αργά ένα καινούριο νόημα στη ζωή του; Όχι ακριβώς, αφού δεν το κάνει με ενθουσιασμό ιεραπόστολου, δεν το κάνει φιλοδοξώντας να αλλάξει την κοινωνία, απλώς θεωρεί λάθος να μην έχει πια αυτό το κριτήριο απέναντι στους ανθρώπους που έχει απεναντί του. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Δεν θέλει να αδικεί. Κόβει λοιπόν τις φάτσες των υπόπτων που παρελαύνουν από μπρος του, ακούει τι του λένε, και με το ένστικτο που έχει αναπτύξει με τα χρόνια σταθμίζει αν πρέπει να τους βοηθήσει ή όχι. Δεν προσπαθεί απλώς να μάθει αν ο άνθρωπος απέναντί του έκανε το έγκλημα, αλλά αν αυτός που έκανε το έγκλημα είναι όντως εγκληματίας. Το ενδιαφέρον του δεν εξαντλείται στην πράξη, αλλά πηγαίνει στον άνθρωπο που την διέπραξε, πηγαίνει στην ουσία της πράξης και στον ευρύτερο περίγυρό της.

Ας το δούμε με ένα παράδειγμα. Θα σταθώ σε μια περίπτωση που δεν είναι η αφορμή για να εξελιχθεί η πλοκή της ταινίας. Η πλοκή της εξελίσσεται με βάση μια άλλη περίπτωση, όπου ο Σωτήρης προσπάθει να αποκαταστήσει μια -κατά την οπτική του- συντελούμενη αδικία, όταν οι ανώτεροί του δεν τον αφήνουν να παρακάμψει το νόμο και συλλαμβάνουν τον ύποπτο. Αλλά την πλοκή και την ταινία όλη να πας να τη δεις στο σινεμά, αξίζει. Εδώ ας μιλήσουμε για το ποιός είναι ο Σωτήρης, ώστε μέσα από την εικόνα του Σωτήρη ας προσπαθήσουμε να δούμε τι βλέπει ο καθένας μας. Σε μια από τις αρχικές σκηνές λοιπόν, έχει απέναντί του μια μεσήλικη γυναίκα που σύμφωνα με κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα μάλλον έβαλε φωτιά στο μαγαζί της. Εκείνη πράγματι ομολογεί την πράξη της αμέσως. «Μου ‘φαγε τη ζωή το ρημάδι. Ή θα το ‘κλεινα ή θα το ‘καιγα». Το έκανε για να εισπράξει την ασφάλεια. Αντί να καταγράψει την ομολογία της, της υπαγορεύει να πει ότι εκείνη την ώρα βρισκόταν στο σπίτι μιας φίλης της. Αν δεν ομολογήσει, η κατάθεση του μάρτυρα έχει κενά και μπορεί να τη γλιτώσει. Πώς τοποθετούμαστε λοιπόν απέναντι σε αυτόν τον άνθρωπο; Ποιά εικόνα του νεοέλληνα αναγνωρίζουμε σε αυτήν, ποιά αφήγηση της ελληνικής κοινωνίας;

Πόσο κατακριτέος είναι ένας αστυνομικός διατεθειμένος να αφήσει ομολογημένα ενόχους ελεύθερους επειδή δεν θέλει να αδικεί; Έχουμε εδώ έναν υπάλληλο που αφού λειτουργεί εκτός θεσμικού πλαισίου είναι το μεγάλο αντιπρότυπο ή μήπως κάτι μέσα μας μας κάνει να τον επικροτούμε; Ποιό μοντέλο κόσμου μας ταιριάζει καλύτερα; Εκείνο που λειτουργεί μόνο με βάση τα προβλεπόμενα και τις νόμιμες διαδικασίες ή εκείνο στο οποίο υπάρχει περιθώριο για να εμφιλοχωρήσει κανείς το προσωπικό του αισθητήριο περί δικαίου και αδίκου, παρακάμπτοντας τον τύπο; Που λογοδοτούμε τελικά πριν απ’ όλα; Στον τύπο ή την ουσία; Μπορεί κανείς να πει ότι, αλίμονο, αυτά τα θέματα δεν είναι εκκρεμή αλλά λυμένα, πως ο τύπος είναι και ουσία, πως ο τύπος είναι η μόνη προστασία της ουσίας, και πως κριτήριο δικαιοσύνης και αδικίας δεν είναι το αισθητήριο κανενός, αλλά αφενός ο νόμος που απαγορεύει τη συμπεριφορά και αφετέρου το δικαστήριο που θα κληθεί να δικάσει τη συμπεριφορά του κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου. Ναι, σύμφωνοι, γενικά έτσι είναι, αλλά… Αλλά.

Και αν είναι αναμφίβολα πηγή δεινών το γεγονός ότι η θεσμική διάσταση της κοινωνίας μας δεν λειτουργούσε ρολόι, μπορούν να υπάρχουν εκτός από όλες τις αρνητικές πλευρές και τυχόν θετικά στοιχεία σε αυτήν την παράπλευρη εξωθεσμική ρύθμιση της πραγματικότητας; Ίσως και το ίδιο το ερώτημα είναι μια παγίδα, ίσως οι γενικεύσεις είναι οι παγίδες, ίσως το να πάμε να κολλήσουμε δίπλα στον τρόπο δράσης του Σωτήρη άλλες συμπεριφορές αφαιρεί την ουσία από τη δική του πράξη και ίσως το δίλημμα είναι ακριβώς αυτό: αν μας επιτρέπεται να κρίνουμε εξατομικευμένα την κάθε εξωθεσμική διευθέτηση των κοινωνικών σχέσεων ή αν αντίθετα πρέπει να πούμε ότι κάθε παράκαμψη των θεσμών είναι αυτόματα κακή.

Γιατί λοιπόν θεώρησε ότι θα αδικούσε τη γυναίκα αυτή αν κατέγραφε την ομολογία της; Επειδή κρίνει ότι τη συγκεκριμένη γυναίκα την αδίκησε η ζωή. Και την αδίκησε δεν σημαίνει φυσικά ότι όλοι δικαιούνται να έχουν μαγαζιά που πάνε καλά, δεν σημαίνει καθολικό δικαίωμα στην επιτυχία, σημαίνει όμως πως στην αποτυχία σου δεν μπορεί να αντιμετωπίζεσαι από την εξουσία σαν σκουπίδι, σημαίνει πως η αποτυχία δημιουργεί ίσως μια ενστικτώδη συμπάθεια, σημαίνει τελικά πως όταν έχεις έναν πεσμένο άνθρωπο μπροστά σου, πιο κρίσιμο κι από τον εμπρησμό είναι το “γιατί” του εμπρησμού και το “πώς” του ανθρώπου. Θα μπορούσε να είχε κάψει το μαγαζί και να προσπαθούσε πάση θυσία να ξεγλιστρήσει ή να το ομολογούσε με άλλο τόνο στη φωνή, με άλλον από αυτόν τον παραδομένο. Ότι εν πάση περιπτώσει, ναι, δεν είναι προς έπαινο αυτό που έκανε, αλλά δεν θα επέλθει και κανενός είδους δικαιοσύνη αν οδηγηθεί το συγκεκριμένο άτομο στη φυλακή.

Είναι λοιπόν αυτό κριτήριο; Όχι θα έλεγαν και πάλι πολλοί, οι περισσότεροι όμως από τους οποίους είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα στραβά μάτια σε απείρως μεγαλύτερες αδικίες. Μάτια που είναι είτε επίτηδες στραβά λόγω συμφερόντων, είτε είναι ακούσια στραβά επειδή δεν μπορούν καν να τις δουν ως αδικίες, αφού είναι ντυμένες με τη μορφή του νόμου. Και να η άλλη όψη του νομίσματος πως εκτός των θεσμών επικρατεί η κόλαση: το δόγμα ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό.

Και στον «Άδικο Κόσμο», όπως και στην «Ακαδημία Πλάτωνος», ο Φίλιππος Τσίτος κάνει καλό αφηγηματικό σινεμά, βασισμένο σε σενάρια στέρεα, πλούσια και με ιδιαίτερα γόνιμες ιδέες στο κέντρο τους. Ο κινηματογράφος του είναι ανθρωποκεντρικός, είναι σαφές ότι τους αγαπάει τους ήρωές του, ο Αντώνης Καφετζόπουλος και εδώ όπως και στην “Ακαδημία” σε κερδίζει πέραν από κάθε επιφύλαξη, ενώ ο Χρήστος Στέργιογλου (με το καταπληκτικό ονοματεπώνυμο Μηνάς Τσατσάς) είναι όπως πάντα εξαιρετικός και ειδικά όταν ζητά συνεχώς «ένα ωραίο φινάλε» για την καριέρα του.

Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε τον Καφετζόπουλο να προσπαθεί να φτιάξει με παπιέ μασέ ένα τοπίο. Τα δέντρα όμως δεν κολλάνε καλά και πέφτουν. Κάτι λείπει από τον κόσμο που προσπαθεί να φτιάξει. Αμέσως μετα βλέπουμε τη Θεοδώρα Τζήμου μέσα σε ένα σούπερ μάρκετ. Είναι στο βάθος του πλάνου. Σε πρώτο πλάνο -διακριτικά και καθόλου φωναχτά- μπορεί το μάτι του θεατή να διακρίνει κόλλες.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.