Περί περφόρμανς

Με αφορμή το 3ο Φεστιβάλ Performance Θεσσαλονίκης

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ταχύτητας στην πληροφόρηση είναι επιτακτική η οργάνωση εκθέσεων που πραγματεύονται σε σταθερή βάση τους σύγχρονους εικαστικούς προβληματισμούς και μπορούν να τρέφουν ένα όλο και αυξανόμενο αδηφάγο κοινό για την τέχνη. Συνάμα, οι εκθέσεις αποτελούν και μια πρακτική αναγκαιότητα για τους καλλιτέχνες που επιθυμούν να ανακοινώσουν και να επικοινωνήσουν τη δουλειά τους μακριά και έξω από ένα κερδοσκοπικό σύστημα, όπως αυτό των ιδιωτικών χώρων που εμπορεύονται έργα τέχνης. Συγχρόνως σε αυτές οι καλλιτέχνες μπορούν να συνδιαλέγονται είτε με συναδέλφους τους είτε με άτομα με τα οποία μοιράζονται κοινά καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. 

Στις παραπάνω ανάγκες και απαιτήσεις απαντά η οργάνωση της Μπιενάλε Θεσσαλονίκης. Η εκάστοτε biennale είναι μία διετής έκθεση, ένα γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας, που αφορά ειδήμονες, αμύητους θεατές και έχει σαφείς πολιτικές και τοπικιστικές προεκτάσεις. Κάθε biennale συνδέεται άμεσα με την πόλη που την φιλοξενεί, με την ιστορία της και με τους κατοίκους της. Οι ελληνικές πόλεις εμφανίζονται στο χάρτη των biennale μόλις το 2007. Αυτή η χρονική καθυστέρηση συμβαδίζει με τη γενική αποστασιοποίηση των φορέων για τα θέματα που αφορούν κυρίως τις σύγχρονες μορφές τέχνης. Πρώτη η Θεσσαλονίκη και έπειτα η Αθήνα το 2007, για να ακολουθήσει η Σαντορίνη το 2012, οργανώνουν, προτείνουν και εκθέτουν καθεμία με διαφορετικό τρόπο τη σύγχρονη τέχνη.

Στο πλαίσιο της 4ης Biennale που διεξάγεται αυτές τις μέρες στην Θεσσαλονίκη και θα συνεχιστεί έως και τα τέλη Ιανουαρίου 2014 και ως μέρος του κεντρικού προγράμματος πραγματοποιήθηκε το 3ο Φεστιβάλ Performance. Μια ολόκληρη εβδομάδα αφιερωμένη σε μια από τις πλέον σύγχρονες καλλιτεχνικές πρακτικές, που πολλάκις προκάλεσε ένθερμες πολεμικές, χρησιμοποιήθηκε ως καλλιτεχνικό «άλλοθι» και σήμερα βιώνει μια δεύτερη «νιότη». Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο όρος performance είναι συνώνυμος της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, της συνύπαρξης της τέχνης με τη ζωή, του καλλιτέχνη που εκθέτει και εκτίθεται, ενός καλλιτεχνικού βιώματος σε πραγματικό χρόνο. Καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες με σαφείς κοινωνικούς και πολιτικούς προβληματισμούς, δε φοβούνται να αναμετρηθούν πολλές φορές με τον ίδιο τους τον εαυτό, με τους φόβους τους, θέτοντας σε κίνδυνο και την ίδια τους τη ζωή, προκαλώντας το θεατή να βγει από την παθητική θέση του αποδέκτη που κατέχει πολλές φορές σε άλλες μορφές τέχνης.

Χάρη στην προσπάθεια των συντονιστών και των επιμελητών των φεστιβάλ Performance που διοργανώθηκαν ως και σήμερα, οι Θεσσαλονικείς θα μπορούσαν να θεωρηθούν πλέον ως μυημένοι στην έννοια της performance. Από τις 14 έως τις 19 Οκτωβρίου, τα δρώμενα τα οποία παρουσιάστηκαν από καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, οι εκθέσεις που πλαισίωναν τις εκδηλώσεις, τα εργαστήρια (σημαντική η παρουσία του φωτογράφου Manuel Vason και η διερεύνηση της σχέσης της performance με το φωτογραφικό φακό) και κυρίως η ημερίδα, η ενδιαφέρουσα κατακλείδα της εβδομάδας, συνεισέφεραν τα μέγιστα στην επίτευξη του αρχικού στόχου, τη μεγαλύτερη εξοικείωση του κοινού με μία από τις μορφές της σύγχρονης τέχνης.

Οι performances, είτε έλαβαν χώρα σε δημόσιους-ανοιχτούς χώρους, όπου οι ανυποψίαστοι περαστικοί μετατράπηκαν σε θεατές-μάρτυρες της εικαστικής δράσης, είτε σε χώρους που είναι συνυφασμένοι με καλλιτεχνικές δραστηριότητες, πραγματοποιήθηκαν σε διάσπαρτους τόπους της Θεσσαλονίκης. Η ημερίδα με τίτλο «Έπρεπε να ήσουν εκεί» έθιξε, ανέπτυξε και διερεύνησε ένα καίριο θεωρητικό προβληματισμό που συγχρόνως εμπεριέχει και μια πρακτική ανάγκη: Την τεκμηρίωση, αρχειοθέτηση και την επιμέλεια της performance. Πώς μπορούμε να εκθέσουμε μια μορφή τέχνης με εφήμερο και συνάμα άυλο χαρακτήρα, όπου το έργο είναι «ζωντανό», μια αυτοέκθεση του ίδιου του καλλιτέχνη; Ποια είναι η θέση του θεατή-μάρτυρα ο οποίος βιώνει εξίσου έντονα κάθε performance; Η Linda Burnham, γνωστή performer, είχε χαρακτηρίσει την οποιαδήποτε καταγραφή και φωτογράφηση της performance ως ένα βιασμό. Η οποιαδήποτε φωτογραφική ή κινηματογραφική καταγραφή μετατρέπει την performance σε κάτι άλλο, κάτι το διαφορετικό. Το παραπάνω στοιχείο επισήμαναν και οι ομιλητές της ημερίδας χωρίς ωστόσο να χρησιμοποιήσουν παρόμοιο και τόσο απόλυτο χαρακτηρισμό όπως αυτόν της Burnham. Οι ομιλητές σημείωσαν την αναγκαιότητα της καταγραφής που είναι επιτακτική για τους μελετητές και τους ιστορικούς που ενδιαφέρονται για τη συγκεκριμένη καλλιτεχνική μορφή, διότι έτσι δομείται μια «αντίσταση στην απώλεια».

Επιπρόσθετα, μπορούν να δημιουργηθούν καινούργια έργα τέχνης, νέες προεκτάσεις παλαιοτέρων και ένας εποικοδομητικός εικαστικός διάλογος μεταξύ καλλιτεχνών, όπως αποδεικνύει το παράδειγμα της καλλιτέχνιδας Simone Forti, που παρουσίασε ο ομιλητής Adrian Heathfield. Η αναβίωση μιας performance της δεκαετίας του ’70 από την ίδια καλλιτέχνιδα μπόρεσε να δώσει το έναυσμα για αναδημιουργία, μια συνέχεια του έργου μέσα στο χώρο και στο χρόνο από μια άλλη δημιουργό. Από τις πλέον ενδιαφέρουσες, η ομιλία του Δημήτρη Αληθεινού, τον οποίο το φεστιβάλ τίμησε με ένα αφιέρωμα στο έργο του. Ως καλλιτέχνης πρωτοπόρος της performance τόνισε τη σημασία της μνήμης, αλλά και τους κινδύνους και τις παγίδες που την περιβάλλουν. Χωρίς το φόβο να μην κερδίσει την εύνοια του κοινού, αναφέρθηκε στην τετριμμένη πλέον χρήση του όρου performance, καθώς ονομάζονται έτσι δράσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την έννοια και υπογράμμισε ότι ο μανιερισμός πολλές φορές μετατρέπει την performance σε performa.

Φωτογραφία: Στιγμιότυπο από την ομιλία του Δημήτρη Αληθεινού

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.