Το πλάνο της τελειότητας

Mε αφορμή το «Τrance» του Ντάνι Μπόιλ

Στο «Trance» ο Τζέιμς ΜακΑβόι είναι υπάλληλος σε κορυφαίο οίκο δημοπρασιών του Λονδίνου. Μας μιλά για κλεμμένα αριστουργήματα, μας μιλά, ας πούμε, για τον Ρέμπραντ ο οποίος ζωγράφισε τον εαυτό του να μας κοιτάζει μέσα από αυτόν τον πίνακα, (που εκλάπη μαζί με άλλους το 1990 από τη Βοστώνη και που συμπτωματικά πριν δυο μήνες το FBI είπε πως δίνει αμοιβή 5 εκατομμυρίων δολαρίων για την ανέυρευση τους). Άλλος πίνακας θα κλαπεί όμως στα πρώτα λεπτά της ταινίας, αυτός εδώ του Γκόγια (που στην πραγματικότητα είναι ανέπαφος και βρίσκεται στο Πράδο). Παλιά, μας λέει ο ΜακΑβόι, για να κλέψεις έναν πίνακα δε χρειαζόταν καν όπλα, το μόνο που χρειαζόταν ήταν θράσος. Τώρα είναι πανδύσκολο, υπάρχουν ένα σωρό μέτρα ασφαλείας, αλλά και οι κλέφτες ανέβασαν τον πήχυ και για κάθε μέτρο ασφαλείας υπάρχει κι ένα σχέδιο εξουδετέρωσής του. Ωστόσο υπάρχει ένα προβληματάκι: η ληστεία γίνεται μεν, αλλά οι ληστές -που έχουν επικεφαλής τους τον Βενσάν Κασέλ- κλέβουν τελικά μια άδεια κορνίζα. Μόνη εξήγηση ότι τον πίνακα τον έχει κλέψει κι από αυτούς -την ώρα που αυτοί τον έκλεβαν από το μουσείο- ο ΜακΑβόι. Τον οποίο όμως ο Κασέλ χτύπησε δυνατά στο κεφάλι. Με αποτέλεσμα να έχει πάθει μερική αμνησία. Και να μη θυμάται αν όντως τον έχει κρύψει και πού. Κι όταν τον βασανίζουν αρκετά για να πειστούν πως λέει αλήθεια, η μόνη διέξοδος που έχουν για να βγάλουν από το κεφάλι του την κρίσιμη ξεχασμένη πληροφορία, είναι να απευθυνθούν σε υπνοθεραπεύτρια, ήτοι τη Ροζάριο Ντόσον. Υπερβολική παχυσαρκία, φόβος για τα αεροπλάνα, πρόωρη εκσπερμάτωση κ.λπ.: αυτά τα μπανάλ προβλήματα των τακτικών ασθενών της μπορούν να κάνουν για λίγο στην άκρη. Είναι καιρός να ασχοληθεί με κάτι πιο συναρπαστικό και να βάλει λίγη ένταση στη ζωή της. Η συμμορία των ληστών, ο μερικά αμνησιακός και η υπνοθεραπεύτρια αρχίζουν να μπλέκουν σε ένα ολοένα και πιο μπερδεμένο κουβάρι.

Πότε έγιναν οι Ολυμπιακοί, τις τελετές έναρξης και λήξης των οποίων σκηνοθέτησε ο Ντάνι Μπόιλ, και πότε ολοκληρώθηκε και προβάλλεται ήδη η νέα του ταινία; Τόσο γρήγορα περνάει ο καιρός ή απλά παραγωγικός και δημιουργικός είναι ο άνθρωπος που το κατεξοχήν γνώρισμά του είναι να αξιοποιεί το χρόνο; Όπως και να ‘χει, ίσως ακριβώς όταν έχεις να διαχειριστείς όλο αυτό το άγχος και την ευθύνη των Ολυμπιακών, να έχεις ανάγκη να κάνεις αμέσως μετά μια ταινία που θα διασκεδάσει και σένα τον ίδιο. Σε αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του, ο Μπόιλ μιλά για πέντε φαινομενικά αταίριαστες επιρροες του: τον Νίκολας Ρεγκ, τον Ντέιβιντ Μπάουι, τον Φρανσίσκο Γκόγια, τον (χορευτή) Άκραμ Καν και τον Πρίμο Λέβι. Μερικά αποσπάσματά της: «Πολλοί λένε ότι οι μεγαλύτεροι Βρετανοί σκηνοθέτες είναι ο Χίτσκοκ και ο Ντέιβιντ Λιν. Για μένα όμως είναι ο Νικ Ρεγκ. Είναι εικονοκλάστης. Δεν είναι τελειομανής, ενδιαφέρεται για το αίνιγμα της ταινίας, για το θαύμα της ταινίας». «Συχνά σκέφτομαι τις σκηνές σαν χορευτικά κομμάτια. Μου αρέσει η κάμερα να είναι ρευστή και σε κίνηση. Μου αρέσει οι ηθοποιοί να κινούνται όλη την ώρα. Δεν τους θέλω κολλημένους πίσω από γραφεία». «Νομίζω πως στη Βρετανία δεν είμαστε πολύ καλοί στις ταινίες. Νομίζω πως αυτό στο οποίο είμαστε καλοί είναι η μουσική. Είμαστε τόσο μικρό νησί. Τα φιλμ μας είναι συνήθως περίεργα και ιδιοσυγκρασιακά. Αλλά πάντα πίστευα ότι είμαστε καταπληκτικοί στη μουσική. Κι η μουσική είναι πάντα για μένα η μεγαλύτερη καλλιτεχνική έμπνευση».

Το αντιγράφω όπως το είδα σε μια αμερικάνικη κριτική γιατί τα λέει εξαιρετικά ο σύντροφος: Yet Boyle’s showboating has none of the impact of the film’s most memorable image, a simple, sudden full-length shot of Rosario Dawson, as smooth and bare as a Renaissance Venus. This is a startling example of cinema’s original and still unsurpassed special effect: the human figure. «Όλη η επιδειξιομανία του Μπόιλ δεν καταφέρνει να έχει κλάσμα της επίδρασης που έχει η πιο αξιομνημόνευτη εικόνα της ταινίας: ένα απλό, ξαφνικό, από πάνω ως κάτω πλάνο της Ροζάριο Ντόσον, τόσο λείας και γυμνής, όσο μια Αναγεννησιακή Αφροδίτη. Είναι ένα αναπάντεχο παράδειγμα του πιο αυθεντικού και αξεπέραστου ως σήμερα ειδικού εφέ που έχει ο κινηματογράφος: της ανθρώπινης μορφής».

                                                      —

Η ληστεία του Μπόιλ μοιάζει μερικές κατηγορίες πιο κάτω από τις ληστείες των ταινιών του Σόντερμπεργκ, και κυρίως τα παιχνίδια που υποτίθεται προσπαθεί να κάνει με τον εγκέφαλο, την αμνησία, το αληθινό και το μη, είναι μερικές κλάσεις πιο κάτω από τα αντίστοιχα στις ταινίες του Νόλαν. Αλλά είναι λάθος να μπαίνουμε σε συγκρίσεις με ταινίες σαν το «Ιnception», π.χ., που κουβαλούν ένα εντελώς ευρύτερο όραμα από πίσω και μια πολύ ισχυρότερη φιλοδοξία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση νομίζω πως έχουμε να κάνουμε με κάτι παρόμοιο που είδαμε πρόσφατα με τον Παρκ Τσαν Γουκ και το «Stoker»: ένα σενάριο που επειδή ο σκηνοθέτης έχει ισχυρότατη στόφα το διασώζει, κι έτσι η ταινία αντί να εκπέσει σε μια ακόμη ταινία συνταγής, καταφέρνει να αποκτήσει το δικό της στίγμα. Γιατί η ταινία σεναριακά είναι μια αναληθοφανής φούσκα. Αν το σενάριο ήθελε να μιλήσει για κάτι αληθινό, θα έπρεπε να το κάνει σε άλλο πλαίσιο, με άλλη στόχευση και όχι προσφέροντας το μας ως την τελική μιας σειράς ανατροπών. Ο Μπόιλ σκηνοθετεί δεξιοτεχνικά και σπιντάτα, με την ψηφιακή του κάμερα, το εξαιρετικό μοντάζ του, τη μουσική του, τις περίεργες γωνίες λήψης του. Διατηρώντας την ταινία από την αρχή μέχρι το φινάλε στο ίδιο τέμπο και μην επιβραδύνοντας το ρυθμό στο τέλος για να την κάνει σοβαροφανή, κερδίζει το στοίχημα. Εκεί που στα χέρια άλλου, η ταινία αναπόφευκτα θα έζεχνε δηθενιά, στα χέρια του Μπόιλ παραμένει μια αξιοπρεπής ποπ διασκέδαση. Δεν είναι ότι δεν πήρε τον εαυτό της στα σοβαρά, είναι ότι τον πήρε στα σοβαρά ως ψυχαγωγία και μόνο. Οπότε τελικά είναι ή δεν είναι καλό σινεμά το «Τrance»; Είναι μια ευχάριστη κινηματογραφική διασκέδαση. Το καλό σινεμά είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό και ο Μπόιλ μας το έχει προσφέρει στο παρελθόν γενναιόδωρα. Αν και βέβαια ο ίδιος μοιάζει να είναι περισσότερο συνεσταλμένος ή πιο συνειδητοποιημένος, για τα όρια αυτού που κάνει. Λέει δηλαδή στο πιο πάνω λινκ σε σχέση με τα βιβλία του Πρίμο Λέβι: «Υποθέτω ότι σου υπενθυμίζουν πως καλό είναι να είσαι σοβαρός πού και πού. Εργάζομαι στον κόσμο της ποπ κουλτούρας φτιάχνοντας ταινίες που είναι διασκεδαστικές, αλλά υπάρχουν ιστορίες που είναι αληθινά σημαντικές και δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστούν». Και σωστά όμως να είναι όλα αυτά, υπάρχει πάντα και το «Τrainspotting».

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.