«Το Πρόβλημα των Τριών Σωμάτων» από το γνωστό δίδυμο Μπένιοφ-Γουάις των Game of Thrones: Όταν τα όρια της μικρής οθόνης δοκιμάζονται

Πώς τελικά καταφέρνουν να μεταφέρουν στην οθόνη την τριλογία των βιβλίων επιστημονικής φαντασίας του Liu Cixin, του πρώτου συγγραφέα από την Ασία που κέρδισε το βραβείο Hugo

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Ντέιβιντ Μπένιοφ ήταν ένας Αμερικανός φοιτητής που έκανε μεταπτυχιακό στην αγγλική λογοτεχνία στο Τρίνιτι Κόλετζ του Δουβλίνου. Εκεί γνώρισε έναν συμπατριώτη του συμφοιτητή, τον Ντάνιελ Γουάις. Η επαγγελματική τους συνεργασία δεν θα ξεκινούσε για τουλάχιστον μία δεκαετία ακόμα, αλλά η φιλία τους ήταν ήδη μία ευτυχής συγκυρία που θα απέδιδε καρπούς αργότερα.

Ο Μπένιοφ επέστρεψε στις ΗΠΑ όπου έκανε στροφή προς τη δημιουργική γραφή με στόχο να γίνει συγγραφέας. Πράγματι, το πρώτο του μυθιστόρημα εκδόθηκε το 2002 με τον τίτλο 25η Ώρα και αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη τομή στην καριέρα του, ιδιαίτερα αφού ο ίδιος το διασκεύασε σε κινηματογραφικό σενάριο που σκηνοθέτησε δύο χρόνια αργότερα ο Σπάικ Λι στο εξαιρετικό φιλμ με τον ίδιο τίτλο, και κάπου εκεί ήταν που άκουσα για πρώτη φορά το όνομά του.

Τα επόμενα χρόνια ο Μπένιοφ στράφηκε αποκλειστικά στη συγγραφή σεναρίων για διάφορα blockbuster του Χόλιγουντ. Η δεύτερη μεγάλη τομή ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και ήταν η συνεργασία του με τον Γουάις σε ένα μεγαλεπήβολο αλλά δύσκολο σχέδιο: τη διασκευή και παραγωγή μίας πανάκριβης τηλεοπτικής σειράς για την HBO βασισμένης στα όχι ιδιαίτερα γνωστά ακόμη μυθιστορήματα φαντασίας του Ρ. Ρ. Μάρτιν, τα οποία όσοι είχαν διαβάσει θεωρούσαν ότι είναι αδύνατον να μεταφερθούν στην οθόνη. Το αποτέλεσμα υπήρξε μία από τις πιο επιτυχημένες τηλεοπτικές παραγωγές όλων των εποχών, αφού το περίφημο Game of Thrones εκτόξευσε το δίδυμο Μπένιοφ-Γουάις στην στρατόσφαιρα και ως ένα βαθμό άλλαξε την ιστορία της σύγχρονης τηλεόρασης.

 

 

Την ίδια εποχή που οι δύο Αμερικανοί συνεργάτες συναντιούνταν για πρώτη φορά ως νεαροί φοιτητές στο Δουβλίνο, στην άλλη πλευρά του πλανήτη ο Κινέζος Liu Cixin είχε ήδη μια καριέρα ως μηχανικός υπολογιστών και είχε ήδη διανύσει τα πρώτα του βήματα στη συγγραφή μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας, κάτι πολύ δύσκολο και καθόλου δημοφιλές στην Κίνα. Ο Σιτσίν, εμπνευσμένος από τα επικά σε εύρος έργα του Τολστόι (ιδιαίτερα τον Πόλεμο και Ειρήνη) και αντίστοιχης επικής φιλοδοξίας έργα επιστημονικής φαντασίας, όπως η Οδύσσεια του Διαστήματος του Άρθουρ Κλαρκ, επιχειρούσε να σφυρηλατήσει σχεδόν μόνος του μία ολόκληρη λογοτεχνική παράδοση που ουσιαστικά δεν υπήρχε στην Κίνα, έχοντας να αντιμετωπίσει το ναρκοπέδιο που λέγεται λογοκρισία από το κομμουνιστικό καθεστώς αλλά και τη διστακτικότητα του αναγνωστικού κοινού της χώρας του.

Περίπου την εποχή που το δίδυμο Μπένιοφ-Γουάις ξεκινούσε το φιλόδοξο έργο της διασκευής του Game of Thrones για την τηλεόραση, δηλαδή γύρω στο 2007, ο Σιτσίν ολοκλήρωνε το πρώτο μυθιστόρημα μιας τριλογίας που θα τον τοποθετούσε στο πάνθεον της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας: ο τίτλος του πρώτου βιβλίου ήταν Το Πρόβλημα των Τριών Σωμάτων. Με την ολοκλήρωση και των άλλων δύο βιβλίων, Το Σκοτεινό Δάσος και Το Τέλος του Θανάτου, η τριλογία μεταφράστηκε στα αγγλικά και οδήγησε τον Σιτσίν στο να γίνει ο πρώτος συγγραφέας από την Ασία που κέρδιζε το βραβείο Hugo, το πλέον έγκυρο λογοτεχνικό βραβείο επιστημονικής φαντασίας. Το όνομα του Σιτσίν το άκουσα για πρώτη φορά διαβάζοντας μία συνέντευξη του προέδρου Ομπάμα σχετικά με τα αγαπημένα του πρόσφατα βιβλία, κάτι που με οδήγησε στο να το αναζητήσω και να εντυπωσιαστώ από την απίστευτη, ανυπέρβλητη φιλοδοξία και τον φιλοσοφικό οραματισμό του Σιτσίν σχετικά με την ίδια τη φύση και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Σπάνιες φορές έχω απολαύσει μυθιστόρημα τόσο, παρά τις χτυπητές του αδυναμίες.

 

 

Άλλωστε, όπως και οι περισσότεροι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας (οι οποίοι δεν φημίζονται για το ότι γράφουν ιδιαίτερα καλά), έτσι και τον Σιτσίν δεν τον διαβάζεις για την κομψότητα της γλώσσας του, την ψυχολογική εμβάθυνση των χαρακτήρων ή τους αφηγηματικούς πειραματισμούς. Ό,τι όμως χάνει εκεί το κερδίζει και με το παραπάνω με τις ιδέες του, τη διασταύρωση επιστήμης, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας και πολιτικής, την κοσμογονία της φαντασίας του, τη φιλοδοξία μίας πραγματικά επικής τελεολογικής αφήγησης που εκτυλίσσεται σε χιλιάδες χρόνια. Το κερδίζει επίσης με μία απίστευτα σύνθετη και ευρηματική πλοκή, μια πλοκή σπάνιας πρωτοτυπίας μπολιασμένη με έννοιες γεμάτες ανεξάντλητες προεκτάσεις και στιγμές συγκινητικής ομορφιάς.

Γιατί αναφέρθηκα με τη σειρά σε αυτούς τους τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους; Μα γιατί αυτοί οι δύο κόσμοι μόλις συναντήθηκαν. Μόλις ολοκληρώθηκε το Game of Thrones, το δίδυμο Μπένιοφ – Γουάις υπέγραψε ένα πολυετές συμβόλαιο με το Netflix αξίας 200 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο πυρήνας αυτής της συνεργασίας ήταν το επόμενο project που είχαν στα σκαριά οι δύο συνεργάτες: για χρόνια επεξεργάζονταν το πώς θα μπορέσουν να μεταφέρουν στην οθόνη την τριλογία του Liu Cixin.

Αυτή η είδηση μου προκάλεσε μεγάλη περιέργεια. Αρχικά για να διαπιστώσω αν μπορεί ποτέ να μεταφερθεί αξιοπρεπώς στην οθόνη ένα τέτοιο είδος λογοτεχνικού έργου. Το δίδυμο Μπένιοφ-Γουάις έχει αποδείξει την ικανότητά του να συνδυάζει την εμπορική απήχηση με ουσιαστικό περιεχόμενο, την έμφυτη δυνατότητα να στήνει μια προσιτά συναρπαστική αφήγηση χωρίς να υποβιβάζει ή να ευτελίζει τα θέματα που θίγει.

 

 

Ένας δεύτερος λόγος της περιέργειάς μου είναι το πώς ακριβώς θα συνδυαστούν αυτοί οι τόσο διαφορετικοί κόσμοι. Από το ελευθέρων ηθών Χόλιγουντ και ιδιαίτερα την πλήρη ελευθερία έκφρασης χωρίς ταμπού που επιτρέπει η HBO, ο Μπένιοφ και ο Γουάις (με την προσθήκη αυτή τη φορά του Αλεξάντερ Γου) πρέπει να συναντηθούν με την κουλτούρα αυτολογοκρισίας και συστολής που επιβάλλεται εδώ και δεκαετίες στους Κινέζους διανοούμενους και καλλιτέχνες. Το μυθιστόρημα (και αντίστοιχα το πρώτο επεισόδιο της σειράς) ξεκινάει με μια δυνατή όσο και φριχτή σκηνή που δείχνει τον τρόμο της πολιτιστικής επανάστασης του Μάο στην Κίνα της περιόδου 1966-76, κάτι που η οικογένεια του Σιτσίν είχε βιώσει.

Όμως ακόμα κι ο Σιτσίν δεν τόλμησε ποτέ να κριτικάρει ανοιχτά το καθεστώς στο Πεκίνο. Σε μια συνέντευξή του μόλις το 2019 είπε ότι η δημοκρατία θα ήταν τραγικό λάθος σε μια χώρα σαν την Κίνα και θα οδηγούσε στην κατάρρευση κάθε είδους συνοχής. Μπορούν λοιπόν αυτοί οι δύο κόσμοι να συνεργαστούν αρμονικά; Φαίνεται δύσκολο, αλλά εδώ έγκειται και η ειρωνεία: ένα από τα επίδικα της μυθιστορηματικής τριλογίας είναι μεταξύ άλλων και η δυνατότητα (ή μη) του ανθρώπινου γένους να συνεργαστεί ως ενιαία οντότητα, υπερβαίνοντας τις διαχωριστικές γραμμές εθνικών συμφερόντων και παραδόσεων, χτίζοντας γέφυρες πάνω από τα χαρακώματα των παγιωμένων αντιλήψεων.

 

 

Ένα επιπλέον εμπόδιο είναι το ίδιο το Netflix που ως πλατφόρμα δίνει προτεραιότητα στην ποσότητα παρά την ποιότητα και δεν συγκρίνεται με το δημιουργικό κουκούλι της HBO. Πώς λοιπόν θα μπορέσει το δίδυμο Μπένιοφ-Γουάις να διασκευάσει αποτελεσματικά, για παράδειγμα το τρίτο μέρος της τριλογίας (αν βεβαίως δοθεί το πράσινο φως για να φτάσει η σειρά μέχρι εκεί), όπου η θεματική του Σιτσίν αγγίζει τα όρια της αφηρημένης ελεγείας για την ίδια την φύση του σύμπαντος; Τουλάχιστον το πρώτο βιβλίο είναι θεωρητικά το πιο βατό για μεταφορά στην οθόνη, καθώς παίζει με τις συμβάσεις του αστυνομικού θρίλερ και της θεωρίας συνωμοσίας, αλλά ακόμα και εκεί, ο Σιτσίν δεν διευκολύνει το έδαφος στον επίδοξο κινηματογραφιστή, εισάγοντας πολύπλοκες και πρωτότυπες έννοιες που με λάθος διαχείριση μπορούν να χάσουν την ποιητικότητά τους και να γελοιοποιηθούν.

Συνεπώς; Ποια είναι η ετυμηγορία; Εκ πρώτης όψεως το αποτέλεσμα μοιάζει άνισο. Οι δημιουργοί της σειράς έχουν πάρει αρκετές ελευθερίες σε σχέση με το πρωτότυπο μυθιστόρημα, έχουν αλλάξει κάποιους χαρακτήρες, απλοποιήσει και εκσυγχρονίσει κάποια σημεία της πλοκής, επιταχύνει τον ρυθμό και διασκευάσει σε μια πιο λάιτ εκδοχή τη συνομιλία μεταξύ προχωρημένης φυσικής, φιλοσοφίας και διεθνούς πολιτικής που αποτελεί την ψυχή του βιβλίου.

 

 

Ως ένα βαθμό έχουν επιτύχει να διατηρήσουν μια συνοχή και να προσφέρουν μια βατή αφήγηση που κλείνει το μάτι σε ένα ευρύ κοινό. Όμως αναμφίβολα έχουν θυσιάσει άλλες πτυχές του μυθιστορήματος προκειμένου να καταφύγουν σε σεναριακές ευκολίες. Οι χαρακτήρες είναι πάρα πολλοί, κάτι που αναγκαστικά καθιστά πολύ δύσκολο το να τους αναπτύξεις επαρκώς καθώς αναγκάζεσαι σε υπερέκταση. Όμως αυτό δεν είναι πρόβλημα των συντελεστών της σειράς αλλά ελάττωμα των βιβλίων. Ο Μπένιοφ το γνωρίζει αυτό και προσπαθεί να αυξήσει τα περιθώρια ταύτισης των χαρακτήρων με το κοινό αλλάζοντας κάποιες εθνικότητες, κάνοντας τους περισσότερους από τους χαρακτήρες να γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά αυτή η ταύτιση επιτυγχάνεται μονάχα εν μέρει.

Επίσης είναι λάθος ο περιορισμός των επεισοδίων του πρώτου κύκλου σε μόλις οκτώ, αριθμός που δεν αρκεί για να προσδώσει την απαραίτητη αφηγηματική ένταση σε μια πολύ πλούσια και σύνθετη πλοκή. Σκεφτείτε ότι σε μια κινέζικη τηλεοπτική διασκευή του πρώτου μυθιστορήματος της τριλογίας ο πρώτος κύκλος αριθμούσε 30 επεισόδια! Αλλά αν ο στόχος ήταν να αποδειχθεί για μία ακόμη φορά ότι είναι δυνατόν να μεταφερθεί στην οθόνη ένα βιβλίο που θεωρητικά δείχνει ότι αντιστέκεται σε κάθε μορφή διασκευής, τότε ναι, το εγχείρημα είναι επιτυχημένο.

Αν όμως το ερώτημα είναι κατά πόσο η τηλεοπτική μεταφορά καταφέρνει να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων και των ερωτημάτων που εγείρει το πρώτο αυτό μυθιστόρημα της τριλογίας, τότε η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Ευτυχώς για τους συντελεστές έχουν άλλα δύο βιβλία μπροστά τους για να βελτιωθούν. Γιατί αξίζει τον κόπο.  

 

tags / Netflix

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.