Τα φώτα της πόλης

Η αστική φωτογραφία ανα/αποκαλύπτει τη Θεσσαλονίκη

The task I’m trying to achieve above all is to make you see, D. W. Griffith

Γύρω στα 1826, ο Γάλλος εφευρέτης Joseph Nicéphore Niépce στέκεται στο παράθυρό του στο Le Gras και με τη βοήθεια μιας camera obscura αιχμαλωτίζει τη θέα που ανοίγεται μπροστά του. Μια θολή σύνθεση σκεπών σε εξοχικό background αποτελεί τη -θεωρούμενη ως- παλαιότερη σωζόμενη φωτογραφία και ταυτόχρονα το πρώτο στιγμιότυπο του εξακολουθητικού έρωτα ανάμεσα στο φακό και στην πόλη.

Είναι οι αρχές του 19ου αιώνα και η ανθρωπότητα μαθαίνει να ορά και να οράται από την αρχή μέσα από το καινούργιο μηχανικό της μάτι. Οι διάφορες πρόδρομες εκδοχές της φωτογραφικής μηχανής στρέφουν το βλέμμα στο περιβάλλον αστικό τοπίο, κλέβουν το φως του και το επανεγγράφουν με τη μορφή νέων τρόπων θέασης, νέων όψεων και οπτικών. Μέχρι τα τέλη του αιώνα, με την ολοένα αυξανόμενη φορητότητα και διαθεσιμότητα των φωτογραφικών μηχανών, η flânerie της λογοτεχνίας και των εικαστικών θα έχει αποκτήσει τη φωτογραφική εκδοχή της. Οι σκαπανείς φωτογράφοι περιδιαβαίνουν την πόλη και ανιχνεύουν τη διάδρασή της με πρόσωπα και σώματα.

Η παράδοση που ξεκινά διστακτικά με την εξερεύνηση της πόλης ως τρόπου εξερεύνησης των δυνατοτήτων του φωτογραφικού μέσου θα εξελιχθεί στα δημοφιλή είδη της αστικής φωτογραφίας και της φωτογραφίας δρόμου, με αποκορύφωμα τα κινηματογραφικά city symphonies.

Παράλληλα με την καταγραφή του οικείου, η φωτογραφία θα επιτρέψει και τη χαρτογράφηση του εξωτικού από περιηγητές που μεταφέρουν τη flânerie τους εκτός συνόρων. Ένας από αυτούς, κάπου στα 1870, θα τραβήξει την παλαιότερη φωτογραφία της Θεσσαλονίκης που έχει εκτεθεί δημόσια. Η φωτογραφία, που αποτέλεσε την καρδιά της έκθεσης «Η Δύση της Ανατολής» στο ΜΙΕΤ, καταγράφει την πανοραμική θέα μιας μακρινής Θεσσαλονίκης από τη θάλασσα, και μας καλεί να προσέξουμε και να εντοπίσουμε τα γνώριμά της σημεία.

Παραδόξως, στην ίδια ακριβώς διαδικασία προσοχής και εντοπισμού μάς βάζουν και οι σύγχρονοι αστεοδίφες φωτογράφοι. Ερασιτέχνες ή επαγγελματίες, πεζοί ή ποδηλάτες, θα τους συναντήσεις διάσπαρτους στην πόλη, όλο και περισσότερους. Στο Λιμάνι, στο Βαρδάρη, στα Κάστρα, στην Παραλία, ανταλλάσσουν το χρόνο τους με νέα βλέμματα. Είναι κι αυτοί εξερευνητές, όχι όμως πια -μόνο- των φωτογραφικών τεχνικών, αλλά και της ίδιας της πόλης. Η δική τους ασκητική του βλέμματος αποκαλύπτει στους υπόλοιπους την ποιητική της καθημερινότητας, την ομορφιά μιας πόλης που κρύβεται σε κοινή θέα. 

Κάποια από τα μέλη αυτής της νέας αστικής φυλής είχαν «εξεταστική» το περασμένο Σάββατο. Στο πλαίσιο του 7ου Photoday που συνδιοργανώθηκε από τη Stereosis και την Parallaxi, 92 επαγγελματίες και ερασιτέχνες φωτογράφοι της πόλης έλαβαν μέρος σε μια ιδιόμορφη διαγωνιστική γιορτή. Ένα φιλμάκι 12 στάσεων, 12 θέματα, 12 ώρες. Τους ζητήθηκε να εικονοποιήσουν την κρίση, την αγάπη, την ελπίδα, και ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα, το αγαπημένο τους σημείο στην πόλη.

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Παυλίδης

Παρά τη σε αρκετές περιπτώσεις ελεύθερη ανάγνωση του θέματος, υπήρξαν άλλες τόσες που αποτύπωσαν την αόρατη πόλη και μας έβαλαν στην ίδια εκείνη διαδικασία εντοπισμού σημείων και οπτικών γωνιών, σαν να έπρεπε να ξαναδιαβάσουμε τη φωτογραφία του 1870 ή εκείνες τις ταινίες που γυρίζονταν σωρηδόν στη Θεσσαλονίκη τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με σκοπό την προβολή της πόλης για λογαριασμό του ΕΟΤ και της ΔΕΘ.

Λίγο καιρό πριν, στην ομιλία του Δανού αρχιτέκτονα Jan Gehl στην πόλη, μια νεαρή κοπέλα που συστήθηκε ως πολιτικός μηχανικός τού έθεσε μια περίεργη ερώτηση: «Τι μπορούμε να κάνουμε για να βελτιώσουμε την όψη της Θεσσαλονίκης που είναι μια άσχημη πόλη;». Σκέφτηκα ότι μάλλον είναι ξένη. Δεν ήταν. Άσχημη πόλη η Θεσσαλονίκη;

Άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως δεν αρκεί να ζεις εδώ για να μην είσαι ξένος. Μήπως τα προβλήματα και η όντως υπαρκτή κατά τόπους ασχήμια έχουν απευαισθητοποιήσει το βλέμμα μας. Μήπως τα μάτια ημών των πολλών δεν είναι ασκημένα να βλέπουν, δεν έχουν μάθει να προσέχουν, μήπως κάποιες φορές είναι τα βλέμματα που είναι θολά και δεν μπορούν να διακρίνουν τις λεπτομέρειες, και όχι τα κάδρα. Μήπως σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτό που χρειάζεται να κάνεις είναι να ασκηθείς παρατηρώντας προσεκτικά τους τρόπους οράν των ήδη ασκημένων, και έτσι σιγά-σιγά, να μάθεις ο ίδιος να προσέχεις τα μέρη στα οποία πέφτει το φως, και να ανακαλύπτεις την ομορφιά που αποκτά κάτι όταν πέφτει φως πάνω του. Μήπως στον ορισμό του Flusser* για το φωτογράφο -«φωτογράφος είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί να εναποθέτει σε εικόνες πληροφορίες που δεν προβλέπονται από το πρόγραμμα της κάμερας»- θα πρέπει να προσθέσουμε και το «από το γενικά προγραμματισμένο για την ασχήμια βλέμμα μας».

Εδώ και λίγες μέρες πραγματοποιείται στην πόλη ένα τέτοιο ακριβώς πείραμα: Μπορεί το φως να μας κάνει να δούμε τη Θεσσαλονίκη Αλλιώς; Η πρόσφατη φωτιστική εγκατάσταση της ομάδας εικαστικού φωτισμού Beforelight με τίτλο «Oh my CAD!» στήνει γέφυρες φωτός σε έναν παλιό, μέχρι πρότινος ξεχασμένο, αλλά πρόσφατα ανανεωμένο λόγω πεζοδρόμησης, δρόμο, στην οδό Φιλικής Εταιρείας, που αποτελεί το φυσικό κάδρο του Λευκού Πύργου. Η εγκατάσταση μετρά τις διαστάσεις του πιο γνωστού μνημείου της πόλης και τεστάρει τις αστικές εγκυκλοπαιδικές μας γνώσεις.

Φωτογραφία: Θανάσης Σταθόπουλος

Αρκεί λοιπόν να βλέπουμε την πόλη μέσα από τα μάτια/φώτα των άλλων; «Το να θαυμάζουμε τη μέσω φωτογραφίας αναπαραγωγή ενός πρωτότυπου που τα μάτια μας δεν έμαθαν ν’ αγαπούν… δεν αποτελεί… παρά ματαιοδοξία» μας λέει ο Bazin.** Γιατί αυτή η αγάπη του βλέμματος είναι και αυτή που φανερώνει τη σχέση σου με αυτό που φωτογραφίζεις, με τα μάτια σου ή την κάμερά σου. Είσαι δικός του ή είσαι ξένος;

Μόνο να δανειζόμασταν το γεμάτο αγάπη βλέμμα των αστικών φωτογράφων… Τότε θα μπορούσαμε ίσως, μαθαίνοντας να βλέπουμε από την αρχή αυτή την πόλη, να τη δούμε με αγάπη. Σαν την αγάπη του Charlie Chaplin που κάνει τη Virginia Cherrill να βρει το φως της στο τέλος του City Lights.

* Vilém Flusser, Προς μία φιλοσοφία της φωτογραφίας, μτφρ. Ingo Duennbier – Ηρακλής Παπαϊωάννου, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης/University Studio Press, 1998.

** Αντρέ Μπαζέν, «Τι είναι ο κινηματογράφος» Ι, μτφρ. Κώστας Σφήκας, εκδ. Αιγόκερως, 1988.

*** Φως στη γραφή αυτού του κειμένου έδωσε το βιβλίο «Τα νοήματα της Φωτογραφίας», Γρηγόρης Πασχαλίδης, University Studio Press, 2012.

Η κεντρική φωτογραφία του άρθρου ανήκει στην Αναστασία Δεληγιάννη, τη νικήτρια του Photoday στη κατηγορία με θέμα: “Το αγαπημένο μου σημείο στην πόλη”.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.