«Ράδιο Μετρονόμ» του Αλεξάντρου Μπελκ: Το σωστό και το λάθος

Το ρομαντικό και το συνειδησιακό απόθεμα

Ο τόπος είναι το Βουκουρέστι, ο χρόνος οι τελευταίοι μήνες του 1972. Κορίτσι περιμένει αγόρι μπροστά από μνημεία και αγάλματα ηρώων. Αγόρι έρχεται, φιλιούνται, μετά χωρίζουν με κλάματα. Είναι κι οι δυο τους στην τελευταία τάξη του Λυκείου. Δεν είναι ότι δεν τη θέλει πια, είναι ότι μετά το τέλος του σχολείου θα φύγει για τη Γερμανία. Το ήξερε όμως ότι θα συνέβαινε, γιατί κάνει έτσι τώρα που της το ανακοίνωσε ως οριστικό; Εκείνη λέει στην κολλητή της ότι θέλει να μάθει αν την αγαπάει. Όλοι αυτό δεν θέλουμε να μάθουμε; 

Οι πρώτοι εφηβικοί έρωτες, ο πρώτος μεγάλος έρωτας, ο συμμαθητής και η συμμαθήτρια, η επικράτεια του απόλυτου ρομαντισμού. Η επικράτεια του απόλυτου ρομαντισμού μεν, αλλά και ενός έρωτα που κυριαρχεί μόνος του, χωρίς πραγματικές προηγούμενες εμπειρίες, χωρίς πραγματική σύγκριση με ανάλογα συναισθήματα, χωρίς πραγματική στάθμιση χαρακτήρων και έλξεων, ίσως χωρίς τελικά και πραγματική επιλογή, ίσως; είναι απλώς η κατάλληλη εποχή για την άνθιση του συγκεκριμένου συναισθήματος, ίσως ο άλλος ή η άλλη είναι απλώς ένας από τους ελάχιστους αληθινούς υποψήφιους για ταίρι σου λόγω της καθημερινής συναναστροφής σας, είσαι έτοιμος και έτοιμη να μπεις με τα μούτρα μέσα σε κάτι που όλα μέσα του είναι μαγικά. Μπαίνεις με τα μούτρα γιατί έχεις όλο αυτό το ρομαντικό απόθεμα μέσα σου. Απόθεμα από το οποίο θα αρχίσεις μετά να παίρνεις μια ζωή και να βαίνει διαρκώς μειούμενο, αλλά τώρα είναι ακόμα η αρχή, τώρα είναι όλα εκθαμβωτικά και κυριολεκτικά πρωτόγνωρα.

Σπεύδω να εξηγηθώ, για να μην παραπλανήσω κανέναν ή να μη νομίσει κανείς ότι είδα άλλη ταινία: όχι, στο «Ράδιο Μετρονόμ» δεν θα παρακολουθήσουμε την ιστορία ενός μεγάλου νεανικού έρωτα, αλλά την ιστορία μιας διπλής ενηλικίωσης, την ιστορία της Άννα, τη σχέση της με ένα αγόρι αλλά και με ένα πολιτικό σύστημα, την ιστορία της που ενώ στο ένα σκέλος της θα μπορούσε να είναι οικουμενική και διαχρονική, έρχεται το δεύτερο σκέλος με την ιστορική του ιδιαιτερότητα και προσδιορίζει, καθορίζει και μετατρέπει τη δυναμική και του πρώτου. 

Η κολλητή της κάνει ένα μικρό απογευματινό πάρτι σπίτι της. Οι γονείς της λείπουν και η έλλειψη γονεϊκής επίβλεψης είναι μια πρώτης τάξης αφορμή για ασκήσεις ελευθερίας, για ασκήσεις αυτοδιάθεσης, για ασκήσεις νιάτων. Οι γονείς της Άννα δεν λείπουν όμως και για να μπορέσει να πάει στο πάρτι πρέπει να κάνει μια μικρή εξέγερση, μια άσκηση στην ανυπακοή και στην υπερπήδηση εμποδίων. Να ξεπεράσει ένα όχι. Οι γονείς, η πρώτη εξουσία. Και η ύπαρξη Πατριαρχίας δεν εμπόδισε ποτέ την ύπαρξη φαινομένων όπου η μητέρα είναι το αφεντικό στις αποφάσεις του σπιτιού, στις αποφάσεις που αφορούν την οικογένεια και το παιδί. Βασικά ίσως δεν αποτελεί καν εξαίρεση αυτό, αλλά συστατικό της στοιχείο, ωστόσο πρόκειται για ξεχωριστή κουβέντα.

Λίγα παιδιά στα όρια της τυπικής ενηλικίωσης, τώρα στα πρόθυρα και της μεταφορικής. Ένας ραδιοφωνικός σταθμός εκτός Ρουμανίας, ένας Ρουμάνος ραδιοφωνικός παραγωγός εκτός Ρουμανίας. Τα παιδιά τον ακούν με λατρεία. Ακούν τον ίδιο, ακούν δίσκους, ακούν τη ροκ και ποπ μουσική της εποχής, που διανύει άλλωστε την χρυσή της περίοδο. Η επαφή με την ροκ μουσική, ένας άλλος κόσμος. Όχι μόνο μουσικά. Και πολιτιστικά. Αν οι νέοι στη Δύση εκείνη την εποχή είναι ξετρελαμένοι και για τη μουσική και για ό,τι πολιτιστικά κουβαλά μαζί της και για την όποια «επανάσταση» εντός πολλών εισαγωγικών φέρει, για τους νέους στη Ρουμανία το να την ακούν είναι δυο φορές πιο ζωτικό και πιο ταυτοτικό αλλά τελικά και πιο επαναστατικό, ακριβώς γιατί είναι απαγορευμένο. Τουλάχιστον όταν γίνεται από ξένους σταθμούς. 

Αν όλοι οι έφηβοι θέλουν να τα βάλουν με την τάξη των πραγμάτων, με την κοινωνία, τους γονείς τους και τους δασκάλους τους και την εξουσία που αντιπροσωπεύουν, σε αυταρχικά και ανελεύθερα καθεστώτα η πίστα δυσκολίας είναι άλλη και οι συνέπειες του συμβολικού στασιασμού δυνητικά δυσανάλογα βαριές. Και μπορεί όντως πουθενά στις χώρες του ανατολικού μπλοκ η ελευθερία να μην ήταν το φόρτε τους και μπορεί εκεί που πήγε να γίνει κάτι διαφορετικό όπως στην Τσεχοσλοβακία με την Άνοιξη της Πράγας να καταπνίγηκε με τανκς, αλλά η Ρουμανία του Τσαουσέσκου ήταν και μάλλον στην κορυφή της καταπιεστικής κατάταξης. 

Η Άννα θα κληθεί λοιπόν να ενηλικιωθεί σε δύο τομείς. Πρέπει να πάρει μια απόφαση πολιτικής υφής, για την ακρίβεια μια απόφαση προσωπικής στάσης με πολιτική υφή, αλλά πρέπει να πάρει και μια απόφαση για το πώς θα τοποθετηθεί απέναντι στο φίλο της, πώς θα τοποθετηθεί στο ερωτικό πεδίο. Υπάρχει λοιπόν μια πολιτική επιλογή που πρέπει να κάνει. Ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος; Αν υποκύψει στις εντονότατες πιέσεις και εκβιασμούς, αν συνθηκολογήσει, αν πάει κόντρα στη συνείδησή της ή απλά σε αυτό που της φαίνεται χωρίς πολλά – πολλά σωστό, αν τα κάνει όλα αυτά για να ωφεληθεί, έστω και με την έννοια του να μη βλαφθεί και να μη συντριβεί, δεν θα είναι κάτι κατανοητό μεν, επιλήψιμο δε; Όπως ο έρωτας έτσι και η διάκριση σωστού – λάθους είναι μεγέθη πολύ πιο κοντά στο απόλυτο όταν είσαι τόσο νέος. Όπως ξεκινάς με απόθεμα ερωτικού δυναμικού έτσι ξεκινάς και με απόθεμα συνειδησιακού (ηθικού, αξιακού) δυναμικού. 

Υπάρχει μια ατάκα στο «Οπενχάιμερ» όπου η Κίτι λέει ότι η ιδεολογία έκανε τον πρώην άντρα της να σκοτωθεί για το τίποτα. Ο Οπενχάιμερ της λέει μα είναι δυνατόν να αποκαλείς τίποτα τον ισπανικό εμφύλιο; Και εκείνη του απαντά ότι το μόνο που τελικά κατάφερε πεθαίνοντας, ήταν να σταθεί και να εμποδίσει με το σώμα του μια ακόμη φασιστική σφαίρα να καταλήξει σε κάποιο αμμόλακκο. Πολύ απλουστευτική θεώρηση των πραγμάτων, της λέει. Απλά πραγματιστική, του απαντάει. Να θυσιάζεις τη μία και μόνη ζωή που έχεις, με μεγάλο κόστος για τους δικούς σου ανθρώπους που επιζούν, στο όνομα ενός ιδανικού. Ή, στην περίπτωση της Άννας, ούτε καν ενός ιδεολογικού ιδανικού, απλά μιας αυτόματης εσωτερικής πεποίθησης για το τι είναι σωστό και τι λάθος. 

Γιατί αναφέρω όμως την ατάκα από το Οπενχάιμερ; Ίσως επειδή, όπως οι άνθρωποι μιας μεγαλύτερης ηλικίας και κάποιων περισσότερων δεκαετιών στην καμπούρα μας, μπορούμε να βλέπουμε έναν σχολικό έρωτα με κάποια συγκατάβαση και κάποιον πατερναλισμό και με κάπως αφ’ υψηλού βλέμμα, ταυτόχρονα όμως ζηλεύοντας και γουστάροντας την καθαρότητά του, έτσι μπορούμε να δούμε τις δύο πλευρές του επιχειρήματος και στην περίπτωση του διλήμματος ανάμεσα στο συνειδησιακό σωστό και λάθος, χωρίς να είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσά στην μία ή στην άλλη απόφαση τόσο σαφής. Η πιθανότητα δηλαδή της επιλογής να υποκύψεις στις πιέσεις για να σώσεις το μέλλον σου, της επιλογής να υποκύψεις στον εκβιασμό για να μη χαντακώσεις τη ζωή σου, δεν μοιάζει τόσο αυτονόητα κατακριτέα.

Ο Αλεξάντρου Μπελκ συνεχίζει τη γονιμότατη παράδοση του νέου κύματος του σύγχρονου Ρουμάνικου κινηματογράφου, αλλά η ταινία του στο πολιτικό της σκέλος μοιάζει περισσότερο καταγγελτική παρά σύνθετη. Ο κακός εδώ (η Σεκιουριτάτε, το καθεστώς Τσαουσέσκου) είναι απόλυτος (και δεν λέω ότι δεν είναι, λέω ότι η απολυτότητά του στερεί ίσως δραματουργική δύναμη από την ταινία). Το δίλημμα της ηρωίδας στο πολιτικό επίπεδο -όποια απόφαση κι αν πάρει κι όπως κι αν την κρίνουμε όσοι είμαστε μεγαλύτεροι με βάση το συλλογισμό που ανέπτυξα στην προηγούμενη παράγραφο- είναι ένα δίλημμα ξεκάθαρα εκβιαστικό, ένα δίλημμα που ξεκάθαρα προκύπτει από ένα εντελώς καταπιεστικό καθεστώς.

Επίσης και συνολικά το σενάριο μοιάζει αρκετά μη σύνθετο, αρκετά στοιχειώδες, αρκετά προγραμματισμένο να οδηγήσει τα πράγματα σε μια βασική σύγκρουση. Όσο για τη σκηνοθεσία, παρά τη βράβευση στο «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του φεστιβάλ Καννών του 2022, είναι επίσης αρκετά συμβατική για τα γούστα μου. Ωστόσο σε επιμέρους τμήματα της ταινίας επιτυγχάνεται η αποτύπωση μιας αξιοσημείωτης ατμόσφαιρας: εν μέρει στα ανακριτήρια της Σεκιουριτάτε και ακόμα περισσότερο στις σκηνές του πάρτι των νέων καθώς χορεύουν (που δεν μπορούν μεν να συγκριθούν με το “Lovers Rock” του “Small Axe” του Στιβ ΜακΚουίν, αλλά πάντως έχουν κάτι από την αύρα του). 

Στον ρόλο της Άννα, η νεoεμφανιζόμενη Μάρα Μπουγκαρίν είναι πολύ καλή και λίγο το καρέ μαλλί της, λίγο ο τρόπος που κινηματογραφούνται οι ερωτικές σκηνές, μου θύμισε την Ιρέν Ζακόμπ στη «Διπλή Ζωή της Βερόνικα». Στον ρόλο του ανακριτή, σταθερή και στιβαρή και συνήθως ένστολη φιγούρα του ρουμάνικου κινηματογράφου ο Βλαντ Ιβάνωφ.

Και για να μην αδικώ την ταινία: ό,τι μοιάζει αρκετά μονοσήμαντο στο επίπεδο της πολιτικής καταγγελίας, αποκτά πλούτο στο επίπεδο της προσωπικής σχέσης. Αν μη τι άλλο οι αποφάσεις με τις οποίες η Άννα θα οδηγηθεί στην ενηλικίωσή της δίνουν τροφή για σκέψη και συζήτηση.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.