Πολυτεχνείο: Η χοντρή νευρικιά

...Και κυκλοφορούν ανύποπτα

Λέξεις που πληγώνουν, που στιγματίζουν, που αναπαράγουν διακρίσεις, προκατάληψη, βία: χοντρός – χοντρή – χοντρ@. Mέσα δεκαετίας ογδόντα, όταν και γράφτηκαν σε στίχους τραγουδιών, την κοινωνία διέτρεχαν άλλες αντιλήψεις, φουλ κακοποιητικές, έστω και εν αγνοία της. Αλλά το επιχείρημα περί άγνοιας δεν έχει θέση πια. Η άγνοια έδωσε τη θέση της στη γνώση κι η αμεριμνησία (που οδηγούσε στην αναισθησία) στην ενσυναίσθηση.

Δεν είναι πια χοντρή. Όχι γιατί ντε και καλά αδυνάτισε. Μπορεί να πήρε κι άλλα κιλά. Κι αν πήρε μπράβο της, σώμα της, λογαριασμό δεν θα σου δώσει, κάνε κουμάντο και σχολίασε το δικό σου. Αλλά γιατί δεν μπορεί να την περιγράψει η συγκεκριμένη λέξη πια. Δεν είναι χοντρή πλέον, είναι σκέτη νευρικιά. Προς το υστέρω κάπως. Ημιψυχιατρικοποίηση κάπως. Μισογυνισμός. Ξαφνική ρελάνς με αποκάλυψη ότι στην πραγματικότητα ο στίχος περιέγραφε πασίγνωστο άντρα. Μπάχαλο. 

Συμπληρώσαμε ακριβώς μισό αιώνα από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μισό αιώνα κατά τον οποίο τα μπάχαλα βρήκαν προνομιακό πεδίο έκφρασης εντός και τριγύρω του Πολυτεχνείου. Η Μεταπολίτευση χτίστηκε πάνω σε εξεγερτικούς μύθους που δυστυχώς νομιμοποίησαν και έδειξαν απεριόριστη ανοχή σε αυτή την κατάσταση, με αποτέλεσμα ελάχιστους μόνο νεκρούς από αστυνομική βία σε επετείους για το Πολυτεχνείο, τον Ιάκωβο Κουμή και τη Σταματίνα Κανελλοπούλου το 1980, τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά το 1985. Τα 15 και τα 16 είναι μια ηλικία που προτιμά η Ελληνική Αστυνομία, όπως έδειξε και η περίπτωση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008. Η ανηλικότητα είναι συνολικά προτιμητέα, ειδικά αν πρόκειται για περιπτώσεις Ρομά, μετράμε έναν νεκρό κάθε χρόνο τα τρία τελευταία χρόνια, Νίκος Σαμπάνης, Κώστας Φραγκούλης, Χρήστος Μιχαλόπουλος. Αλλά τουλάχιστον κανείς δεν τους λέει γύφτους ή τσιγγάνους πια. Ούτε καν χοντρούς.   

Πάμε στον Άδωνι για καφέ, που πηγαίνουν ακρό – δεξιοί και αράζουνε κι ο αρχηγός της νεολαίας ΕΠΕΝ. Κι όλα μοιάζουν ένα τίποτα και κυκλοφορούν ανύποπτα. Αν κάτι έχει πλάκα (μπορεί βέβαια και όχι, όπως το πάρει κανείς) είναι αυτή η σύμπτωση, όπου η επέτειος των πενήντα ετών του Πολυτεχνείου, δεν βρίσκει απλώς ολοκληρωτικά κυρίαρχη τη ΝΔ (γεγονός που από μόνο του είναι εντελώς οκ και εντελώς δημοκρατικό, ό,τι ενστάσεις κι αν έχει κανείς για επιμέρους θέματα δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος και των θεσμών του, όπως π.χ. το ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών ενάμιση χρόνο μετά το ξέσπασμα του παραμένει σκοτεινότατο και κάθε άλλο παρά εκκαθαρισμένο), δεν βρίσκει μόνο τη Βουλή γεμάτη όλων των εκδοχών και των αποχρώσεων δεξιότερα της δεξιάς κόμματα και κομματίδια, αλλά βρίσκει και τα δύο άλλα κόμματα που κυβέρνησαν στη Μεταπολίτευση εκτός της Νέας Δημοκρατίας σε κατάσταση ημιλιπόθυμη.

Κι αν το μεν ΠΑΣΟΚ προσπαθεί κάπως να ανακάμψει μετά από έτη στρατηγικής ήττας, οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ είναι παντελώς αποκαρδιωτικές, όχι τόσο επειδή επικράτησε η μια πλευρά ή αποχώρησε η άλλη -η μία από τις διάφορες άλλες εν πάση περιπτώσει-, όσο επειδή είναι ξαφνικά σαν να είχαν συσσωρευθεί μαζεμένα όλα τα κακά του πολιτικού συστήματος στο συγκεκριμένο κόμμα και δη ως εκφραστή της συγκεκριμένης ευρύτερης ιδεολογίας. Ενδεχομένως να πω κάτι αντιδημοφιλές τώρα που όλοι εντός τρώγονται με όλους εντός, ενώ οι αντίπαλοι παρακολουθούν τρώγοντας ηδονικά ποπ κορν, αλλά ό,τι κι αν έγινε κι όποια κι αν ήταν η κατάληξη, τα χρόνια που κυβέρνησε ή επιχείρησε να κυβερνήσει ένα κόμμα της Αριστεράς δεν είναι χρόνια για τα οποία οφείλει να απολογηθεί συνολικά κανείς, είναι χρόνια για τα οποία παρόλα όσα στραβά έγιναν μπορεί κανείς να αισθάνεται τηρουμένων όλων των αναλογιών -και πάντως συγκριτικά με τα προηγούμενα και τα επόμενα όσων άλλων κυβέρνησαν- μάλλον καλά. 

Αλλά χάσαμε. Αλλά την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Ο καθένας από εμάς μόνο ενστάσεις μπορεί να εγείρει, ενστάσεις καταδικασμένες να διαβαστούν και να ξεχαστούν. Τουλάχιστον η Δημοκρατία ως πολίτευμα, με όσα βαρίδια κι αν έχει, όσο ημιτελής κι αν είναι, με όσους αστερίσκους κι αν είναι φορτωμένη, ανήκει κι αυτή στους νικητές. Κι αυτό καθόλου αμελητέο δεν είναι. Το Πολυτεχνείο τιμήθηκε και ξανατιμήθηκε και ξανατιμήθηκε. Αλλά είναι και αρκετά σαφές μάλλον ότι πάρα πολλοί θα προτιμούσαν η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία να είχε άλλους ιδρυτικούς μύθους. Και είναι περισσότερο από σαφές ότι τιμήθηκε περισσότερο στον τύπο του απ’ ό,τι στην ουσία του. 

Για να φτάσουμε στο σήμερα, όπου το Πολυτεχνείο είναι μια χοντρή νευρικιά που κοιτάζει τους θαμώνες δίπλα της στο καφενείο της Βουλής κι αναρωτιέται πώς μπορεί να χωρέσει μια δημοκρατία τόσες διαφορετικές εκδοχές ανθρώπων, οι οποίοι αν ζούσαν στις 17 Νοεμβρίου του 1973 θα ήταν με τα τανκς. 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.