Φέτος το 43ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας ήταν κάτι σαν το γαλατικό χωριό. Από τις ελάχιστες διοργανώσεις που πραγματοποιήθηκαν ζωντανά, ενάντια σε όλα τα προγνωστικά κι από τις τελευταίες, ίσως, ανοικτές διοργανώσεις της σεζόν. Κατόρθωσε να είναι πιστό στο ετήσιο ραντεβού του στη Δράμα, έστω και με λιγότερο κόσμο από την Αθήνα και κανέναν από το εξωτερικό. Έκανε την ανάγκη φιλότιμο και αξιοποίησε εναλλακτικούς ανοικτούς χώρους που έγιναν τα καινούρια αγαπημένα στέκια, όπως ο θερινός κινηματογράφος Αλέξανδρος. Δημιούργησε μια πολύ λειτουργική πλατφόρμα πρόσβασης σε όλους, για όλες τις ταινίες καθ’ όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ, με εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες και προχώρησε σε πλήρη ψηφιοποίηση του Pitching Lab γι’ αυτή τη χρονιά.
Πιστεύω πως ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Γιάννης Σακαρίδης, που ανέλαβε μόλις λίγους μήνες πριν, μετά την πρόωρη απώλεια του Αντώνη Παπαδόπουλου, το κέρδισε το πρώτο στοίχημα. Κινήθηκε γρήγορα και αποτελεσματικά, κάτω από διαρκώς μεταβαλλόμενες και επιδεινούμενες συνθήκες του covid-19, έδειξε ευελιξία και τόλμη ρισκάροντας τη φυσική διεξαγωγή του φεστιβάλ, στράφηκε σε εναλλακτικές και πρόσθετες λύσεις, εισήγαγε καινοτομίες, πρόλαβε να δώσει πολύ γρήγορα ένα πρώτο στίγμα, δημιούργησε ένα νέο διεθνές σπουδαστικό διαγωνιστικό τμήμα και ταυτόχρονα εμπιστεύτηκε νέους και ικανούς ανθρώπους ως head programmers (Μανώλης Μελισσουργός, Θανάσης Νεοφώτιστος) και μέλη προκριματικής επιτροπής, προκειμένου να βγει ένα καλό φεστιβαλικό πρόγραμμα.
Πολλοί οι νέοι δημιουργοί στο φετινό φεστιβάλ, με καλές δουλειές και έντονη τη γυναικεία παρουσία. Φέτος, το πρόγραμμα περιελάμβανε περίπου τις μισές ταινίες απ’ ό,τι άλλες χρονιές. Μια αυστηρότερη επιλογή που είχε ως αποτέλεσμα ένα πιο σφιχτό πρόγραμμα, μεγαλύτερων απαιτήσεων και προδιαγραφών, ποιοτικά πολύ πιο αναβαθμισμένο, που δημιουργούσε ευχάριστα διλήμματα και εκπλήξεις. Δεν είδαμε φέτος ερασιτεχνικές ούτε προχειροφτιαγμένες ταινίες, δεν είδαμε κάτι που δεν στεκόταν ή που μας θύμωνε. Είδαμε στη μεγάλη πλειοψηφία τους ολοκληρωμένες, επαγγελματικές δουλειές νέων, κατά κύριο λόγο, δημιουργών που μπορούν να διηγηθούν, χωρίς φλυαρία και σοβαροφάνεια, με χιούμορ και ειλικρίνεια, μια ιστορία που σπαρταράει και αφουγκράζεται όχι μόνο την εποχή αλλά και το τι σημαίνει αυτή για το μέσα μας. Η θεματολογία; Περιέργως όχι covid, αφού προφανώς δεν είχε προλάβει να αποτυπωθεί σε ταινία, με εξαίρεση το ειδικό πρόγραμμα με 12 ταινίες από το ΕΝΤΕR του Ιδρύματος Ωνάση, αφιερωμένο σε ταινίες που γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας.
Δεν είναι όμως τυχαίο ότι το βραβείο κοινού στο Εθνικό Διαγωνιστικό το πήρε η μόνη ταινία που ακουμπούσε το θέμα, το “Antivirus” της Αναστασίας Σίμα. Λογικά του χρόνου ο covid και η καραντίνα θα είναι το στοιχείο του φεστιβάλ. Φέτος, τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό, κυριαρχούσαν οι ανθρώπινες σχέσεις και ιδιαίτερα έντονη ήταν η αποτύπωση της σχέσης του ανθρώπου με τα ζώα. Σε διαφορετικούς, αλλά καταλυτικούς ρόλους, είδαμε σκυλιά, γάτες, κατσίκες, πρόβατα, παπαγάλους, ψάρια, να συμβολίζουν και να φωτίζουν τις ανθρώπινες αδυναμίες και ένστικτα.
Όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε η επιτροπή του Διεθνούς Διαγωνιστικού στο σκεπτικό της, είναι αγρίως απίθανη η εποχή που ζούμε. Η ανυπόφορη μοναξιά και η τάση φυγής που αυτή δημιουργεί ήταν ένα κοινό στοιχείο των ταινιών, όπως κοινή ήταν και η διαπίστωση ότι έλειψαν οι ουσιαστικά πολιτικές ταινίες – μια ένδειξη απαξίωσης στην απαξιωτική πολιτική που όμως… είναι λύση;
Αυτή τη χρονιά ίσως να ξεχώρισα περισσότερες ελληνικές παρά ξένες ταινίες κι αυτό ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Η “Bella” της Θέλγιας Πετράκη που σάρωσε και τα βραβεία και έφυγε με τον Χρυσό Διόνυσο, με τα eighties και τις παντός είδους ματαιώσεις – πολιτικές, κοινωνικές, προσωπικές. Το «Φυσαρμόνικα Μαν» του Αλέξανδρου Σκούρα, που πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας, με την τρυφερή σχέση πατέρα – κόρης που θίγει το δικαίωμα επικοινωνίας για τον χωρισμένο γονιό. Με πολλά βραβεία επίσης έφυγε από το φεστιβάλ η ταινία “As if underwater” της Ανθής Δαουτάκη.
Η «Βούτα», μια δυνατή ιστορία ενηλικίωσης – και όχι μόνο -που μας συγκίνησε, πήρε το ειδικό βραβείο της κριτικής επιτροπής, βραβείο σεναρίου και διάκριση για τα σκηνικά. Ξεχωρίσαμε επίσης τις ταινίες «Στα βήματά της» (βραβείο Ανθρώπινες Αξίες του τηλεοπτικού σταθμού της Βουλής των Ελλήνων και βραβείο της ΕΤΕΚΤ),
Ο «Πρώτος έρωτας» του Χάρη Ραφτογιάννη, που διαγωνίστηκε στο Διεθνές και απέσπασε εύφημο μνεία ανδρικής ερμηνείας για τον Κωστή Κορωναίο, το “Paschka” του Oltjon Lipe (εύφημος μνεία), το «Τέρμα» του Δημήτρη Μουτσιάκα, το “Goads” της Ίριδας Μπαγλανέα (βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου), το «Ίσκιωμα» του Κώστα Γεραμπίνη, το “Dakar” του Στέλιου Μωραϊτίδη (εύφημος μνεία).
Στη βράβευση ο πρόεδρος της επιτροπής του Εθνικού Διαγωνιστικού, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, ανακοίνωσε τη θέσπιση μιας νέας διάκρισης για ταινίες που σχετίζονται με τη διαφορετικότητα και την αποδοχή της. «Ένα βραβείο που θα απονέμεται κάθε χρόνο, μέχρι να μην υπάρχουν πια άνθρωποι που στερούνται ευκαιρίες για μια ομαλή ζωή και δεν θα είναι αναγκασμένοι να υποφέρουν λόγω της διαφορετικότητάς τους».
Έτσι λοιπόν προέκυψε το βραβείο Drama queer, που απονεμήθηκε στην ταινία “Madonna f64.0”, του Σταύρου Μαρκουλάκη, η οποία καταπιάνεται με το θέμα αλλαγής φύλου και τη μητρότητα. Κάπου εδώ όμως έχω κάποιες ενστάσεις, γιατί όταν θεσπίζεις μια ξεχωριστή κατηγορία βραβείου ανάλογα με τη θεματική κι όχι με το είδος, αυτόματα αποκόβεις αυτό το θέμα από τα υπόλοιπα, το ξεχωρίζεις, τονίζεις τη διαφορετικότητά του.
Διαμαντάκια είδαμε και στο Διεθνές Σπουδαστικό, το νέο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ που φιλοξένησε 22 ταινίες από 19 χώρες, 3 από Ελλάδα. Έγινε μια πολύ καλή επιλογή με head programmer τον Θανάση Νεοφώτιστο και πραγματικά νομίζω ότι εκεί βρισκόταν το πιο ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο κομμάτι του σινεμά. Το Grand Prix Student έλαβε η πανέξυπνη ταινία του Αυστριακού Henning Backhaus “The best orchestra in the world”, ενώ αξίζει να αναφέρουμε την ταινία «Το βάζο» του Κυριάκου Ρόντση, μια πολύ όμορφη ιστορία ενηλικίωσης, που έλαβε το βραβείο κοινού.
Στο Διεθνές Διαγωνιστικό δεν είδα φέτος κάτι που να με συγκλόνισε. Είδα όμως ενδιαφέρουσες, καλογυρισμένες ταινίες, κάποιες από τις οποίες διακρίθηκαν, κάποιες όχι, από την κριτική επιτροπή, η οποία, στην εποχή των ταινιών που μοιάζουν με βίντεο κλιπ ή διαφημιστικά, θέλησε να επιβραβεύσει τη γνήσια κινηματογραφική γλώσσα.
«Προσπαθήσαμε να αναδείξουμε ταινίες που επιχείρησαν να διερευνήσουν τα όρια της κινηματογραφικής γραφής, τιμώντας παράλληλα κι έναν κινηματογράφο με ανθρώπινο πρόσωπο. Όπως θα δείτε, εναγκαλιστήκαμε τις ταινίες που παρ’ όλο που διαχειρίζονται το υπαρξιακό σκοτάδι, αφήνουν μια χαραμάδα φωτός. Μερικές φορές αυτή η χαραμάδα είναι η ίδια η ταινία που λάμπει», ήταν το σκεπτικό της επιτροπής και βάσει αυτού η ισπανοαμερικανική παραγωγή “And she hisses“ της Monica Lek πήρε το Grand Prix 2020.
Μεταξύ των βραβευμένων αξίζει να αναφέρουμε το καταπληκτικό animation film “Portrait of Suzanne” της Izabela Plucinska που πήρε το βραβείο στην κατηγορία animation, “The End of Suffering” της Ζακλίν Λέντζου που απέσπασε το βραβείο FIPRESCI και το ειδικό βραβείο Περιβάλλον και Κλιματική αλλαγή, το “Favourites” του Martin Monk που πήρε την υποψηφιότητα για το EFA Drama 2020, το “Anna” του Dekel Berenson που έλαβε το βραβείο αρτιότερης παραγωγής TV5 Monde ή το “Virago” της Kerli Kirch Schneider με το βραβείο #ThisisEU – Ευρωπαϊκές Αξίες.
Θεωρώ πάντως, ότι όπως μειώθηκε ο αριθμός των ταινιών που προκρίνονται και το αποτέλεσμα ήταν ήδη θεαματικό, έτσι χρειάζεται να μειωθεί και ο αριθμός των εύφημων μνειών και οι τιμητικές διακρίσεις να αναβαθμιστούν σε βραβεία. Οι δημιουργοί έχουν ωριμάσει, κι αν όχι, πρέπει να τους αφήσει κανείς να ωριμάσουν. Είναι αδύνατον σε ένα φεστιβάλ να είναι όλοι ευχαριστημένοι και να τηρούνται πάντα ισορροπίες. Είναι σαν να βάζουμε το φλουρί της βασιλόπιτας στα κομμάτια των παιδιών – το λες και κάπως υποτιμητικό. Αντιθέτως, αυτό που είναι σημαντικό για τους ανθρώπους που κάνουν σινεμά – και ξέρουμε πόσο έχουν πληγεί και πόσο βάζουν από την τσέπη τους για να κάνουν κάτι -, είναι να στηριχτούν. Με χρηματική υποστήριξη, αλλά και με κίνητρα, συνεργασίες και συμπαραγωγές, υποδομή, στρατηγική, μια πολιτική προώθησης του ελληνικού κινηματογράφου εντός και εκτός συνόρων. ‘Καλά τα βραβεία, αλλά να δώσουμε λεφτά, παιδιά! Το ελληνικό σινεμά πεινάει’, είπε χαρακτηριστικά στην τελετή λήξης ο Παύλος Ιορδανόπουλος, ο οποίος διακρίθηκε για την ερμηνεία του στο «Νόημα του Αυγούστου» του Μάνου Παπαδάκη, μιας από τις πολύ καλές ελληνικές ταινίες που διαγωνίστηκαν στο διεθνές τμήμα. Και το παράδειγμά του ακολούθησαν κι άλλοι σκηνοθέτες, που «έδειξαν» προς το αρμόδιο υπουργείο.
Ήταν λοιπόν ένα τολμηρό φεστιβάλ φέτος, αλλά ταυτόχρονα και απολύτως ασφαλές. Όλα και όλοι τηρούσαν τα μέτρα ασφάλειας και υγιεινής, από τις μάσκες του φεστιβάλ μέχρι τις αραιωμένες θέσεις και τις απολυμάνσεις στις αίθουσες ή και τα πούλμαν. Ο θερινός κινηματογράφος Αλέξανδρος και το Drive-in δημιουργούσαν πρόσθετες προδιαγραφές ασφάλειας και αποσυμφόριζαν τους άλλους χώρους, όπως την παραδοσιακή αίθουσα του Ολύμπια.
Μάλιστα ο κινηματογράφος Αλέξανδρος έγινε φέτος η έδρα και των «Αίθριων Λογοτεχνικών Απογευμάτων» που παραδοσιακά επιμελείται ο Παύλος Μεθενίτης, ο οποίος, πάντα πολύ καλά διαβασμένος και εύστοχος, σέβεται και αναδεικνύει τη δουλειά των συγγραφέων, συχνά ακόμα περισσότερο κι απ’ ό,τι μπορούν οι ίδιοι να την αναδείξουν και να τη φωτίσουν. Φέτος, όχι μόνο επισκέπτες του φεστιβάλ, αλλά και ο κόσμος της πόλης, που δεν έχει τόσο συχνά την ευκαιρία να συμμετέχει σε εκδηλώσεις, απόλαυσαν παρουσιάσεις και συζητήσεις με συγγραφείς, αφιερώματα ή και την εισαγωγή στην Κινηματογραφοθεραπεία, με τον Πάβελ Παβλικόφσκι μέσω web και τη θεραπεύτρια Ντενίζ Νικολάκου να μας διαφωτίζει ζωντανά σχετικά με το πώς μιλώντας για ταινίες, ουσιαστικά μιλάς για σένα.
Η Δράμα αυτή τη φορά μου φάνηκε ακόμα πιο φιλόξενη και ο κόσμος της ακόμα πιο παρών, τόσο στις προβολές όσο και στις παράλληλες εκδηλώσεις, σαν να διψούσε για το φεστιβάλ ανάμεσα σε δύο ζόρικες και εσωστρεφείς χρονιές, αυτή που έφυγε και αυτή που έρχεται. Μια πόλη που εξακολουθεί να περιμένει την ίδρυση μιας πανεπιστημιακής σχολής κινηματογράφου η οποία, όπως ανακοίνωσαν ο πρόεδρος του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και ο δήμαρχος Δράμας θα μπορεί να ξεκινήσει, καλώς εχόντων των πραγμάτων, σε ένα χρόνο για προπτυχιακές σπουδές κινηματογράφου και δημοσιογραφίας.
Η ηλεκτρονική πλατφόρμα του φεστιβάλ, όπου μέχρι και το Σάββατο μπορούσαμε να δούμε ταινίες, μετρά πλέον ήδη τις ώρες μέχρι την επόμενη διοργάνωση. Το ίδιο κι εμείς.