Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός γουστάρει πολύ τη νοσταλγία και έχει ξεμπερδέψει με τα συμπλέγματα απέναντί της

«Είμαστε όλοι ψηφίδα του εμείς»: Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός με αφορμή την παράσταση «Κομμώτριες / ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ», μιλάει στο ελc για το ασύλληπτο μωσαϊκό που λέγεται ιστορία, για τη μανία του ως προς τον αόρατο χάρτη μιας πόλης, για τα τραγούδια ως μανιφέστο της νοσταλγίας και για το θέατρο ως μανιφέστο του τώρα

Φωτογραφίες: © Εβίτα Σκουρλέτη

Είναι πολύ όμορφο να μπαίνεις σε έναν χώρο που είναι στον πυρήνα του καλλιτεχνικός, μια στέγη για τις τέχνες, ένα σπίτι της δημιουργίας. Έτσι αισθάνθηκα μπαίνοντας στο στενό της Τουρναβίτου και περνώντας τη μεγάλη πόρτα του «Θησείον». Πράγματι – ένα Θέατρο για τις Τέχνες. Για τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, αυτός ο χώρος καταργεί το θέατρο. Δημιουργεί μια συνθήκη που αφήνει θεατή και ηθοποιό στην απόλυτη ανασφάλεια, έκθετους στη δύναμη του απρόσμενου. Αυτό καθιστά το «Θησείον» μαγικό.

Αφορμή για αυτή μας τη συνάντηση με τον σκηνοθέτη είναι η παράσταση «Κομμώτριες / ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ, Τζιανγκ-Σιν-Μπι-Σιν, Φαντάσου την καρδιά μου δική σου». Μια παράσταση με συγκινησιακή δύναμη, ορμή, ηθοποιούς-άλογα κούρσας (ή όπως εκείνος τους περιγράφει, καλλιτέχνες-τζιχάντ), διάθεση στροβίλου στην ιστορία και τις μικροϊστορίες της, νοσταλγία και τραγούδι. Πολύ τραγούδι.

Σκέφτομαι το Πρωινό Τσιγάρο του Μαυρουδή και τον τρόπο που το σιγοτραγούδησε η αίθουσα στην παράσταση που παρακολούθησα εγώ. Αναρωτιέμαι τι σημαίνει για αυτόν κοινό βίωμα, τι σημαίνει εμείς, ποιοι είναι οι άλλοι, γιατί τέτοια τρεχάλα στην ιστορία -αλλά και πώς αλλιώς να την προλάβεις αν δεν τρέξεις; Μιλώντας μαζί του αργότερα κάποιες απορίες μου θα επιλυθούν ενώ άλλες αγωνίες θα εξακολουθήσουν να αναζητούν απάντηση. Ίσως έτσι να είναι καλύτερα.

Φτάνει στον χώρο και χαμογελάει, βλέπει τον βαφτισιμιό του, τον Γαβριήλ μέσα, τον αγκαλιάζει τρυφερά και έτσι μου αποκαλύπτεται και μια άλλη πλευρά του την οποία αγνοούσα. Τόσο τρυφερός με αυτό το παιδί, τρυφερός με τους ηθοποιούς του, τρυφερός με τη Σουζάνα, τη γυναίκα που φροντίζει εδώ και χρόνια το θέατρο -και όσο εκείνος μιλάει για αυτή, εκείνη συγκινείται- τρυφερός με την τέχνη του.

Ανοίγω το μαγνητόφωνο και η περιδίνηση στην ιστορία ξεκινάει:

ιστορία | κολλάζ από στιγμές & ασύλληπτο μωσαϊκό | η ψηφίδα του εμείς

«Η ιστορία είναι ένα κολλάζ από στιγμές. Είναι ένα ασύλληπτο μωσαϊκό. Αυτό το κείμενο από το οποίο επιλέγετε αυτή τη φράση έχει ένα χαρακτηριστικό. Ξεκινάει πάντα με το άλλοι. Άλλοι θα έκαναν αυτό, άλλοι θα περίμεναν το λεωφορείο, κλπ. Μου αρέσει αυτό το κείμενο διότι είναι ο πληθυντικός ενός έθνους. Οι άλλοι, αυτός είναι ο απρόσωπος πληθυντικός ενός έθνους. Το βρίσκω εξαιρετικά ποιητικό. Οι άλλοι είναι πρόσωπα των οποίων δεν ξέρουμε απαραίτητα το όνομά τους. Είναι όλα πρόσωπα που έχουν όνομα, επώνυμο, καταγωγή, οικογένεια, αντιλήψεις, σκέψεις, μια ζωή, ένα παρελθόν. Και τότε, ακριβώς τότε, την ελπίδα ενός μέλλοντος. Στο οποίο εμείς, αυτή τη στιγμή, καθόμαστε.

Με ρωτάτε εγώ προσωπικά πώς βλέπω το εμείς; Είμαι μια ψηφίδα του εμείς. Την γιορτάζω πολλές φορές ατομικά και συλλογικά. Με θυμάμαι μαθητή μπροστά από το Πολυτεχνείο. Την επόμενη βραδιά μπήκε το τανκς. Το είχαμε σκάσει από κάποια φροντιστήρια που πηγαίναμε τότε, ετοιμαζόμασταν για το Πανεπιστήμιο. Θυμάμαι ότι, στα συνθήματα που λέγαμε τότε, χτύπαγα την πλάτη ενός συμμαθητή μου. Την άλλη μέρα ήταν κατάμαυρος.

Είμαστε όλοι ψηφίδα του εμείς. Όσο νωρίτερα το καταλάβει κανείς, τόσο μεγαλύτερη χαρά θα πάρει από αυτό. Θέλω να πω το εξής. Όταν μιλάμε για το εμείς, εμένα μια δομή μου έρχεται στον νου. Ο χορός της τραγωδίας. Ο χορός είναι ένα διαρκές εμείς, κατά κανόνα ανώνυμο. Αν κοιτάξετε μια στάση λεωφορείου, έχει δεκαπέντε ανθρώπους, είναι ένα εμείς. Ο καθένας τους έχει επώνυμο, όνομα, ζωή. Σπίτι που μένει ή δεν μένει. Και παρελθόν. Ένα μέλλον… Αυτή η δυναμική ταυτότητα ενός εμείς συνιστά τον χορό της τραγωδίας. Ατομικότητες σε μια κοινή συνθήκη για όλους».

Τον ρωτώ αν χάνεται ποτέ σε αυτό το εμείς, αν αυτό το εμείς έχει κάποτε γίνει για εκείνον επικίνδυνο:

«Όταν ο αριθμός του κοινού πληθυντικού γίνεται ανεξέλεγκτος και υπεράριθμος, εκεί μπερδεύονται τα πράγματα. Πολλές φορές γίνονται επικίνδυνα. Συμπεριφορές και αισθήματα υπερβαίνουν το εγώ, την προσωπικότητα, με τρόπο που δεν είναι πάντα ο καλύτερος, ο ορθολογικός, ο τρόπος που προάγει τις καταστάσεις. Εκεί είναι πιθανό μια μειονότητα να έχει δίκιο. Δεν σημαίνει ότι το πλήθος έχει δίκιο.

Η παράσταση ξεκινάει με μια συνέντευξη του Σαββόπουλου. Καταλήγει σε μια φράση εκρηκτική, απορώ πως δεν έχει γεννήσει αντιδράσεις ακόμα, σε μια εποχή που τα πράγματα ισοπεδώνονται λαϊκίστικα. Ο λαϊκισμός είναι αποτρόπαιος, πρέπει να το πούμε αυτό. Ο λαϊκισμός έχει πονηρές σκοπιμότητες και χρησιμοποιεί μια δύναμη. Ένα κάρο μπορούν να το σύρουν πολύ πιο εύκολα εκατό άνθρωποι απ’ ότι δύο. Αυτή η δύναμη είναι εκμεταλλεύσιμη για τον καροβάτη κι επικίνδυνη. Εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τον έλεγχο του καροβάτη και το ήθος του. Το ζητούμενο».

Μιλώντας για λαϊκισμό και πονηρές σκοπιμότητες, του ζητώ να μου μιλήσει για τα δικά του «κάγκελα», τον κάθε λογής περιορισμό που τον φυλακίζει. Στη Μεταπολίτευση άραγε υπήρχαν κάγκελα;

«Η μεταπολίτευση δεν είχε κάγκελα. Με αυτό το διακύβευμα ξεκίνησε και για αυτό την χαρακτήριζε αυτή η δημιουργικότητα. Τα πρώτα χρόνια της ήταν απελευθερωτικά, εμπνευστικά, εκεί άρχισε κανείς να επιδαψιλεύει αξίες που μόνο τις μυριζόταν μέχρι τότε. Και ξαφνικά -λέει στο κείμενο- ο Μαρξ! Από το πουθενά. Αυτός είναι ο λόγος που είχε αυτήν την élan, που λένε, αυτήν την ορμή ελπίδας. Είχε μόλις σπάσει τα κάγκελα.

Η στιγμή που το τανκς έριξε την πόρτα του Πολυτεχνείου ήταν με έναν τρόπο η συμβολική έναρξη της κατάργησης των κάγκελων που υπήρχαν μέχρι τότε. Αλλόκοτο αυτό που λέω αλλά καθόλου εξωιστορικό. Η μεταπολίτευση είχε μόνο ελπίδα και η ελπίδα είναι υπερβατική. Πολλά κάγκελα έπεσαν σταδιακά. Ήταν ιστορική ανάγκη. Ωστόσο, η συνεχής κατάρρευση του κάγκελου δεν έχει τέλος. Τα κάγκελα έχουν την εξής ιδιότητα: Χωρίζουν δύο χώρους, τον μέσα και τον έξω. Δεν είναι σίγουρο ποιος είναι μέσα και ποιος έξω. Δεν θέλω να μιλήσω καβαφικά.

Σήμερα τα κάγκελα είναι παντού. Έχουμε ένα σωρό όρια. Δεν είμαστε σε θέση -δεν το έχουμε μάθει αυτό- να διακρίνουμε ποιο θέλουμε. Χωρίς συνθήκη περιορισμού, δεν υπάρχει ελευθερία. Στην τέχνη καταρχήν. Αν βάλεις γράσο στο πάτωμα δεν μπορεί να συμβεί χορός παρά μόνο τούμπες. Χρειάζεται αντίσταση για να υπάρξει μορφή. Πάνω στο νερό δεν μπορείς να χορέψεις. Απαιτείται συνθήκη ικανής αντίστασης. Αν δεν έχεις περιορισμούς σε κάτι, πρέπει να τους ορίσεις εσύ. Εμείς έχουμε κακοεκπαιδευτεί, αισθανόμαστε ότι έχει χαθεί η ελευθερία μας και μας την παίρνουν οι άλλοι. Το βρίσκω παιδικά αυθαίρετο να λέμε ότι την ελευθερία μας την παίρνουν πάντα οι άλλοι. Υπάρχουν περιορισμοί και δεν είναι εύκολο να βρει κανείς τη λεπτή ισορροπία. Αλλά και γιατί να είναι εύκολο; Τίποτα ουσιαστικά δεν είναι εύκολο. Ούτε στη φύση, ούτε στη ζωή. Θέλει μια διαλεκτική μέχρι να το ακουμπήσεις. Μια εμπειρία, μια γνώση.

Ένα κάγκελο που βλέπω εγώ είναι αυτή η ασύλληπτη καχυποψία των πάντων. Όλοι θέλουν κάπου το κακό μας, έχουν κάτι στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Το βρίσκω λυπηρό αυτό, θλιβερό και ταυτόχρονα τόσο κρίμα. Ανθυγιεινό, ρε παιδί μου. Μαύρη στεναχώρια. Περνάς πολύ χάλια. Καταρχάς, χάνεις όλες τις μετασχηματιστικές ικανότητες του εαυτού και δικαιώνεις μόνο τον φόβο. Εκρήγνυνται μέσα σου και κάνουν μια αλλόκοτα μετασχηματισμένη φωνή. Βγαίνει ένα ουρλιαχτό. Ακούω πολλές τέτοιες φωνές. Δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί. Λυπάμαι πολύ αυτόν που έχει αυτή την αντίληψη, γιατί περνάει πολύ άσχημα και δίπλα του περνάνε άσχημα και άλλοι».

να ζεις στο ρινγκ | ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΔΙΚΗ ΣΟΥ

Μονάδα μέτρησης της Ιστορίας είναι η καθημερινότητα. Του εξηγώ πόσο γοητευτική βρίσκω αυτή τη φράση από την παράσταση και αναρωτιέμαι αν για αυτόν η καθημερινότητα έχει στοιχεία πάλης. Μου απαντά με πάθος.

«Η ζωή η ίδια είναι μια πάλη. Δεν υπάρχει μη πάλη. Δεν μπορείς να κάθεσαι στη ζωή. Τη διεκδικείς. Στον έρωτα, το ίδιο. Μου αρέσει κάποιος, μου αρέσει κάτι. Πρέπει να διεκδικήσω να φτάσω μέχρι τον άλλον. Αυτό λέγεται πάλη διαλεκτικά. Άμα προκύψει κι ένα μωρό, πήγε καλά αυτή η διαλεκτική. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει εσωτερική πάλη. Δεν της προσδίδω αρνητική έννοια. Όλη η δημιουργικότητα, σε επίπεδο ζωής και σε επίπεδο τέχνης, είναι μια πάλη με τα υλικά. Με την ύλη και την πραγματικότητα. Το λέω αυτό γιατί δεν κάνει να ξεμάθουμε να παλεύουμε. Να διεκδικούμε. Δεν είναι μόνο στο ρινγκ. Πάλη είναι η διαχείριση που κάνει το σώμα και το πνεύμα για να κάνει πέντε βήματα δημιουργικότητας που παράγουν ένα έργο. Η παραγωγή του έργου είναι η ηδονή που επιστρέφει πίσω στο υποκείμενο. Έτσι πάει το πράγμα. Αν όχι; Μετά είναι θάνατος, αν μου επιτρέπετε».

«Η παράσταση είναι μια χοάνη επεξεργασίας εμπειριών, πραγμάτων και γεγονότων – αρκετά συλλογική. Η Μεταπολίτευση ξεκίνησε με την κατάργηση των φραγμάτων, που περιλάμβανε τη δομή μιας ελπίδας στην οποία εμείς, τώρα, μετά από τόσα χρόνια, καθόμαστε μέσα και συζητάμε για αυτή. Είμαστε μέσα σε αυτό το οικόπεδο που λέγεται “Κομμώτριες – Μεταπολίτευση Τζιανγκ – Σιν – Μπι – Σιν ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΔΙΚΗ ΣΟΥ”. Η τελευταία φράση του τίτλου είναι πάρα πολύ κρίσιμη. Θα έλεγα ότι είναι το θεμελιώδες μότο της παράστασης αυτής. Και κατά τη γνώμη μου, της νεανικής ορμής της μεταπολίτευσης. Αυτά και ως αξίες και ως γεγονότα, χρειάζονται υπενθύμιση. Είναι μια επίσκεψη σε μια τρέχουσα και ταυτόχρονα βιωμένη ιστορία. Όλο το ιστορικό κομμάτι της έρευνας σταματάει το 2008, δεν πάμε πιο πέρα, δεν φτάνουμε σήμερα.

Δεν είναι μια φράση εύκολη για να την πει κανείς σήμερα. Αυτό έχει να κάνει και με αυτά που λέγαμε πριν. Το χειρότερο που δεν καταλαβαίνουμε -δεν είναι εύκολο να το καταλάβουμε- είναι η μεγάλη προσωπική σημασία αυτής της φράσης. ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΔΙΚΗ ΣΟΥ. Πόσο προσωπικό όφελος, μια τόσο προκλητική λέξη. Τι επιστρέφει πίσω στον άνθρωπο… Αν χάσουμε αυτό, έχουμε χάσει μια θεμελιώδη ποιότητα ζωής».

Εκμυστηρεύομαι πως συγκινήθηκα πολύ από την παράσταση που έχουν πλάσει εκεί στο Θησείον. Του περιγράφω την αίσθηση της αυτοαναφορικότητας που μου έδωσαν όσα συμβαίνουν πάνω στη σκηνή κάθε βράδυ. Χαμογελά.

«Χαίρομαι πολύ που σας συγκίνησε. Το ότι σας συγκίνησε σημαίνει σε έναν βαθμό την επίτευξη ενός στόχου για εσωτερική ροή των γεγονότων και των σκηνικών πραγμάτων. Δεν είναι αυτοσκοπός αλλά έχει πολύ μεγάλη σημασία κάποιος να συγκινείται από ένα έργο. Χαίρομαι που κάνετε αυτήν την παρατήρηση για το θέατρο και την αυτοαναφορικότητα. Ειδικά για μια παράσταση που είναι création, αυτό που ονομάζω η σκηνοθεσία ως δραματουργία. Είναι ένας τρόπος που έχουμε εισάγει εμείς με μια σειρά παραστάσεων, πρώτα με τον Ρομαντισμό και στη συνέχεια με τον Εθνικό Ύμνο.

Πρόκειται για ένα νήμα παραστάσεων. Είναι ένας τρόπος γραφής ο οποίος μας επιτρέπει, έξω από την υπάρχουσα δραματουργία, να δραματουργήσουμε με τους όρους καθαρά του θεάτρου. Προκύπτει κείμενο μέσα από τη θεατρική διαδικασία και μια σειρά τεχνικών που λειτουργούν ως δίχτυ αράχνης για να συλλάβουν πάνω μορφές, σκηνές, στιγμές. Πάντοτε υπάρχει μια αυτοαναφορικότητα για την τέχνη αυτή και τη γλώσσα της. Τον αναστοχασμό πάνω στη γλώσσα του θεάτρου και τις δυνατότητες που δίνει για να μιλήσει για κάτι, όσο μιλάει για αυτό. Αυτό είναι το μηχάνημα, η αισθητική γλώσσα του πράγματος για να φτάσει από μένα σε σένα κάτι. Έχει σημασία με τι νυστέρι σε κόβω».

σταθμοί & dots σε ένα χάρτη | Nostalghia

«Έχω μανία με την έννοια του χάρτη. Όλα συμβαίνουν πάνω σε ένα χάρτη. Θα έλεγα ότι υπάρχουν δύο χάρτες. Ο γεωγραφικός και ο αόρατος. Ο αόρατος είναι οι εμπειρίες των ανθρώπων πάνω στον γεωγραφικό χάρτη. Άρα, η βίωση της ιστορίας. Εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου, το διατυπώνω με μεγάλη ακρίβεια. Έχει πολύ νόημα η έννοια του χάρτη και το σημείο, όπου τα σώματα ψάχνουν πάνω στον χάρτη, πού, τι, πότε; Αυτός είναι ένας αστερισμός της ιστορίας πάνω στη γεωγραφία. Η αγωνία που εισπράξατε προκύπτει από το να μην ξεχαστεί κάτι από αυτά που συγκροτούν την πλήρη εμπειρία του βιώματος που συζητάμε.

Είναι πάνω στον χάρτη οι σταθμοί μου. Κάποιοι ξεπερνούν τον χάρτη και πάνε στην υδρόγειο. Κανένα ιστορικό γεγονός δεν είναι ανεξάρτητο από το τι συμβαίνει σε ένα άλλο σημείο της ευρύτερης γεωγραφίας. Ένα σημείο του χάρτη είναι αυτή η γροθιά στην πλάτη του φίλου μου που τον μελάνιασε. Ένας άλλος όρος που με ενδιαφέρει είναι αυτό που λέμε μικροϊστορία της ιστορίας. Εκεί αναγνωρίζεται ο καθένας μας μέσα στο μέγα γεγονός.

Κοιτάξτε, εγώ δεν έχω κανένα σύμπλεγμα απέναντι στη νοσταλγία, τη γουστάρω πάρα πολύ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κοιμάμαι. Έχω νοσταλγία για το χθες. Όλα τα τραγούδια, όλων, είναι ένα μανιφέστο της νοσταλγίας. Όποιο τραγούδι θυμάστε, είναι μια περφόρμανς της νοσταλγίας. Διαρκώς επιστρέφουμε κάπου. Ο Οδυσσέας δεν είναι ένας μύθος του παρελθόντος. Είναι ένα διαρκές βίωμα της καθημερινότητας. Πάμε μπροστά νοσταλγώντας κάτι που θέλουμε να ξαναβρούμε. Δεν θα βρούμε αυτό, θα βρούμε κάτι άλλο. Δεν πας σαν τυφλός, δεν είναι science-fiction. Η ζωή βασίζεται σε ένα βιωμένο συμβάν που αναζητάς ματαίως. Ακούω έναν σνομπισμό απέναντι στο νοσταλγικό. Το λέω απροκάλυπτα, δεν καταλαβαίνω Χριστό από αυτά. Και;! Δεν μ’ ενδιαφέρει. Βεβαίως είναι νοσταλγικό. Άμα δεν έχεις νοσταλγία δεν έχεις βίωμα. Δεν έχεις τίποτα να σε σπρώξει μπροστά. Δεν υπάρχουν πλοία που να πηγαίνουν μπροστά με την όπισθεν. Με πόνο καρδιάς το κάνει, με πάθος».

Nostalghia on stage

«Είναι η δεύτερη, αν όχι η τρίτη φορά που εμφανίζεται η Νοσταλγία σε παράσταση που έχω κάνει. Η πρώτη ήταν στο Μηχανή Άμλετ που είχε γίνει στο ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη. Είχε γίνει εμπορική επιτυχία μια ακραία πρωτοποριακή παράσταση. Τι αλλόκοτα πράγματα. Σε ένα πολύ σύνθετο κείμενο του Χάινερ Μύλλερ, του ύψιστου συγγραφέα διανοητικής και ιστορικής ευαισθησίας. Η κεντρική σκηνή της Νοσταλγίας είναι αξεπέραστη. Είναι σημείο αναφοράς του ανθρώπου. Η σκηνή πάνω στο άρμα του Μάρκου Αυρηλίου στη Ρώμη, από τον Έρλαντ Γιόζεφσον, τον ηθοποιό του Μπέργκμαν που έπαιζε στον Ταρκόφσκι. Η σκηνή του τρελού που μέσα του είναι όλοι οι τρελοί του Σαίξπηρ, όλοι οι σαλοί που βλέπουν την αλήθεια για τα πράγματα και εμείς οι λογικοί δυσκολευόμαστε – έχουμε μπλέξει με τη λογική μας. Η λογική μας γίνεται κλωστές που μπερδεύουν τα πόδια μας και πέφτουμε. Είναι αυτή η αξεπέραστη στιγμή που κάθε φορά θέλω να την υπενθυμίζω.

Δεν θα μπορούσε να λείπει αυτή η στιγμή σαν διακήρυξη ενός πολιτικού μπαλκονιού, άτυπου και απόλυτα ποιητικού. Αυτό είναι το θέμα. Αυτά τα δύο γεγονότα συγγενεύουν με την ένταση της μουσικής τους. Εκεί ακουγόταν ο Ύμνος της χαράς. Εδώ ακούγεται το Carmina Burana. Είναι δύο εκκωφαντικά έργα απέναντι στη χειρονομία προς το πλήθος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε κάνει ενστικτωδώς μια καταπληκτική κίνηση επιρροής πλήθους. Χρησιμοποιούσε το Carmina Burana στα μπαλκόνια του όταν έβγαζε λόγο. Η μουσική σε αρπάζει από τα μούτρα, δεν μπορείς να αντισταθείς, δεν έχει λογική. Έχει μοιραία δονήσεις κι ένα αίσθημα. Δεν έχει σημασία αν σου αρέσει αυτή η μουσική. Δεν θα μπορούσε να βάλει εκκωφαντικά Καζαντζίδη – παρότι τον λατρεύουν όλοι. Αυτό είναι βαθύτερο, θεμελιώδες, άλογο, υπέρ-λογο. Και ξαφνικά, λόγω της μουσικής, το επιχείρημα που ακούστηκε είναι συναρπαστικό. Προσέξτε τι σας λέω».

και ξαφνικά εγένετο φως – και δάκρυ | απλώς πήγα θέατρο

Όσο συζητάμε για την Carmina Burana, μπαίνει η Ηλέκτρα Νικολούζου στον χώρο της συνέντευξης. Ακολουθούν οι εξής στιχομυθίες με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό:

Η.Ν : Έλα μωρέ, μου έχεις λείψει πανάθεμά σε. Πήρα ένα μήνυμα σήμερα για την παράσταση από μια γυναίκα, δεν ξέρω που καθόταν. Έκλαιγα. Το φωτογράφισα, το έχω κάτω να σου το δείξω. Γράφει πώς έχει ακόμα το post it από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα ή τον Εθνικό Ύμνο που έγραφε «χιόνι μου».

Μ.Μ : …

Η.Ν : (μεταφέρει λόγια από το μήνυμα): Αυτό που κάνει ο Μαρμαρινός, που μεταλαμβάνεις πάνω στην τέχνη του είναι που σε κάνει μετά να μπαίνεις στο ταξί και να ρωτάει ο ταξιτζής τι έπαθες κοπέλα μου, ποιος σε πείραξε, γιατί κλαις; Και λες, τίποτα. Απλά πήγα θέατρο.

Μ.Μ : Ανατριχιαστικό.

Επιστρέφουμε στη συζήτηση μιλώντας για θυμικό και λογική. Και για τα βιώματα του ανθρώπου που ανεβαίνει πάνω στη σκηνή. Του ηθοποιού. Του καλλιτέχνη.

«Με ενδιαφέρει πολύ ένα θυμικό που σκέφτεται και μια σκέψη που συναρπάζεται. Ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνουμε, παλεύουμε οι άνθρωποι για την ενοποίηση αυτών των δραστηριοτήτων που μας συνθέτουν. Καταρχάς, ένα μεγάλο ποσοστό των συνανθρώπων μας πληρώνει ψυχανάλυση για να πετύχει αυτήν την ενοποίηση. Είναι δυνατόν λοιπόν το θέατρο να την αρνηθεί; Σας συγκίνησε μια φράση από το κείμενο, γιατί μίλησε στο συνειδητό σας και στην αντίληψή σας. Αν το κείμενο ήταν ανόητο, δεν θα σας συγκινούσε. Δημιουργήθηκε ρωγμή κι εκεί μπήκε ένα αίσθημα. Μια φράση μπορεί να δημιουργήσει μια τομή και εκεί να μπει το αίσθημα που κινεί τα πάντα.

Για να απαντήσω στην αγωνία της ερώτησής σας, δεν υπάρχει κανείς που δεν έχει βιώματα. Οπότε ησυχάστε. Όλοι έχουμε βιώματα άρα όλοι μπορούμε να γίνουμε ηθοποιοί. Ο Γιόζεφ Μπόις έλεγε ότι όλοι είναι καλλιτέχνες. Όλοι έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν. Αν το καταλάβουν, θα αλλάξει η ποιότητα του δημιουργήματός τους. Αυτό που διακρίνει τους καλλιτέχνες είναι μια ανικανοποίητη αγωνία απέναντι στο βάθος της έκφρασης. Από κει προκύπτει και η αγωνία του μοιράσματος. Αυτή η αγωνία πολλαπλασιάζει τα βιώματα που υπάρχουν. Τα συνδυάζει, τα επανασυνδέει και τους δίνει άλλη διάσταση».

το δικό του θέατρο

«Το θέατρο είναι ένα μανιφέστο του τώρα. Αυτό επιδιώκει τουλάχιστον. Ο ορισμός του τώρα είναι το ατύχημα. Ή αλλιώς το απρόοπτο. Δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Η δομή της παράστασης είναι μετρημένη απόλυτα, είναι σαν μουσική. Μπορεί όμως να συμβεί το οτιδήποτε. Αυτός ο συνδυασμός με αφορά. Το θέατρο δεν μου αρέσει σαν ακίνητη δομή. Η έννοια του ανοιχτού χρόνου είναι η διαφορά του θεάτρου από το σινεμά. Στο σινεμά, το σελιλόιντ και η μυθολογία του σε πάνε αλλού. Το θέατρο είναι ζωντανό. Αυτό που ορίζει το παρόν είναι το σώμα. Το σώμα είναι απρόοπτο. 

Η τέχνη έχει έναν περίεργο τρόπο να κυκλοφορεί στον χρόνο άχρονα. Είναι σαν να καταργεί τα όρια. Κυκλοφορεί στο μπρος-πίσω, σε ένα time tunnel, που λέγανε στα space films. Συλλαμβάνει κραδασμούς, είναι λίγο σαν τα άλογα. Τα άλογα έχουν μια ενστικτώδη διαίσθηση απέναντι στην ιστορική ταραχή. Η τέχνη έχει κάτι από την κομψότητα ενός αλόγου, ενός από τα γοητευτικότερα ζώα που υπάρχουν στη φύση. Όχι μόνο όταν καλπάζουν, ακόμα και όταν στέκονται. Κινούμενος ανιχνευτής το άλογο. Η τέχνη το κάνει ερήμην της.

Μετά – Πολίτευση. Εμπνέουμε και τον Mark Zuckerberg. Είδε τη Μεταπολίτευση και είπε να το ονομάσει meta. Το μεταμοντέρνο δεν με ενδιαφέρει. Η Μετά – Πολίτευση με ενδιαφέρει. Κοιτάξτε τι γίνεται με τους όρους αυτούς. Δεν έχουμε και πολλούς στον κριτικό λόγο. Δύο-τρεις έχουμε. Τσιμπάνε έναν από το ράφι και τον κοτσάρουν. Είναι μία ιδέα που δεν με αφορά.

Με ενδιαφέρει η σκηνοθεσία ως δραματουργία. Γεννήθηκε εδώ μέσα. Οι Γάλλοι το λένε création. Οι Άγγλοι το λένε devised. Αίσχος ο όρος. Να μην το χρησιμοποιούμε καθόλου. Κάνει κακό στο μυαλό και τη σκέψη. Δείχνει μέτρια εμπειρία και γνώση ο όρος θέατρο της επινόησης. Τι να σας πω; Παιδεύονται με τους όρους οι άνθρωποι. Ό,τι δεν μπορούν να προβλέψουν το λένε μεταμοντέρνο.

Στην Πολωνία έχω κάνει δύο παραστάσεις. Η μία ήταν το Akropolis στο Βρότσλαβ. Μερικά μέτρα από το θέατρο που έκανε ο Γκροτόφσκι το δικό του Akropolis, ας πούμε. Ήταν πολύ ιδιαίτερη παράσταση. Μετά έκανα μια παράσταση στη Βαρσοβία, τη Μικρή Αποκάλυψη. Από εκείνη την παράσταση το μόνο καλό που θυμάμαι είναι μια σκηνή με ένα τσιγάρο. Ή μάλλον όχι. Με δύο τσιγάρα. Δεν πέτυχε. Βρέθηκα σε έναν θίασο που μου είχαν πει ότι δεν θα είναι εύκολο να κάνω ensemble. Έκανα μια παράσταση συμβατική στην εξέλιξή της. Δεν είχε τα απρόοπτα που φανταζόμουν. Μου βγήκε νορμάλ. Νορμάλ για μένα σημαίνει βαρετό. Όλες μου οι παραστάσεις είναι μοιραία προσωπικές, η τέχνη είναι προσωπική. Δεν είμαι διαχειριστής πραγμάτων εγώ. Το Πεθαίνω σαν Χώρα είναι αυτό που είναι. Ταυτόχρονα, και το Insenso. Παγιδευόμαστε στα πέντε αστεράκια. Οι παραστάσεις συμβαίνουν σε μια στιγμή και δεν το καταλαβαίνεις».

το όνειρο της Ελευσίνας

«Dum spiro spero. Αυτό που κάνουμε στην Ελευσίνα είναι ένα τεράστιο όνειρο. Μέγα έργο. Δεν είναι μόνο η αισθητική, δεν είναι μόνο η τέχνη. Είναι κάτι που διαμορφώνει και στηρίζει την ανάταξη μιας πόλης με ένα τρομερό δυναμικό που περιέχει και περιλαμβάνει μέσα της.

Δεν την ξέρουμε την Ελευσίνα.. Το λέω σε όλους αυτό. Το διατυπώνω σαν φινάλε της κουβέντας μας. Ένας από τους στόχους της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας είναι να μάθουμε την Ελευσίνα. Είναι μια πόλη μυστική που – ακούστε με – πρέπει να τη μάθουμε».

Info παράστασης:

Κομμώτριες / ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ, Τζιανγκ-Σιν-Μπι-Σιν, Φαντάσου την καρδιά μου δική σου | Θησείον -Ένα Θέατρο για τις Τέχνες

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.