Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος μιλά στο ελc για το πρώτο του μυθιστόρημα «Φλόρενς Μπλαντ»

«...τόσο ο μάγειρας όσο και ο συγγραφέας καταλαβαίνουν ότι το βασικό συστατικό σε αυτό που κάνουν είναι η αφαίρεση, μαθαίνουν δηλαδή ν’ αφήνουν εκτός πιάτου και εκτός κειμένου»

Απέναντι μου έχω έναν σεφ που γράφει λογοτεχνία. Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος έχει περάσει πάνω από είκοσι χρόνια σε εστιατόρια της Αθήνας, του Λονδίνου, του Παρισιού και του Όσλο, έχει ετοιμάσει πιάτα στα βραβεία Νόμπελ και έχει μαγειρέψει για τη βασιλική οικογένεια της Αγγλίας και της Νορβηγίας. Εδώ και καιρό όμως έχει ξεκινήσει το δικό του ταξίδι στον κόσμο της συγγραφής. Μας συστήθηκε το 2019 με τη «Μάκινα» και μας έδωσε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από την «Αποδοχή κληρονομιάς» και τον «Σάλτο» που ακολούθησαν λίγο αργότερα. 

Το σπονδυλωτό μυθιστόρημα «Φλόρενς Μπλαντ» σηματοδοτεί, μετά από τρεις συλλογές διηγημάτων, το πέρασμά του στη μεγάλη φόρμα. Με φόντο τη Γηραιά Ήπειρο του 19ου και του 20ού αιώνα και με συνοδοιπόρους μία γυναίκα που έχασε τις ελπίδες της στο ανθρώπινο είδος και βάλθηκε να το τιμωρήσει, έναν δήμιο, μία κοπέλα που δεν μπόρεσε να ξεφύγει από το παρελθόν της και έναν μετανοημένο επαναστάτη, ο Νικολακόπουλος βουτά στα σκοτάδια της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Δυστυχώς έχω απωλέσει τις ελπίδες μου στους ανθρώπους. Δεν βρίσκω κάποιον λόγο για να ελπίζω. Θα ήθελα όμως πολύ να ελπίσω», μου λέει, ενώ μιλάμε με αφορμή το νέο του βιβλίο σ΄ ένα καφέ στα Ιλίσια.

Στο κάδρο της συζήτησής μας μπαίνουν το έναυσμα της συγγραφικής του πορείας, οι λογοτεχνικές του αναφορές, ο ρόλος που έχουν παίξει τα βιβλία στη ζωή του, και φυσικά η αγάπη του για τη ζωγραφική. Όπως άλλωστε μου εξηγεί, «Κατά βάθος δεν είμαι ούτε μάγειρας, ούτε συγγραφέας. Μέσα μου είμαι ζωγράφος και ας μη ζωγραφίζω τώρα πια. Αν αύριο πέθαινα θα ήθελα να γράφει στον τάφο μου ότι ήμουν ζωγράφος». Και η κουβέντα μας συνεχίζεται: 

 

Μετά από τρεις συλλογές διηγημάτων υπογράφεις το πρώτο σου μυθιστόρημα. Γιατί αποφάσισες να περάσεις στη μεγάλη φόρμα;

Το μυθιστόρημα αυτό ξεκίνησε ως διήγημα με τον τίτλο «Δηλητηριάστρα». Το έγραφα παράλληλα με τα άλλα τρία βιβλία καθαρά για λόγους αποσυμπίεσης, γιατί ήθελα να ξεφύγω για λίγο από τη σκοτεινιά της θεματολογίας της ελληνικής υπαίθρου. Το διήγημα αυτό μεγάλωνε, μεγάλωνε, μεγάλωνε, γεννήθηκαν και άλλοι χαρακτήρες πέρα από την κεντρική γυναικεία μορφή, ώσπου προέκυψε αυτό το μυθιστόρημα. Αν δεν το ολοκλήρωνα, θα μπορούσα να το γράφω για δέκα χρόνια ακόμα. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα γράψω μυθιστόρημα. Με απωθούσε η άποψη που λέει ότι το μυθιστόρημα είναι αυτό που καταξιώνει έναν συγγραφέα, ότι οι πραγματικοί συγγραφείς γράφουν μυθιστορήματα.

 

 

Για πρώτη φορά απομακρύνεσαι από την ελληνική ύπαιθρο.

Στα προηγούμενα βιβλία έγραφα για τα βουνά των παππούδων μου. Στο «Φλόρενς Μπλαντ» γράφω για τα δικά μου μέρη, για τα μέρη, στα οποία έζησα, περπάτησα, δούλεψα. Για την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Νορβηγία. Έχω βάλει σε αυτό το βιβλίο τις διευθύνσεις των σπιτιών μου και των μαγαζιών, στα οποία δούλεψα, ονόματα φίλων και ανθρώπων που συνάντησα. Μπορεί να φαίνεται ότι η «Αποδοχή κληρονομιάς» και ο «Σάλτος» είναι πολύ προσωπικά βιβλία, γιατί αναφέρονται στα μέρη των προγόνων μου αλλά στην πραγματικότητα αυτό το βιβλίο είναι το πιο προσωπικό. Τα προηγούμενα βιβλία μου είναι Νικολακόπουλος, αυτό το βιβλίο είναι Ανδρέας.

Στο μυθιστόρημα υπάρχει τεράστιος όγκος πληροφοριών γύρω από ιστορικά γεγονότα αλλά και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Πώς δούλεψες για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;

Χρειάστηκε πάρα πολύ ψάξιμο και αμέτρητες ώρες διαβάσματος. Εσκεμμένα έβαλα τόσες πολλές πληροφορίες. Ήθελα ν’ αναφέρω απλώς τα μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας και να κάνω focus σε αυτά που φαίνονται μικρά. Όταν μιλάμε για την Αγγλία των αρχών του 20ού αιώνα ο κόσμος έχει στο μυαλό του μία αυτοκρατορία. Εγώ ήθελα να δείξω τι κρυβόταν πίσω από αυτή την αυτοκρατορία. Υπήρχε φοβερή φτώχεια, άνθρωποι πέθαιναν από δυσεντερία στους δρόμους, ειδικά το Ανατολικό Λονδίνο ήταν μήτρα κακού. 

Ποιος ο συμβολισμός των ποταμών στο βιβλίο;

Τα ποτάμια λειτουργούν στο κείμενο ως συγκολλητική ουσία που ενώνει τις τέσσερις ιστορίες. Κυρίως όμως τονίζουν το αίσθημα της ματαιότητας. Οι άνθρωποι ονειρεύονται, πετυχαίνουν, αποτυγχάνουν, πεθαίνουν αλλά τα ποτάμια συνεχίζουν να κυλούν. Ήθελα να ευτελίσω τα μεγάλα όνειρα των ανθρώπων. Παρατηρώντας τα τέσσερα βιβλία μου συνειδητοποιώ ότι υπάρχει μέσα μου μία μανία για τη φύση. Έχω έναν ψυχαναγκασμό με τις περιγραφές των δέντρων, των βουνών, των τοπίων. Μάλλον η φύση είναι η δική μου θρησκεία.

Η Δηλητηριάστρα, η ηρωίδα της τέταρτης ιστορίας «είχε απωλέσει και τις τελευταίες τις ελπίδες στο ανθρώπινο είδος». Εσύ έχεις χάσεις τις ελπίδες σου;

Δυστυχώς έχω απωλέσει τις ελπίδες μου στους ανθρώπους. Σε τι να ελπίσω; Κοίταξε γύρω σου τι γίνεται. Τα βλέπουμε και στην τηλεόραση. Γυναικοκτονίες, κακοποιήσεις ζώων, γίνονται πόλεμοι και την πληρώνουν παιδιά. Τις προάλλες πέτυχα μια πορεία και είδα παιδιά δεκαεφτά, δεκαοχτώ χρόνων με ρόπαλα και κράνη. Ήταν χρυσαυγίτες. Δεν πιστεύω πως υπάρχει μόνο το καλό ή το κακό. Υπάρχουν και τα δύο και ανάλογα με τη χρονική στιγμή κάποιο υπερισχύει. Τώρα υπερισχύει το κακό αλλά και η βλακεία. Δεν βρίσκω κάποιον λόγο για να ελπίζω. Θα ήθελα όμως πολύ να ελπίσω. 

Πώς ξεκίνησες να γράφεις;

Πριν τέσσερα χρόνια, ένα βράδυ που είχα πυρετό σηκώθηκα από το κρεβάτι και έγραψα ένα διήγημα. Ήταν σαν αυτόματη γραφή. Έγραψα σε δεκαπεντασύλλαβο την ιστορία της σταφιδικής εξέγερσης του Αιγίου. Το διήγημα αυτό με τον τίτλο «Λιόκρινο» συμπεριλήφθηκε στο πρώτο μου βιβλίο, τη «Μάκινα». Έτσι ξεκίνησα να γράφω. Μετά, ψάχνοντας το οικογενειακό μου δέντρο και κοιτάζοντας πίσω ανακάλυψα πολλές ιστορίες για τους προγόνους μου και άρχισα να τις πλάθω λογοτεχνικά για να μην τις ξεχάσω. Κατάλαβα ότι ήθελα να πω πολλά πράγματα. Μέχρι τότε δεν το ήξερα. Η συγγραφή μου καλύπτει τα κενά που δημιουργήθηκαν, όταν η μαγειρική έγινε επάγγελμα.

Οι ιδιότητες του μάγειρα και του συγγραφέα συνδέονται;

Απόλυτα. Το κοινό που έχουν είναι ότι πολύ γρήγορα τόσο ο μάγειρας όσο και ο συγγραφέας καταλαβαίνουν ότι το βασικό συστατικό σε αυτό που κάνουν είναι η αφαίρεση. Μαθαίνουν δηλαδή ν’ αφήνουν εκτός πιάτου και εκτός κειμένου. Όταν είσαι νέος μάγειρας έχεις μπροστά σου καταλόγους προμηθευτών και θέλεις να φτιάξεις ένα μενού που να τα έχει όλα. Με τον καιρό μαθαίνεις ότι μετράνε η απλότητα και η γεύση. Το ίδιο νομίζω ισχύει και με τη συγγραφή. Στην αρχή θέλει να πεις πάρα πολλά πράγματα. Μετά όμως μαθαίνεις να μην είσαι τόσο ενθουσιώδης.

Ποιες είναι οι λογοτεχνικές σου αναφορές;

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, η Μαργαρίτα Καραπάνου, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε. Πάνω απ’ όλους όμως είναι ο Αρθούρος Ρεμπώ και ας μην γράφω ποίηση. Επιστρέφω συνέχεια στον Ρεμπώ.

Τι ρόλο έχουν παίξει τα βιβλία στη ζωή σου;

Πρώτα απ’ όλα έχουν καταλάβει το σπίτι μου. Έχω γύρω στα 2.500 βιβλία. Τα βιβλία παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου από πολύ μικρή ηλικία. Όταν δεν έχω τι να κάνω μπαίνω σ΄ ένα βιβλιοπωλείο. Εκεί νιώθω ασφαλής. Όταν βρίσκομαι σ’ ένα βιβλιοπωλείο, όπως και σε μία κουζίνα, νιώθω ότι θα καταφέρω να επιβιώσω ακόμα και αν έξω γίνεται πόλεμος. Τα βιβλία ήταν η συντροφιά μου για χρόνια στα ταξίδια που έκανα, στα αεροπλάνα, στα τρένα, στα καράβια. Οι δικοί μου με έμαθαν από πολύ μικρό να διαβάζω πριν πάω για ύπνο. Γι’ αυτό το διάβασμα είναι πάντα το τελευταίο πράγμα που κάνω πριν κοιμηθώ. Αλλιώς θα σκέφτομαι τι συνέβη ή τι θα συμβεί.

Στο παρελθόν καταπιάστηκες και με τη ζωγραφική. Ασχολείσαι ακόμα;

Απέναντι από το δημοτικό σχολείο, στο οποίο πήγαινα, είχε ανοίξει μία σχολή ζωγραφικής. Πήγα μόνος μου, χτύπησα την πόρτα και είπα στον ιδιοκτήτη της σχολής ότι θέλω να γίνω ζωγράφος. Μου είπε να πάω την επόμενη μέρα με τη μητέρα μου. Ξαναπήγα και έμεινα. Παρακολούθησα εκεί μαθήματα από τα εφτά μέχρι τα δεκαεφτά μου. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς μου και κάποιων ακόμα δικών μου ανθρώπων σταμάτησα να βλέπω τα πράγματα ονειρικά, άρχισα να τα βλέπω πιο ρεαλιστικά και έτσι παράτησα τη ζωγραφική. Κατά βάθος όμως δεν είμαι ούτε μάγειρας, ούτε συγγραφέας. Μέσα μου είμαι ζωγράφος και ας μη ζωγραφίζω τώρα πια. Αν αύριο πέθαινα θα ήθελα να γράφει στον τάφο μου ότι ήμουν ζωγράφος. Ούτε συγγραφέας, ούτε μάγειρας. 

 

 

Το βιβλίο του Ανδρέα Νικολακόπουλου «Φλόρενς Μπλαντ» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίκαρος

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.